Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 8533 - 8568 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Υστέρηση
Αγγλικός όρος:
Lag

Μετάφραση: Lag
Ελληνικός όρος:
Υττέρβιο
Αγγλικός όρος:
Ytterbium (Yb)

Μετάφραση: Ytterbium (Yb)
Ελληνικός όρος:
Ύττριο
Αγγλικός όρος:
Yttrium (Y)

Μετάφραση: Yttrium (Y)
Ελληνικός όρος:
Υφαντά πλαστικά
Αγγλικός όρος:
Woven plastics

Μετάφραση: Woven plastics
Ελληνικός όρος:
Υφαντουργικές ίνες
Αγγλικός όρος:
Textile fibres

Μετάφραση: Textile fibres
Ελληνικός όρος:
Υφές
Αγγλικός όρος:
Hyphae

Μετάφραση: Hyphae
Ελληνικός όρος:
Υφιστάμενη εγκατάσταση
Αγγλικός όρος:
Existing installation

Μετάφραση: Existing installation
Ελληνικός όρος:
Υψηλή γυαλάδα
Αγγλικός όρος:
High gloss

Μετάφραση: High gloss
Ελληνικός όρος:
Υψηλή διασπορά – ψεκασμός της ουσίας ή του παρασκευάσματος
Αγγλικός όρος:
Wide dispersive – spraying of the substance or preparation

Μετάφραση: Wide dispersive – spraying of the substance or preparation
Ελληνικός όρος:
Υψηλή διαχωριστική ικανότητα
Αγγλικός όρος:
High resolution

Μετάφραση: High resolution
Ελληνικός όρος:
Υψηλή συχνότητα
Αγγλικός όρος:
High frequency, HF

Μετάφραση: High frequency, HF
Ελληνικός όρος:
Υψηλής πίεσης κύλινδρος
Αγγλικός όρος:
Pressurized gas cartridge

Μετάφραση: Pressurized gas cartridge
Ελληνικός όρος:
Υψηλό μοριακό βάρος
Αγγλικός όρος:
High molecular weight, HMW

Μετάφραση: High molecular weight, HMW
Ελληνικός όρος:
Ύψος ισοδύναμο με μια θεωρητική πλάκα
Αγγλικός όρος:
Height equivalent to a theoretical plate, H.E.T.P

Μετάφραση: Height equivalent to a theoretical plate, H.E.T.P
Ελληνικός όρος:
Φαγοκυττάρωση
Αγγλικός όρος:
Phagocytosis

Μετάφραση: Phagocytosis
Ελληνικός όρος:
Φαγούρα
Αγγλικός όρος:
Itch

Μετάφραση: Itch
Ελληνικός όρος:
Φαιναζόνη
Αγγλικός όρος:
Phenazone, antipyrine

Μετάφραση: Phenazone, antipyrine
Ελληνικός όρος:
Φαιναμιφώς
Αγγλικός όρος:
Fenamiphos

Μετάφραση: Fenamiphos
Ελληνικός όρος:
Φαινανθρένιο
Αγγλικός όρος:
Phenanthrene

Μετάφραση: Phenanthrene
Ελληνικός όρος:
Φαινετόλη
Αγγλικός όρος:
Phenetole, ethyl phenyl ether

Μετάφραση: Phenetole, ethyl phenyl ether
Ελληνικός όρος:
Φαινθείον
Αγγλικός όρος:
Fenthion

Μετάφραση: Fenthion
Ελληνικός όρος:
Φαινικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Phenic acid, Phenol, hydroxybenzene, carbolic acid

Μετάφραση: Phenic acid, Phenol, hydroxybenzene, carbolic acid
Ελληνικός όρος:
Φαινοθειαζίνη
Αγγλικός όρος:
Phenothiazine

Μετάφραση: Phenothiazine
Ελληνικός όρος:
Φαινόλη
Αγγλικός όρος:
Phenol, hydroxybenzene, phenic acid, carbolic acid

Μετάφραση: Phenol, hydroxybenzene, phenic acid, carbolic acid
Ελληνικός όρος:
Φαινολικά παράγωγα
Αγγλικός όρος:
Phenolic derivatives

Μετάφραση: Phenolic derivatives
Ελληνικός όρος:
Φαινόμενη γείωση
Αγγλικός όρος:
Virtual ground

Μετάφραση: Virtual ground
Ελληνικός όρος:
Φαινομένη πυκνότητα
Αγγλικός όρος:
Tap density

Μετάφραση: Tap density
Ελληνικός όρος:
Φαινόμενο ντόμινο
Αγγλικός όρος:
Domino effect

Μετάφραση: Domino effect
Ελληνικός όρος:
Φαινόμενο συγκάλυψης
Αγγλικός όρος:
Masking effect

Μετάφραση: Masking effect
Ελληνικός όρος:
Φαινοξείδιο του νατρίου
Αγγλικός όρος:
Sodium phenoxide

Μετάφραση: Sodium phenoxide
Ελληνικός όρος:
Φαινσουλφοθείον
Αγγλικός όρος:
Fensulfothion

Μετάφραση: Fensulfothion
Ελληνικός όρος:
Φαινυλoγλυκιδυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Phenyl glycidyl ether, PGE

Μετάφραση: Phenyl glycidyl ether, PGE
Ελληνικός όρος:
Φαινυλoμερκαπτάνη
Αγγλικός όρος:
Phenyl mercaptan

Μετάφραση: Phenyl mercaptan
Ελληνικός όρος:
Φαινυλoφωσφίνη
Αγγλικός όρος:
Phenylphosphine

Μετάφραση: Phenylphosphine
Ελληνικός όρος:
Φαινυλαιθανάλη
Αγγλικός όρος:
Phenylacetaldehyde, phenylethanal

Μετάφραση: Phenylacetaldehyde, phenylethanal
Ελληνικός όρος:
Φαινυλαιθανοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Phenylacetic acid, phenylethanoic acid

Μετάφραση: Phenylacetic acid, phenylethanoic acid

Ακολουθήστε μας