Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 8245 - 8280 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Τυλικτήρας σωλήνων
Αγγλικός όρος:
Hose reel

Μετάφραση: Hose reel
Ελληνικός όρος:
Τύμπανο
Αγγλικός όρος:
Drum

Μετάφραση: Drum
Ελληνικός όρος:
Τυπική απόκλιση
Αγγλικός όρος:
Standard deviation

Μετάφραση: Standard deviation
Ελληνικός όρος:
Τυπικό σφάλμα
Αγγλικός όρος:
Standard error

Μετάφραση: Standard error
Ελληνικός όρος:
Τύποι τραυματισμών
Αγγλικός όρος:
Type of injuries

Μετάφραση: Type of injuries
Ελληνικός όρος:
Τυποποίηση
Αγγλικός όρος:
Standardization, formulation

Μετάφραση: Standardization, formulation
Ελληνικός όρος:
Τυποποιητής
Αγγλικός όρος:
Formulator

Μετάφραση: Formulator
Ελληνικός όρος:
Τυποποιητικός φορέας
Αγγλικός όρος:
Standardizing body

Μετάφραση: Standardizing body
Ελληνικός όρος:
Τύπος αποτελεσμάτων μελέτης
Αγγλικός όρος:
Study result type

Μετάφραση: Study result type
Ελληνικός όρος:
Τύπος προστασίας από ανάφλεξη
Αγγλικός όρος:
Ignition protection type

Μετάφραση: Ignition protection type
Ελληνικός όρος:
Τύπου πλέγματος
Αγγλικός όρος:
Mesh type

Μετάφραση: Mesh type
Ελληνικός όρος:
Τυροσίνη
Αγγλικός όρος:
Tyrosine, Tyr, Y

Μετάφραση: Tyrosine, Tyr, Y
Ελληνικός όρος:
Τύρφη
Αγγλικός όρος:
Peat

Μετάφραση: Peat
Ελληνικός όρος:
Τυφλό (π.χ. στη χημική ανάλυση)
Αγγλικός όρος:
Blank

Μετάφραση: Blank
Ελληνικός όρος:
Τυφλό αντιδραστηρίου
Αγγλικός όρος:
Reagent blank

Μετάφραση: Reagent blank
Ελληνικός όρος:
Τυφλό δείγμα
Αγγλικός όρος:
Blind sample

Μετάφραση: Blind sample
Ελληνικός όρος:
Τυφλό πεδίου
Αγγλικός όρος:
Field blank

Μετάφραση: Field blank
Ελληνικός όρος:
Τυφλός προσδιορισμός δείγματος
Αγγλικός όρος:
Sample blank determination

Μετάφραση: Sample blank determination
Ελληνικός όρος:
Τυφοειδής πυρετός
Αγγλικός όρος:
Typhoid fever

Μετάφραση: Typhoid fever
Ελληνικός όρος:
Τυχαίο δείγμα
Αγγλικός όρος:
Random sample

Μετάφραση: Random sample
Ελληνικός όρος:
Τυχαίο σφάλμα μέτρησης
Αγγλικός όρος:
Random measurement error

Μετάφραση: Random measurement error
Ελληνικός όρος:
Τυχαιοποιημένες μελέτες
Αγγλικός όρος:
Randomized studies

Μετάφραση: Randomized studies
Ελληνικός όρος:
Υαλοβάμβακας
Αγγλικός όρος:
Fiberglass

Μετάφραση: Fiberglass
Ελληνικός όρος:
Υαλοπίνακες
Αγγλικός όρος:
Glazing work

Μετάφραση: Glazing work
Ελληνικός όρος:
Υαλοποιημένα απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Vitrified waste

Μετάφραση: Vitrified waste
Ελληνικός όρος:
Υβριδικά μείγματα
Αγγλικός όρος:
Hybrid mixtures

Μετάφραση: Hybrid mixtures
Ελληνικός όρος:
Υβριδισμός
Αγγλικός όρος:
Hybridization

Μετάφραση: Hybridization
Ελληνικός όρος:
Υγεία και ασφάλεια στην εργασία
Αγγλικός όρος:
Occupational health and safety, OSH

Μετάφραση: Occupational health and safety, OSH
Ελληνικός όρος:
Υγειονομικές διαδικασίες
Αγγλικός όρος:
Sanitary procedures

Μετάφραση: Sanitary procedures
Ελληνικός όρος:
Υγειονομική αντιμετώπιση
Αγγλικός όρος:
Public health response

Μετάφραση: Public health response
Ελληνικός όρος:
Υγειονομική ταφή αδρανών αποβλήτων
Αγγλικός όρος:
Inert-waste landfill

Μετάφραση: Inert-waste landfill
Ελληνικός όρος:
Υγιεινή
Αγγλικός όρος:
Hygiene

Μετάφραση: Hygiene
Ελληνικός όρος:
Υγιεινολόγος εργασίας
Αγγλικός όρος:
Occupational hygienist

Μετάφραση: Occupational hygienist
Ελληνικός όρος:
Υγιεινός
Αγγλικός όρος:
Hygienic

Μετάφραση: Hygienic
Ελληνικός όρος:
Υγιής
Αγγλικός όρος:
Healthy

Μετάφραση: Healthy
Ελληνικός όρος:
Υγρά απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Liquid waste

Μετάφραση: Liquid waste

Ακολουθήστε μας