Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 8785 - 8820 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Φύση της κάκωσης
Αγγλικός όρος:
Type of injury

Μετάφραση: Type of injury
Ελληνικός όρος:
Φύση των ειδικών κινδύνων
Αγγλικός όρος:
Nature of special risks

Μετάφραση: Nature of special risks
Ελληνικός όρος:
Φύση των θέσεων εργασίας
Αγγλικός όρος:
Character of workplaces

Μετάφραση: Character of workplaces
Ελληνικός όρος:
Φυσίγγιο αερίου
Αγγλικός όρος:
Gas cartridge, small receptacle container gas

Μετάφραση: Gas cartridge, small receptacle container gas
Ελληνικός όρος:
Φυσικές ιδιότητες
Αγγλικός όρος:
Physical properties

Μετάφραση: Physical properties
Ελληνικός όρος:
Φυσικές παράμετροι
Αγγλικός όρος:
Physical parameters

Μετάφραση: Physical parameters
Ελληνικός όρος:
Φυσική
Αγγλικός όρος:
Physics

Μετάφραση: Physics
Ελληνικός όρος:
Φυσική βενζίνη
Αγγλικός όρος:
Natural gasoline

Μετάφραση: Natural gasoline
Ελληνικός όρος:
Φυσική κατάσταση
Αγγλικός όρος:
Physical state

Μετάφραση: Physical state
Ελληνικός όρος:
Φυσική προστασία του πυρηνικού υλικού και των πυρηνικών εγκαταστάσεων
Αγγλικός όρος:
The physical protection of nuclear material and nuclear facilities

Μετάφραση: The physical protection of nuclear material and nuclear facilities
Ελληνικός όρος:
Φυσική ραδιενέργεια
Αγγλικός όρος:
Natural radioactivity

Μετάφραση: Natural radioactivity
Ελληνικός όρος:
Φυσικό αέριο
Αγγλικός όρος:
Natural gas

Μετάφραση: Natural gas
Ελληνικός όρος:
Φυσικό εύρος φασματικών γραμμών
Αγγλικός όρος:
Natural line width

Μετάφραση: Natural line width
Ελληνικός όρος:
Φυσικό καουτσούκ
Αγγλικός όρος:
Polyisoprene

Μετάφραση: Polyisoprene
Ελληνικός όρος:
Φυσικό ουράνιο
Αγγλικός όρος:
Natural uranium

Μετάφραση: Natural uranium
Ελληνικός όρος:
Φυσικό περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Natural environment

Μετάφραση: Natural environment
Ελληνικός όρος:
Φυσικό πρόσωπο
Αγγλικός όρος:
Natural person

Μετάφραση: Natural person
Ελληνικός όρος:
Φυσικοθεραπεία
Αγγλικός όρος:
Physiotherapy (UK), physical therapy (USA)

Μετάφραση: Physiotherapy (UK), physical therapy (USA)
Ελληνικός όρος:
Φυσικός αερισμός
Αγγλικός όρος:
Natural ventilation

Μετάφραση: Natural ventilation
Ελληνικός όρος:
Φυσικός κίνδυνος
Αγγλικός όρος:
Physical hazard

Μετάφραση: Physical hazard
Ελληνικός όρος:
Φυσικός λίθος
Αγγλικός όρος:
Natural stone

Μετάφραση: Natural stone
Ελληνικός όρος:
Φυσικοχημικές ιδιότητες
Αγγλικός όρος:
Physicochemical properties

Μετάφραση: Physicochemical properties
Ελληνικός όρος:
Φυσικοχημική προέλευση
Αγγλικός όρος:
Physico-chemical origin

Μετάφραση: Physico-chemical origin
Ελληνικός όρος:
Φυσιολογία
Αγγλικός όρος:
Physiology

Μετάφραση: Physiology
Ελληνικός όρος:
Φυσιολογία της εργασίας
Αγγλικός όρος:
Occupational physiology

Μετάφραση: Occupational physiology
Ελληνικός όρος:
Φυσιολογικές τιμές
Αγγλικός όρος:
Normal values

Μετάφραση: Normal values
Ελληνικός όρος:
Φυτοκτόνα
Αγγλικός όρος:
Herbicides

Μετάφραση: Herbicides
Ελληνικός όρος:
Φυτοπροστατευτικά προϊόντα
Αγγλικός όρος:
Plant protection products

Μετάφραση: Plant protection products
Ελληνικός όρος:
Φυτοφάρμακο
Αγγλικός όρος:
Pesticide

Μετάφραση: Pesticide
Ελληνικός όρος:
Φώς
Αγγλικός όρος:
Light

Μετάφραση: Light
Ελληνικός όρος:
Φωσγένιο
Αγγλικός όρος:
Phosgene, carbonyl chloride, carbon oxychloride

Μετάφραση: Phosgene, carbonyl chloride, carbon oxychloride
Ελληνικός όρος:
Φωσφαζένια
Αγγλικός όρος:
Phosphazenes

Μετάφραση: Phosphazenes
Ελληνικός όρος:
Φωσφατιδυλο χολίνη
Αγγλικός όρος:
Phosphatidyl choline, choline phosphoglyceride

Μετάφραση: Phosphatidyl choline, choline phosphoglyceride
Ελληνικός όρος:
Φωσφατιδυλοαιθανολαμίνη
Αγγλικός όρος:
Phosphatidyl ethanolamine, ethanolamine phosphoglyceride

Μετάφραση: Phosphatidyl ethanolamine, ethanolamine phosphoglyceride
Ελληνικός όρος:
Φωσφίδιο
Αγγλικός όρος:
Phosphide

Μετάφραση: Phosphide
Ελληνικός όρος:
Φωσφίνη
Αγγλικός όρος:
Phosphine

Μετάφραση: Phosphine

Ακολουθήστε μας