Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 551 - 600, σε σύνολο 818
| 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Diphenylcyclopropenone
Μετάφραση: Διφαινυλοκυκλοπροπενόνη

Όρος: Diphenylguanidine
Μετάφραση: Διφαινυλογουανιδίνη

Όρος: Diphenylmethan-diisocyanat
Μετάφραση: Διισοκυανικό-διφαινυλομεθάνιο

Όρος: diphenylmethane diisocyanate 4,4- see methylene bisphenyl isocyanate
Μετάφραση:

Όρος: Diphenylmethanol or benzydrol
Μετάφραση: Διφαινυλομεθανόλη ή βενζυδρόλη

Όρος: Diphenylmethyl
Μετάφραση: Διφαινυλομεθύλιο

Όρος: Diphenylol or biphenylol
Μετάφραση: Διφαινυλόλη

Όρος: Diphosphopyridinenucleotide
Μετάφραση: Διφωσφοπυριδινονουκλεοτίδιο

Όρος: Diphosphorus pentasulphide, phosphorus pentasulphide
Μετάφραση: Πενταθειούχος φωσφόρος

Όρος: Dipotassium citrate
Μετάφραση: Κιτρικό δικάλιο

Όρος: Dipropyl ketone
Μετάφραση: Διπροπυλοκετόνη

Συντομογραφία: DPGME
Όρος: Dipropylene glycol methyl ether or bis-(2-Methoxypropyl) ether, methoxymethylethoxy)propanol 2-
Μετάφραση: Μεθυλογλυκολοδιπροπυλενικός αιθέρας ή δις-(2-μεθοξυπροπυλ)αιθέρας, 2 -μεθοξυμεθυλοαιθοξυ προπανόλη

Όρος: Dipropylenetriamine
Μετάφραση: Διπροπυλενοτριαμίνη, 3,3'-Ιμινοπροπυλαμίνη

Όρος: Dips
Μετάφραση: Διαλύματα εμβάπτισης

Όρος: Diquat
Μετάφραση: Δικουάτ

Όρος: Direct (acoustical) field
Μετάφραση: Άμεσο ακουστικό πεδίο

Όρος: Direct acting lift
Μετάφραση: Ανελκυστήρας άμεσης επενέργειας

Όρος: Direct cost
Μετάφραση: Άμεσο κόστος

Όρος: Direct current
Μετάφραση: Συνεχές ρεύμα

Όρος: Direct exposure
Μετάφραση: Άμεση έκθεση

Συντομογραφία: DIFT
Όρος: Direct immuno fluorescent test
Μετάφραση: Δοκιμασία άμεσου ανοσοφθορισμού

Όρος: Directive
Μετάφραση: Οδηγία

Όρος: Director
Μετάφραση: Διευθυντής (π.χ υπηρεσίας, τομέα)

Συντομογραφία: DG ENV
Όρος: Directorate-General for Environment
Μετάφραση: Γενικής Διεύθυνσης Περιβάλλοντος (ΓΔ ENV)

Συντομογραφία: DCG
Όρος: Director’s contact group
Μετάφραση: Ομάδα επαφής διευθυντών

Όρος: Disability
Μετάφραση: Ανικανότητα, αναπηρία

Συντομογραφία: DALYs
Όρος: Disability adjusted life years
Μετάφραση: Προσαρμοσμένα στην ανικανότητα έτη ζωής

Όρος: Disabled workers
Μετάφραση: Εργαζόμενοι με ειδικές ανάγκες

Όρος: Disaccharide
Μετάφραση: Δισακχαρίτης

Όρος: Disassembly
Μετάφραση: Αποσυναρμολόγηση

Όρος: Disaster management cycle
Μετάφραση: Κύκλος διαχείρισης καταστροφών

Με σχετικά Links:

Όρος: Disasters
Μετάφραση: Καταστροφές

Με σχετικά Links:

Όρος: Disc-related disease
Μετάφραση: Δισκοπάθεια

Όρος: Disc-related diseases of the lumbar vertebral column caused by the repeated vertical effects of whole-body vibration
Μετάφραση: Δισκοπάθειες της ραχιαίας και οσφυϊκής σπονδυλικής στήλης, προκαλούμενες από επανειλημμένες κατακόρυφες δονήσεις ολόκληρου του σώματος

Όρος: discarded equipment
Μετάφραση: Απορριπτόμενος εξοπλισμός

Όρος: discarded vehicles
Μετάφραση: Απορριπτόμενα οχήματα

Όρος: Discharge
Μετάφραση: Εκφόρτιση, Απόρριψη

Όρος: Discharge devices
Μετάφραση: συσκευή εκκένωσης

Όρος: Discharge pressure
Μετάφραση: Πίεση εκκένωσης

Όρος: Discipline
Μετάφραση: Επιστημονικός κλάδος

Όρος: Disclaimer of opinion
Μετάφραση: Άρνηση γνώμης

Όρος: Discomfort to persons
Μετάφραση: Δυσφορία προσώπων

Όρος: Discount rate
Μετάφραση: Προεξοφλητικό επιτόκιο

Όρος: Discounting
Μετάφραση: Προεξόφληση

Όρος: Discrete
Μετάφραση: Διακριτός

Όρος: Discrete distributions
Μετάφραση: Ασυνεχείς κατανομές

Όρος: Discrete organic chemical
Μετάφραση: Καθορισμένο οργανικό χημικό προϊόν

Όρος: Discretionary
Μετάφραση: Εναλλακτικά Διακριτικός

Όρος: Discrimination
Μετάφραση: Διάκριση (π.χ. φυλετική)

Όρος: Discussion
Μετάφραση: Ανάλυση

Ακολουθήστε μας