Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 145 - 180 of 393
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Βηματική μεταβολή
Αγγλικός όρος:
Step change
Μετάφραση:
Step change
Ελληνικός όρος:
Βηρυλλία
Αγγλικός όρος:
Beryllium oxide, beryllia
Μετάφραση:
Beryllium oxide, beryllia
Ελληνικός όρος:
Βηρύλλιο
Αγγλικός όρος:
Beryllium, Be
Μετάφραση:
Beryllium, Be
Ελληνικός όρος:
Βηρυλλίωση
Αγγλικός όρος:
Berylliosis, beryllium disease
Μετάφραση:
Berylliosis, beryllium disease
Ελληνικός όρος:
Βήχας
Αγγλικός όρος:
Cough
Μετάφραση:
Cough
Ελληνικός όρος:
Βία
Αγγλικός όρος:
Violence
Μετάφραση:
Violence
Ελληνικός όρος:
Βιβλιάριο υγείας
Αγγλικός όρος:
Health record card
Μετάφραση:
Health record card
Ελληνικός όρος:
Βίδα ή κοχλίας ή στριφώνι ή μπουλόνι
Αγγλικός όρος:
Screw, bolt
Μετάφραση:
Screw, bolt
Ελληνικός όρος:
Βιδωτό βύσμα
Αγγλικός όρος:
Threaded plug
Μετάφραση:
Threaded plug
Ελληνικός όρος:
Βινκλοζολίνη
Αγγλικός όρος:
Vinclozolin
Μετάφραση:
Vinclozolin
Ελληνικός όρος:
Βινυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Vinyl ether
Μετάφραση:
Vinyl ether
Ελληνικός όρος:
Βινυλαιθυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Vinyl ethyl ether
Μετάφραση:
Vinyl ethyl ether
Ελληνικός όρος:
Βινυλιδενοφθορίδιο ή 1,1-διφθοροαιθυλένιο ή 1,1-διφθοροαιθένιο
Αγγλικός όρος:
Vinylidene fluoride or 1,1-difluoroethylene or 1,1-difluoroethene
Μετάφραση:
Vinylidene fluoride or 1,1-difluoroethylene or 1,1-difluoroethene
Ελληνικός όρος:
Βινυλιδενοχλωρίδιο ή 1,1-διχλωροαιθυλένιο ή 1,1-διχλωροαιθένιο
Αγγλικός όρος:
Vinylidene chloride or 1,1-dichloroethylene or 1,1-dichloroethene
Μετάφραση:
Vinylidene chloride or 1,1-dichloroethylene or 1,1-dichloroethene
Ελληνικός όρος:
Βινυλικό υδρογόνο
Αγγλικός όρος:
Vinylic hydrogen
Μετάφραση:
Vinylic hydrogen
Ελληνικός όρος:
Βινύλιο
Αγγλικός όρος:
Vinyl
Μετάφραση:
Vinyl
Ελληνικός όρος:
Βινυλοβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Vinylbenzene
Μετάφραση:
Vinylbenzene
Ελληνικός όρος:
Βινυλοκυκλοεξένιο
Αγγλικός όρος:
Vinyl cyclohexene
Μετάφραση:
Vinyl cyclohexene
Ελληνικός όρος:
Βινυλοναφθαλίνιο
Αγγλικός όρος:
Vinylnaphthalene
Μετάφραση:
Vinylnaphthalene
Ελληνικός όρος:
Βινυλοτολουόλιο ή μεθυλοστυρόλιο
Αγγλικός όρος:
Vinyl toluene or methylstyrene
Μετάφραση:
Vinyl toluene or methylstyrene
Ελληνικός όρος:
Βινυλοφθορίδιο ή φθοροαιθένιο ή φθοροαιθυλένιο ή φθοριούχο βινύλιο
Αγγλικός όρος:
Vinyl fluoride or fluoroethene or fluoroethylene
Μετάφραση:
Vinyl fluoride or fluoroethene or fluoroethylene
Ελληνικός όρος:
Βινυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Chloroethene, chloroethylene, vinyl chloride, VC
Μετάφραση:
Chloroethene, chloroethylene, vinyl chloride, VC
Ελληνικός όρος:
Βινυλοχλωρίδιο ή χλωριούχο βινύλιο ή χλωροαιθένιο ή χλωροαιθυλένιο
Αγγλικός όρος:
Vinyl chloride or chloroethene or chloroethylene
Μετάφραση:
Vinyl chloride or chloroethene or chloroethylene
Ελληνικός όρος:
Βιοαέριο
Αγγλικός όρος:
Biogas
Μετάφραση:
Biogas
Ελληνικός όρος:
Βιοαερόλυμα
Αγγλικός όρος:
Bioaerosol
Μετάφραση:
Bioaerosol
Ελληνικός όρος:
Βιοαποδόμηση ή βιοαποικοδόμηση
Αγγλικός όρος:
Biodegradation
Μετάφραση:
Biodegradation
Ελληνικός όρος:
Βιοαποικοδομήσιμα απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Biodegradable waste
Μετάφραση:
Biodegradable waste
Ελληνικός όρος:
Βιοαυτογραφία
Αγγλικός όρος:
Bioautography
Μετάφραση:
Bioautography
Ελληνικός όρος:
Βιογένεση
Αγγλικός όρος:
Biogenesis
Μετάφραση:
Biogenesis
Ελληνικός όρος:
Βιοδιαθεσιμότητα
Αγγλικός όρος:
Bioavailability, biological availability
Μετάφραση:
Bioavailability, biological availability
Ελληνικός όρος:
Βιοδυναμικό σύστημα συντεταγμένων
Αγγλικός όρος:
Biodynamic coordinate system
Μετάφραση:
Biodynamic coordinate system
Ελληνικός όρος:
Βιο-ΕΤΒΕ
Αγγλικός όρος:
Bio-ETBE, ethyl-tertio-butyl-ether
Μετάφραση:
Bio-ETBE, ethyl-tertio-butyl-ether
Ελληνικός όρος:
Βιοινόζη
Αγγλικός όρος:
Bio-inose
Μετάφραση:
Bio-inose
Ελληνικός όρος:
Βιοκαύσιμα
Αγγλικός όρος:
Biofuels
Μετάφραση:
Biofuels
Ελληνικός όρος:
Βιοκτόνα
Αγγλικός όρος:
Biocides
Μετάφραση:
Biocides
Ελληνικός όρος:
Βιοκτόνο προϊόν
Αγγλικός όρος:
Biocidal product
Μετάφραση:
Biocidal product
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
Page
1
Page
2
Page
3
Page
4
Current page
5
Page
6
Page
7
Page
8
Page
9
…
Next page
››
Last page
τελευταία »