Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 301 - 350, σε σύνολο 636
| 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Insert earphones
Μετάφραση: Βυσματοειδή ακουστικά

Όρος: Insertion loss
Μετάφραση: Απώλεια λόγω παρεμβολής

Όρος: Insoluble
Μετάφραση: Αδιάλυτος

Όρος: Insoluble compound
Μετάφραση: Αδιάλυτη ενώση

Όρος: Inspection
Μετάφραση: Επιθεώρηση

Όρος: Inspection body
Μετάφραση: Φορέας ελέγχου, Φορέας επιθεώρησης Οργανισμός Επιθεώρησης

Όρος: Inspection report
Μετάφραση: Έκθεση ελέγχου

Όρος: Inspection systems
Μετάφραση: Συστήματα επιθεώρησης

Όρος: Inspections
Μετάφραση: Επιθεωρήσεις

Όρος: Inspector
Μετάφραση: Επιβλέπων

Όρος: Inspector
Μετάφραση: Επιβλέπων

Συντομογραφία: IC
Όρος: Inspiratory capacity
Μετάφραση: Εισπνευστική χωρητικότητα

Όρος: Installation
Μετάφραση: Εγκατάσταση (Ίδρυση δραστηριότητας)

Όρος: Installation work
Μετάφραση: Εσωτερική εγκατάσταση

Όρος: Instantaneous safety gear
Μετάφραση: Συσκευής αρπάγης ακαριαίας πέδησης (ασανσέρ)

Συντομογραφία: IBN
Όρος: Institut Belge de Normalisation
Μετάφραση: Βελγικό Ινστιτούτο Τυποποίησης

Συντομογραφία: IEEE
Όρος: Institute of Electrical and Electronic Engineers (USA)
Μετάφραση: Ινστιτούτο Ηλεκτρολόγων και Ηλεκτρονικών Μηχανικών (ΗΠΑ)

Όρος: Institute of Labour - GSEE
Μετάφραση: Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ)

Συντομογραφία: IPQ
Όρος: Instituto Portuges da Qualidade
Μετάφραση: Πορτογαλικό Ινστιτούτο Ποιότητας

Όρος: Instruction
Μετάφραση: Οδηγία

Όρος: Instrument
Μετάφραση: Όργανο

Συντομογραφία: IPA
Όρος: Instrument for Pre-Accession Assistance
Μετάφραση: Μηχανισμός προενταξιακής βοήθειας (ΜΠΒ)

Όρος: Instrumental
Μετάφραση: Ενόργανος

Όρος: Insufficient
Μετάφραση: Ανεπαρκής

Όρος: Insufficient data available
Μετάφραση: Τα διαθέσιμα δεδομένα είναι ανεπαρκή

Όρος: Insufficient work spacing
Μετάφραση: Ανεπαρκής χώρος εργασίας

Όρος: Insulating flange
Μετάφραση: Μονωτική φλάντζα

Όρος: Insulating foam
Μετάφραση: Μονωτικός αφρός

Όρος: Insulating material
Μετάφραση: Μονωτικό υλικό, στεγανωτικό υλικό

Όρος: Insulating tape
Μετάφραση: Ταινία μονωτική

Όρος: Insulation
Μετάφραση: Μόνωση

Όρος: Insulation clothes
Μετάφραση: Μονωτικά ενδύματα

Όρος: Insulation construction
Μετάφραση: Κατασκευή μονώσεων

Όρος: Insulators
Μετάφραση: Μονωτήρες

Όρος: Insulin
Μετάφραση: Ινσουλίνη

Όρος: Insured
Μετάφραση: Ασφαλισμένος

Όρος: Intake
Μετάφραση: Πρόσληψη

Όρος: Integral action
Μετάφραση: Ολοκληρωτική δράση

Όρος: Integral detectors
Μετάφραση: Ανιχνευτές ολοκλήρωσης

Όρος: Integral lighting of machines
Μετάφραση: Ενσωματωμένος φωτισμός μηχανών

Συντομογραφία: IPPC
Όρος: Integrated Pollution Prevention and Control
Μετάφραση: Ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης

Συντομογραφία: ITS
Όρος: Integrated Testing Strategy
Μετάφραση: Ολοκληρωμένη στρατηγική δοκιμών

Συντομογραφία: IP
Όρος: Intellectual property
Μετάφραση: Πνευματική ιδιοκτησία

Συντομογραφία: IEEA
Όρος: Intelligent Energy Executive Agency, Brussels (Belgium)
Μετάφραση: Εκτελεστικός οργανισμός για την ευφυή ενέργεια, με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο)

Όρος: Intelligibility
Μετάφραση: Δυνατότητα κατανόησης

Όρος: Intelligibility of speech
Μετάφραση: Αντιληπτότητα της ομιλίας

Όρος: Intended release
Μετάφραση:

Όρος: Intended use
Μετάφραση: Προβλεπόμενη χρήση

Όρος: Intensity
Μετάφραση: Ένταση

Όρος: Intensity of absorption
Μετάφραση: Ένταση απορρόφησης

Ακολουθήστε μας