Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 6589 - 6624 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Περίληψη και συμπεράσματα αιτούντος
Αγγλικός όρος:
Applicant’s summary and conclusion

Μετάφραση: Applicant’s summary and conclusion
Ελληνικός όρος:
Περίληψη μελέτης παραμέτρου
Αγγλικός όρος:
Endpoint study summary

Μετάφραση: Endpoint study summary
Ελληνικός όρος:
Περίληψη παραμέτρου
Αγγλικός όρος:
Endpoint summary

Μετάφραση: Endpoint summary
Ελληνικός όρος:
Περιοδικές ιατρικές εξετάσεις
Αγγλικός όρος:
Periodical medical examinations

Μετάφραση: Periodical medical examinations
Ελληνικός όρος:
Περίοδος επώασης
Αγγλικός όρος:
Latent period

Μετάφραση: Latent period
Ελληνικός όρος:
Περίοδος ισχύος
Αγγλικός όρος:
Period of validity

Μετάφραση: Period of validity
Ελληνικός όρος:
Περίοδος χάριτος
Αγγλικός όρος:
Period of grace

Μετάφραση: Period of grace
Ελληνικός όρος:
Περιορισμένη αναφορά
Αγγλικός όρος:
Underreport

Μετάφραση: Underreport
Ελληνικός όρος:
Περιορισμένος χώρος
Αγγλικός όρος:
Confined space

Μετάφραση: Confined space
Ελληνικός όρος:
Περιορισμοί χρήσης
Αγγλικός όρος:
Use limitation

Μετάφραση: Use limitation
Ελληνικός όρος:
Περιορισμός
Αγγλικός όρος:
Restriction

Μετάφραση: Restriction
Ελληνικός όρος:
Περιορισμός πρόσβασης
Αγγλικός όρος:
Restrict access

Μετάφραση: Restrict access
Ελληνικός όρος:
Περιοριστήρας παροχής (ασανσέρ)
Αγγλικός όρος:
Restrictor

Μετάφραση: Restrictor
Ελληνικός όρος:
Περιοριστήρας πίεσης (ασανσέρ)
Αγγλικός όρος:
Pressure relief valve

Μετάφραση: Pressure relief valve
Ελληνικός όρος:
Περιοριστήρας ταχύτητας (ασανσέρ)
Αγγλικός όρος:
Over-speed governor

Μετάφραση: Over-speed governor
Ελληνικός όρος:
Περιοριστής
Αγγλικός όρος:
Limiter

Μετάφραση: Limiter
Ελληνικός όρος:
Περιοριστική διάταξη
Αγγλικός όρος:
Impeding device

Μετάφραση: Impeding device
Ελληνικός όρος:
Περιοχή διαχείρισης οξειδίων θείου
Αγγλικός όρος:
Sulphur oxides management area (SOMA)

Μετάφραση: Sulphur oxides management area (SOMA)
Ελληνικός όρος:
Περιοχή έρευνας και διάσωσης
Αγγλικός όρος:
Search and rescue region (SRR)

Μετάφραση: Search and rescue region (SRR)
Ελληνικός όρος:
Περιοχή συχνοτήτων
Αγγλικός όρος:
Frequency range

Μετάφραση: Frequency range
Ελληνικός όρος:
Περίσσεια
Αγγλικός όρος:
Excess

Μετάφραση: Excess
Ελληνικός όρος:
Περιστασιακή εργασία
Αγγλικός όρος:
Casual work

Μετάφραση: Casual work
Ελληνικός όρος:
Περιστασιακή θέση εργασίας
Αγγλικός όρος:
Occasional workstation

Μετάφραση: Occasional workstation
Ελληνικός όρος:
Περιστασιακοί εργαζόμενοι
Αγγλικός όρος:
Contingent workers

Μετάφραση: Contingent workers
Ελληνικός όρος:
Περιστρεφόμενο πλαίσιο αναφοράς
Αγγλικός όρος:
Rotating frame of reference

Μετάφραση: Rotating frame of reference
Ελληνικός όρος:
Περιστροφή
Αγγλικός όρος:
Rotation

Μετάφραση: Rotation
Ελληνικός όρος:
Περιστροφική σφύρα
Αγγλικός όρος:
Rotary hammer

Μετάφραση: Rotary hammer
Ελληνικός όρος:
Περιστροφικό ηλεκτρικό μηχάνημα
Αγγλικός όρος:
Rotating electrical machinery

Μετάφραση: Rotating electrical machinery
Ελληνικός όρος:
Περιστροφικός εκσκαφέας
Αγγλικός όρος:
Rotary excavator or mole

Μετάφραση: Rotary excavator or mole
Ελληνικός όρος:
Περιφερειακή τυποποίηση
Αγγλικός όρος:
Regional standardization

Μετάφραση: Regional standardization
Ελληνικός όρος:
Περιφερειακό Γραφείο Ευρώπης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας
Αγγλικός όρος:
World Health Organization Regional Office for Europe

Μετάφραση: World Health Organization Regional Office for Europe
Ελληνικός όρος:
Περιφερειακό πρότυπο
Αγγλικός όρος:
Regional standard

Μετάφραση: Regional standard
Ελληνικός όρος:
Περιφερειακό σχέδιο έκτακτης ανάγκης
Αγγλικός όρος:
Regional contingency plan, RCP

Μετάφραση: Regional contingency plan, RCP
Ελληνικός όρος:
Περλίτης
Αγγλικός όρος:
Perlite

Μετάφραση: Perlite
Ελληνικός όρος:
Περμεθρίνη
Αγγλικός όρος:
Permethrin

Μετάφραση: Permethrin
Ελληνικός όρος:
Περονοφόρο ανυψωτικό όχημα
Αγγλικός όρος:
Forklift

Μετάφραση: Forklift

Ακολουθήστε μας