Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 8281 - 8316 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Υγρά καθαρισμού
Αγγλικός όρος:
Cleaning fluids

Μετάφραση: Cleaning fluids
Ελληνικός όρος:
Υγρά υπό πίεση
Αγγλικός όρος:
Liquid under pressure

Μετάφραση: Liquid under pressure
Ελληνικός όρος:
Υγρά χημικά απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Liquid chemical wastes

Μετάφραση: Liquid chemical wastes
Ελληνικός όρος:
Υγραέριο
Αγγλικός όρος:
Liquefied petroleum gas, LPG

Μετάφραση: Liquefied petroleum gas, LPG
Ελληνικός όρος:
Υγραεριοφόρο πλοίο
Αγγλικός όρος:
Gas Carrier

Μετάφραση: Gas Carrier
Ελληνικός όρος:
Ύγρανση
Αγγλικός όρος:
Dampening

Μετάφραση: Dampening
Ελληνικός όρος:
Υγρασία
Αγγλικός όρος:
Humidity, moisture

Μετάφραση: Humidity, moisture
Ελληνικός όρος:
Υγρή χρωματογραφία
Αγγλικός όρος:
Liquid chromatography, LC

Μετάφραση: Liquid chromatography, LC
Ελληνικός όρος:
Υγρή χρωματογραφία υψηλής απόδοσης
Αγγλικός όρος:
High performance liquid chromatography, High Pressure Liquid Chromatography, HPLC

Μετάφραση: High performance liquid chromatography, High Pressure Liquid Chromatography, HPLC
Ελληνικός όρος:
Υγρίνη
Αγγλικός όρος:
Hygrine

Μετάφραση: Hygrine
Ελληνικός όρος:
Υγρινικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Hygrinic acid

Μετάφραση: Hygrinic acid
Ελληνικός όρος:
Υγρό άζωτο
Αγγλικός όρος:
Liquid nitrogen, LN2

Μετάφραση: Liquid nitrogen, LN2
Ελληνικός όρος:
Υγρό βυρσοδεψίας
Αγγλικός όρος:
Tanning liquor

Μετάφραση: Tanning liquor
Ελληνικός όρος:
Υγρό και ατμοί εξαιρετικά εύφλεκτα
Αγγλικός όρος:
Extremely flammable liquid and vapor

Μετάφραση: Extremely flammable liquid and vapor
Ελληνικός όρος:
Υγροκρυσταλλικά πολυμερή
Αγγλικός όρος:
Liquid crystal polymers

Μετάφραση: Liquid crystal polymers
Ελληνικός όρος:
Υγροποιημένα αέρια υπό ψύξη
Αγγλικός όρος:
Refrigerated liquefied gas

Μετάφραση: Refrigerated liquefied gas
Ελληνικός όρος:
Υγροποιημένο αέριο πετρελαίου ή υγραέριο
Αγγλικός όρος:
Liquified petroleum gas, LPG

Μετάφραση: Liquified petroleum gas, LPG
Ελληνικός όρος:
Υγροποιημένο φυσικό αέριο, ΥΦΑ
Αγγλικός όρος:
1η Μετάφραση: Liquified natural gas, LNG

Με σχετικά Links:

Ελληνικός όρος:
Υγρός ψεκασμός
Αγγλικός όρος:
Wet spraying

Μετάφραση: Wet spraying
Ελληνικός όρος:
Υγροσκοπική ουσία
Αγγλικός όρος:
Hygroscopic substance

Μετάφραση: Hygroscopic substance
Ελληνικός όρος:
Υγροστάτης
Αγγλικός όρος:
Hygrostat

Μετάφραση: Hygrostat
Ελληνικός όρος:
Υδαρείς λάσπες
Αγγλικός όρος:
Aqueous sludges

Μετάφραση: Aqueous sludges
Ελληνικός όρος:
Υδαρή υγρά πλύσης
Αγγλικός όρος:
Aqueous washing liquids

Μετάφραση: Aqueous washing liquids
Ελληνικός όρος:
Υδαρή υδατικά απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Aqueous liquid waste

Μετάφραση: Aqueous liquid waste
Ελληνικός όρος:
Υδατικά αιωρήματα
Αγγλικός όρος:
Aqueous suspensions

Μετάφραση: Aqueous suspensions
Ελληνικός όρος:
Υδατικά μείγματα διαλυτών
Αγγλικός όρος:
Aqueous solvent mixes

Μετάφραση: Aqueous solvent mixes
Ελληνικός όρος:
Υδατικά υγρά πλυσίματος
Αγγλικός όρος:
Aqueous washing liquids

Μετάφραση: Aqueous washing liquids
Ελληνικός όρος:
Υδατικό περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Aquatic environment

Μετάφραση: Aquatic environment
Ελληνικός όρος:
Υδάτινη στήλη
Αγγλικός όρος:
Water column

Μετάφραση: Water column
Ελληνικός όρος:
Υδραζίδιο ισονικοτινικού οξέος ή ισονιαζίδιο
Αγγλικός όρος:
Isonicotinic acid hydrazide, isoniazid

Μετάφραση: Isonicotinic acid hydrazide, isoniazid
Ελληνικός όρος:
Υδραζίνη
Αγγλικός όρος:
Hydrazine

Μετάφραση: Hydrazine
Ελληνικός όρος:
Υδραζινοδιοξικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Hydrazinodiacetic acid

Μετάφραση: Hydrazinodiacetic acid
Ελληνικός όρος:
Υδραζόνη
Αγγλικός όρος:
Hydrazone

Μετάφραση: Hydrazone
Ελληνικός όρος:
Υδραζωικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Hydrazoic acid or azoimide

Μετάφραση: Hydrazoic acid or azoimide
Ελληνικός όρος:
Υδράργυρος
Αγγλικός όρος:
Mercury

Μετάφραση: Mercury
Ελληνικός όρος:
Υδραυλικά έλαια
Αγγλικός όρος:
Hydraulic oils

Μετάφραση: Hydraulic oils

Ακολουθήστε μας