Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 151 - 200, σε σύνολο 636
| 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Inadequate studies
Μετάφραση: Μη ικανοποιητικών μελετών

Όρος: Inadequate ventilation
Μετάφραση: Ανεπαρκής αερισμός

Όρος: Incidence
Μετάφραση: Επίπτωση

Όρος: Incidence rate
Μετάφραση: Δείκτης επίπτωσης

Όρος: Incident
Μετάφραση: Συμβάν, περιστατικό

Όρος: Incident rate
Μετάφραση: Δείκτης συμβάντων

Όρος: Incineration
Μετάφραση: αποτέφρωση

Όρος: Incineration at sea
Μετάφραση: Αποτέφρωση στη θάλασσα

Όρος: Incineration on land
Μετάφραση: Αποτέφρωση στην ξηρά

Συντομογραφία: IE
Όρος: Included elsewhere
Μετάφραση: Περιλαμβάνονται αλλού

Όρος: Inclusion bodies
Μετάφραση: Έγκλειστα

Όρος: Incoming auditor
Μετάφραση: Ανάδοχος ελεγκτής

Όρος: Incompatible
Μετάφραση: Ασύμβατα

Όρος: Incompatible materials
Μετάφραση: Ασύμβατες ουσίες

Όρος: incompatible materials to be indicated by the manufacturer
Μετάφραση: ασύμβατες ουσίες καθορίζονται από τον παραγωγό

Όρος: incompatible materials to be indicated by the manufacturer
Μετάφραση: ασύμβατα υλικά που υποδεικνύονται από τον παραγωγό

Όρος: incompatible materials to be indicated by the manufacturer
Μετάφραση: ασύμβατα υλικά που υποδεικνύονται από τον παραγωγό

Όρος: incomplete vehicle
Μετάφραση: Ημιτελές όχημα

Όρος: Incorporate
Μετάφραση: Ενσωματώνω

Όρος: Increase
Μετάφραση: Αύξηση

Όρος: Increased safety
Μετάφραση: Αυξημένη ασφάλεια

Όρος: Increment
Μετάφραση: Μέρος δείγματος

Όρος: Incremental costs
Μετάφραση: Κόστος ευκαιρίας

Όρος: Incubation temperature and time
Μετάφραση: Θερμοκρασία και χρόνος επώασης

Συντομογραφία: GK
Όρος: Indanthrene golden yellow
Μετάφραση: Χρυσοκίτρινο ινδανθρένιο

Όρος: Indanthrone
Μετάφραση: Ινδανθρόνη

Όρος: Indene
Μετάφραση: Ινδένιο

Όρος: Independent variable
Μετάφραση: Ανεξάρτητη μεταβλητή

Όρος: Indeterminate error
Μετάφραση: Απροσδιόριστο σφάλμα

Όρος: Index
Μετάφραση: Δείκτης

Όρος: indications of danger
Μετάφραση: ενδείξεις κινδύνου

Συντομογραφία: IOELV
Όρος: Indicative Occupational limit values
Μετάφραση: Κατάλογος Ενδεικτικών Επαγγελματικών Οριακών Τιμών

Όρος: Indicator
Μετάφραση: Δείκτης

Όρος: Indigo
Μετάφραση: Ινδικό

Όρος: Indirect acting lift
Μετάφραση: Ανελκυστήρας έμμεσης επενέργειας

Όρος: indirect exposure
Μετάφραση: Έμμεση έκθεση

Όρος: Indium
Μετάφραση: Ίνδιο (In)

Όρος: Individual
Μετάφραση: Μονάδα, άτομο

Όρος: Individual work
Μετάφραση: Ατομική εργασία

Όρος: Indolecarboxaldehyde
Μετάφραση: Ινδολοκαρβοξαλδεΰδη

Όρος: Indolylacetic acid
Μετάφραση: Ινδολυλοξικό οξύ

Συντομογραφία: IAQ
Όρος: indoor air quality
Μετάφραση: Ποιότητα εσωτερικού αέρα

Συντομογραφία: IEQ
Όρος: Indoor environmental quality
Μετάφραση: Ποιότητα εσωτερικού περιβάλλοντος

Όρος: Indoor work place
Μετάφραση: Εσωτερικός χώρος εργασίας

Όρος: Indoxyl
Μετάφραση: Ινδοξύλιο

Όρος: Induced field
Μετάφραση: Επαγώμενο πεδίο

Όρος: Inductance
Μετάφραση: Αυτεπαγωγή

Όρος: Induction motor
Μετάφραση: Κινητήρας επαγωγής

Όρος: induction phase
Μετάφραση: Επαγωγικό στάδιο

Συντομογραφία: ICP
Όρος: Inductively coupled plasma
Μετάφραση: Επαγωγικώς συζευγμένο πλάσμα, Πλάσμα επαγωγικής σύζευξης

Ακολουθήστε μας