Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 8101 - 8136 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Τοξικό σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως
Αγγλικός όρος:
Toxic in contact with skin and if swallowed

Μετάφραση: Toxic in contact with skin and if swallowed
Ελληνικός όρος:
Τοξικό στην αναπαραγωγή
Αγγλικός όρος:
Toxic for reproduction

Μετάφραση: Toxic for reproduction
Ελληνικός όρος:
Τοξικό στους υδρόβιους οργανισμούς, με μακροχρόνιες επιπτώσεις
Αγγλικός όρος:
Toxic to aquatic life with long lasting effects

Μετάφραση: Toxic to aquatic life with long lasting effects
Ελληνικός όρος:
Τοξικοκινητική
Αγγλικός όρος:
Toxicokinetics

Μετάφραση: Toxicokinetics
Ελληνικός όρος:
Τοξικολογία
Αγγλικός όρος:
Toxicology

Μετάφραση: Toxicology
Ελληνικός όρος:
Τοξικολογία αιμοποιητικού συστήματος
Αγγλικός όρος:
Hematotoxocity

Μετάφραση: Hematotoxocity
Ελληνικός όρος:
Τοξικολογία αναπαραγωγής
Αγγλικός όρος:
Reproduction toxicology

Μετάφραση: Reproduction toxicology
Ελληνικός όρος:
Τοξικολογία στην αναπαραγωγή
Αγγλικός όρος:
Reproductive toxicology

Μετάφραση: Reproductive toxicology
Ελληνικός όρος:
Τοξικολογία του αναπνευστικού συστήματος
Αγγλικός όρος:
Respiratory toxicology

Μετάφραση: Respiratory toxicology
Ελληνικός όρος:
Τοξικολογία του δέρματος
Αγγλικός όρος:
Skin toxicology

Μετάφραση: Skin toxicology
Ελληνικός όρος:
Τοξικολογικές ιδιότητες
Αγγλικός όρος:
Toxicological properties

Μετάφραση: Toxicological properties
Ελληνικός όρος:
Τοξικότητα αναρρόφησης
Αγγλικός όρος:
Aspiration toxicity

Μετάφραση: Aspiration toxicity
Ελληνικός όρος:
Τοξικότητα ιζημάτων
Αγγλικός όρος:
Sediment toxicity

Μετάφραση: Sediment toxicity
Ελληνικός όρος:
Τοξικότητα σε θηλαστικά
Αγγλικός όρος:
Mammalian toxicity

Μετάφραση: Mammalian toxicity
Ελληνικός όρος:
Τοξικότητα στην αναπαραγωγή
Αγγλικός όρος:
Reproductive toxicity

Μετάφραση: Reproductive toxicity
Ελληνικός όρος:
Τόξο
Αγγλικός όρος:
Arc

Μετάφραση: Arc
Ελληνικός όρος:
Τοξοπλάσμωση
Αγγλικός όρος:
Toxoplasmosis

Μετάφραση: Toxoplasmosis
Ελληνικός όρος:
Τοπική αντίδραση
Αγγλικός όρος:
Local reaction

Μετάφραση: Local reaction
Ελληνικός όρος:
Τοπική δόση
Αγγλικός όρος:
Local dose

Μετάφραση: Local dose
Ελληνικός όρος:
Τοπική επίπτωση
Αγγλικός όρος:
Local effect

Μετάφραση: Local effect
Ελληνικός όρος:
Τοπικός εξαερισμός
Αγγλικός όρος:
Local exhaust ventilation

Μετάφραση: Local exhaust ventilation
Ελληνικός όρος:
Τοπικός πόνος
Αγγλικός όρος:
Local pain

Μετάφραση: Local pain
Ελληνικός όρος:
Τοπικός συντονιστής
Αγγλικός όρος:
On-scene commander

Μετάφραση: On-scene commander
Ελληνικός όρος:
Τόρνευση ή τορνίρισμα
Αγγλικός όρος:
Turning, facecutting

Μετάφραση: Turning, facecutting
Ελληνικός όρος:
Τόρνος
Αγγλικός όρος:
Turning machine

Μετάφραση: Turning machine
Ελληνικός όρος:
Τοσυλεστέρας ή τολουοσουλφονικός εστέρας
Αγγλικός όρος:
Tosylate or toluenesulfonate (TsOR)

Μετάφραση: Tosylate or toluenesulfonate (TsOR)
Ελληνικός όρος:
Τοσύλιο
Αγγλικός όρος:
Tosyl (Ts)

Μετάφραση: Tosyl (Ts)
Ελληνικός όρος:
Τοσυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Tosyl chloride, p-toluenesulfonyl chloride

Μετάφραση: Tosyl chloride, p-toluenesulfonyl chloride
Ελληνικός όρος:
Τουαλέτες
Αγγλικός όρος:
Toilets

Μετάφραση: Toilets
Ελληνικός όρος:
Τουρανόζη
Αγγλικός όρος:
Turanose

Μετάφραση: Turanose
Ελληνικός όρος:
Τράβηγμα
Αγγλικός όρος:
Pulling

Μετάφραση: Pulling
Ελληνικός όρος:
Τραύμα ή πληγή ή τραυματισμός
Αγγλικός όρος:
Wound, injury

Μετάφραση: Wound, injury
Ελληνικός όρος:
Τραυματική απόπτωση κερατοειδούς
Αγγλικός όρος:
Traumatic epithelial abrasion

Μετάφραση: Traumatic epithelial abrasion
Ελληνικός όρος:
Τραυματισμοί από επαναλαμβανόμενη καταπόνηση
Αγγλικός όρος:
Repetitive strain injuries

Μετάφραση: Repetitive strain injuries
Ελληνικός όρος:
Τραυματισμοί από κινούμενα μέρη μηχανών
Αγγλικός όρος:
Injuries from moving machine part

Μετάφραση: Injuries from moving machine part
Ελληνικός όρος:
Τραχεία
Αγγλικός όρος:
Trachea

Μετάφραση: Trachea

Ακολουθήστε μας