Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 6085 - 6120 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Οικοτοξικότητα
Αγγλικός όρος:
Ecotoxicity

Μετάφραση: Ecotoxicity
Ελληνικός όρος:
Οινόπνευμα
Αγγλικός όρος:
Ethyl alcohol, ethanol

Μετάφραση: Ethyl alcohol, ethanol
Ελληνικός όρος:
Οισοφάγος
Αγγλικός όρος:
Esophagus

Μετάφραση: Esophagus
Ελληνικός όρος:
Οιστρογόνο
Αγγλικός όρος:
Estrogen

Μετάφραση: Estrogen
Ελληνικός όρος:
Οιστρόνη
Αγγλικός όρος:
Estrone

Μετάφραση: Estrone
Ελληνικός όρος:
Οκτάβα
Αγγλικός όρος:
Octave

Μετάφραση: Octave
Ελληνικός όρος:
Οκτάνιο
Αγγλικός όρος:
Octane

Μετάφραση: Octane
Ελληνικός όρος:
Οκταχλωροναφθαλίνιο
Αγγλικός όρος:
Octachloronapthalene

Μετάφραση: Octachloronapthalene
Ελληνικός όρος:
Οκτένιο
Αγγλικός όρος:
Octene

Μετάφραση: Octene
Ελληνικός όρος:
Οκτίνιο
Αγγλικός όρος:
Octyne

Μετάφραση: Octyne
Ελληνικός όρος:
Οκτυλαλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Octyl aldehyde

Μετάφραση: Octyl aldehyde
Ελληνικός όρος:
Οκτύλιο
Αγγλικός όρος:
Octyl

Μετάφραση: Octyl
Ελληνικός όρος:
Οκτωβρωμοδιφαινυλικός αιθέρας
Αγγλικός όρος:
Octabromodiphenyl ether

Μετάφραση: Octabromodiphenyl ether
Ελληνικός όρος:
Ολεϊλαμίνη
Αγγλικός όρος:
Oleylamine

Μετάφραση: Oleylamine
Ελληνικός όρος:
Ολεομαργαρίνη
Αγγλικός όρος:
Oleomargarine

Μετάφραση: Oleomargarine
Ελληνικός όρος:
Όλεουμ (ατμίζον θειικό οξύ)
Αγγλικός όρος:
Oleum

Μετάφραση: Oleum
Ελληνικός όρος:
Ολεφίνες
Αγγλικός όρος:
Olefins

Μετάφραση: Olefins
Ελληνικός όρος:
Ολιγοσακχαρίτης
Αγγλικός όρος:
Oligosaccharide

Μετάφραση: Oligosaccharide
Ελληνικός όρος:
Ολιγουρία
Αγγλικός όρος:
Oliguria

Μετάφραση: Oliguria
Ελληνικός όρος:
Ολική ειδικότητα
Αγγλικός όρος:
Overall specificity

Μετάφραση: Overall specificity
Ελληνικός όρος:
Ολική χωρητικότητα
Αγγλικός όρος:
Gross tonnage

Μετάφραση: Gross tonnage
Ελληνικός όρος:
Ολικό αίμα
Αγγλικός όρος:
Whole blood

Μετάφραση: Whole blood
Ελληνικός όρος:
Ολισθηρά δάπεδα
Αγγλικός όρος:
Slippery floors

Μετάφραση: Slippery floors
Ελληνικός όρος:
Ολισθηρές επιφάνειες
Αγγλικός όρος:
Slippery surfaces

Μετάφραση: Slippery surfaces
Ελληνικός όρος:
Ολίσθηση
Αγγλικός όρος:
Slip or slipping / drift or drifting

Μετάφραση: Slip or slipping / drift or drifting
Ελληνικός όρος:
Ολίσθηση γραμμής βάσης
Αγγλικός όρος:
Baseline drift

Μετάφραση: Baseline drift
Ελληνικός όρος:
Ολιστική προσέγγιση
Αγγλικός όρος:
Holistic approach

Μετάφραση: Holistic approach
Ελληνικός όρος:
Ολλανδικό Ινστιτούτο Τυποποίησης
Αγγλικός όρος:
Nederlands Normalisatie Institute

Μετάφραση: Nederlands Normalisatie Institute
Ελληνικός όρος:
Όλμιο
Αγγλικός όρος:
Holmium (Ho)

Μετάφραση: Holmium (Ho)
Ελληνικός όρος:
Ολοκληρωμένες στρατηγικές δοκιμών
Αγγλικός όρος:
Integrated testing strategies, ITS

Μετάφραση: Integrated testing strategies, ITS
Ελληνικός όρος:
Ολοκληρωμένοι ανιχνευτές
Αγγλικός όρος:
Intergal detectors

Μετάφραση: Intergal detectors
Ελληνικός όρος:
Ολοκληρωτική δράση
Αγγλικός όρος:
Integral action

Μετάφραση: Integral action
Ελληνικός όρος:
Ολόσωμες προσδέσεις
Αγγλικός όρος:
Full body harnesses

Μετάφραση: Full body harnesses
Ελληνικός όρος:
Ολόσωμες στολές
Αγγλικός όρος:
Overalls

Μετάφραση: Overalls
Ελληνικός όρος:
Ομάδα HACCP
Αγγλικός όρος:
HACCP team

Μετάφραση: HACCP team
Ελληνικός όρος:
Ομάδα αναφοράς του πληθυσμού
Αγγλικός όρος:
Reference group of the population

Μετάφραση: Reference group of the population

Ακολουθήστε μας