Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 613 - 648 of 1306
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Ανασκόπηση σχεδιασμού
Αγγλικός όρος:
Design review
Μετάφραση:
Design review
Ελληνικός όρος:
Ανασκόπηση της διαχείρισης
Αγγλικός όρος:
Management review
Μετάφραση:
Management review
Ελληνικός όρος:
Ανασκόπηση χρησιμοποίησης υπηρεσιών
Αγγλικός όρος:
Utilization review (UR)
Μετάφραση:
Utilization review (UR)
Ελληνικός όρος:
Αναστολέας
Αγγλικός όρος:
Inhibitor, ratchet
Μετάφραση:
Inhibitor, ratchet
Ελληνικός όρος:
Αναστρέψιμες επιπτώσεις στους οφθαλμούς
Αγγλικός όρος:
Reversible effects on the eye
Μετάφραση:
Reversible effects on the eye
Ελληνικός όρος:
Αναστροφέας προσήμου
Αγγλικός όρος:
Inverter
Μετάφραση:
Inverter
Ελληνικός όρος:
Αναστροφή
Αγγλικός όρος:
Inversion
Μετάφραση:
Inversion
Ελληνικός όρος:
Ανατίναξη (με εκρηκτικά)
Αγγλικός όρος:
Blasting
Μετάφραση:
Blasting
Ελληνικός όρος:
Ανατομία
Αγγλικός όρος:
Anatomy
Μετάφραση:
Anatomy
Ελληνικός όρος:
Ανατρεπόμενο (φορτηγό)
Αγγλικός όρος:
Dumper
Μετάφραση:
Dumper
Ελληνικός όρος:
Ανατροφοδότηση ή ανάδραση
Αγγλικός όρος:
Feedback
Μετάφραση:
Feedback
Ελληνικός όρος:
Αναφέρεται η οδός έκθεσης αν έχει αποδειχθεί αδιαμφισβήτητα ότι δεν υπάρχει κίνδυνος από τις άλλες οδούς έκθεσης
Αγγλικός όρος:
State route of exposure if it is conclusively proven that no other routes of exposure cause the hazard
Μετάφραση:
State route of exposure if it is conclusively proven that no other routes of exposure cause the hazard
Ελληνικός όρος:
Αναφέρεται το ακριβές είδος μέσων πυρόσβεσης
Αγγλικός όρος:
Indicate in the space the precise type of fire -fighting equipment
Μετάφραση:
Indicate in the space the precise type of fire -fighting equipment
Ελληνικός όρος:
Αναφερθείτε σε ειδικές οδηγίες
Αγγλικός όρος:
Refer to special instructions
Μετάφραση:
Refer to special instructions
Ελληνικός όρος:
Ανάφλεξη
Αγγλικός όρος:
Ignition
Μετάφραση:
Ignition
Ελληνικός όρος:
Αναφλέξιμη ουσία
Αγγλικός όρος:
Combustible substance
Μετάφραση:
Combustible substance
Ελληνικός όρος:
Αναφορά
Αγγλικός όρος:
Report
Μετάφραση:
Report
Ελληνικός όρος:
Ανδρογόνο
Αγγλικός όρος:
Androgen
Μετάφραση:
Androgen
Ελληνικός όρος:
Ανειδίκευτοι εργάτες
Αγγλικός όρος:
Unskilled workers
Μετάφραση:
Unskilled workers
Ελληνικός όρος:
Ανεκτικότητα
Αγγλικός όρος:
Tolerance
Μετάφραση:
Tolerance
Ελληνικός όρος:
Ανελκυστήρας
Αγγλικός όρος:
Elevator, lift
Μετάφραση:
Elevator, lift
Ελληνικός όρος:
Ανελκυστήρας άμεσης επενέργειας
Αγγλικός όρος:
Direct acting lift
Μετάφραση:
Direct acting lift
Ελληνικός όρος:
Ανελκυστήρας ατόμων
Αγγλικός όρος:
Passenger lift
Μετάφραση:
Passenger lift
Ελληνικός όρος:
Ανελκυστήρας έμμεσης επενέργειας
Αγγλικός όρος:
Indirect acting lift
Μετάφραση:
Indirect acting lift
Ελληνικός όρος:
Ανελκυστήρας μικρών φορτίων
Αγγλικός όρος:
Service lift
Μετάφραση:
Service lift
Ελληνικός όρος:
Ανελκυστήρας υδραυλικός
Αγγλικός όρος:
Hydraulic lift
Μετάφραση:
Hydraulic lift
Ελληνικός όρος:
Ανελκυστήρας φορτίων
Αγγλικός όρος:
Goods lift
Μετάφραση:
Goods lift
Ελληνικός όρος:
Ανελκυστήρας φορτίων με συνοδεία ατόμων
Αγγλικός όρος:
Goods passenger lift
Μετάφραση:
Goods passenger lift
Ελληνικός όρος:
Ανεμιστήρας
Αγγλικός όρος:
Fan
Μετάφραση:
Fan
Ελληνικός όρος:
Ανενεργός
Αγγλικός όρος:
Inactive
Μετάφραση:
Inactive
Ελληνικός όρος:
Ανεξάρτητη μεταβλητή
Αγγλικός όρος:
Independent variable
Μετάφραση:
Independent variable
Ελληνικός όρος:
Ανεπαρκής
Αγγλικός όρος:
Insufficient
Μετάφραση:
Insufficient
Ελληνικός όρος:
Ανεπαρκής χώρος εργασίας
Αγγλικός όρος:
Insufficient work spacing
Μετάφραση:
Insufficient work spacing
Ελληνικός όρος:
Ανεπεξέργαστη σκωρία
Αγγλικός όρος:
Unprocessed slag
Μετάφραση:
Unprocessed slag
Ελληνικός όρος:
Ανεπιθύμητη συνέπεια
Αγγλικός όρος:
Undesirable consequence
Μετάφραση:
Undesirable consequence
Ελληνικός όρος:
Ανεργία
Αγγλικός όρος:
Unemployment
Μετάφραση:
Unemployment
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
14
Page
15
Page
16
Page
17
Current page
18
Page
19
Page
20
Page
21
Page
22
…
Next page
››
Last page
τελευταία »