Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 217 - 252 of 393
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Βιοτέχνης
Αγγλικός όρος:
Craftsman
Μετάφραση:
Craftsman
Ελληνικός όρος:
Βιοτική
Αγγλικός όρος:
Biotic
Μετάφραση:
Biotic
Ελληνικός όρος:
Βιοτική αποδόμηση
Αγγλικός όρος:
Biotic degradation
Μετάφραση:
Biotic degradation
Ελληνικός όρος:
Βιοτίτης
Αγγλικός όρος:
Mica, biotite, muscovite
Μετάφραση:
Mica, biotite, muscovite
Ελληνικός όρος:
Βιοχημεία
Αγγλικός όρος:
Biochemistry
Μετάφραση:
Biochemistry
Ελληνικός όρος:
Βιοχημικοί κίνδυνοι
Αγγλικός όρος:
Biochemical hazards
Μετάφραση:
Biochemical hazards
Ελληνικός όρος:
Βιοψία
Αγγλικός όρος:
Biopsy
Μετάφραση:
Biopsy
Ελληνικός όρος:
Βισμούθιο
Αγγλικός όρος:
Bismuth, Bi
Μετάφραση:
Bismuth, Bi
Ελληνικός όρος:
Βιταμίνη
Αγγλικός όρος:
Vitamin
Μετάφραση:
Vitamin
Ελληνικός όρος:
Βιταμίνη D2
Αγγλικός όρος:
Vitamin D2, Ergocalciferol, calciferol
Μετάφραση:
Vitamin D2, Ergocalciferol, calciferol
Ελληνικός όρος:
Βιταμίνη D3
Αγγλικός όρος:
Cholecalciferol, vitamin D3
Μετάφραση:
Cholecalciferol, vitamin D3
Ελληνικός όρος:
Βιταμίνη Β3
Αγγλικός όρος:
Vitamin B3, folic acid
Μετάφραση:
Vitamin B3, folic acid
Ελληνικός όρος:
Βιτριόλι
Αγγλικός όρος:
Sulfuric acid, vitriol
Μετάφραση:
Sulfuric acid, vitriol
Ελληνικός όρος:
Βιώσιμα υπολείμματα
Αγγλικός όρος:
Viable residues
Μετάφραση:
Viable residues
Ελληνικός όρος:
Βλάβες στον εγκέφαλο
Αγγλικός όρος:
Brain damages
Μετάφραση:
Brain damages
Ελληνικός όρος:
Βλάβες του μηνίσκου ύστερα από εκτεταμένες περιόδους εργασίες σε γονατιστή θέση ή ανακούρκουδα
Αγγλικός όρος:
Meniscus lesions following extended periods of work in a kneeling or squatting position
Μετάφραση:
Meniscus lesions following extended periods of work in a kneeling or squatting position
Ελληνικός όρος:
Βλάβες των νεύρων
Αγγλικός όρος:
Nerve damages
Μετάφραση:
Nerve damages
Ελληνικός όρος:
Βλάβες των οφθαλμών
Αγγλικός όρος:
Eye injuries
Μετάφραση:
Eye injuries
Ελληνικός όρος:
Βλάβη
Αγγλικός όρος:
Damage
Μετάφραση:
Damage
Ελληνικός όρος:
Βλάπτει τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον καταστρέφοντας το όζον στην ανώτερη ατμόσφαιρα
Αγγλικός όρος:
Harms public health and the environment by destroying ozone in the upper atmosphere
Μετάφραση:
Harms public health and the environment by destroying ozone in the upper atmosphere
Ελληνικός όρος:
Βλαπτικός παράγοντας
Αγγλικός όρος:
Hazardous agent
Μετάφραση:
Hazardous agent
Ελληνικός όρος:
Βλεννικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Mucic acid, galactaric acid, 2,3,4,5-tetrahydroxyhexanedioic acid
Μετάφραση:
Mucic acid, galactaric acid, 2,3,4,5-tetrahydroxyhexanedioic acid
Ελληνικός όρος:
Βλεννογόνος
Αγγλικός όρος:
Mucosa
Μετάφραση:
Mucosa
Ελληνικός όρος:
Βλεννόρροια
Αγγλικός όρος:
Gonorrhea
Μετάφραση:
Gonorrhea
Ελληνικός όρος:
Βλεννόστασις
Αγγλικός όρος:
Mucostasis
Μετάφραση:
Mucostasis
Ελληνικός όρος:
Βλεννοχλωρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Mucochloric acid
Μετάφραση:
Mucochloric acid
Ελληνικός όρος:
Βλεννώδης μεμβράνη
Αγγλικός όρος:
Mucous membrane
Μετάφραση:
Mucous membrane
Ελληνικός όρος:
Βλέπε πληροφορίες του κατασκευαστή
Αγγλικός όρος:
See information supplied by the manufacturer
Μετάφραση:
See information supplied by the manufacturer
Ελληνικός όρος:
Βλεφαρίδες ή μαστίγια
Αγγλικός όρος:
Flagellae
Μετάφραση:
Flagellae
Ελληνικός όρος:
Βοηθήματα άντωσης ή σωσίβια
Αγγλικός όρος:
Buoyant aids
Μετάφραση:
Buoyant aids
Ελληνικός όρος:
Βοηθητικό προσωπικό για την ιατρική της εργασίας
Αγγλικός όρος:
Occupational nursing
Μετάφραση:
Occupational nursing
Ελληνικός όρος:
Βοηθητικό συνθέσεως
Αγγλικός όρος:
Co-formulant
Μετάφραση:
Co-formulant
Ελληνικός όρος:
Βολόμετρο
Αγγλικός όρος:
Bolometer
Μετάφραση:
Bolometer
Ελληνικός όρος:
Βολφράμιο ή τουνγκστένιο
Αγγλικός όρος:
Tungsten or wolfram (W)
Μετάφραση:
Tungsten or wolfram (W)
Ελληνικός όρος:
Βοραδικυκλοεννεάνιο
Αγγλικός όρος:
Borabicyclononane, 9-BBN
Μετάφραση:
Borabicyclononane, 9-BBN
Ελληνικός όρος:
Βόρακας (βόραξ)
Αγγλικός όρος:
Borax
Μετάφραση:
Borax
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
3
Page
4
Page
5
Page
6
Current page
7
Page
8
Page
9
Page
10
Page
11
Next page
››
Last page
τελευταία »