Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 51 - 100, σε σύνολο 435
| 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Feature
Μετάφραση: Χαρακτηριστικό

Όρος: Febrile
Μετάφραση: Εμπύρετος

Συντομογραφία: UBA
Όρος: Federal Environment Agency (Germany)
Μετάφραση: Ομοσπονδιακό Γραφείο Περιβάλλοντος (Γερμανία)

Συντομογραφία: BgVV
Όρος: Federal Institute for Health Consumer Protection and Veterinary Medicine (Germany)
Μετάφραση: Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο για την Προστασία της Υγείας του Καταναλωτή και την Κτηνιατρική (Γερμανία)

Συντομογραφία: BAM
Όρος: Federal Institute for Material Research and Testing (Germany)
Μετάφραση: Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο για την Έρευνα και τον Έλεγχο Υλικών (Γερμανία)

Συντομογραφία: BAuA
Όρος: Federal Institute for Occupational Safety and Health (Germany)
Μετάφραση: Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο για την Υγιεινή και Ασφάλεια στην Εργασία (Γερμανία)

Συντομογραφία: BMWA
Όρος: Federal Ministry of Economics and Labour
Μετάφραση: Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας και Εργασίας (Αυστρία)

Συντομογραφία: FEEM
Όρος: Federation of European Explosives Manufacturers
Μετάφραση: Ευρωπαϊκή Ένωση Κατασκευαστών Εκρηκτικών

Όρος: Federation of Factory Unions
Μετάφραση: Ομοσπονδία Βιομηχανικών Εργατοϋπαλληλικών Σωματείων (ΟΒΕΣ)

Όρος: Federation of Greek Chemical Industries
Μετάφραση: Σύνδεσμος Ελληνικής Χημικής Βιομηχανίας (ΣΕΧΒ)

Συντομογραφία: SEV
Όρος: Federation of Greek Industries
Μετάφραση: Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών (ΣΕΒ)

Όρος: Feedback
Μετάφραση: Ανατροφοδότηση ή ανάδραση

Όρος: Feeder
Μετάφραση: Τροφοδότης

Όρος: Feedforward control system
Μετάφραση: Σύστημα ελέγχου πρωτοτροφοδότησης

Όρος: Feeding stuffs
Μετάφραση: Ζωοτροφές

Όρος: Feedstock
Μετάφραση: Πρώτη ύλη

Όρος: Female
Μετάφραση: Θηλυκός

Όρος: Female employment
Μετάφραση: Εργασία γυναικών

Όρος: Fenamiphos, ethyl-4-methylthio-m-tolyl isopropyl phosphoramidate
Μετάφραση: Φαιναμιφώς

Όρος: Fenarimol, O, O-dimethyl O-2,4,5-trichlorophenyl phosphorothioate
Μετάφραση: Φεναριμόλη

Όρος: Fenclorophos or ronnel or dimethyl trichlorophenyl thiophosphate
Μετάφραση: Φαινχλωροφώς ή ροννέλ ή διμεθυλοτριχλωροφαινυλοτριφωσφορικός εστέρας

Όρος: Fenitrothion
Μετάφραση: Φενιτροθείο

Όρος: Fenpropathrin
Μετάφραση: Φενπροπαθρίνη

Όρος: Fensulfothion, O, O-diethyl O-4-methylsulfinylphenyl phosphorothioate
Μετάφραση: Φαινσουλφοθείον

Όρος: Fenthion, O,O-dimethyl-O-(4-methylthion- m-tolyl) phosphorothioate
Μετάφραση: Φαινθείον

Όρος: Ferbam, iron tris(dimethyldithiocarbamate)
Μετάφραση: Φερβάμ

Όρος: Fermentation
Μετάφραση: Ζύμωση

Όρος: Fermenters
Μετάφραση: Χωνευτήρια

Όρος: Fermium
Μετάφραση: Φέρμιο

Όρος: Ferric chloride
Μετάφραση: Χλωριούχος σίδηρος (ΙΙΙ)

Όρος: Ferric nitrate or iron nitrate
Μετάφραση: Νιτρικός σίδηρος

Όρος: Ferritin
Μετάφραση: Φερριτίνη

Όρος: Ferrocene
Μετάφραση: Φερροκένιο

Όρος: Ferrovanadium dust
Μετάφραση: Σκόνη σιδηροβαναδίου

Όρος: Fertility
Μετάφραση: Γονιμότητα

Όρος: Fertilizer
Μετάφραση: Λίπασμα

Όρος: Fever
Μετάφραση: Πυρετός

Όρος: Fheling solution
Μετάφραση: Φελίγγειο υγρό

Όρος: Fiberglass
Μετάφραση: Υαλοβάμβακας

Όρος: Fibre
Μετάφραση: Ίνα

Όρος: Fibreboard
Μετάφραση: Ινοσανίδες

Όρος: Fibril
Μετάφραση: Ινίδιο

Όρος: Fibrin
Μετάφραση: Φιβρίνη

Όρος: Fibrinogen
Μετάφραση: Ινωδογόνο

Όρος: Fibroblast
Μετάφραση: Ινοβλάστης

Όρος: Fibrogenic agents
Μετάφραση: Ινογόνοι παράγοντες

Όρος: Fibroin
Μετάφραση: Φιβροΐνη

Όρος: Fibrosis
Μετάφραση: Ίνωση

Όρος: Fibrotic diseases of the pleura, with respiratory restriction, caused by asbestos
Μετάφραση: Ινώσεις του υπεζωκότος, με περιορισμό της αναπνευστικής λειτουργίας, προκαλούμενες από τον αμίαντο

Όρος: Fibrous protein
Μετάφραση: Ινώδης πρωτεΐνη

Ακολουθήστε μας