Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 289 - 324 of 393
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Βουτυλένιο
Αγγλικός όρος:
Butylene

Μετάφραση: Butylene
Ελληνικός όρος:
Βουτυλική αλκοόλη
Αγγλικός όρος:
Butyl alcohol

Μετάφραση: Butyl alcohol
Ελληνικός όρος:
Βουτύλιο
Αγγλικός όρος:
Butyl

Μετάφραση: Butyl
Ελληνικός όρος:
Βουτυλοαιθυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Butyl ethyl ether

Μετάφραση: Butyl ethyl ether
Ελληνικός όρος:
Βουτυλοβενζοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Butyl benzoic acid

Μετάφραση: Butyl benzoic acid
Ελληνικός όρος:
Βουτυλοβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Butylbenzene

Μετάφραση: Butylbenzene
Ελληνικός όρος:
Βουτυλοβρωμίδιο ή βρωμοβουτάνιο
Αγγλικός όρος:
Butyl bromide or bromobutane

Μετάφραση: Butyl bromide or bromobutane
Ελληνικός όρος:
Βουτυλογλυκιδυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Butyl glycidyl ether, BGE

Μετάφραση: Butyl glycidyl ether, BGE
Ελληνικός όρος:
Βουτυλοισοβουτυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Butyl isobutyl ether

Μετάφραση: Butyl isobutyl ether
Ελληνικός όρος:
Βουτυλοϊωδίδιο ή ιωδοβουτάνιο
Αγγλικός όρος:
Butyl iodide or iodobutane

Μετάφραση: Butyl iodide or iodobutane
Ελληνικός όρος:
Βουτυλομερκαπτάνη
Αγγλικός όρος:
Butyl mercaptan

Μετάφραση: Butyl mercaptan
Ελληνικός όρος:
Βουτυλοτολουόλιο
Αγγλικός όρος:
Butyl toluene

Μετάφραση: Butyl toluene
Ελληνικός όρος:
Βουτυλουδροξυτολουόλιο
Αγγλικός όρος:
Butylated hydroxytoluene, BHT

Μετάφραση: Butylated hydroxytoluene, BHT
Ελληνικός όρος:
Βουτυλοϋποχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Butyl hypochloride

Μετάφραση: Butyl hypochloride
Ελληνικός όρος:
Βουτυλοφαινόλη
Αγγλικός όρος:
Butylphenol

Μετάφραση: Butylphenol
Ελληνικός όρος:
Βουτυραμίδιο
Αγγλικός όρος:
Butyramide

Μετάφραση: Butyramide
Ελληνικός όρος:
Βουτυρικό νάτριο
Αγγλικός όρος:
Sodium butyrate

Μετάφραση: Sodium butyrate
Ελληνικός όρος:
Βουτυρικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl butyrate

Μετάφραση: Ethyl butyrate
Ελληνικός όρος:
Βουτυρολακτόνη
Αγγλικός όρος:
Butyrolactone

Μετάφραση: Butyrolactone
Ελληνικός όρος:
Βουτυροφαινόνη
Αγγλικός όρος:
Butyrophenone

Μετάφραση: Butyrophenone
Ελληνικός όρος:
Βουτυρυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Butyryl chloride

Μετάφραση: Butyryl chloride
Ελληνικός όρος:
Βραδυκαρδία
Αγγλικός όρος:
Bradycardia

Μετάφραση: Bradycardia
Ελληνικός όρος:
Βραχίονας
Αγγλικός όρος:
Arm

Μετάφραση: Arm
Ελληνικός όρος:
Βραχυκύκλωμα
Αγγλικός όρος:
Short circuit

Μετάφραση: Short circuit
Ελληνικός όρος:
Βραχυκυκλωμένος δρομέας
Αγγλικός όρος:
Squirrel cage rotor

Μετάφραση: Squirrel cage rotor
Ελληνικός όρος:
Βραχυκυκλωτής
Αγγλικός όρος:
Shunt

Μετάφραση: Shunt
Ελληνικός όρος:
Βρετανικό Ίδρυμα Ποιότητας
Αγγλικός όρος:
British Quality Foundation

Μετάφραση: British Quality Foundation
Ελληνικός όρος:
Βρετανικός Φορέας Τυποποίησης
Αγγλικός όρος:
British Standards Institution, BSI

Μετάφραση: British Standards Institution, BSI
Ελληνικός όρος:
Βρογχίτιδα
Αγγλικός όρος:
Bronchitis

Μετάφραση: Bronchitis
Ελληνικός όρος:
Βρόγχοι
Αγγλικός όρος:
Bronchi

Μετάφραση: Bronchi
Ελληνικός όρος:
Βρόγχοι διάσωσης
Αγγλικός όρος:
Rescue loops

Μετάφραση: Rescue loops
Ελληνικός όρος:
Βρογχοκήλη
Αγγλικός όρος:
Goiter

Μετάφραση: Goiter
Ελληνικός όρος:
Βρογχοπνευμονικός καθαρισμός
Αγγλικός όρος:
Bronchopulmonary lavage

Μετάφραση: Bronchopulmonary lavage
Ελληνικός όρος:
Βρόγχος (π.χ. ηλεκτρικός)
Αγγλικός όρος:
Loop

Μετάφραση: Loop
Ελληνικός όρος:
Βρογχοσκόπηση
Αγγλικός όρος:
Bronchoscopy

Μετάφραση: Bronchoscopy
Ελληνικός όρος:
Βροντώδης υδράργυρος
Αγγλικός όρος:
Mercury fulminate

Μετάφραση: Mercury fulminate

Ακολουθήστε μας