Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 6265 - 6300 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Οπή στον τοίχο
Αγγλικός όρος:
Openings in wall

Μετάφραση: Openings in wall
Ελληνικός όρος:
Όπιο
Αγγλικός όρος:
Opium

Μετάφραση: Opium
Ελληνικός όρος:
Οπλισμός
Αγγλικός όρος:
Reinforcing

Μετάφραση: Reinforcing
Ελληνικός όρος:
Οπτάνθρακας (κοκ)
Αγγλικός όρος:
Coke

Μετάφραση: Coke
Ελληνικός όρος:
Οπτικά ανενεργό
Αγγλικός όρος:
Optically inactive

Μετάφραση: Optically inactive
Ελληνικός όρος:
Οπτικά ενεργό
Αγγλικός όρος:
Optically active

Μετάφραση: Optically active
Ελληνικός όρος:
Οπτικά ενεργό υπόστρωμα
Αγγλικός όρος:
Optically active substrate

Μετάφραση: Optically active substrate
Ελληνικός όρος:
Οπτικά εργαλεία
Αγγλικός όρος:
Optical instruments

Μετάφραση: Optical instruments
Ελληνικός όρος:
Οπτικά σήματα κινδύνου
Αγγλικός όρος:
Visual danger signals

Μετάφραση: Visual danger signals
Ελληνικός όρος:
Οπτική
Αγγλικός όρος:
Optics

Μετάφραση: Optics
Ελληνικός όρος:
Οπτική αξιολόγηση
Αγγλικός όρος:
Visual evaluation

Μετάφραση: Visual evaluation
Ελληνικός όρος:
Οπτική αποθήκευση δεδομένων
Αγγλικός όρος:
Optical data storage

Μετάφραση: Optical data storage
Ελληνικός όρος:
Οπτική καθαρότητα
Αγγλικός όρος:
Optical purity

Μετάφραση: Optical purity
Ελληνικός όρος:
Οπτική κόπωση
Αγγλικός όρος:
Visual fatigue

Μετάφραση: Visual fatigue
Ελληνικός όρος:
Οπτική πυκνότητα
Αγγλικός όρος:
Optical density

Μετάφραση: Optical density
Ελληνικός όρος:
Οπτικό νεύρο
Αγγλικός όρος:
Optic nerve

Μετάφραση: Optic nerve
Ελληνικός όρος:
Οπτικό πεδίο
Αγγλικός όρος:
Visual field

Μετάφραση: Visual field
Ελληνικός όρος:
Όραση
Αγγλικός όρος:
Vision

Μετάφραση: Vision
Ελληνικός όρος:
Ορατό φώς
Αγγλικός όρος:
Visible light (Vis)

Μετάφραση: Visible light (Vis)
Ελληνικός όρος:
Οργανικά οξέα
Αγγλικός όρος:
Organic acids

Μετάφραση: Organic acids
Ελληνικός όρος:
Οργανικά υπεροξείδια
Αγγλικός όρος:
Organic peroxides

Μετάφραση: Organic peroxides
Ελληνικός όρος:
Οργανικές ενώσεις
Αγγλικός όρος:
Organic compounds

Μετάφραση: Organic compounds
Ελληνικός όρος:
Οργανική χημεία
Αγγλικός όρος:
Organic chemistry

Μετάφραση: Organic chemistry
Ελληνικός όρος:
Οργανικοί αλογονούχοι διαλύτες
Αγγλικός όρος:
Organic halogenated solvents

Μετάφραση: Organic halogenated solvents
Ελληνικός όρος:
Οργανισμοί τυποποίησης
Αγγλικός όρος:
Standards organisations

Μετάφραση: Standards organisations
Ελληνικός όρος:
Οργανισμός
Αγγλικός όρος:
Agency

Μετάφραση: Agency
Ελληνικός όρος:
Οργανισμός (π.χ. βιολογικός)
Αγγλικός όρος:
Organism

Μετάφραση: Organism
Ελληνικός όρος:
Οργανισμός (π.χ. υπηρεσία)
Αγγλικός όρος:
Organization

Μετάφραση: Organization
Ελληνικός όρος:
Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού
Αγγλικός όρος:
Greek Manpower Employment Organization

Μετάφραση: Greek Manpower Employment Organization
Ελληνικός όρος:
Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ)
Αγγλικός όρος:
Organisation for Economic Cooperation and Development, OECD

Μετάφραση: Organisation for Economic Cooperation and Development, OECD
Ελληνικός όρος:
Οργανισμός Επιθεώρησης
Αγγλικός όρος:
Inspection body

Μετάφραση: Inspection body
Ελληνικός όρος:
Οργανισμός Ιταλικών Εθνικών Προτύπων
Αγγλικός όρος:
Italian National Standards Body

Μετάφραση: Italian National Standards Body
Ελληνικός όρος:
Όργανο μέτρησης
Αγγλικός όρος:
Measuring instrument

Μετάφραση: Measuring instrument
Ελληνικός όρος:
Οργανόγραμμα
Αγγλικός όρος:
Organization chart

Μετάφραση: Organization chart
Ελληνικός όρος:
Οργανοκασσιτερικές ενώσεις
Αγγλικός όρος:
Organotin compounds

Μετάφραση: Organotin compounds
Ελληνικός όρος:
Οργανοφωσφορικά άλατα
Αγγλικός όρος:
Organophosphates

Μετάφραση: Organophosphates

Ακολουθήστε μας