Κωδικοποιήθηκε από:
Τροποποιήθηκε από:
Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 178Α_2016 | 372.68 KB |
1. Τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 1338/1983 «Εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου» (Α’ 34), όπως ισχύουν.
2. Τις διατάξεις του π.δ. 219/2000 «Μέτρα για την προστασία των εργαζομένων που αποσπώνται για την εκτέλεση προσωρινής εργασίας στο έδαφος της Ελλάδας, στο πλαίσιο διεθνικής παροχής υπηρεσιών» (Α’ 190).
3. Τις διατάξεις του π.δ. 189/2009 «Καθορισμός και ανακατανομή αρμοδιοτήτων των Υπουργείων» (Α’ 221), όπως ισχύει.
4. Τις διατάξεις του π.δ. 113/2014 «Οργανισμός Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας» (Α’ 180).
5. Τις διατάξεις του άρθρου 27 του ν. 4320/2015 «Ρυθμίσεις για τη λήψη άμεσων μέτρων για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, της οργάνωσης της Κυβέρνησης και των Κυβερνητικών Οργάνων και λοιπές διατάξεις» (Α’ 29).
6. Τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ.1 εδάφιο β’ του π.δ. 70/2015 «Ανασύσταση των Υπουργείων Πολιτισμού και Αθλητισμού, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Ανασύσταση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου και μετονομασία του
σε Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Μετονομασία του Υπουργείου Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων σε Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, του Υπουργείου Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού σε Υπουργείο Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και του Υπουργείου Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας σε Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Μεταφορά Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας στο Υπουργείο Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού» (Α’ 114).
7. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του «Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα», που κωδικοποιήθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (Α’ 98).
8. Το γεγονός ότι με την εφαρμογή του παρόντος προεδρικού διατάγματος δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού.
9. Την με αριθμό 167/2016 γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας μετά από πρόταση των Υπουργών Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών, αποφασίζουμε:
1. Σκοπός του παρόντος προεδρικού διατάγματος είναι η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2014/67/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 για την εφαρμογή της Οδηγίας 96/71/ΕΚ σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 σχετικά με τη διοικητική συνεργασία μέσω του Συστήματος Πληροφόρησης για την Εσωτερική Αγορά («κανονισμός ΙΜΙ») (L 159/28.5.2014).
2. Οι διατάξεις του παρόντος προεδρικού διατάγματος δε θίγουν σχετικές διατάξεις που ορίζουν και κατοχυρώνουν τα θεμελιώδη δικαιώματα της συνδικαλιστικής ελευθερίας και δράσης των εργαζομένων, τη διαδικασία ενημέρωσης και διαβούλευσης, καθώς και το δικαίωμα διαπραγμάτευσης, σύναψης και εφαρμογής συλλογικών συμβάσεων εργασίας, όπως εκάστοτε ισχύουν.
Για την εφαρμογή του παρόντος προεδρικού διατάγματος:
α) Ως «αρμόδια αρχή» νοείται η υπηρεσία η οποία ασκεί τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στο π.δ. 219/2000 και στα άρθρα 3, 4 και 10 έως 15 του παρόντος.
β) Ως «αιτούσα αρχή» νοείται η αρχή του ελληνικού κράτους ή άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία υποβάλλει αίτημα συνδρομής για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας μεταφοράς των Οδηγιών 96/71/ΕΚ και 2014/67/ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των αιτημάτων για παροχή πληροφοριών, για κοινοποίηση απόφασης επιβολής διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή προστίμου, ή για είσπραξη επιβληθείσας διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή προστίμου, κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 10 έως 15 του παρόντος.
γ) Ως «αρχή στην οποία απευθύνεται το αίτημα», νοείται η αρμόδια σύμφωνα με τα άρθρα 3, 4 και 10 του παρόντος υπηρεσία, προς την οποία υποβάλλεται αίτημα για συνδρομή για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των διατάξεων των Οδηγιών 96/71/ΕΚ και 2014/67/ΕΕ (οι οποίες έχουν ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με το π.δ. 219/2000 και το παρόν προεδρικό διάταγμα, αντίστοιχα), συμπεριλαμβανομένων των αιτημάτων για παροχή πληροφοριών, για κοινοποίηση απόφασης επιβολής διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή προστίμου, ή για είσπραξη επιβληθείσας διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή προστίμου, όπως προβλέπεται στα άρθρα 10 έως 15
1. Η επίβλεψη και ο έλεγχος εφαρμογής των διατάξεων του π.δ. 219/2000 και του παρόντος, που αφορούν κυρίως στους όρους και στις συνθήκες εργασίας των αποσπασμένων στο έδαφος της Ελλάδας εργαζομένων, αλλά και στον πάροχο υπηρεσιών, όταν είναι εγκατεστημένος στο έδαφος της Ελλάδας, καθώς και στους εργαζόμενους που αποσπώνται σε άλλο κράτος μέλος από την Ελλάδα, ανατίθεται στις αρμόδιες Υπηρεσίες του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.).
Η κατά τα ανωτέρω επίβλεψη και ο έλεγχος εφαρμογής των σχετικών διατάξεων, διενεργούνται, όταν κρίνεται αναγκαίο, σε συνεργασία και με τις κάτωθι Υπηρεσίες:
α) Την Υπηρεσία Οικονομικής Αστυνομίας και Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος (ΥΠ.Ο.Α.Δ.Η.Ε.),
β) τα όργανα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, και
γ) την Ειδική Υπηρεσία Ελέγχου Ασφάλισης Ι.Κ.Α.
(Ε.ΥΠ.Ε.Α.), ή τα ελεγκτικά όργανα των Υπηρεσιών Εσόδων των Υποκαταστημάτων του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.
Η κατά τα ανωτέρω επίβλεψη και ο έλεγχος της εφαρμογής των σχετικών διατάξεων και η εξέταση πραγματικών περιστατικών κατά τη διενέργεια ελέγχων στο έδαφος της Ελλάδας, ως κράτους μέλους υποδοχής, διενεργείται, όταν κριθεί αναγκαίο, είτε αυτεπάγγελτα, είτε κατόπιν αιτήματος αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους εγκατάστασης του παρόχου υπηρεσιών και σε συνεργασία με αυτήν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 5 του παρόντος.
Αν χρειαστούν πληροφορίες κατά τη διάρκεια των επιθεωρήσεων, οι αρμόδιες αρχές ενεργούν σύμφωνα με τους κανόνες διοικητικής συνεργασίας του άρθρου 5 του παρόντος.
2. Πέραν των δειγματοληπτικών ελέγχων, οι αρμόδιες Υπηρεσίες του Σ.ΕΠ.Ε. διενεργούν ελέγχους, οι οποίοι βασίζονται σε εκτίμηση επικινδυνότητας.
Στην εκτίμηση επικινδυνότητας, και λαμβάνοντας υπόψη τον όγκο του εργατικού δυναμικού που απασχολείται σε διάφορους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, εντοπίζονται οι τομείς δραστηριότητας, στους οποίους συγκεντρώνονται υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης αποσπασμένων εργαζομένων, στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών. Για τον εντοπισμό των ανωτέρω τομέων δραστηριότητας μπορούν να λαμβάνονται υπόψη παράγοντες, όπως η υλοποίηση μεγάλων έργων υποδομής, η ύπαρξη μεγάλων αλυσίδων υπεργολαβίας, η γεωγραφική εγγύτητα (με το κράτος μέλος εγκατάστασης του παρόχου υπηρεσιών), τα ιδιαίτερα προβλήματα και οι ανάγκες συγκεκριμένων τομέων, το ιστορικό σχετικών καταγγελιών και παραβάσεων και ο δείκτης παραβατικότητας ανά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, καθώς και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ορισμένων ομάδων εργαζομένων.
1. Η Γενική Διεύθυνση Εργασίας και Ένταξης στην Απασχόληση του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, η Κεντρική Υπηρεσία του Σ.ΕΠ.Ε., καθώς και οι Περιφερειακές Διευθύνσεις αυτού παρέχουν στις αιτούσες αρμόδιες αρχές, σε εργαζόμενους και σε επιχειρήσεις, πληροφορίες σχετικά με τις εφαρμοστέες συλλογικές συμβάσεις εργασίας, το πεδίο εφαρμογής τους, τους όρους και τις συνθήκες απασχόλησης, τις εφαρμοστέες στους αποσπασμένους εργαζόμενους διατάξεις, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4 του π.δ. 219/2000, καθώς επίσης και κάθε άλλη αναγκαία και χρήσιμη πληροφορία σχετικά με το περιεχόμενο, την επίβλεψη και τον έλεγχο εφαρμογής του π.δ. 219/2000 και του παρόντος.
Επίσης, οι ανωτέρω υπηρεσίες παρέχουν στις αιτούσες αρμόδιες αρχές, σε εργαζόμενους και επιχειρήσεις, πληροφορίες σχετικά με την ισχύουσα εθνική εργατική νομοθεσία και πρακτική αναφορικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εργαζομένων και των εργοδοτών, καθώς και κάθε πληροφορία για την ορθή τήρηση των σχετικών διατάξεων.
Κάθε αίτημα που περιέρχεται στα κατά τόπους αρμόδια τμήματα του Σ.ΕΠ.Ε., διαβιβάζεται αμελλητί στην οικεία Περιφερειακή Διεύθυνση του Σ.ΕΠ.Ε.
Όλα τα ανωτέρω αιτήματα κοινοποιούνται, επίσης αμελλητί, στην Κεντρική Υπηρεσία του Σ.ΕΠ.Ε. και στη Διεύθυνση Όρων Εργασίας της Γενικής Διεύθυνσης Εργασίας και Ένταξης στην Απασχόληση.
2. Οι ανωτέρω πληροφορίες μπορεί να ζητούνται και να διαβιβάζονται με οποιαδήποτε μορφή, συμπεριλαμβανομένων της τηλεομοιοτυπίας (fax), του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail), όπως και μέσω του Συστήματος Πληροφόρησης για την Εσωτερική Αγορά (IMI), που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2012, εφόσον είναι δυνατή η ταυτοποίηση αυτού που ζητεί και αυτού που παρέχει τις πληροφορίες.
3. Πληροφορίες σχετικά με τα θέματα του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 είναι διαθέσιμες με σαφήνεια και σε προσβάσιμο μορφότυπο, στην ελληνική και στην αγγλική γλώσσα, στον επίσημο δικτυακό τόπο του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, σύμφωνα και με τις σχετικές διατάξεις του ν. 3979/2011 (Α’ 138), όπως ισχύει.
Η Γενική Διεύθυνση Εργασίας και Ένταξης στην Απασχόληση, σε συνεργασία, όπου ανακύπτουν τεχνικά ζητήματα, με τη Διεύθυνση Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, έχει την υποχρέωση να διαχειρίζεται την ανωτέρω ηλεκτρονική σελίδα και ειδικότερα να επικαιροποιεί και να διαμορφώνει το περιεχόμενό της, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων των αρμόδιων προσώπων επικοινωνίας που ορίζονται από κάθε αρμόδια αρχή.
1. Στο πλαίσιο της ενίσχυσης του πνεύματος συνεργασίας και της παροχής αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής, με σκοπό την αποτελεσματική εφαρμογή και τήρηση των διατάξεων της Οδηγίας 96/71/ΕΚ και της Οδηγίας 2014/67/ΕΕ (οι οποίες έχουν ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με το π.δ. 219/2000 και το παρόν προεδρικό διάταγμα, αντίστοιχα), η Γενική Διεύθυνση Εργασίας και Ένταξης στην Απασχόληση του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καθώς και η Κεντρική Υπηρεσία και οι Περιφερειακές Διευθύνσεις του Σ.ΕΠ.Ε. απευθύνονται στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, προκειμένου να τους παρασχεθεί, κάθε αναγκαία πληροφορία ή συνδρομή.
Επίσης, οι ανωτέρω αρμόδιες αρχές παρέχουν στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, την αναγκαία συνεργασία και συνδρομή.
2. Η συνεργασία και συνδρομή αυτή περιλαμβάνει ειδικότερα:
α) την υποβολή αιτιολογημένων αιτήσεων παροχής πληροφοριών σχετικά με τις αποσπάσεις εργαζομένων στο πλαίσιο διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών, τόσο αναφορικά με τους αποσπασμένους εργαζόμενους, όσο και με τους παρόχους υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων πιθανής κατάχρησης ή διασυνοριακών δραστηριοτήτων που θεωρούνται παράνομες σε σχέση με την απόσπαση εργαζομένων, καθώς και την απάντηση σε αυτές,
β) την υποβολή αιτιολογημένων αιτήσεων παροχής πληροφοριών σχετικά με ενδεχόμενη κοινοποίηση απόφασης επιβολής διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή προστίμου ή ενδεχόμενη είσπραξη επιβληθείσας διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή προστίμου, δυνάμει των άρθρων 10 έως 15 του παρόντος,
γ) τη γνωστοποίηση πληροφοριών σχετικά με πιθανές παρατυπίες, καταχρήσεις και καταστρατηγήσεις, που έχουν υποπέσει στην αντίληψη των αρμόδιων αρχών, καθώς και παραβάσεις των σχετικών διατάξεων,
δ) τη διενέργεια, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις σχετικές διατάξεις των άρθρων 3 και 6 του παρόντος, ελέγχων, επιθεωρήσεων και ερευνών σε περιπτώσεις απόσπασης εργαζομένων στο πλαίσιο διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης και της διερεύνησης περιπτώσεων μη συμμόρφωσης με τις σχετικές διατάξεις που διέπουν την απόσπαση εργαζομένων ή πιθανής κατάχρησης ή διασυνοριακών δραστηριοτήτων που θεωρούνται παράνομες σε σχέση με την απόσπαση εργαζομένων, ανεξαρτήτως εάν εκκρεμεί ή όχι αίτημα για παροχή πληροφοριών, και
ε) την αποστολή και επίδοση εγγράφων σχετικών με τα ανωτέρω.
3. Στο πλαίσιο της κατά τα ανωτέρω συνεργασίας και συνδρομής, προκειμένου να απαντούν σε οποιοδήποτε σχετικό αίτημα αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους, οι αρμόδιες υπηρεσίες του Σ.ΕΠ.Ε. διασφαλίζουν σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις ότι οι πάροχοι υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος της Ελλάδας χορηγούν στις αρμόδιες ελληνικές αρχές κάθε αναγκαία πληροφορία.
Στον πάροχο υπηρεσιών που αρνείται την, κατά το προηγούμενο εδάφιο, παροχή στοιχείων ή πληροφοριών, ή παρέχει ανακριβείς ή ψευδείς πληροφορίες ή στοιχεία, επιβάλλονται κυρώσεις σύμφωνα με το άρθρο 16 του παρόντος.
Σε περίπτωση δυσχέρειας, κατά την άσκηση των ανωτέρω αρμοδιοτήτων τους, οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν έγκαιρα την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που υπέβαλε την αίτηση, προκειμένου να γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες.
4. Η αμοιβαία διοικητική βοήθεια και συνεργασία παρέχονται, αμελλητί και με ηλεκτρονικά μέσα. Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται μεταξύ των αρμοδίων αρχών, χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο μόνο του θέματος ή των θεμάτων που έχουν περιληφθεί στο σχετικό αίτημα.
Οι προθεσμίες παροχής των ανωτέρω πληροφοριών είναι:
α) έως δύο (2) εργάσιμες ημέρες από την παραλαβή της αίτησης, σε επείγουσες περιπτώσεις που απαιτούν την εξέταση σχετικών Μητρώων, όπως η επιβεβαίωση της καταχώρισης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.) προκειμένου να ελεγχθεί η εγκατάσταση στο έδαφος της Ελλάδας.
Οι λόγοι που καθιστούν το αίτημα επείγον αναφέρονται στην αίτηση με σαφή τρόπο.
β) έως είκοσι πέντε (25) εργάσιμες ημέρες από την παραλαβή της αίτησης, στις λοιπές αιτήσεις παροχής πληροφοριών, εκτός εάν συμφωνηθεί, από κοινού μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, βραχύτερο χρονικό όριο.
5. Η επεξεργασία και ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πραγματοποιείται με την επιφύλαξη των σχετικών για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή ειδικού απορρήτου διατάξεων.
1. Για την εφαρμογή των διατάξεων του π.δ. 219/2000 και του παρόντος και για τη διαπίστωση τυχόν καταχρήσεων, σε περιπτώσεις που υποκρύπτεται διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών που δεν περιλαμβάνει απόσπαση εργαζομένων, κατά την έννοια των άρθρων 2 και 3 του π.δ. 219/2000, οι αρμόδιες αρχές του άρθρου 3 του παρόντος διενεργούν, με τη συνδρομή, όπου κρίνεται απαραίτητο, άλλων αρχών, υπηρεσιών ή φορέων, συνολική αξιολόγηση όλων των πραγματικών στοιχείων. Ειδικότερα:
α) Για να προσδιοριστεί κατά πόσον μία επιχείρηση, εγκατεστημένη στο έδαφος της Ελλάδας, ασκεί, πλην των διαχειριστικών και διοικητικών δραστηριοτήτων της, ουσιαστικές δραστηριότητες σε αυτήν, συνεκτιμώνται, εντός ενός ευρύτερου χρονικού πλαισίου, όλα τα πραγματικά στοιχεία και ιδίως:
αα) ο τόπος στον οποίο η επιχείρηση έχει την καταστατική και διοικητική της έδρα, ο τόπος στον οποίο λειτουργεί η διοίκηση αυτής και ασκείται η ουσιαστική επιχειρηματική δραστηριότητά της, όπως η εμπορία και η διενέργεια εμπορικών συναλλαγών, ο τόπος στον οποίο διατηρεί χώρους γραφείων, καταβάλλει φόρους και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, έχει άδεια λειτουργίας ή είναι εγγεγραμμένη στα εμπορικά επιμελητήρια ή σε άλλα σχετικά Μητρώα και επαγγελματικούς φορείς,
αβ) ο χρόνος σύστασης της επιχείρησης,
αγ) ο τόπος πρόσληψης των αποσπασμένων εργαζομένων και ο τόπος από τον οποίο αποσπώνται,
αδ) η επιχείρηση η οποία καταβάλλει πραγματικά τις αποδοχές στους αποσπασμένους εργαζόμενους,
αε) το εφαρμοστέο δίκαιο που διέπει τις συμβάσεις που συνάπτει η επιχείρηση αφενός με τους εργαζόμενους και αφετέρου με τους πελάτες,
αστ) ο αριθμός των συμβάσεων που εκτελεί και το μέγεθος του κύκλου εργασιών της επιχείρησης στην Ελλάδα, λαμβανομένου υπόψη εάν πρόκειται για νεοσύστατη ή μικρομεσαία επιχείρηση.
β) Για να εκτιμηθεί εάν ένας αποσπασμένος εργαζόμενος εκτελεί προσωρινά την εργασία του σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος στο οποίο συνήθως εργάζεται, σύμφωνα και με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 593/2008 (Ρώμη Ι), εξετάζονται ιδίως τα κάτωθι στοιχεία:
βα) εάν η εργασία εκτελείται για περιορισμένο χρονικό διάστημα στο κράτος μέλος, στο οποίο έχει αποσπαστεί ο εργαζόμενος, είτε αυτό είναι η Ελλάδα, είτε άλλο κράτος μέλος,
ββ) η ημερομηνία έναρξης και λήξης της απόσπασης,
βγ) εάν η απόσπαση γίνεται σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος στο οποίο ο αποσπασμένος εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 593/2008 (Ρώμη Ι),
βδ) εάν ο αποσπασμένος εργαζόμενος επιστρέφει ή αναμένεται να αρχίσει εκ νέου να εργάζεται στο κράτος μέλος, από το οποίο αποσπάστηκε, μετά την ολοκλήρωση των εργασιών ή την παροχή των υπηρεσιών για τις οποίες είχε αποσπαστεί, ιδίως εάν εξακολουθεί να υφίσταται σύμβαση ή σχέση εργασίας μεταξύ του αποσπασμένου και του παρόχου υπηρεσιών και μετά τη λήξη της απόσπασης,
βε) η φύση των εκτελούμενων δραστηριοτήτων,
βστ) εάν τα έξοδα ταξιδίου, διατροφής και στέγασης ή διαμονής παρέχονται ή αποδίδονται από τον εργοδότη που αποσπά τον εργαζόμενο, και αν ναι, ο τρόπος με τον οποίο γίνεται αυτό ή ο τρόπος απόδοσης,
βζ) προηγούμενες περίοδοι, κατά τις οποίες η θέση καλύφθηκε από τον ίδιο ή άλλον αποσπασμένο εργαζόμενο.
2. Κατά την αξιολόγηση των εν λόγω στοιχείων, λαμβάνεται υπόψη, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, το
σύνολο των πραγματικών συνθηκών και οι ιδιαιτερότητές της. Η μη συνδρομή ενός ή περισσότερων από τα
πραγματικά στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο
1 του παρόντος άρθρου, δεν αποκλείει απαραίτητα το
ενδεχόμενο μια κατάσταση να χαρακτηρισθεί ως πραγματική απόσπαση.
3. Τα στοιχεία που αναφέρονται στο παρόν άρθρο και
λαμβάνονται υπόψη από επίσης αρμόδιες αρχές κατά
τη γενική αξιολόγηση μιας κατάστασης ως πραγματικής απόσπασης, μπορούν, επίσης, να ληφθούν υπόψη
προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο αποσπασμένος εργαζόμενος αποτελεί εργαζόμενο, σύμφωνα με την παρ.
1 του άρθρου 3 του π.δ. 219/2000, ανεξάρτητα από το
χαρακτηρισμό που έχουν προσδώσει στη σχέση τα συμβαλλόμενα μέρη.
1. Για να εξασφαλισθεί και να καταστεί αποτελεσματικός ο έλεγχος εφαρμογής του π.δ. 219/2000 και του παρόντος, οι επιχειρήσεις που αποσπούν στο έδαφος της Ελλάδας εργαζόμενους, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του π.δ. 219/2000, υποχρεούνται:
Α. Να υποβάλουν, το αργότερο κατά την έναρξη της παροχής υπηρεσιών και ανεξάρτητα από τη διάρκειά της, στο αρμόδιο Τμήμα της Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων του τόπου παροχής υπηρεσιών, τα ακόλουθα έγγραφα, συντεταγμένα στην ελληνική γλώσσα:
α) έγγραφη δήλωση, στην οποία θα περιλαμβάνονται τα κατωτέρω στοιχεία:
αα) το όνομα ή η επωνυμία και η νομική μορφή του παρόχου υπηρεσιών, η έδρα, η διεύθυνση, το τηλέφωνο επικοινωνίας, ο αριθμός fax, η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου ή άλλος αριθμός καταχώρισής της σε σχετικό Μητρώο,
αβ) τα στοιχεία ταυτότητας (όνομα, επίθετο, όνομα πατέρα, όνομα μητέρας, ημερομηνία γέννησης, διεύθυνση κατοικίας, διεύθυνση εργασίας, τηλέφωνο επικοινωνίας, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου) του νόμιμου εκπροσώπου της επιχείρησης,
αγ) τα στοιχεία ταυτότητας, ως ανωτέρω, του εκπροσώπου της επιχείρησης στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1(γγ) του άρθρου 5 του π.δ. 219/2000, ο οποίος θα λειτουργεί και ως σύνδεσμος με τις αρμόδιες αρχές των άρθρων 3 και 4 του παρόντος και εφόσον απαιτείται, θα αποστέλλει και θα λαμβάνει τα σχετικά έγγραφα,
αδ) η διεύθυνση ή διευθύνσεις των τόπων, στους οποίους οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι θα παρέχουν την εργασία τους, καθώς και το όνομα ή η επωνυμία και η νομική μορφή, η έδρα, η διεύθυνση, ο αριθμός φορολογικού Μητρώου της ή των επιχειρήσεων, στις οποίες οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι θα παρέχουν την εργασία τους,
αε) η ημερομηνία έναρξης της παροχής των υπηρεσιών και της απόσπασης των εργαζομένων, καθώς και η πιθανή διάρκειά τους, και
αστ) η φύση της ασκούμενης δραστηριότητας της επιχείρησης στην οποία παρέχεται η εργασία, καθώς και η χρήση ή μη επικίνδυνων υλικών ή μεθόδων.
β) κατάσταση των αποσπασμένων εργαζόμενων, σε δύο (2) αντίτυπα, στην οποία θα αναγράφονται για κάθε έναν από αυτούς, τα εξής στοιχεία:
βα) το όνομα, το επίθετο, ο αριθμός ταυτότητας ή διαβατηρίου και η χώρα έκδοσης, η ημερομηνία γέννησης, το φύλο και η ειδικότητα,
ββ) η ημερομηνία σύναψης της σύμβασης εργασίας, τυχόν ομοειδής προϋπηρεσία και η οικογενειακή κατάσταση,
βγ) η διάρκεια της ημερήσιας και εβδομαδιαίας εργασίας, οι ώρες έναρξης, διακοπής, διαλείμματος και λήξης της ημερήσιας εργασίας, καθώς και η εβδομαδιαία ανάπαυση, και
βδ) οι πάσης φύσεως καταβαλλόμενες αποδοχές.
Το ένα αντίτυπο από τις ανωτέρω καταστάσεις αναρτάται, με μέριμνα των επιχειρήσεων, σε εμφανές σημείο του τόπου εργασίας, το δε άλλο παραμένει στο αρχείο των αρμόδιων υπηρεσιών του Σ.ΕΠ.Ε.
Όταν η εργασία διεξάγεται κατά βάρδιες, οι επιχειρήσεις υποχρεούνται, πέραν των ανωτέρω καταστάσεων, να συνυποβάλλουν πίνακα περί της εβδομαδιαίας εναλλαγής στις βάρδιες.
Σε περίπτωση μεταβολής των ανωτέρω στοιχείων, οι ανωτέρω επιχειρήσεις υποχρεούνται να υποβάλλουν συμπληρωματική κατάσταση εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την επέλευση της μεταβολής. Επίσης, σε περίπτωση αλλαγής ή τροποποίησης του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, υποχρεούνται να υποβάλλουν συμπληρωματική κατάσταση ως προς τα μεταβληθέντα στοιχεία, το αργότερο ως και την ίδια ημέρα της ημέρας αλλαγής ή τροποποίησης του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας και σε κάθε περίπτωση πριν την ανάληψη υπηρεσίας από τους εργαζόμενους.
Β. Να τηρούν, κατά τη διάρκεια της απόσπασης, στον τόπο παροχής της εργασίας, αντίγραφα σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή: α) της ατομικής σύμβασης εργασίας ή ισοδύναμου εγγράφου κατά την έννοια της Οδηγίας 91/533/ΕΟΚ του Συμβουλίου (η οποία έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με το π.δ. 156/1994 (Α’102)),
συμπεριλαμβανομένων και των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 4 της εν λόγω Οδηγίας, β) των δελτίων μισθοδοσίας ή εκκαθαριστικών σημειωμάτων αποδοχών, γ) των δελτίων χρόνου παρουσίας όπου αναγράφονται η έναρξη, η λήξη και η διάρκεια του ημερήσιου χρόνου εργασίας και δ) των αποδεικτικών καταβολής αποδοχών ή ισοδύναμων εγγράφων.
Για τους μετακινούμενους εργαζομένους στον τομέα μεταφορών, τα ανωτέρω αντίγραφα τηρούνται, κατά τη διάρκεια της απόσπασης, στην επιχειρησιακή βάση.
Γ. Έως και δύο (2) έτη μετά τη λήξη της απόσπασης, να τηρούν και να αποστέλλουν τα έγγραφα του προηγούμενου εδαφίου στις αρμόδιες αρχές του άρθρου 3 του παρόντος, κατόπιν αίτησης των τελευταίων, εντός δεκαπέντε (15) ημερών, από την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης αυτής, στην ελληνική ή στην αγγλική γλώσσα.
2. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δε θίγουν άλλες υποχρεώσεις σχετικές με την ανακοίνωση, πληροφόρηση ή δήλωση ενεργειών, τις οποίες οι επιχειρήσεις που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος έχουν έναντι των δημόσιων αρχών δυνάμει άλλων διατάξεων.
3. Η κατά τα ανωτέρω υποβολή, τήρηση και αποστολή των προβλεπόμενων στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου εγγράφων, δύναται να πραγματοποιείται από τις επιχειρήσεις και με ηλεκτρονικά μέσα.
4. Η απασχόληση αποσπασμένων εργαζομένων χωρίς προηγούμενη υποβολή των εγγράφων που προβλέπονται στην παράγραφο 1.Α. και χωρίς τήρηση και αποστολή των προβλεπόμενων στην παράγραφο 1.Β. του παρόντος άρθρου εγγράφων, επιφέρει τις διοικητικές κυρώσεις του άρθρου 16 του παρόντος.
1. Ο εργοδότης του αποσπασμένου εργαζόμενου διασφαλίζει τα δικαιώματα του τελευταίου, που απορρέουν από τη σύμβαση εργασίας μεταξύ αυτού και του αποσπασμένου.
2. Οι κατά τόπο αρμόδιες υπηρεσίες του Σ.ΕΠ.Ε. εξετάζουν κάθε καταγγελία και αίτημα που υποβάλλεται από τους αποσπασμένους εργαζόμενους αναφορικά με την τήρηση των διατάξεων του άρθρου 4 του Π.Δ. 219/2000 και της παρ. 7 του παρόντος άρθρου, τόσο κατά τη διάρκεια της απόσπασης, όσο και μετά τη λήξη της και λαμβάνουν τα προβλεπόμενα από την κείμενη νομοθεσία μέτρα.
3. Η διαδικασία επίλυσης των εργατικών διαφορών εφαρμόζεται και στην περίπτωση των αποσπασμένων εργαζομένων, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της παρ. 2 (ιβ’) και (ιγ’) του άρθρου 2 και του άρθρου 3 (Β) του Ν. 3996/2011 (Α’ 170), όπως ισχύουν.
4. Ομοίως, ανεξάρτητα από το δίκαιο που διέπει τη σχέση εργασίας, κάθε πρόσωπο που θεωρεί ότι ζημιώθηκε από τη μη τήρηση των σχετικών διατάξεων του Π.Δ. 219/2000 και του παρόντος, ακόμη και αν έχει λυθεί ή λήξει η σχέση εργασίας, έχει δικαίωμα δικαστικής προστασίας, καθώς και δικαίωμα προσφυγής ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών αρχών.
5. Οι οικείες συνδικαλιστικές οργανώσεις, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, και άλλοι τρίτοι, όπως ενώσεις, οργανώσεις και άλλα νομικά πρόσωπα, που δικαιολογούν σχετικό έννομο συμφέρον, μπορούν, να κινήσουν εξ ονόματος ή προς υποστήριξη των αποσπασμένων εργαζόμενων ή των εργοδοτών τους και με τη συναίνεσή τους, κάθε διοικητική ή δικαστική διαδικασία για την εφαρμογή του Π.Δ. 219/2000 και του παρόντος.
6. Τα κατά τα ανωτέρω δικαιώματα ή οποιαδήποτε άλλη νόμιμη ενέργεια, μπορούν να ασκηθούν ακόμη και μετά τη λήξη ή λύση της σχέσης εργασίας, στο πλαίσιο της οποίας προέκυψε η εργατική διαφορά, με την επιφύλαξη των ισχυουσών διατάξεων περί παραγραφής και περί προθεσμιών διοικητικής και δικαστικής προσφυγής, καθώς και περί εκπροσώπησης εργαζομένων και εργοδοτών.
7. Απαγορεύεται οποιαδήποτε δυσμενής μεταχείριση του αποσπασμένου εργαζόμενου από τον εργοδότη, λόγω της άσκησης των ανωτέρω δικαιωμάτων από τον εργαζόμενο.
1. Ο εργολάβος, ο οποίος έχει συνάψει σύμβαση υπεργολαβίας με τον εργοδότη – πάροχο των υπηρεσιών (υπεργολάβο), σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 2 του Π.Δ. 219/2000 , ευθύνεται έναντι του αποσπασμένου εργαζόμενου αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον υπεργολάβο για τη μη καταβολή των προβλεπόμενων, από το άρθρο 4 του Π.Δ. 219/2000, αποδοχών ή των εισφορών σε κοινά ταμεία ή όργανα των κοινωνικών εταίρων, εκτός εάν επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια ως προς την εκπλήρωση των σχετικών υποχρεώσεών του. Την ανωτέρω ευθύνη φέρουν και όλοι οι ενδιάμεσοι υπεργολάβοι.
2. Η ευθύνη αυτή περιορίζεται στα δικαιώματα των εργαζομένων που απορρέουν από τη συμβατική σχέση μεταξύ του εργολάβου και του υπεργολάβου.
1. Η διασυνοριακή εκτέλεση αποφάσεων επιβολής διοικητικών χρηματικών κυρώσεων ή προστίμων σε πάροχο υπηρεσιών εγκατεστημένο στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λόγω μη τήρησης των διατάξεων των Οδηγιών 96/71/ΕΚ και 2014/67/ΕΕ, όπως έχουν μεταφερθεί στο δίκαιο του αντίστοιχου κράτους μέλους, διέπεται από τις αρχές της αμοιβαίας συνδρομής και αμοιβαίας αναγνώρισης, κατά τα άρθρα 5 και 11 του παρόντος, και διενεργείται σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στα άρθρα 10 έως 15 του παρόντος.
2. Τα άρθρα 10 έως 15 του παρόντος εφαρμόζονται στις διοικητικές χρηματικές κυρώσεις ή πρόστιμα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων και των προσαυξήσεων που επιβάλλονται από τις αρμόδιες αρχές ή βεβαιώνονται από διοικητικές ή δικαστικές αρχές κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τα εν λόγω άρθρα δεν εφαρμόζονται κατά την επιβολή προστίμων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της απόφασης-πλαισίου 2005/214/ΔΕΥ του Συμβουλίου, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου ή της απόφασης 2006/325/ΕΚ του Συμβουλίου.
3. Αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς των άρθρων 10 έως 15 του παρόντος είναι:
α) οι αρμόδιες Περιφερειακές Διευθύνσεις του Σ.ΕΠ.Ε., οι οποίες ενεργούν είτε ως αιτούσες αρχές, είτε ως αρχές στις οποίες απευθύνονται αιτήματα, σύμφωνα με το άρθρο 2 του παρόντος, και
β) οι αρμόδιες Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.), προς τις οποίες διαβιβάζονται από τις αρμόδιες Περιφερειακές Διευθύνσεις του Σ.ΕΠ.Ε. τα σχετικά, με την είσπραξη των διοικητικών χρηματικών κυρώσεων ή προστίμων, έγγραφα.
1. Η αρμόδια Περιφερειακή Διεύθυνση του Σ.ΕΠ.Ε., κατόπιν αιτήματος αιτούσας αρχής άλλου κράτους μέλους, προβαίνει στις ακόλουθες ενέργειες:
α) Κοινοποιεί αποφάσεις επιβολής διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή προστίμου και κάθε άλλο σχετικό έγγραφο, ή/και
β) διαβιβάζει έγγραφα σχετικά με την είσπραξη της διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή του προστίμου που έχει επιβληθεί από την αρμόδια αρχή του αιτούντος κράτους μέλους, σύμφωνα με τη νομοθεσία και τις διαδικασίες του τελευταίου, κατά της οποίας δεν μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ή οποιοδήποτε άλλο ένδικο βοήθημα.
2. Η αρμόδια Περιφερειακή Διεύθυνση του Σ.ΕΠ.Ε. υποβάλλει στην αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους:
α) Αίτημα κοινοποίησης της απόφασης ελληνικής αρχής περί επιβολής διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή προστίμου, όταν αδυνατεί να κοινοποιήσει την απόφαση αυτή, και
β) αίτημα είσπραξης της επιβληθείσας από ελληνική αρχή διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή προστίμου, όταν αδυνατεί να προβεί στην είσπραξη αυτής και δε χωρεί διοικητική προσφυγή ή άλλο ένδικο βοήθημα κατά της απόφασης επιβολής της διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή του προστίμου.
Η κοινοποίηση της απόφασης για την επιβολή διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή προστίμου από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους και η είσπραξη της διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή του προστίμου, κατόπιν σχετικού αιτήματος της οικείας Περιφερειακής Διεύθυνσης του Σ.ΕΠ.Ε., θεωρούνται ότι έχουν το ίδιο αποτέλεσμα, ως εάν είχαν διεκπεραιωθεί από τις αρμόδιες αρχές της παρ. 3 του άρθρου 10 του παρόντος.
3. Η αρμόδια Περιφερειακή Διεύθυνση του Σ.ΕΠ.Ε., στην οποία απευθύνεται αίτημα κοινοποίησης απόφασης επιβολής διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή προστίμου ή αίτημα είσπραξης αυτών, λαμβάνει αμελλητί όλα τα απαραίτητα μέτρα, εκτός εάν συντρέχουν λόγοι άρνησης σύμφωνα με το άρθρο 13 του παρόντος.
Σε περίπτωση τέτοιου αιτήματος, η Περιφερειακή Διεύθυνση του Σ.ΕΠ.Ε. μεριμνά ώστε να κοινοποιηθούν στον πάροχο των υπηρεσιών το αίτημα είσπραξης ή η απόφαση επιβολής διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή προστίμου και τα σχετικά, κατά περίπτωση, έγγραφα, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, το συντομότερο δυνατό και το αργότερο εντός ενός μηνός από την παραλαβή του αιτήματος.
Επίσης, ενημερώνει το συντομότερο δυνατόν την αιτούσα αρχή του άλλου κράτους μέλους σχετικά με:
α) τα μέτρα που ελήφθησαν βάσει του αιτήματος κοινοποίησης απόφασης διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή προστίμου ή/και του αιτήματος είσπραξης επιβληθείσας διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή προστίμου και, ειδικότερα, την ημερομηνία κατά την οποία κοινοποιήθηκαν στον πάροχο,
β) τυχόν λόγους άρνησης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 13 του παρόντος.
4. Οι αρμόδιες Περιφερειακές Διευθύνσεις του Σ.ΕΠ.Ε. γνωστοποιούν στην Κεντρική Υπηρεσία του Σ.ΕΠ.Ε. και στη Διεύθυνση Όρων Εργασίας της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης κάθε αίτημα που υποβάλλουν, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 15 του παρόντος, σε αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, κάθε αίτημα που τους απευθύνεται από αιτούσα αρχή άλλου κράτους μέλους, καθώς και κάθε σχετική, με την πορεία του αιτήματος, πληροφορία, εντός ευλόγου διαστήματος.
1. Τα αιτήματα που απευθύνουν οι αρμόδιες Περιφερειακές Διευθύνσεις του Σ.ΕΠ.Ε. για την κοινοποίηση αποφάσεων επιβολής διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή προστίμου και για την είσπραξη αυτών, υποβάλλονται στην αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους αμελλητί με έγγραφο που περιλαμβάνει τα εξής στοιχεία:
α) το όνομα ή την επωνυμία και τη νομική μορφή του παρόχου υπηρεσιών, την έδρα, τη διεύθυνση, τον αριθμό φορολογικού Μητρώου ή άλλο αριθμό καταχώρισης σε σχετικό Μητρώο και κάθε άλλο σχετικό στοιχείο ή πληροφορία χρήσιμη για τον προσδιορισμό της ταυτότητάς του,
β) τα στοιχεία ταυτότητας του νομίμου εκπροσώπου του παρόχου υπηρεσιών,
γ) τη σύνοψη των πραγματικών περιστατικών, την περιγραφή της παράβασης και τις διατάξεις που παραβιάζονται,
δ) το δελτίο ελέγχου, την πράξη επιβολής προστίμου και κάθε άλλη πληροφορία ή έγγραφο αρμόδιας αρχής, σχετικά με τη διοικητική χρηματική κύρωση ή πρόστιμο και
ε) τα στοιχεία επικοινωνίας της αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης του Σ.ΕΠ.Ε., προκειμένου να παρασχεθούν τυχόν περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με το δελτίο ελέγχου, την πράξη επιβολής προστίμου ή την άσκηση του δικαιώματος διοικητικής και δικαστικής προσφυγής.
2. Επιπλέον, το αίτημα της παρ. 1 περιλαμβάνει:
α) σε περίπτωση αιτήματος κοινοποίησης απόφασης επιβολής διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή προστίμου, το σκοπό της κοινοποίησης, καθώς και την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να γίνει αυτή,
β) σε περίπτωση αιτήματος είσπραξης επιβληθείσας διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή προστίμου, την ημερομηνία έκδοσης της πράξης επιβολής, την περιγραφή της παράβασης, το ακριβές ποσό και την ημερομηνία έκδοσης απόφασης επί τυχόν ασκηθείσας διοικητικής προσφυγής ή ενδίκου βοηθήματος. Σε περίπτωση έκδοσης δικαστικής απόφασης, την ημερομηνία κατά την οποία αυτή κατέστη εκτελεστή, άλλες σχετικές με τη διαδικασία εκτέλεσης ημερομηνίες που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την ημερομηνία και τον τρόπο επίδοσης στον πάροχο, αν εκδόθηκε ερήμην του, καθώς και βεβαίωση από την αιτούσα αρχή ότι δεν μπορεί να ασκηθεί περαιτέρω ένδικο βοήθημα κατά της διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή προστίμου.
1. Η Περιφερειακή Διεύθυνση του Σ.ΕΠ.Ε., στην οποία απευθύνεται το αίτημα αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους, δεν είναι υποχρεωμένη να κοινοποιήσει στον πάροχο υπηρεσιών απόφαση επιβολής διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή προστίμου ή να διαβιβάσει τα σχετικά με αίτημα είσπραξης επιβληθείσας διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή προστίμου έγγραφα προς την αρμόδια Δ.Ο.Υ., αν το αίτημα δεν περιλαμβάνει στοιχεία και πληροφορίες αντίστοιχα με τα αναφερόμενα στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 12 του παρόντος, ή είναι ελλιπές, ή δεν αντιστοιχεί προδήλως στην απόφαση επιβολής διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή προστίμου.
2. Οι αρμόδιες αρχές της παρ. 3 του άρθρου 10 του παρόντος μπορούν να αρνηθούν να εκτελέσουν αίτημα είσπραξης επιβληθείσας διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή προστίμου στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) όταν, κατόπιν έρευνάς τους, καθίσταται σαφές ότι το εκτιμώμενο κόστος που απαιτείται για την είσπραξη της επιβληθείσας διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή του προστίμου είναι δυσανάλογο προς το προς είσπραξη ποσό ή η σχετική διαδικασία συνεπάγεται σοβαρές δυσκολίες,
β) όταν παραβιάζονται τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες, καθώς και οι αρχές δικαίου, όπως ορίζονται στο Σύνταγμα της Ελλάδας.
1. Αν, κατά τη διαδικασία κοινοποίησης απόφασης επιβολής διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή προστίμου ή είσπραξης επιβληθείσας διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή προστίμου από τις, κατά την παρ. 3 του άρθρου 10 του παρόντος, αρμόδιες αρχές, ο έχων έννομο συμφέρον προσφύγει κατά της απόφασης επιβολής αυτής ενώπιον του αρμόδιου φορέα ή αρχής του αιτούντος κράτους μέλους, η διασυνοριακή διαδικασία εκτέλεσης της εν λόγω απόφασης αναστέλλεται μετά τη γνωστοποίηση της οικείας αμφισβήτησης στην αρχή στην οποία απευθύνθηκε το αίτημα, μέχρι να αποφανθεί σχετικώς ο αλλοδαπός φορέας ή αρχή.
2. Αν ο έχων έννομο συμφέρον προσφύγει κατά διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή του προστίμου, που έχει επιβληθεί από ελληνική διοικητική αρχή, ενώπιον αρμόδιας διοικητικής ή δικαστικής αρχής, η αρμόδια Περιφερειακή Διεύθυνση του Σ.ΕΠ.Ε., ως αιτούσα αρχή, κοινοποιεί αμελλητί την αμφισβήτηση στην αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους, στην οποία απευθύνεται το αίτημα.
3. Διοικητικές προσφυγές ή ένδικα βοηθήματα κατά των μέτρων εκτέλεσης, τα οποία ελήφθησαν, κατόπιν αιτήματος αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους, από τις αρμόδιες αρχές της παρ. 3 του άρθρου 10 του παρόντος, κατά τη διαδικασία κοινοποίησης απόφασης επιβολής διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή προστίμου ή είσπραξης επιβληθείσας διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή προστίμου, ασκούνται ενώπιον της αρμόδιας διοικητικής ή δικαστικής αρχής του τόπου εκτέλεσης σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
1. Τα χρηματικά ποσά από κυρώσεις ή πρόστιμα, για τα οποία απευθύνεται αίτημα είσπραξης από αιτούσα αρχή άλλου κράτους μέλους, στο πλαίσιο των άρθρων 10 έως 15 του παρόντος, εισπράττονται από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων και κατανέμονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 14 του ν. 3996/2011, όπως ισχύει και των κανονιστικών διατάξεων που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότησή του.
Τα ανωτέρω χρηματικά ποσά μετατρέπονται, εάν χρειαστεί, σε ευρώ βάσει της ισοτιμίας που ισχύει, κατά την ημερομηνία πληρωμής της επιβληθείσας διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή του προστίμου.
2. Τα χρηματικά ποσά από κυρώσεις ή πρόστιμα, που επιβλήθηκαν με πράξη ελληνικής διοικητικής αρχής και για την είσπραξη των οποίων υποβάλλεται αίτημα σε αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο πλαίσιο των άρθρων 10 έως 12 του παρόντος,
περιέρχονται στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους, στο οποίο απευθύνεται η αίτηση.
3. Έξοδα που προκύπτουν από την αμοιβαία συνδρομή στο πλαίσιο των άρθρων 10 έως 15 του παρόντος δεν αναζητούνται.
Για κάθε παράβαση των διατάξεων του άρθρου 4 του π.δ. 219/2000 και των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 5, του άρθρου 7 και της παρ. 7 του άρθρου 8 του παρόντος, επιβάλλεται στον εργοδότη, ύστερα από προηγούμενη πρόσκληση για παροχή εξηγήσεων, πρόστιμο σύμφωνα με την παρ. 1Α και 3 του άρθρου 24 του ν. 3996/2011 και τις υπουργικές αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση των παρ. 5 και 8 του ιδίου άρθρου, με αιτιολογημένη πράξη κατά τις κείμενες διατάξεις είτε του αρμόδιου Προϊσταμένου Περιφερειακής Διεύθυνσης του Σ.ΕΠ.Ε., κατόπιν σχετικής εισήγησης του διενεργήσαντος τον έλεγχο Επιθεωρητή Εργασίας, είτε του Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας.
1. Η διοικητική συνεργασία και η αμοιβαία συνδρομή μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών που αναφέρονται στα άρθρα 3 έως 5 και στα άρθρα 10 έως 15 του παρόντος, υλοποιείται μέσω του Συστήματος Πληροφόρησης για την Εσωτερική Αγορά (Internal Market Information System - IMI), που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2012.
2. Διμερείς συμφωνίες σχετικά με τη διοικητική συνεργασία και την αμοιβαία συνδρομή μεταξύ των αρμόδιων εθνικών αρχών και αυτών άλλων κρατών μελών, όσον αφορά την εφαρμογή και την παρακολούθηση των όρων και συνθηκών εργασίας που ισχύουν για τους αποσπασμένους εργαζόμενους, σύμφωνα με το άρθρο 3 της Οδηγίας 96/71/ΕΚ, μπορούν να εφαρμόζονται στο βαθμό που οι συμφωνίες αυτές δε θίγουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των αποσπασμένων εργαζόμενων και των παρόχων υπηρεσιών.
3. Οι αρμόδιες αρχές της χώρας χρησιμοποιούν, όσο το δυνατόν περισσότερο, το Σύστημα IMI. Σε περίπτωση που αρμόδια αρχή κράτους μέλους έχει ήδη χρησιμοποιήσει το Σύστημα αυτό, το ίδιο χρησιμοποιείται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 2 του παρόντος, στο μέτρο του δυνατού, για κάθε απαιτούμενη επόμενη ενέργεια.
Η ισχύς του παρόντος προεδρικού διατάγματος αρχίζει από την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Από την έναρξη ισχύος του παρόντος, καταργείται κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη, που αντίκειται στις διατάξεις του ή κατά το μέρος που ρυθμίζει διαφορετικά θέματα ρυθμιζόμενα από αυτό.
Οι διατάξεις του π.δ. 219/2000 εξακολουθούν να ισχύουν με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος.
Στον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης αναθέτουμε τη δημοσίευση και εκτέλεση του παρόντος Προεδρικού διατάγματος.
Αθήνα, 16 Σεπτεμβρίου 2016
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Β. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
Οι Υπουργοί
Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ |
Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ |
Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ |
Οικονομικών ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ |