Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 6049 - 6084 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Όγκος διαφυγής
Αγγλικός όρος:
Breakthrough volume, BTV

Μετάφραση: Breakthrough volume, BTV
Ελληνικός όρος:
Όγκος κατ’ όγκο
Αγγλικός όρος:
Volume per volume (v/v)

Μετάφραση: Volume per volume (v/v)
Ελληνικός όρος:
Ογκώδη απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Bulky waste

Μετάφραση: Bulky waste
Ελληνικός όρος:
Οδηγία
Αγγλικός όρος:
Instruction, guideline

Μετάφραση: Instruction, guideline
Ελληνικός όρος:
Οδηγία (π.χ Ε.Ε)
Αγγλικός όρος:
Directive

Μετάφραση: Directive
Ελληνικός όρος:
Οδηγία για βιοκτόνα προϊόντα
Αγγλικός όρος:
Biocidal products directive, BPD

Μετάφραση: Biocidal products directive, BPD
Ελληνικός όρος:
Οδηγία για επικίνδυνα παρασκευάσματα
Αγγλικός όρος:
Dangerous preparations directive, DPD

Μετάφραση: Dangerous preparations directive, DPD
Ελληνικός όρος:
Οδηγία για επικίνδυνες ουσίες
Αγγλικός όρος:
Dangerous substances directive, DSD

Μετάφραση: Dangerous substances directive, DSD
Ελληνικός όρος:
Οδηγία ΕΚ
Αγγλικός όρος:
EC Directive

Μετάφραση: EC Directive
Ελληνικός όρος:
Οδηγία πλαίσιο
Αγγλικός όρος:
Framework directive

Μετάφραση: Framework directive
Ελληνικός όρος:
Οδηγίες ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Safety guides

Μετάφραση: Safety guides
Ελληνικός όρος:
Οδηγίες ασφαλούς χρήσης
Αγγλικός όρος:
Safety advice

Μετάφραση: Safety advice
Ελληνικός όρος:
Οδηγίες εργασίας
Αγγλικός όρος:
Work instructions

Μετάφραση: Work instructions
Ελληνικός όρος:
Οδηγός έκτακτης ανάγκης
Αγγλικός όρος:
Emergency Management System, EMS

Μετάφραση: Emergency Management System, EMS
Ελληνικός όρος:
Οδηγός ενεργειών εκτάκτου ανάγκης σε πλοία που μεταφέρουν επικίνδυνα φορτία
Αγγλικός όρος:
Emergency procedures for ships carrying dangerous gοοds

Μετάφραση: Emergency procedures for ships carrying dangerous gοοds
Ελληνικός όρος:
Οδηγός πρώτων βοηθειών
Αγγλικός όρος:
Medical first aid guide, MFAG

Μετάφραση: Medical first aid guide, MFAG
Ελληνικός όρος:
Οδικά ατυχήματα
Αγγλικός όρος:
Road accidents

Μετάφραση: Road accidents
Ελληνικός όρος:
Οδική ασφάλεια
Αγγλικός όρος:
Road safety

Μετάφραση: Road safety
Ελληνικός όρος:
Οδική μεταφορά
Αγγλικός όρος:
Road transport

Μετάφραση: Road transport
Ελληνικός όρος:
Οδοί έκθεσης (π.χ. σε χημικές ουσίες)
Αγγλικός όρος:
Exposure routes, routes of exposure, exposure pathways

Μετάφραση: Exposure routes, routes of exposure, exposure pathways
Ελληνικός όρος:
Οδοσήμανση
Αγγλικός όρος:
Road marking work

Μετάφραση: Road marking work
Ελληνικός όρος:
Οζίδια των φωνητικών χορδών από παρατεταμένη καταπόνηση της φωνής για επαγγελματικούς λόγους
Αγγλικός όρος:
Nodules on the vocal chords caused by sustained work-related vocal effort

Μετάφραση: Nodules on the vocal chords caused by sustained work-related vocal effort
Ελληνικός όρος:
Όζον
Αγγλικός όρος:
Ozone (O3)

Μετάφραση: Ozone (O3)
Ελληνικός όρος:
Οζονίδιο
Αγγλικός όρος:
Ozonide

Μετάφραση: Ozonide
Ελληνικός όρος:
Οζονόλυση
Αγγλικός όρος:
Ozonolysis

Μετάφραση: Ozonolysis
Ελληνικός όρος:
Οθόνη οπτικής απεικόνισης ή μονάδα οπτικής απεικόνισης (ΜΟΑ)
Αγγλικός όρος:
Visual display unit (VDU)

Μετάφραση: Visual display unit (VDU)
Ελληνικός όρος:
Οθόνη υγρών κρυστάλλων
Αγγλικός όρος:
Liquid Crystal Display, LCD

Μετάφραση: Liquid Crystal Display, LCD
Ελληνικός όρος:
Οίδημα
Αγγλικός όρος:
Edema, swelling, inflammation

Μετάφραση: Edema, swelling, inflammation
Ελληνικός όρος:
Οικοδομική βιομηχανία
Αγγλικός όρος:
Construction industry

Μετάφραση: Construction industry
Ελληνικός όρος:
Οικολογικές μελέτες
Αγγλικός όρος:
Ecological study

Μετάφραση: Ecological study
Ελληνικός όρος:
Οικολογική πλάνη
Αγγλικός όρος:
Ecological fallacy

Μετάφραση: Ecological fallacy
Ελληνικός όρος:
Οικονομία
Αγγλικός όρος:
Economy

Μετάφραση: Economy
Ελληνικός όρος:
Οικονομική δραστηριότητα
Αγγλικός όρος:
Economic activity

Μετάφραση: Economic activity
Ελληνικός όρος:
Οικονομική Επιτροπή για την Ευρώπη των Ηνωμένων Εθνών
Αγγλικός όρος:
United Nations Economic Commission for Europe (UNECE)

Μετάφραση: United Nations Economic Commission for Europe (UNECE)
Ελληνικός όρος:
Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή
Αγγλικός όρος:
Economic and Social Committee

Μετάφραση: Economic and Social Committee
Ελληνικός όρος:
Οικοτοξικολογικές ιδιότητες
Αγγλικός όρος:
Ecotoxicological properties

Μετάφραση: Ecotoxicological properties

Ακολουθήστε μας