Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 8641 - 8676 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Φερροκένιο
Αγγλικός όρος:
Ferrocene, dicyclopentadienyl iron

Μετάφραση: Ferrocene, dicyclopentadienyl iron
Ελληνικός όρος:
Φέρων αέριο
Αγγλικός όρος:
Carrier gas

Μετάφραση: Carrier gas
Ελληνικός όρος:
Φθαλαμιδικό αμμώνιο
Αγγλικός όρος:
Ammonium phthalamate

Μετάφραση: Ammonium phthalamate
Ελληνικός όρος:
Φθαλαμίδιο
Αγγλικός όρος:
Phthalamide

Μετάφραση: Phthalamide
Ελληνικός όρος:
Φθαλικό διβουτύλιο ή φθαλικός διβουτυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Dibutyl phthalate

Μετάφραση: Dibutyl phthalate
Ελληνικός όρος:
Φθαλικό κάλιο
Αγγλικός όρος:
Potassium phthalate

Μετάφραση: Potassium phthalate
Ελληνικός όρος:
Φθαλικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Phthalic acid

Μετάφραση: Phthalic acid
Ελληνικός όρος:
Φθαλικός αιθυλεξυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethylhexylphthalate

Μετάφραση: Ethylhexylphthalate
Ελληνικός όρος:
Φθαλικός ανυδρίτης
Αγγλικός όρος:
Phthalic anhydride

Μετάφραση: Phthalic anhydride
Ελληνικός όρος:
Φθαλικός διαιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Diethyl phthalate, DEP

Μετάφραση: Diethyl phthalate, DEP
Ελληνικός όρος:
Φθαλικός διισοβουτυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Diisobutyl phthalate

Μετάφραση: Diisobutyl phthalate
Ελληνικός όρος:
Φθαλικός διμεθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Dimethyl phthalate

Μετάφραση: Dimethyl phthalate
Ελληνικός όρος:
Φθαλικός οκτυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethylhexylphthalate

Μετάφραση: Ethylhexylphthalate
Ελληνικός όρος:
Φθαλιμιδομηλονικός εστέρας
Αγγλικός όρος:
Phthalimidomalonic ester

Μετάφραση: Phthalimidomalonic ester
Ελληνικός όρος:
Φθαλοδινιτρίλιο
Αγγλικός όρος:
Phthalodinitrile

Μετάφραση: Phthalodinitrile
Ελληνικός όρος:
Φθαλοκυανίνη χαλκού
Αγγλικός όρος:
Copper phthalocyanine

Μετάφραση: Copper phthalocyanine
Ελληνικός όρος:
Φθίνουσα ταλάντωση
Αγγλικός όρος:
Damped oscillation

Μετάφραση: Damped oscillation
Ελληνικός όρος:
Φθορακεταμίδιο
Αγγλικός όρος:
Fluoroacetamide

Μετάφραση: Fluoroacetamide
Ελληνικός όρος:
Φθόριο
Αγγλικός όρος:
Fluorine (F)

Μετάφραση: Fluorine (F)
Ελληνικός όρος:
Φθοριούχες ενώσεις
Αγγλικός όρος:
Fluorides

Μετάφραση: Fluorides
Ελληνικός όρος:
Φθοριούχο αργίλιο
Αγγλικός όρος:
Aluminium fluoride

Μετάφραση: Aluminium fluoride
Ελληνικός όρος:
Φθοριούχο αρσενικό
Αγγλικός όρος:
Arsenic fluoride

Μετάφραση: Arsenic fluoride
Ελληνικός όρος:
Φθοριούχο ασβέστιο
Αγγλικός όρος:
Calsium fluoride

Μετάφραση: Calsium fluoride
Ελληνικός όρος:
Φθοριούχο βάριο
Αγγλικός όρος:
Barium fluoride

Μετάφραση: Barium fluoride
Ελληνικός όρος:
Φθοριούχο βηρύλλιο
Αγγλικός όρος:
Beryllium fluoride

Μετάφραση: Beryllium fluoride
Ελληνικός όρος:
Φθοριούχο βόριο
Αγγλικός όρος:
Boron fluoride

Μετάφραση: Boron fluoride
Ελληνικός όρος:
Φθοριούχο κάδμιο
Αγγλικός όρος:
Cadmium fluoride

Μετάφραση: Cadmium fluoride
Ελληνικός όρος:
Φθοριούχο καρβονύλιο
Αγγλικός όρος:
Carbonyl fluoride

Μετάφραση: Carbonyl fluoride
Ελληνικός όρος:
Φθοριούχο κοβάλτιο
Αγγλικός όρος:
Cobalt II fluoride

Μετάφραση: Cobalt II fluoride
Ελληνικός όρος:
Φθοριούχος τριβουτυλοκασσίτερος
Αγγλικός όρος:
Tributyltin fluoride

Μετάφραση: Tributyltin fluoride
Ελληνικός όρος:
Φθοριούχος χαλκός
Αγγλικός όρος:
Copper fluoride

Μετάφραση: Copper fluoride
Ελληνικός όρος:
Φθορισμομετρία
Αγγλικός όρος:
Fluorimetry, fluorometry

Μετάφραση: Fluorimetry, fluorometry
Ελληνικός όρος:
Φθορισμομετρία ή φασματοσκοπία φθορισμού ακτίνων Χ
Αγγλικός όρος:
X-ray fluorescence (XRF)

Μετάφραση: X-ray fluorescence (XRF)
Ελληνικός όρος:
Φθορισμός
Αγγλικός όρος:
Fluorescence

Μετάφραση: Fluorescence
Ελληνικός όρος:
Φθοριωμένες οργανικές ενώσεις
Αγγλικός όρος:
Fluorinated organic compounds

Μετάφραση: Fluorinated organic compounds
Ελληνικός όρος:
Φθορίωση (χρόνια δηλητηρίαση με φθόριο)
Αγγλικός όρος:
Fluorosis

Μετάφραση: Fluorosis

Ακολουθήστε μας