Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 5869 - 5904 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Νεοδύμιο
Αγγλικός όρος:
Neodymium

Μετάφραση: Neodymium
Ελληνικός όρος:
Νεοπεντάνιο
Αγγλικός όρος:
Neopentane

Μετάφραση: Neopentane
Ελληνικός όρος:
Νεοπεντανοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Neopentanoic acid, pivalic acid

Μετάφραση: Neopentanoic acid, pivalic acid
Ελληνικός όρος:
Νεοπεντανόλη
Αγγλικός όρος:
Neopentyl alcohol, 2,2-dimethyl-1-propanol, neopentanol, neoamyl alcohol

Μετάφραση: Neopentyl alcohol, 2,2-dimethyl-1-propanol, neopentanol, neoamyl alcohol
Ελληνικός όρος:
Νεοπεντυλική αλκοόλη
Αγγλικός όρος:
Neopentyl alcohol, 2,2-dimethyl-1-propanol, neopentanol, neoamyl alcohol

Μετάφραση: Neopentyl alcohol, 2,2-dimethyl-1-propanol, neopentanol, neoamyl alcohol
Ελληνικός όρος:
Νεοπεντύλιο
Αγγλικός όρος:
Neopentyl

Μετάφραση: Neopentyl
Ελληνικός όρος:
Νεοπεντυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Neopentyl chloride

Μετάφραση: Neopentyl chloride
Ελληνικός όρος:
Νεοπλασία
Αγγλικός όρος:
Neoplasia

Μετάφραση: Neoplasia
Ελληνικός όρος:
Νεοπλασματικές παθήσεις των ανώτερων αναπνευστικών οδών προκαλούμενες από σκόνη ξύλου
Αγγλικός όρος:
Cancerous diseases of the upper respiratory tract caused by dust from wood

Μετάφραση: Cancerous diseases of the upper respiratory tract caused by dust from wood
Ελληνικός όρος:
Νεοπροσληφθέντες εργαζόμενοι
Αγγλικός όρος:
New workers

Μετάφραση: New workers
Ελληνικός όρος:
Νέος εργαζόμενος
Αγγλικός όρος:
Young worker

Μετάφραση: Young worker
Ελληνικός όρος:
Νεοτρεαλόζη
Αγγλικός όρος:
Neotrehalose

Μετάφραση: Neotrehalose
Ελληνικός όρος:
Νερβονικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Nervonic acid

Μετάφραση: Nervonic acid
Ελληνικός όρος:
Νερό ή ύδωρ
Αγγλικός όρος:
Water (H2O)

Μετάφραση: Water (H2O)
Ελληνικός όρος:
Νερό ψύξης
Αγγλικός όρος:
Cooling-water

Μετάφραση: Cooling-water
Ελληνικός όρος:
Νερόλη
Αγγλικός όρος:
Nerol

Μετάφραση: Nerol
Ελληνικός όρος:
Νετρόνιο
Αγγλικός όρος:
Neutron

Μετάφραση: Neutron
Ελληνικός όρος:
Νεύρο
Αγγλικός όρος:
Nerve

Μετάφραση: Nerve
Ελληνικός όρος:
Νευροπάθεια
Αγγλικός όρος:
Neuropathy

Μετάφραση: Neuropathy
Ελληνικός όρος:
Νευροτοξικά
Αγγλικός όρος:
Neurotoxicants

Μετάφραση: Neurotoxicants
Ελληνικός όρος:
Νευροτοξικές ιδιότητες
Αγγλικός όρος:
Neurotoxic properties

Μετάφραση: Neurotoxic properties
Ελληνικός όρος:
Νευροτοξικές ουσίες
Αγγλικός όρος:
Neurotoxic substances

Μετάφραση: Neurotoxic substances
Ελληνικός όρος:
Νευροτοξικολογία
Αγγλικός όρος:
Neurotoxicology

Μετάφραση: Neurotoxicology
Ελληνικός όρος:
Νευροτοξικολογικό
Αγγλικός όρος:
Neurotoxicological

Μετάφραση: Neurotoxicological
Ελληνικός όρος:
Νευροτοξικολογικός κίνδυνος
Αγγλικός όρος:
Neurotoxicological risk

Μετάφραση: Neurotoxicological risk
Ελληνικός όρος:
Νευροτοξικότητα
Αγγλικός όρος:
Neurotoxicity

Μετάφραση: Neurotoxicity
Ελληνικός όρος:
Νευροψυχιατρικές διαταραχές
Αγγλικός όρος:
Neuropsychiatric diseases

Μετάφραση: Neuropsychiatric diseases
Ελληνικός όρος:
Νέφη
Αγγλικός όρος:
Nebulae

Μετάφραση: Nebulae
Ελληνικός όρος:
Νεφρικός
Αγγλικός όρος:
Renal

Μετάφραση: Renal
Ελληνικός όρος:
Νεφρός
Αγγλικός όρος:
Kidney

Μετάφραση: Kidney
Ελληνικός όρος:
Νεφροτοξικά
Αγγλικός όρος:
Nephrotoxicants

Μετάφραση: Nephrotoxicants
Ελληνικός όρος:
Νεφροτοξικότητα
Αγγλικός όρος:
Nephrotoxicity

Μετάφραση: Nephrotoxicity
Ελληνικός όρος:
Νηογνώμονας
Αγγλικός όρος:
Classification society

Μετάφραση: Classification society
Ελληνικός όρος:
Νιασίνη
Αγγλικός όρος:
Nicotinic acid, niacin, 3-pyridinecarboxylic acid

Μετάφραση: Nicotinic acid, niacin, 3-pyridinecarboxylic acid
Ελληνικός όρος:
Νικέλιο
Αγγλικός όρος:
Nickel

Μετάφραση: Nickel
Ελληνικός όρος:
Νικελοκαρβονύλιο
Αγγλικός όρος:
Nickel carbonyl, tetracarbonyl nickel

Μετάφραση: Nickel carbonyl, tetracarbonyl nickel

Ακολουθήστε μας