Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 7741 - 7776 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Συντονιστής για θέματα ασφάλειας και υγείας κατά την εκτέλεση του έργου
Αγγλικός όρος:
Coordinator for safety and health matters at the project execution stage

Μετάφραση: Coordinator for safety and health matters at the project execution stage
Ελληνικός όρος:
Συνώνυμο
Αγγλικός όρος:
Synonym

Μετάφραση: Synonym
Ελληνικός όρος:
Σύριγγα
Αγγλικός όρος:
Syringe

Μετάφραση: Syringe
Ελληνικός όρος:
Συρίγγιο
Αγγλικός όρος:
Fistula

Μετάφραση: Fistula
Ελληνικός όρος:
Συρματόσχοινο ασφαλείας
Αγγλικός όρος:
Safety rope

Μετάφραση: Safety rope
Ελληνικός όρος:
Συρμάτωση ή καλωδίωση
Αγγλικός όρος:
Wiring

Μετάφραση: Wiring
Ελληνικός όρος:
Συρροή
Αγγλικός όρος:
Clustering

Μετάφραση: Clustering
Ελληνικός όρος:
Συρτάρι
Αγγλικός όρος:
Drawer

Μετάφραση: Drawer
Ελληνικός όρος:
Συσκευασία διάσωσης
Αγγλικός όρος:
Salvage packaging

Μετάφραση: Salvage packaging
Ελληνικός όρος:
Συσκευασία συλλογής
Αγγλικός όρος:
Salvage packaging

Μετάφραση: Salvage packaging
Ελληνικός όρος:
Συσκευασμένο προϊόν
Αγγλικός όρος:
Package

Μετάφραση: Package
Ελληνικός όρος:
Συσκευασμένο φορτίο
Αγγλικός όρος:
Packaged cargo

Μετάφραση: Packaged cargo
Ελληνικός όρος:
Συσκευαστής
Αγγλικός όρος:
Packer

Μετάφραση: Packer
Ελληνικός όρος:
Συσκευές θερμικής επεξεργασίας
Αγγλικός όρος:
Equipment for heat treatment

Μετάφραση: Equipment for heat treatment
Ελληνικός όρος:
Συσκευές με εσωτερική πηγή απελευθεύρωσης (έκλυσης)
Αγγλικός όρος:
Apparatus with an internal source of release

Μετάφραση: Apparatus with an internal source of release
Ελληνικός όρος:
Συσκευές υπό πίεση
Αγγλικός όρος:
Pressurized apparatus

Μετάφραση: Pressurized apparatus
Ελληνικός όρος:
Συσκευές χημικής επεξεργασίας
Αγγλικός όρος:
Equipment for chemical processes

Μετάφραση: Equipment for chemical processes
Ελληνικός όρος:
Συσκευή
Αγγλικός όρος:
Apparatus, equipment

Μετάφραση: Apparatus, equipment
Ελληνικός όρος:
Συσκευή αρπάγης (ασανσέρ)
Αγγλικός όρος:
Safety gear

Μετάφραση: Safety gear
Ελληνικός όρος:
Συσκευή αρπάγης προοδευτικής πέδησης (ασανσέρ)
Αγγλικός όρος:
Progressive safety gear

Μετάφραση: Progressive safety gear
Ελληνικός όρος:
Συσκευή διακίνησης
Αγγλικός όρος:
Handling device

Μετάφραση: Handling device
Ελληνικός όρος:
Συσκευή διαφυγής
Αγγλικός όρος:
Escape device

Μετάφραση: Escape device
Ελληνικός όρος:
Συσκευή εκκένωσης
Αγγλικός όρος:
Discharge devices

Μετάφραση: Discharge devices
Ελληνικός όρος:
Συσκευή κατάδυσης
Αγγλικός όρος:
Diving apparatus

Μετάφραση: Diving apparatus
Ελληνικός όρος:
Συσκευή πλήρωσης
Αγγλικός όρος:
Filling devices

Μετάφραση: Filling devices
Ελληνικός όρος:
Συσκευή στίλβωσης
Αγγλικός όρος:
Polisher

Μετάφραση: Polisher
Ελληνικός όρος:
Συσκευή χαμηλού θορύβου
Αγγλικός όρος:
Low-noise machinery

Μετάφραση: Low-noise machinery
Ελληνικός όρος:
Συσκευή χειρισμού
Αγγλικός όρος:
Handling device

Μετάφραση: Handling device
Ελληνικός όρος:
Συσκευής αρπάγης ακαριαίας πέδησης (ασανσέρ)
Αγγλικός όρος:
Instantaneous safety gear

Μετάφραση: Instantaneous safety gear
Ελληνικός όρος:
Συσσωμάτωση
Αγγλικός όρος:
Aggregation

Μετάφραση: Aggregation
Ελληνικός όρος:
Συσσώρευση
Αγγλικός όρος:
Accumulation

Μετάφραση: Accumulation
Ελληνικός όρος:
Συσσωρευτής
Αγγλικός όρος:
Accumulator, battery

Μετάφραση: Accumulator, battery
Ελληνικός όρος:
Συσσωρευτική δόση
Αγγλικός όρος:
Cumulative dose

Μετάφραση: Cumulative dose
Ελληνικός όρος:
Σύσταση
Αγγλικός όρος:
Recommendation

Μετάφραση: Recommendation
Ελληνικός όρος:
Σύσταση (σύνθεση)
Αγγλικός όρος:
Composition

Μετάφραση: Composition
Ελληνικός όρος:
Σύσταση (συστήνω)
Αγγλικός όρος:
Set up

Μετάφραση: Set up

Ακολουθήστε μας