Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 8713 - 8748 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Φορέας εξέτασης
Αγγλικός όρος:
Examining body

Μετάφραση: Examining body
Ελληνικός όρος:
Φορέας επιθεώρησης
Αγγλικός όρος:
Inspection body

Μετάφραση: Inspection body
Ελληνικός όρος:
Φορέας πιστοποίησης
Αγγλικός όρος:
Certification body

Μετάφραση: Certification body
Ελληνικός όρος:
Φορέας συχνότητας
Αγγλικός όρος:
Carrier frequency

Μετάφραση: Carrier frequency
Ελληνικός όρος:
Φορείς της αλυσίδας εφοδιασμού
Αγγλικός όρος:
Actors in the supply chain

Μετάφραση: Actors in the supply chain
Ελληνικός όρος:
Φορητά αλυσοπρίονα
Αγγλικός όρος:
Portable chainsaws

Μετάφραση: Portable chainsaws
Ελληνικός όρος:
Φορητές φιάλες αερίων
Αγγλικός όρος:
Transportable gas cylinders

Μετάφραση: Transportable gas cylinders
Ελληνικός όρος:
Φορητή αντλία
Αγγλικός όρος:
Portable pump

Μετάφραση: Portable pump
Ελληνικός όρος:
Φορητή δεξαμενή
Αγγλικός όρος:
Portable tank

Μετάφραση: Portable tank
Ελληνικός όρος:
Φορητή σκάλα
Αγγλικός όρος:
Step-ladder

Μετάφραση: Step-ladder
Ελληνικός όρος:
Φορητή συσκευή
Αγγλικός όρος:
Portable apparatus

Μετάφραση: Portable apparatus
Ελληνικός όρος:
Φορητό αλυσοπρίονο
Αγγλικός όρος:
Portable chain saw

Μετάφραση: Portable chain saw
Ελληνικός όρος:
Φορικό άλας
Αγγλικός όρος:
Phorate

Μετάφραση: Phorate
Ελληνικός όρος:
Φορμαλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Formaldehyde

Μετάφραση: Formaldehyde
Ελληνικός όρος:
Φορμαλίνη
Αγγλικός όρος:
Formalin

Μετάφραση: Formalin
Ελληνικός όρος:
Φορμαμίδιο
Αγγλικός όρος:
Formamide

Μετάφραση: Formamide
Ελληνικός όρος:
Φορμικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Formic acid, methanoic acid

Μετάφραση: Formic acid, methanoic acid
Ελληνικός όρος:
Φορμόλη
Αγγλικός όρος:
Formaldehyde, methanal, formol

Μετάφραση: Formaldehyde, methanal, formol
Ελληνικός όρος:
Φορμονιτρίλιο
Αγγλικός όρος:
Formonitrile, hydrogen cyanide, hydrocyanic acid, prussic acid

Μετάφραση: Formonitrile, hydrogen cyanide, hydrocyanic acid, prussic acid
Ελληνικός όρος:
Φορμυλοξικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl formylacetate

Μετάφραση: Ethyl formylacetate
Ελληνικός όρος:
Φόρουμ ανταλλαγής πληροφοριών για τις ουσίες (ΦΑΠΟ)
Αγγλικός όρος:
Substance information exchange forum (SIEF)

Μετάφραση: Substance information exchange forum (SIEF)
Ελληνικός όρος:
Φορτάμαξα με κάλυμμα
Αγγλικός όρος:
Sheeted wagon

Μετάφραση: Sheeted wagon
Ελληνικός όρος:
Φορτάμαξα συστοιχίας δοχείων
Αγγλικός όρος:
Battery-wagon

Μετάφραση: Battery-wagon
Ελληνικός όρος:
Φορτηγό
Αγγλικός όρος:
Truck

Μετάφραση: Truck
Ελληνικός όρος:
Φορτηγό πλοίο
Αγγλικός όρος:
Cargo Ship

Μετάφραση: Cargo Ship
Ελληνικός όρος:
Φορτίo (μηχανικό, ηλεκτρικό)
Αγγλικός όρος:
Load

Μετάφραση: Load
Ελληνικός όρος:
Φορτίο (εμπορικό)
Αγγλικός όρος:
Cargo

Μετάφραση: Cargo
Ελληνικός όρος:
Φορτίο κάμψης σε θραύση
Αγγλικός όρος:
Bending load at break

Μετάφραση: Bending load at break
Ελληνικός όρος:
Φορτίο του παρελθόντος
Αγγλικός όρος:
Burden of the past

Μετάφραση: Burden of the past
Ελληνικός όρος:
Φόρτιση (π.χ. ηλεκτρική, μηχανική)
Αγγλικός όρος:
Charging

Μετάφραση: Charging
Ελληνικός όρος:
Φόρτος εργασίας
Αγγλικός όρος:
Work load

Μετάφραση: Work load
Ελληνικός όρος:
Φόρτωση από πάνω
Αγγλικός όρος:
Loading overall

Μετάφραση: Loading overall
Ελληνικός όρος:
Φόρτωση μεταφοράς
Αγγλικός όρος:
Loading for transport

Μετάφραση: Loading for transport
Ελληνικός όρος:
Φόρτωση σιλό
Αγγλικός όρος:
Silo charging

Μετάφραση: Silo charging
Ελληνικός όρος:
Φορτωτές με εμπρόσθιο κάδο φόρτωσης
Αγγλικός όρος:
Front end loaders

Μετάφραση: Front end loaders
Ελληνικός όρος:
Φορτωτήρες
Αγγλικός όρος:
Derricks

Μετάφραση: Derricks

Ακολουθήστε μας