Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 7885 - 7920 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Σχετική ταχύτητα
Αγγλικός όρος:
Relative rate

Μετάφραση: Relative rate
Ελληνικός όρος:
Σχετική ταχύτητα αντίδρασης
Αγγλικός όρος:
Relative rate of reaction

Μετάφραση: Relative rate of reaction
Ελληνικός όρος:
Σχετική τυπική απόκλιση του εργαστηρίου
Αγγλικός όρος:
Relative standard deviations of the laboratory (RSDL)

Μετάφραση: Relative standard deviations of the laboratory (RSDL)
Ελληνικός όρος:
Σχετική υγρασία
Αγγλικός όρος:
Relative humidity

Μετάφραση: Relative humidity
Ελληνικός όρος:
Σχετικό επίπεδο σοβαρότητας των κινδύνων
Αγγλικός όρος:
Relative level of severity of hazards

Μετάφραση: Relative level of severity of hazards
Ελληνικός όρος:
Σχετικό σφάλμα
Αγγλικός όρος:
Relative error

Μετάφραση: Relative error
Ελληνικός όρος:
Σχετικός κίνδυνος
Αγγλικός όρος:
Relevant hazard

Μετάφραση: Relevant hazard
Ελληνικός όρος:
Σχήμα
Αγγλικός όρος:
Shape

Μετάφραση: Shape
Ελληνικός όρος:
Σχήμα πιστοποίησης
Αγγλικός όρος:
Certification scheme

Μετάφραση: Certification scheme
Ελληνικός όρος:
Σχηματίζει πολύ ευαίσθητες εκρηκτικές μεταλλικές ενώσεις
Αγγλικός όρος:
Forms very sensitive explosive metallic compounds

Μετάφραση: Forms very sensitive explosive metallic compounds
Ελληνικός όρος:
Σχισίματα
Αγγλικός όρος:
Lacerations

Μετάφραση: Lacerations
Ελληνικός όρος:
Σχισμή εξόδου
Αγγλικός όρος:
Exit slit

Μετάφραση: Exit slit
Ελληνικός όρος:
Σχιστόλιθος
Αγγλικός όρος:
Slate

Μετάφραση: Slate
Ελληνικός όρος:
Σχοινί ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Safety line, life line

Μετάφραση: Safety line, life line
Ελληνικός όρος:
Σωλήνας
Αγγλικός όρος:
Pipe, tube

Μετάφραση: Pipe, tube
Ελληνικός όρος:
Σωλήνες πυρόσβεσης
Αγγλικός όρος:
Fire-fighting hoses

Μετάφραση: Fire-fighting hoses
Ελληνικός όρος:
Σωληνοθέτης
Αγγλικός όρος:
Pipelayer

Μετάφραση: Pipelayer
Ελληνικός όρος:
Σωλήνωση
Αγγλικός όρος:
Piping, pipeline

Μετάφραση: Piping, pipeline
Ελληνικός όρος:
Σώμα
Αγγλικός όρος:
Body

Μετάφραση: Body
Ελληνικός όρος:
Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας
Αγγλικός όρος:
Work Inspection Body

Μετάφραση: Work Inspection Body
Ελληνικός όρος:
Σωματίδια (π.χ. πρωτόνια)
Αγγλικός όρος:
Particles

Μετάφραση: Particles
Ελληνικός όρος:
Σωματίδια (π.χ. σκόνης)
Αγγλικός όρος:
Particulates

Μετάφραση: Particulates
Ελληνικός όρος:
Σωματιδιακή ύλη
Αγγλικός όρος:
Particulate matter

Μετάφραση: Particulate matter
Ελληνικός όρος:
Σωματική βία
Αγγλικός όρος:
Physical violence

Μετάφραση: Physical violence
Ελληνικός όρος:
Σωματική βλάβη
Αγγλικός όρος:
Physical harm

Μετάφραση: Physical harm
Ελληνικός όρος:
Σωματική εργασία
Αγγλικός όρος:
Physical work

Μετάφραση: Physical work
Ελληνικός όρος:
Σωματική κόπωση
Αγγλικός όρος:
Physical fatigue

Μετάφραση: Physical fatigue
Ελληνικός όρος:
Σωσίβιες ζώνες
Αγγλικός όρος:
Life belts

Μετάφραση: Life belts
Ελληνικός όρος:
Σωσίβιο γιλέκο
Αγγλικός όρος:
Lifejacket

Μετάφραση: Lifejacket
Ελληνικός όρος:
Τάγγισμα
Αγγλικός όρος:
Rancidity

Μετάφραση: Rancidity
Ελληνικός όρος:
Ταγκατόζη
Αγγλικός όρος:
Tagatose

Μετάφραση: Tagatose
Ελληνικός όρος:
Ταινία μονωτική
Αγγλικός όρος:
Insulating tape

Μετάφραση: Insulating tape
Ελληνικός όρος:
Ταινίες απορρόφησης δακτυλικών αποτυπωμάτων
Αγγλικός όρος:
Fingerprint absorption band

Μετάφραση: Fingerprint absorption band
Ελληνικός όρος:
Ταινίες περίδεσης παλετών
Αγγλικός όρος:
Pallet collars

Μετάφραση: Pallet collars
Ελληνικός όρος:
Ταινιόδρομος
Αγγλικός όρος:
Floor conveyor

Μετάφραση: Floor conveyor
Ελληνικός όρος:
Ταλάντωση
Αγγλικός όρος:
Oscillation

Μετάφραση: Oscillation

Ακολουθήστε μας