Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 6445 - 6480 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Παρα-
Αγγλικός όρος:
Para (p-)

Μετάφραση: Para (p-)
Ελληνικός όρος:
Παραβλεφθείσα μελέτη
Αγγλικός όρος:
Disregarded study

Μετάφραση: Disregarded study
Ελληνικός όρος:
Παράγοντας
Αγγλικός όρος:
Agent or factor

Μετάφραση: Agent or factor
Ελληνικός όρος:
Παράγοντας ανάπτυξης
Αγγλικός όρος:
Growth factor

Μετάφραση: Growth factor
Ελληνικός όρος:
Παράγοντας απόκρισης
Αγγλικός όρος:
Response factor

Μετάφραση: Response factor
Ελληνικός όρος:
Παράγοντας επιβράδυνσης
Αγγλικός όρος:
Retardation factor (Rf)

Μετάφραση: Retardation factor (Rf)
Ελληνικός όρος:
Παράγοντας νέκρωσης όγκου
Αγγλικός όρος:
Tumor necrosis factor (TNF)

Μετάφραση: Tumor necrosis factor (TNF)
Ελληνικός όρος:
Παράγοντας προσανατολισμού
Αγγλικός όρος:
Orientation factor

Μετάφραση: Orientation factor
Ελληνικός όρος:
Παράγοντας χωρητικότητας
Αγγλικός όρος:
Capacity factor

Μετάφραση: Capacity factor
Ελληνικός όρος:
Παράγοντες βουλκανισμού
Αγγλικός όρος:
Vulcanising agents

Μετάφραση: Vulcanising agents
Ελληνικός όρος:
Παραγωγή αντικειμένου
Αγγλικός όρος:
Production of an article

Μετάφραση: Production of an article
Ελληνικός όρος:
Παραγωγή σε μεγάλες ποσότητες του ΟΟΣΑ
Αγγλικός όρος:
Organisation for Economic Co-operation and Development High Production Volume, OECD HPV

Μετάφραση: Organisation for Economic Co-operation and Development High Production Volume, OECD HPV
Ελληνικός όρος:
Παραγωγικότητα
Αγγλικός όρος:
Productivity

Μετάφραση: Productivity
Ελληνικός όρος:
Παράγωγο επίπεδο με ελάχιστες επιπτώσεις
Αγγλικός όρος:
Derived minimum effect level, DMEL

Μετάφραση: Derived minimum effect level, DMEL
Ελληνικός όρος:
Παράγωγο επίπεδο χωρίς επιπτώσεις
Αγγλικός όρος:
Derived no effect levels, DNELs

Μετάφραση: Derived no effect levels, DNELs
Ελληνικός όρος:
Παράγωγος
Αγγλικός όρος:
Derivative

Μετάφραση: Derivative
Ελληνικός όρος:
Παραγωγός αντικειμένων
Αγγλικός όρος:
Article producer

Μετάφραση: Article producer
Ελληνικός όρος:
Παραγωγός προϊόντος
Αγγλικός όρος:
Producer of a product

Μετάφραση: Producer of a product
Ελληνικός όρος:
Παραδοχή
Αγγλικός όρος:
Assumption

Μετάφραση: Assumption
Ελληνικός όρος:
Παραθείον
Αγγλικός όρος:
Parathion

Μετάφραση: Parathion
Ελληνικός όρος:
Παραισθησιογόνα
Αγγλικός όρος:
Hallucinogens

Μετάφραση: Hallucinogens
Ελληνικός όρος:
Παρακεταμόλη
Αγγλικός όρος:
Paracetamol, 4-acetaminophenol

Μετάφραση: Paracetamol, 4-acetaminophenol
Ελληνικός όρος:
Παρακίνηση για εργασία
Αγγλικός όρος:
Work motivation

Μετάφραση: Work motivation
Ελληνικός όρος:
Παρακολούθηση αερίων και ατμών
Αγγλικός όρος:
Monitoring of gases and vapours

Μετάφραση: Monitoring of gases and vapours
Ελληνικός όρος:
Παρακολούθηση επιλεγμένου ιόντος
Αγγλικός όρος:
Selected ion monitoring (SIM)

Μετάφραση: Selected ion monitoring (SIM)
Ελληνικός όρος:
Παρακολούθηση ή επιτήρηση
Αγγλικός όρος:
Monitoring

Μετάφραση: Monitoring
Ελληνικός όρος:
Παρακολούθηση μικροοργανισμών
Αγγλικός όρος:
Monitoring of microorganisms

Μετάφραση: Monitoring of microorganisms
Ελληνικός όρος:
Παρακολούθηση σωματιδίων
Αγγλικός όρος:
Particulate monitoring

Μετάφραση: Particulate monitoring
Ελληνικός όρος:
Παρακολούθηση της ΕΑΥ
Αγγλικός όρος:
OSH monitoring

Μετάφραση: OSH monitoring
Ελληνικός όρος:
Παρακολούθηση του χώρου εργασίας
Αγγλικός όρος:
Workplace monitoring

Μετάφραση: Workplace monitoring
Ελληνικός όρος:
Παρακουάτ
Αγγλικός όρος:
Paraquat

Μετάφραση: Paraquat
Ελληνικός όρος:
Παραλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Paraldehyde

Μετάφραση: Paraldehyde
Ελληνικός όρος:
Παραλήπτης
Αγγλικός όρος:
Consignee

Μετάφραση: Consignee
Ελληνικός όρος:
Παραλλακτικότητα
Αγγλικός όρος:
Fluctuation, variance

Μετάφραση: Fluctuation, variance
Ελληνικός όρος:
Παράλληλη αμοιβαία αναγνώριση
Αγγλικός όρος:
Mutual recognition in parallel

Μετάφραση: Mutual recognition in parallel
Ελληνικός όρος:
Παράλληλη σύνδεση
Αγγλικός όρος:
Parallel connection

Μετάφραση: Parallel connection

Ακολουθήστε μας