Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 505 - 540 of 1306
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Αμοσίτης
Αγγλικός όρος:
Amosite

Μετάφραση: Amosite
Ελληνικός όρος:
Αμπέρ
Αγγλικός όρος:
Ampere

Μετάφραση: Ampere
Ελληνικός όρος:
Αμυγδαλέλαιο
Αγγλικός όρος:
Almond oil

Μετάφραση: Almond oil
Ελληνικός όρος:
Αμυγδαλικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Mandelic acid

Μετάφραση: Mandelic acid
Ελληνικός όρος:
Αμυγδαλονιτρίλιο
Αγγλικός όρος:
Mandelonitrile

Μετάφραση: Mandelonitrile
Ελληνικός όρος:
Αμυλάση
Αγγλικός όρος:
Amylase

Μετάφραση: Amylase
Ελληνικός όρος:
Άμυλο
Αγγλικός όρος:
Starch

Μετάφραση: Starch
Ελληνικός όρος:
Αμυλόζη
Αγγλικός όρος:
Amylose

Μετάφραση: Amylose
Ελληνικός όρος:
Αμυλομεθυλαιθέρας tert-
Αγγλικός όρος:
Tert-amyl methyl ether, TAME

Μετάφραση: Tert-amyl methyl ether, TAME
Ελληνικός όρος:
Αμυλοπηκτίνη
Αγγλικός όρος:
Amylopectin

Μετάφραση: Amylopectin
Ελληνικός όρος:
Αμφεταμίνη
Αγγλικός όρος:
Amphetamine

Μετάφραση: Amphetamine
Ελληνικός όρος:
Αμφιβολία
Αγγλικός όρος:
Doubt

Μετάφραση: Doubt
Ελληνικός όρος:
Αμφίπλευρα ακουστός
Αγγλικός όρος:
Binaural

Μετάφραση: Binaural
Ελληνικός όρος:
Αμφιστιβάδα
Αγγλικός όρος:
Bilayer

Μετάφραση: Bilayer
Ελληνικός όρος:
Αμφολύτης
Αγγλικός όρος:
Ampholyte

Μετάφραση: Ampholyte
Ελληνικός όρος:
Αμφολυτικό ρυθμιστικό διάλυμα
Αγγλικός όρος:
Ampholytic buffer

Μετάφραση: Ampholytic buffer
Ελληνικός όρος:
Αναβατήρες
Αγγλικός όρος:
Hoists

Μετάφραση: Hoists
Ελληνικός όρος:
Αναβατόριο φορτίων
Αγγλικός όρος:
Hoist

Μετάφραση: Hoist
Ελληνικός όρος:
Αναγγελία ατυχημάτων
Αγγλικός όρος:
Notification of accidents

Μετάφραση: Notification of accidents
Ελληνικός όρος:
Ανάρρωση
Αγγλικός όρος:
Recovery

Μετάφραση: Recovery
Ελληνικός όρος:
Αναγνώριση
Αγγλικός όρος:
Recognition

Μετάφραση: Recognition
Ελληνικός όρος:
Αναγνώριση κινδύνου
Αγγλικός όρος:
Hazard identification, Identification of hazard

Μετάφραση: Hazard identification, Identification of hazard
Ελληνικός όρος:
Αναγνωρισμένες επαγγελματικές ασθένειες
Αγγλικός όρος:
Recognised occupational diseases

Μετάφραση: Recognised occupational diseases
Ελληνικός όρος:
Αναγνωριστικός κωδικός προϊόντος
Αγγλικός όρος:
Product identifier

Μετάφραση: Product identifier
Ελληνικός όρος:
Αναγωγή
Αγγλικός όρος:
Reduction

Μετάφραση: Reduction
Ελληνικός όρος:
Ανάδευση
Αγγλικός όρος:
Stirring

Μετάφραση: Stirring
Ελληνικός όρος:
Αναδιάταξη
Αγγλικός όρος:
Disproportionation

Μετάφραση: Disproportionation
Ελληνικός όρος:
Ανάδοχος
Αγγλικός όρος:
Contractor

Μετάφραση: Contractor
Ελληνικός όρος:
Ανάδοχος του έργου
Αγγλικός όρος:
Project contractor

Μετάφραση: Project contractor
Ελληνικός όρος:
Αναδρομική εκτίμηση έκθεσης
Αγγλικός όρος:
Retrospective exposure assessment

Μετάφραση: Retrospective exposure assessment
Ελληνικός όρος:
Αναδρομική μελέτη
Αγγλικός όρος:
Retrospective study

Μετάφραση: Retrospective study
Ελληνικός όρος:
Αναερόβιες συνθήκες
Αγγλικός όρος:
Anaerobic conditions

Μετάφραση: Anaerobic conditions
Ελληνικός όρος:
Αναεροβική βιοαποδόμηση
Αγγλικός όρος:
Anaerobic biodegradation

Μετάφραση: Anaerobic biodegradation
Ελληνικός όρος:
Αναζήτηση εργασίας
Αγγλικός όρος:
Job search

Μετάφραση: Job search
Ελληνικός όρος:
Ανάθεση
Αγγλικός όρος:
Delegation

Μετάφραση: Delegation
Ελληνικός όρος:
Ανάθεση καθηκόντων
Αγγλικός όρος:
Allocation of functions

Μετάφραση: Allocation of functions

Ακολουθήστε μας