Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 6481 - 6516 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Παράλυση των νεύρων λόγω πίεσης
Αγγλικός όρος:
Paralysis of the nerves due to pressure

Μετάφραση: Paralysis of the nerves due to pressure
Ελληνικός όρος:
Παραμένοντες οργανικοί ρύποι
Αγγλικός όρος:
Persistent organic pollutants

Μετάφραση: Persistent organic pollutants
Ελληνικός όρος:
Παράμετροι κλινικής πρακτικής
Αγγλικός όρος:
Practice parameters

Μετάφραση: Practice parameters
Ελληνικός όρος:
Παραμόρφωση
Αγγλικός όρος:
Deformation

Μετάφραση: Deformation
Ελληνικός όρος:
Παραπροϊόντα γαιάνθρακα
Αγγλικός όρος:
Coal by-products

Μετάφραση: Coal by-products
Ελληνικός όρος:
Παράρτημα
Αγγλικός όρος:
Annex

Μετάφραση: Annex
Ελληνικός όρος:
Παράσιτα
Αγγλικός όρος:
Parasites

Μετάφραση: Parasites
Ελληνικός όρος:
Παρασιτικές ασθένειες
Αγγλικός όρος:
Parasitic diseases

Μετάφραση: Parasitic diseases
Ελληνικός όρος:
Παρασιτοκτόνο
Αγγλικός όρος:
Parasiticide

Μετάφραση: Parasiticide
Ελληνικός όρος:
Παρασκεύασμα
Αγγλικός όρος:
Preparation

Μετάφραση: Preparation
Ελληνικός όρος:
Παρασκευαστής
Αγγλικός όρος:
Formulator, manufacturer

Μετάφραση: Formulator, manufacturer
Ελληνικός όρος:
Παρασκευαστής κατ’ ανάθεση
Αγγλικός όρος:
Toll manufacturer (or tolling)

Μετάφραση: Toll manufacturer (or tolling)
Ελληνικός όρος:
Παρασκευή
Αγγλικός όρος:
Manufacturing, preparation

Μετάφραση: Manufacturing, preparation
Ελληνικός όρος:
Παρατεταμένη έκθεση
Αγγλικός όρος:
Prolonged exposure

Μετάφραση: Prolonged exposure
Ελληνικός όρος:
Παρατεταμένη έκθεση μπορεί να προκαλέσει ξηρότητα δέρματος ή σκάσιμο
Αγγλικός όρος:
Repeated exposure may cause skin dryness or cracking

Μετάφραση: Repeated exposure may cause skin dryness or cracking
Ελληνικός όρος:
Παρατήρηση
Αγγλικός όρος:
Observation

Μετάφραση: Observation
Ελληνικός όρος:
Παρατήρηση κατά την επιθεώρηση της ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality audit observation

Μετάφραση: Quality audit observation
Ελληνικός όρος:
Παρατηρητήριο των κινδύνων
Αγγλικός όρος:
Risk observatory

Μετάφραση: Risk observatory
Ελληνικός όρος:
Παραφίνες
Αγγλικός όρος:
Paraffins, alkanes

Μετάφραση: Paraffins, alkanes
Ελληνικός όρος:
Παραφορμαλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Paraformaldehyde

Μετάφραση: Paraformaldehyde
Ελληνικός όρος:
Παρέκκλιση απαιτήσεων
Αγγλικός όρος:
Derogation from the requirements

Μετάφραση: Derogation from the requirements
Ελληνικός όρος:
Παρεμβατικός
Αγγλικός όρος:
Invasive

Μετάφραση: Invasive
Ελληνικός όρος:
Παρεμβολή
Αγγλικός όρος:
Intercept, interpolation

Μετάφραση: Intercept, interpolation
Ελληνικός όρος:
Παρεμβολή στο πλαίσιο μιας κατηγορίας τοξικότητας
Αγγλικός όρος:
Interpolation within one toxicity category

Μετάφραση: Interpolation within one toxicity category
Ελληνικός όρος:
Παρέμβυσμα
Αγγλικός όρος:
Flange

Μετάφραση: Flange
Ελληνικός όρος:
Παρέμβυσμα ή τσιμούχα ή στεγανοποιητικός δακτύλιος
Αγγλικός όρος:
Sealing ring

Μετάφραση: Sealing ring
Ελληνικός όρος:
Παρεμποδιστής καθίζησης
Αγγλικός όρος:
Precipitation inhibitor

Μετάφραση: Precipitation inhibitor
Ελληνικός όρος:
Παρενόχληση
Αγγλικός όρος:
Mobbing

Μετάφραση: Mobbing
Ελληνικός όρος:
Παρκέτα
Αγγλικός όρος:
Parquetry

Μετάφραση: Parquetry
Ελληνικός όρος:
Παροχή
Αγγλικός όρος:
Benefit /discharge / flow

Μετάφραση: Benefit /discharge / flow
Ελληνικός όρος:
Παροχή αέρα
Αγγλικός όρος:
Air flow rate

Μετάφραση: Air flow rate
Ελληνικός όρος:
Παροχή βοήθειας σχετικά με τις θέσεις εργασίας
Αγγλικός όρος:
Placement assistance

Μετάφραση: Placement assistance
Ελληνικός όρος:
Παροχή ιατρικών υπηρεσιών
Αγγλικός όρος:
Medical provision

Μετάφραση: Medical provision
Ελληνικός όρος:
Παροχή υπηρεσιών
Αγγλικός όρος:
Service delivery

Μετάφραση: Service delivery
Ελληνικός όρος:
Παροχή/ επιθυμητό προϊόν ανά μονάδα χρόνου
Αγγλικός όρος:
Throughput

Μετάφραση: Throughput
Ελληνικός όρος:
Πάροχος επαγγελματικών υπηρεσιών
Αγγλικός όρος:
Professional service provider

Μετάφραση: Professional service provider

Ακολουθήστε μας