Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 8029 - 8064 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Τεχνητός φωτισμός
Αγγλικός όρος:
Artificial light

Μετάφραση: Artificial light
Ελληνικός όρος:
Τεχνικά στεγανό
Αγγλικός όρος:
Technically leakproof

Μετάφραση: Technically leakproof
Ελληνικός όρος:
Τεχνικές απαιτήσεις
Αγγλικός όρος:
Technical requirements

Μετάφραση: Technical requirements
Ελληνικός όρος:
Τεχνικές ελέγχου
Αγγλικός όρος:
Control techniques

Μετάφραση: Control techniques
Ελληνικός όρος:
Τεχνικές ιδιότητες
Αγγλικός όρος:
Technical properties

Μετάφραση: Technical properties
Ελληνικός όρος:
Τεχνικές οδηγίες για την ασφαλή μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων αεροπορικώς
Αγγλικός όρος:
ICAO Technical Instructions

Μετάφραση: ICAO Technical Instructions
Ελληνικός όρος:
Τεχνικές οδηγίες για την ασφαλή μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων αεροπορικώς
Αγγλικός όρος:
ICAO Technical instructions for the safe transport of dangerous goods by air

Μετάφραση: ICAO Technical instructions for the safe transport of dangerous goods by air
Ελληνικός όρος:
Τεχνική ανάλυσης ή αναλυτική τεχνική
Αγγλικός όρος:
Analytical technique

Μετάφραση: Analytical technique
Ελληνικός όρος:
Τεχνική επιτροπή
Αγγλικός όρος:
Technical committee

Μετάφραση: Technical committee
Ελληνικός όρος:
Τεχνική έρευνας
Αγγλικός όρος:
Research technique

Μετάφραση: Research technique
Ελληνικός όρος:
Τεχνική κατευθυντήρια τιμή συγκέντρωσης
Αγγλικός όρος:
Technical guidance concentration value

Μετάφραση: Technical guidance concentration value
Ελληνικός όρος:
Τεχνική ονομασία
Αγγλικός όρος:
Technical name

Μετάφραση: Technical name
Ελληνικός όρος:
Τεχνική προδιαγραφή
Αγγλικός όρος:
Technical specification

Μετάφραση: Technical specification
Ελληνικός όρος:
Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος
Αγγλικός όρος:
Greek Technical Chamber

Μετάφραση: Greek Technical Chamber
Ελληνικός όρος:
Τεχνικό προσωπικό
Αγγλικός όρος:
Technical personnel

Μετάφραση: Technical personnel
Ελληνικός όρος:
Τεχνικοί κανόνες για τις επικίνδυνες ουσίες
Αγγλικός όρος:
Technical rules for hazardous substances

Μετάφραση: Technical rules for hazardous substances
Ελληνικός όρος:
Τεχνικός ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Safety engineer

Μετάφραση: Safety engineer
Ελληνικός όρος:
Τεχνικός εξοπλισμός
Αγγλικός όρος:
Technical equipment

Μετάφραση: Technical equipment
Ελληνικός όρος:
Τεχνικός κανονισμός
Αγγλικός όρος:
Technical regulation

Μετάφραση: Technical regulation
Ελληνικός όρος:
Τεχνικός φάκελος
Αγγλικός όρος:
Technical dossier

Μετάφραση: Technical dossier
Ελληνικός όρος:
Τεχνικώς ή εμπορικώς καθαρό αντιδραστήριο
Αγγλικός όρος:
Technical or commercial grade reagent

Μετάφραση: Technical or commercial grade reagent
Ελληνικός όρος:
Τεχνίτης ή τεχνικός
Αγγλικός όρος:
Technician

Μετάφραση: Technician
Ελληνικός όρος:
Τεχνολογία πληροφοριών και επικοινωνίας
Αγγλικός όρος:
Information and communication technology, ICT

Μετάφραση: Information and communication technology, ICT
Ελληνικός όρος:
Τηγμένα υλικά
Αγγλικός όρος:
Molten materials

Μετάφραση: Molten materials
Ελληνικός όρος:
Τηλεδιάσκεψη
Αγγλικός όρος:
Teleconferencing

Μετάφραση: Teleconferencing
Ελληνικός όρος:
Τηλεεργαζόμενος
Αγγλικός όρος:
Teleworker

Μετάφραση: Teleworker
Ελληνικός όρος:
Τηλεεργασία
Αγγλικός όρος:
Teleworking

Μετάφραση: Teleworking
Ελληνικός όρος:
Τηλεφωνικά κέντρα, κέντρα κλήσεων
Αγγλικός όρος:
Call centres

Μετάφραση: Call centres
Ελληνικός όρος:
Τήξη
Αγγλικός όρος:
Melting

Μετάφραση: Melting
Ελληνικός όρος:
Τήξη - δείκτης ροής
Αγγλικός όρος:
Melt - Mass flow rate, MFR

Μετάφραση: Melt - Mass flow rate, MFR
Ελληνικός όρος:
Τηρείται τις οδηγίες ασφαλείας
Αγγλικός όρος:
Comply with the safety instructons

Μετάφραση: Comply with the safety instructons
Ελληνικός όρος:
Τήρηση του συστήματος HACCP
Αγγλικός όρος:
Maintaining the HACCP system

Μετάφραση: Maintaining the HACCP system
Ελληνικός όρος:
Τιμές ανάληψης δράσης
Αγγλικός όρος:
Action values

Μετάφραση: Action values
Ελληνικός όρος:
Τιμές ισοδύναμης έκθεσης για καρκινογόνες ουσίες στην εργασία
Αγγλικός όρος:
Equivalent exposure values for carcinogenic workplace substances

Μετάφραση: Equivalent exposure values for carcinogenic workplace substances
Ελληνικός όρος:
Τιμή διαχωρισμού
Αγγλικός όρος:
Cut-off value

Μετάφραση: Cut-off value
Ελληνικός όρος:
Τιμή έκθεσης για ανάληψη δράσης
Αγγλικός όρος:
Exposure action value

Μετάφραση: Exposure action value

Ακολουθήστε μας