Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 751 - 800, σε σύνολο 818
| 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Dragline
Μετάφραση: Εκσκαφέας συρόμενης πτυοσκάφης

Όρος: Drain
Μετάφραση: Αποχέτευση

Όρος: Drainage
Μετάφραση: Εξυγίανση

Όρος: Drawer
Μετάφραση: Συρτάρι

Όρος: Drawing
Μετάφραση: Ελκυσμός

Όρος: Dressing
Μετάφραση: Ανάμιξη

Όρος: Drift
Μετάφραση: Ολίσθηση

Όρος: Drilling
Μετάφραση: Τρυπανισμός, διάτρηση

Όρος: Drilling brines
Μετάφραση: Άλμες διατρήσεως

Όρος: Drilling muds
Μετάφραση: Λάσπες γεωτρήσεων

Όρος: Drilling platforms
Μετάφραση: Πλατφόρμες γεώτρησης

Όρος: Drilling wastes
Μετάφραση: Απόβλητα γεωτρήσεων

Όρος: Drills
Μετάφραση: Δράπανα

Όρος: drinking
Μετάφραση: κατανάλωση αλκοόλ

Όρος: Drinking water
Μετάφραση: Πόσιμο νερό

Όρος: Driver fatigue
Μετάφραση: Κόπωση του οδηγού

Όρος: Drowning
Μετάφραση: Πνιγμός

Όρος: Druft
Μετάφραση: Βύθισμα

Όρος: Drug
Μετάφραση: Φάρμακο

Όρος: Drug abuse
Μετάφραση: Κατάχρηση φαρμάκων, Ουσιοεξάρτηση

Όρος: Drug addiction
Μετάφραση: Εξάρτηση από ναρκωτικά

Όρος: drug consumption
Μετάφραση: χρήση ναρκωτικών

Όρος: Drug induced hypersensitivity
Μετάφραση: Φαρμακευτική υπερευαισθησία

Όρος: Drum
Μετάφραση: Τύμπανο, βαρέλι / καρούλι

Όρος: Dry
Μετάφραση: Ξηρός

Όρος: dry aggregate
Μετάφραση: ξηρό αδρανές

Όρος: Dry chemical powder
Μετάφραση: Ξηρή χημική σκόνη

Όρος: Dry cleaning
Μετάφραση: Στεγνό καθάρισμα

Όρος: Dry construction
Μετάφραση: Ξηρά δόμηση

Όρος: Drying oils
Μετάφραση: Ξηραντικά έλαια

Όρος: Drying oven
Μετάφραση: Φούρνος αποξύρανσης

Όρος: Drying stove
Μετάφραση: Στεγνωτήρας παρτίδας

Όρος: Dubnium
Μετάφραση: Δούβνιο

Όρος: Duct
Μετάφραση: Αγωγός (π.χ. υδραυλικός, αερίων)

Όρος: Due defence
Μετάφραση: Μέριμνα ελήφθη

Όρος: Dummy variable
Μετάφραση: Ψευδομεταβλητή

Όρος: Dumper
Μετάφραση: Ανατρεπόμενο (φορτηγό)

Όρος: Dunnage
Μετάφραση: Ξύλινα υλικά σφήνωσης και υποστήριξης φορτίων

Όρος: Duplicate
Μετάφραση: Διπλασιάζω, αντίγραφο

Όρος: Duplicate measurement
Μετάφραση: Διπλή μέτρηση

Όρος: Duplicate sample
Μετάφραση: Διπλό δείγμα

Όρος: Durability
Μετάφραση: Ανθεκτικότητα, αντοχή στον χρόνο

Όρος: Duration
Μετάφραση: Διάρκεια

Όρος: Duration of treatment
Μετάφραση: Διάρκεια της αγωγής

Όρος: Durene
Μετάφραση: Δουρόλιο

Όρος: During fumigation/spraying wear suitable respiratory equipment
Μετάφραση: Κατά τη διάρκεια υποκαπνισμού /ψεκάσματος χρησιμοποιείτε κατάλληλη αναπνευστική συσκευή

Όρος: During fumigation/spraying wear suitable respiratory equipment (appropriate wording to be specified by the manufacturer)
Μετάφραση: Κατά τη διάρκεια υποκαπνισμού /ψεκάσματος χρησιμοποιείτε κατάλληλη αναπνευστική συσκευή (η κατάλληλη διατύπωση καθορίζεται από τον παραγωγό.

Όρος: During shift
Μετάφραση: 1)             Κατά τη διάρκεια της βάρδιας

Όρος: Dust
Μετάφραση: Σκόνη

Όρος: Dust control
Μετάφραση: Έλεγχος της σκόνης

Ακολουθήστε μας