Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 8389 - 8424 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Υδροξυπροπιονικό οξύ α-
Αγγλικός όρος:
α-hydroxypropionic acid, Lactic acid, acetonic acid, milk acid

Μετάφραση: α-hydroxypropionic acid, Lactic acid, acetonic acid, milk acid
Ελληνικός όρος:
Υδροξυπυρένιο
Αγγλικός όρος:
Hydroxypyrene

Μετάφραση: Hydroxypyrene
Ελληνικός όρος:
Υδρορροή
Αγγλικός όρος:
Gutter

Μετάφραση: Gutter
Ελληνικός όρος:
Υδροσελήνιο
Αγγλικός όρος:
Hydrogen selenide, selenium hydride

Μετάφραση: Hydrogen selenide, selenium hydride
Ελληνικός όρος:
Υδροστατική πίεση
Αγγλικός όρος:
Hydrostatic pressure

Μετάφραση: Hydrostatic pressure
Ελληνικός όρος:
Υδροτελλούριο
Αγγλικός όρος:
Hydrogen telluride

Μετάφραση: Hydrogen telluride
Ελληνικός όρος:
Υδροϋπεροξείδιο του βουτυλίου ή διμεθυλουδροϋπεροξείδιο
Αγγλικός όρος:
Butylhydroperoxide or dimethyl hydroperoxide

Μετάφραση: Butylhydroperoxide or dimethyl hydroperoxide
Ελληνικός όρος:
Υδροϋπεροξείδιο του κουμολίου
Αγγλικός όρος:
Cumene hydroperoxide

Μετάφραση: Cumene hydroperoxide
Ελληνικός όρος:
Υδροφθορικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Hydrofluoric acid

Μετάφραση: Hydrofluoric acid
Ελληνικός όρος:
Υδροφθόριο
Αγγλικός όρος:
Hydrogen fluoride

Μετάφραση: Hydrogen fluoride
Ελληνικός όρος:
Υδρόφοβο
Αγγλικός όρος:
Hydrophobic, lipophilic

Μετάφραση: Hydrophobic, lipophilic
Ελληνικός όρος:
Υδροχλωρική ανιλίνη
Αγγλικός όρος:
Anilinium chloride, aniline hydrochloride

Μετάφραση: Anilinium chloride, aniline hydrochloride
Ελληνικός όρος:
Υδροχλωρική γλυκίνη
Αγγλικός όρος:
Glycine hydrochlorite

Μετάφραση: Glycine hydrochlorite
Ελληνικός όρος:
Υδροχλωρική υδραζίνη
Αγγλικός όρος:
Hydrazine hydrochloride

Μετάφραση: Hydrazine hydrochloride
Ελληνικός όρος:
Υδροχλωρική φαινυλυδραζίνη
Αγγλικός όρος:
Phenylhydrazine hydrochloride

Μετάφραση: Phenylhydrazine hydrochloride
Ελληνικός όρος:
Υδροχλωρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Hydrochloric acid, hydrochloride, hydrogen chloride

Μετάφραση: Hydrochloric acid, hydrochloride, hydrogen chloride
Ελληνικός όρος:
Υδροχλώριο
Αγγλικός όρος:
Hydrochloric acid, hydrochloride, hydrogen chloride

Μετάφραση: Hydrochloric acid, hydrochloride, hydrogen chloride
Ελληνικός όρος:
Υλίδιο
Αγγλικός όρος:
Ylide (Ph3P=CRR΄)

Μετάφραση: Ylide (Ph3P=CRR΄)
Ελληνικός όρος:
Υλικά ανοιχτά
Αγγλικός όρος:
Open materials

Μετάφραση: Open materials
Ελληνικός όρος:
Υλικά απολίπανσης
Αγγλικός όρος:
Degreasing agents

Μετάφραση: Degreasing agents
Ελληνικός όρος:
Υλικά δομικών κατασκευών
Αγγλικός όρος:
Construction materials

Μετάφραση: Construction materials
Ελληνικός όρος:
Υλικά και μέθοδοι
Αγγλικός όρος:
Materials and methods

Μετάφραση: Materials and methods
Ελληνικός όρος:
Υλικά οικοδομών
Αγγλικός όρος:
Building materials

Μετάφραση: Building materials
Ελληνικός όρος:
Υλικά συσκευασίας
Αγγλικός όρος:
Packaging materials

Μετάφραση: Packaging materials
Ελληνικός όρος:
Υλικά συσκευασμένα
Αγγλικός όρος:
Racked materials

Μετάφραση: Racked materials
Ελληνικός όρος:
Υλικό αναφοράς
Αγγλικός όρος:
Reference material, RM

Μετάφραση: Reference material, RM
Ελληνικός όρος:
Υλικό δοκιμής
Αγγλικός όρος:
Test material

Μετάφραση: Test material
Ελληνικός όρος:
Υλικό κατάρτισης
Αγγλικός όρος:
Training materials

Μετάφραση: Training materials
Ελληνικός όρος:
Υλικό πλήρωσης
Αγγλικός όρος:
Filler

Μετάφραση: Filler
Ελληνικός όρος:
Υλοποίηση
Αγγλικός όρος:
Implementation, enforcement, application

Μετάφραση: Implementation, enforcement, application
Ελληνικός όρος:
Υπάλληλοι γραφείου
Αγγλικός όρος:
Clerks worker, office workers, white-collar workers

Μετάφραση: Clerks worker, office workers, white-collar workers
Ελληνικός όρος:
Ύπαρξη επικίνδυνων ουσιών
Αγγλικός όρος:
Presence of dangerous substances

Μετάφραση: Presence of dangerous substances
Ελληνικός όρος:
Υπάρχουσα δραστική ουσία
Αγγλικός όρος:
Existing active substance

Μετάφραση: Existing active substance
Ελληνικός όρος:
Υπάρχουσες ουσίες, υφιστάμενες ουσίες
Αγγλικός όρος:
Existing substances

Μετάφραση: Existing substances
Ελληνικός όρος:
Υπερανθρακικό νάτριο
Αγγλικός όρος:
Sodium percarbonate

Μετάφραση: Sodium percarbonate
Ελληνικός όρος:
Υπερανυψωμένη εξέδρα εργασίας
Αγγλικός όρος:
Elevated work platforms

Μετάφραση: Elevated work platforms

Ακολουθήστε μας