Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 6337 - 6372 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Όριο επαγγελματικής έκθεσης- ελεγχόμενο όριο
Αγγλικός όρος:
Occupational exposure limit - control limit

Μετάφραση: Occupational exposure limit - control limit
Ελληνικός όρος:
Όριο επαγγελματικής έκθεσης- προτεινόμενο όριο
Αγγλικός όρος:
Occupational exposure limit-recommended limit

Μετάφραση: Occupational exposure limit-recommended limit
Ελληνικός όρος:
Όριο επιτρεπτής έκθεσης
Αγγλικός όρος:
Permissible exposure limit

Μετάφραση: Permissible exposure limit
Ελληνικός όρος:
Όριο ποσοτικοποίησης
Αγγλικός όρος:
Quantitation limit, QL, limit of quantitation, LOQ

Μετάφραση: Quantitation limit, QL, limit of quantitation, LOQ
Ελληνικός όρος:
Όριο συγκέντρωσης
Αγγλικός όρος:
Concentration limit

Μετάφραση: Concentration limit
Ελληνικός όρος:
Ορισθείσα εθνική αρχή
Αγγλικός όρος:
Designated national authority

Μετάφραση: Designated national authority
Ελληνικός όρος:
Ορισμός
Αγγλικός όρος:
Definition

Μετάφραση: Definition
Ελληνικός όρος:
Οριστική ρυθμιστική πράξη
Αγγλικός όρος:
Final regulatory action

Μετάφραση: Final regulatory action
Ελληνικός όρος:
Ορμόνη
Αγγλικός όρος:
Hormone

Μετάφραση: Hormone
Ελληνικός όρος:
Όροι ανανέωσης
Αγγλικός όρος:
Conditions for renewal

Μετάφραση: Conditions for renewal
Ελληνικός όρος:
Όροι περιορισμού
Αγγλικός όρος:
Conditions of restriction

Μετάφραση: Conditions of restriction
Ελληνικός όρος:
Ορολογία
Αγγλικός όρος:
Terminology

Μετάφραση: Terminology
Ελληνικός όρος:
Ορός
Αγγλικός όρος:
Serum

Μετάφραση: Serum
Ελληνικός όρος:
Όρος επαφής
Αγγλικός όρος:
Contact term

Μετάφραση: Contact term
Ελληνικός όρος:
Ορύγματα
Αγγλικός όρος:
Trenches

Μετάφραση: Trenches
Ελληνικός όρος:
Ορυκτά αργίλου
Αγγλικός όρος:
Clay minerals

Μετάφραση: Clay minerals
Ελληνικός όρος:
Ορυκτά λίπη
Αγγλικός όρος:
Mineral oils

Μετάφραση: Mineral oils
Ελληνικός όρος:
Ορυκτέλαιο
Αγγλικός όρος:
Lubricating oil

Μετάφραση: Lubricating oil
Ελληνικός όρος:
Ορυκτή πίσσα
Αγγλικός όρος:
Bitumen

Μετάφραση: Bitumen
Ελληνικός όρος:
Ορυκτό
Αγγλικός όρος:
Mineral

Μετάφραση: Mineral
Ελληνικός όρος:
Ορυκτός χρωμίτης
Αγγλικός όρος:
Chromite ore

Μετάφραση: Chromite ore
Ελληνικός όρος:
Ορυχείο
Αγγλικός όρος:
Mine

Μετάφραση: Mine
Ελληνικός όρος:
Οσαζόνη
Αγγλικός όρος:
Osazone

Μετάφραση: Osazone
Ελληνικός όρος:
Οσμή
Αγγλικός όρος:
Odour, smell

Μετάφραση: Odour, smell
Ελληνικός όρος:
Όσμιο
Αγγλικός όρος:
Osmium

Μετάφραση: Osmium
Ελληνικός όρος:
Όσμωση
Αγγλικός όρος:
Osmosis

Μετάφραση: Osmosis
Ελληνικός όρος:
Οσμωτική πίεση
Αγγλικός όρος:
Osmotic pressure

Μετάφραση: Osmotic pressure
Ελληνικός όρος:
Οστά έσω σφυρών
Αγγλικός όρος:
Inner ankle bones

Μετάφραση: Inner ankle bones
Ελληνικός όρος:
Οστεοαρθρικές ασθένειες των χεριών και των καρπών που προκαλούνται από μηχανικές δονήσεις
Αγγλικός όρος:
Osteoarticular diseases of the hands and wrists caused by mechanical vibration

Μετάφραση: Osteoarticular diseases of the hands and wrists caused by mechanical vibration
Ελληνικός όρος:
Οστεομυικές ασθένειες
Αγγλικός όρος:
Musculoskeletal diseases

Μετάφραση: Musculoskeletal diseases
Ελληνικός όρος:
Οστεοπόρωση
Αγγλικός όρος:
Osteoporosis

Μετάφραση: Osteoporosis
Ελληνικός όρος:
Οστό ή οστούν ή κόκκαλο
Αγγλικός όρος:
Bone

Μετάφραση: Bone
Ελληνικός όρος:
Οσφυαλγία
Αγγλικός όρος:
Lumbago

Μετάφραση: Lumbago
Ελληνικός όρος:
Ουαρφαρίνη
Αγγλικός όρος:
Warfarin

Μετάφραση: Warfarin
Ελληνικός όρος:
Ούλα
Αγγλικός όρος:
Gingival, gum

Μετάφραση: Gingival, gum
Ελληνικός όρος:
Ούρα
Αγγλικός όρος:
Urine

Μετάφραση: Urine

Ακολουθήστε μας