Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 7669 - 7704 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Συνδυασμένη συσκευασία
Αγγλικός όρος:
Combination packaging

Μετάφραση: Combination packaging
Ελληνικός όρος:
Συνδυασμός των R-φράσεων
Αγγλικός όρος:
Combination of R-phrases

Μετάφραση: Combination of R-phrases
Ελληνικός όρος:
Συνδυασμός των S - φράσεων
Αγγλικός όρος:
Combination of S-phrases

Μετάφραση: Combination of S-phrases
Ελληνικός όρος:
Συνέντευξη
Αγγλικός όρος:
Interview

Μετάφραση: Interview
Ελληνικός όρος:
Συνέπειες των ατυχημάτων
Αγγλικός όρος:
Consequences of accidents

Μετάφραση: Consequences of accidents
Ελληνικός όρος:
Συνεργεία
Αγγλικός όρος:
Workshops

Μετάφραση: Workshops
Ελληνικός όρος:
Συνεργητική δοκιμή
Αγγλικός όρος:
Collaborative test

Μετάφραση: Collaborative test
Ελληνικός όρος:
Συνεργική δράση ή συνεργιστική δράση
Αγγλικός όρος:
Synergistic effect

Μετάφραση: Synergistic effect
Ελληνικός όρος:
Συνεργιστικές επιδράσεις
Αγγλικός όρος:
Synergistic effects

Μετάφραση: Synergistic effects
Ελληνικός όρος:
Συνεργιστικό καρκινογόνο
Αγγλικός όρος:
Co-carcinogen

Μετάφραση: Co-carcinogen
Ελληνικός όρος:
Συνεχές κύμα
Αγγλικός όρος:
Continuous wave

Μετάφραση: Continuous wave
Ελληνικός όρος:
Συνεχές ρεύμα
Αγγλικός όρος:
Direct current

Μετάφραση: Direct current
Ελληνικός όρος:
Συνεχής βελτίωση
Αγγλικός όρος:
Continual improvement

Μετάφραση: Continual improvement
Ελληνικός όρος:
Συνεχής βελτίωση ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Continuous quality improvement, CQI

Μετάφραση: Continuous quality improvement, CQI
Ελληνικός όρος:
Συνήθης θέση εργασίας
Αγγλικός όρος:
Usual workstation

Μετάφραση: Usual workstation
Ελληνικός όρος:
Συνήθης συντήρηση άκαμπτων IBC
Αγγλικός όρος:
Routine maintenance of rigid IBC’s

Μετάφραση: Routine maintenance of rigid IBC’s
Ελληνικός όρος:
Σύνθετα κατάγματα
Αγγλικός όρος:
Open fractures

Μετάφραση: Open fractures
Ελληνικός όρος:
Σύνθετη αντίσταση
Αγγλικός όρος:
Impedance

Μετάφραση: Impedance
Ελληνικός όρος:
Σύνθετη συσκευασία
Αγγλικός όρος:
Mixed packing, composite packaging

Μετάφραση: Mixed packing, composite packaging
Ελληνικός όρος:
Συνθετικές ίνες
Αγγλικός όρος:
Man-made fibres

Μετάφραση: Man-made fibres
Ελληνικός όρος:
Σύνθετο IBC με πλαστικό εσωτερικό δοχείο
Αγγλικός όρος:
Composite IBC with plastic inner receptacle

Μετάφραση: Composite IBC with plastic inner receptacle
Ελληνικός όρος:
Σύνθετο δείγμα
Αγγλικός όρος:
Composite sample

Μετάφραση: Composite sample
Ελληνικός όρος:
Σύνθετος
Αγγλικός όρος:
Composite, complex

Μετάφραση: Composite, complex
Ελληνικός όρος:
Συνθήκες αναπαραγωγιμότητας
Αγγλικός όρος:
Reproducibility conditions

Μετάφραση: Reproducibility conditions
Ελληνικός όρος:
Συνθήκες αποθήκευσης
Αγγλικός όρος:
Storing conditions

Μετάφραση: Storing conditions
Ελληνικός όρος:
Συνθήκες δοκιμής
Αγγλικός όρος:
Test conditions

Μετάφραση: Test conditions
Ελληνικός όρος:
Συνθήκες επαναληψιμότητας
Αγγλικός όρος:
Repeatability conditions

Μετάφραση: Repeatability conditions
Ελληνικός όρος:
Συνθήκες εργασίας
Αγγλικός όρος:
Working conditions

Μετάφραση: Working conditions
Ελληνικός όρος:
Συνθήκες λειτουργίας
Αγγλικός όρος:
Operational conditions

Μετάφραση: Operational conditions
Ελληνικός όρος:
Συνθήκες πληρώσεως
Αγγλικός όρος:
Filling conditions

Μετάφραση: Filling conditions
Ελληνικός όρος:
Συνθήκες χρήσης
Αγγλικός όρος:
Conditions of use

Μετάφραση: Conditions of use
Ελληνικός όρος:
Σύνθλιψη
Αγγλικός όρος:
Crushing

Μετάφραση: Crushing
Ελληνικός όρος:
Συνιστώμενη πρακτική
Αγγλικός όρος:
Recommended practice

Μετάφραση: Recommended practice
Ελληνικός όρος:
Συνιστώμενο όριο έκθεσης
Αγγλικός όρος:
Recommended exposure limit

Μετάφραση: Recommended exposure limit
Ελληνικός όρος:
Συνολικά απαιτούμενο οξυγόνο
Αγγλικός όρος:
Total oxygen demand (TOD)

Μετάφραση: Total oxygen demand (TOD)
Ελληνικός όρος:
Συνολική απόδοση
Αγγλικός όρος:
Overall performance

Μετάφραση: Overall performance

Ακολουθήστε μας