Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 6229 - 6264 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Οξικός προπυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Propyl acetate

Μετάφραση: Propyl acetate
Ελληνικός όρος:
Οξικός υδράργυρος
Αγγλικός όρος:
Mercuric acetate

Μετάφραση: Mercuric acetate
Ελληνικός όρος:
Οξικός φαινυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Phenyl acetate

Μετάφραση: Phenyl acetate
Ελληνικός όρος:
Οξικός χαλκός
Αγγλικός όρος:
Copper acetate

Μετάφραση: Copper acetate
Ελληνικός όρος:
Οξικός ψευδάργυρος
Αγγλικός όρος:
Zinc acetate

Μετάφραση: Zinc acetate
Ελληνικός όρος:
Οξίμη
Αγγλικός όρος:
Oxime

Μετάφραση: Oxime
Ελληνικός όρος:
Οξίμη της ακεταλδεΰδης
Αγγλικός όρος:
Acetaldehyde oxime, acetaldoxime

Μετάφραση: Acetaldehyde oxime, acetaldoxime
Ελληνικός όρος:
Όξινα απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Acid wastes

Μετάφραση: Acid wastes
Ελληνικός όρος:
Όξινες πίσσες
Αγγλικός όρος:
Acid tars

Μετάφραση: Acid tars
Ελληνικός όρος:
Όξινη βροχή
Αγγλικός όρος:
Acid rain

Μετάφραση: Acid rain
Ελληνικός όρος:
Όξινη θειική ανιλίνη
Αγγλικός όρος:
Anilinium hydrogen sulfate

Μετάφραση: Anilinium hydrogen sulfate
Ελληνικός όρος:
Οξίνιση
Αγγλικός όρος:
Acidification

Μετάφραση: Acidification
Ελληνικός όρος:
Όξινο ανθρακικό κάλιο
Αγγλικός όρος:
Potassium bicarbonate

Μετάφραση: Potassium bicarbonate
Ελληνικός όρος:
Όξινο θειικό αιθύλιο
Αγγλικός όρος:
Ethyl hydrogen sulfate

Μετάφραση: Ethyl hydrogen sulfate
Ελληνικός όρος:
Όξινο θειικό αλκύλιο
Αγγλικός όρος:
Alkyl hydrogen sulfate

Μετάφραση: Alkyl hydrogen sulfate
Ελληνικός όρος:
Όξινο θειικό βουτύλιο
Αγγλικός όρος:
Butyl hydrogen sulfate

Μετάφραση: Butyl hydrogen sulfate
Ελληνικός όρος:
Όξινο θειικό ισοπροπύλιο
Αγγλικός όρος:
Isopropyl hydrogen sulfate

Μετάφραση: Isopropyl hydrogen sulfate
Ελληνικός όρος:
Όξινο φωσφορώδες διμεθύλιο
Αγγλικός όρος:
Dimethyl hydrogen phosphite

Μετάφραση: Dimethyl hydrogen phosphite
Ελληνικός όρος:
Οξινοαλκυλικές λάσπες
Αγγλικός όρος:
Acid alkyl sludges

Μετάφραση: Acid alkyl sludges
Ελληνικός όρος:
Όξινος θειικός λαυρυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Lauryl hydrogen sulfate

Μετάφραση: Lauryl hydrogen sulfate
Ελληνικός όρος:
Οξιράνιο
Αγγλικός όρος:
Oxirane, ethylene oxide

Μετάφραση: Oxirane, ethylene oxide
Ελληνικός όρος:
Οξο-2-μεθυλοπεντανοϊκός αιθυλεστέρας 3-
Αγγλικός όρος:
Ethyl 3-oxo-2-methylpentanoate, ethyl α-methyl-β-ketovalerate

Μετάφραση: Ethyl 3-oxo-2-methylpentanoate, ethyl α-methyl-β-ketovalerate
Ελληνικός όρος:
Οξο-4-αμινοπυριμιδίνη 2-
Αγγλικός όρος:
Cytosine, 2-oxo-4-aminopyrimidine

Μετάφραση: Cytosine, 2-oxo-4-aminopyrimidine
Ελληνικός όρος:
Οξο-7-μεθυλοοκτανοϊκός μεθυλεστέρας 4-
Αγγλικός όρος:
Methyl-4-oxo-7-methyloctanoate

Μετάφραση: Methyl-4-oxo-7-methyloctanoate
Ελληνικός όρος:
Οξοπροπανοϊκό οξύ 2-
Αγγλικός όρος:
2-oxopropanoic acid, Pyruvic acid

Μετάφραση: 2-oxopropanoic acid, Pyruvic acid
Ελληνικός όρος:
Οξύ νίτρωσης (μίγμα θειικών και νιτρικών αλάτων)
Αγγλικός όρος:
Nitrating acid (mixture of sulphuric and nitric acids)

Μετάφραση: Nitrating acid (mixture of sulphuric and nitric acids)
Ελληνικός όρος:
Οξύ τραύμα
Αγγλικός όρος:
Acute trauma

Μετάφραση: Acute trauma
Ελληνικός όρος:
Οξυά
Αγγλικός όρος:
Beech

Μετάφραση: Beech
Ελληνικός όρος:
Οξυγόνο
Αγγλικός όρος:
Oxygen

Μετάφραση: Oxygen
Ελληνικός όρος:
Οξυλένιο
Αγγλικός όρος:
Ethyne, acetylene

Μετάφραση: Ethyne, acetylene
Ελληνικός όρος:
Οξύς (βραχυπρόθεσμος) κίνδυνος
Αγγλικός όρος:
Acute (short-term) hazard

Μετάφραση: Acute (short-term) hazard
Ελληνικός όρος:
Οξύτητα
Αγγλικός όρος:
Acidity

Μετάφραση: Acidity
Ελληνικός όρος:
Οξυτοκίνη
Αγγλικός όρος:
Oxytocin

Μετάφραση: Oxytocin
Ελληνικός όρος:
Οξυυδραργύρωση
Αγγλικός όρος:
Oxymercuration

Μετάφραση: Oxymercuration
Ελληνικός όρος:
Οξυχλωριούχος φωσφόρος
Αγγλικός όρος:
Phosphorus oxychloride

Μετάφραση: Phosphorus oxychloride
Ελληνικός όρος:
Οπή
Αγγλικός όρος:
Hole

Μετάφραση: Hole

Ακολουθήστε μας