Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 5977 - 6012 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Νίτρωση
Αγγλικός όρος:
Nitration

Μετάφραση: Nitration
Ελληνικός όρος:
Νομαρχιακή Επιτροπή Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας
Αγγλικός όρος:
Prefectoral Hygiene and Safety at Work Committee, PHSWC

Μετάφραση: Prefectoral Hygiene and Safety at Work Committee, PHSWC
Ελληνικός όρος:
Νομικές απαιτήσεις
Αγγλικός όρος:
Legal requirements

Μετάφραση: Legal requirements
Ελληνικός όρος:
Νομικές συνθήκες
Αγγλικός όρος:
Legal circumstances

Μετάφραση: Legal circumstances
Ελληνικός όρος:
Νομική ευθύνη
Αγγλικός όρος:
Liability

Μετάφραση: Liability
Ελληνικός όρος:
Νομική οντότητα
Αγγλικός όρος:
Legal entity

Μετάφραση: Legal entity
Ελληνικός όρος:
Νομική υπόσταση
Αγγλικός όρος:
Legal status

Μετάφραση: Legal status
Ελληνικός όρος:
Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου
Αγγλικός όρος:
Legal Entity under Public Law

Μετάφραση: Legal Entity under Public Law
Ελληνικός όρος:
Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου
Αγγλικός όρος:
Legal Entity under Private Law

Μετάφραση: Legal Entity under Private Law
Ελληνικός όρος:
Νομικό πρόσωπο
Αγγλικός όρος:
Legal person

Μετάφραση: Legal person
Ελληνικός όρος:
Νόμιμο ωράριο εργασίας
Αγγλικός όρος:
Legal working hours

Μετάφραση: Legal working hours
Ελληνικός όρος:
Νόμος
Αγγλικός όρος:
Law

Μετάφραση: Law
Ελληνικός όρος:
Νόμος κατανομής του Boltzmann
Αγγλικός όρος:
Boltzmann distribution law

Μετάφραση: Boltzmann distribution law
Ελληνικός όρος:
Νομπέλιο
Αγγλικός όρος:
Nobelium

Μετάφραση: Nobelium
Ελληνικός όρος:
Νονυλοαλκοόλη
Αγγλικός όρος:
Nonyl alcohol

Μετάφραση: Nonyl alcohol
Ελληνικός όρος:
Νονυλοφαινόνη
Αγγλικός όρος:
Nonyl phenol

Μετάφραση: Nonyl phenol
Ελληνικός όρος:
Νορβηγικός Οργανισμός Τυποποίησης
Αγγλικός όρος:
Norges Standardiserind Forbund

Μετάφραση: Norges Standardiserind Forbund
Ελληνικός όρος:
Νορβορνένιο
Αγγλικός όρος:
Norbornene

Μετάφραση: Norbornene
Ελληνικός όρος:
Νορβορνεόλη
Αγγλικός όρος:
Norborneol

Μετάφραση: Norborneol
Ελληνικός όρος:
Νορκαράνιο
Αγγλικός όρος:
Norcarane

Μετάφραση: Norcarane
Ελληνικός όρος:
Νοσηρότητα
Αγγλικός όρος:
Morbidity

Μετάφραση: Morbidity
Ελληνικός όρος:
Νοσοκομειακές λοιμώξεις
Αγγλικός όρος:
Hospital acquired infections

Μετάφραση: Hospital acquired infections
Ελληνικός όρος:
Νοσοκομείο
Αγγλικός όρος:
Hospital

Μετάφραση: Hospital
Ελληνικός όρος:
Νοσοκόμος εργασίας
Αγγλικός όρος:
Occupational health nurse

Μετάφραση: Occupational health nurse
Ελληνικός όρος:
Νόσος του Weil ή λεπτοσπείρωση
Αγγλικός όρος:
Weils disease

Μετάφραση: Weils disease
Ελληνικός όρος:
Νόσος των λεγεωναρίων
Αγγλικός όρος:
Legionnaires' disease

Μετάφραση: Legionnaires' disease
Ελληνικός όρος:
Νουκλεϊνικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Nucleic acid

Μετάφραση: Nucleic acid
Ελληνικός όρος:
Νουκλεοπρωτεΐνη
Αγγλικός όρος:
Nucleoprotein

Μετάφραση: Nucleoprotein
Ελληνικός όρος:
Νουκλεοτιδική εκτομή
Αγγλικός όρος:
Nucleotide-excision repair

Μετάφραση: Nucleotide-excision repair
Ελληνικός όρος:
Νταλαπόν
Αγγλικός όρος:
Dalapon, 2,2- dichloropropionic acid

Μετάφραση: Dalapon, 2,2- dichloropropionic acid
Ελληνικός όρος:
Ντεσιμπέλ
Αγγλικός όρος:
Decibel

Μετάφραση: Decibel
Ελληνικός όρος:
Ντίζελ πλοίων
Αγγλικός όρος:
Marine gas oil

Μετάφραση: Marine gas oil
Ελληνικός όρος:
Ντους για την ασφάλεια του προσωπικού
Αγγλικός όρος:
Emergency showers

Μετάφραση: Emergency showers
Ελληνικός όρος:
Νυγμοί με βελόνη
Αγγλικός όρος:
Needlesticks

Μετάφραση: Needlesticks
Ελληνικός όρος:
Νυσταγμός των μεταλλωρύχων
Αγγλικός όρος:
Miner's nystagmus

Μετάφραση: Miner's nystagmus
Ελληνικός όρος:
Νυχτερινή βάρδια
Αγγλικός όρος:
Night shift

Μετάφραση: Night shift

Ακολουθήστε μας