Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 469 - 504 of 1306
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Αμινοαιθάνιο
Αγγλικός όρος:
Ethylamine

Μετάφραση: Ethylamine
Ελληνικός όρος:
Αμινοαιθανόλη 2-
Αγγλικός όρος:
Ethanolamine, 2- aminoethanol

Μετάφραση: Ethanolamine, 2- aminoethanol
Ελληνικός όρος:
Αμινοακετοφαινόνη
Αγγλικός όρος:
Aminoacetophenone

Μετάφραση: Aminoacetophenone
Ελληνικός όρος:
Αμινοανθρακινόνη
Αγγλικός όρος:
Aminoanthraquinone

Μετάφραση: Aminoanthraquinone
Ελληνικός όρος:
Αμινοβενζοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Aminobenzoic acid

Μετάφραση: Aminobenzoic acid
Ελληνικός όρος:
Αμινοβενζοϊκός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl aminobenzoate

Μετάφραση: Ethyl aminobenzoate
Ελληνικός όρος:
Αμινοβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Aminobenzene, Aniline, phenylamine

Μετάφραση: Aminobenzene, Aniline, phenylamine
Ελληνικός όρος:
Αμινο-β-μεθυλοβαλεριανικό οξύ α-
Αγγλικός όρος:
Isoleucine, α-amino-β-methylvaleric acid, Ile, I

Μετάφραση: Isoleucine, α-amino-β-methylvaleric acid, Ile, I
Ελληνικός όρος:
Αμινοβουτάνιο
Αγγλικός όρος:
Aminobutane

Μετάφραση: Aminobutane
Ελληνικός όρος:
Αμινογλουταρικό οξύ α-
Αγγλικός όρος:
Glutamic acid, α-aminoglutaric acid, Glu, E

Μετάφραση: Glutamic acid, α-aminoglutaric acid, Glu, E
Ελληνικός όρος:
Αμινογλουτεθιμίδη
Αγγλικός όρος:
Aminoglutethimide

Μετάφραση: Aminoglutethimide
Ελληνικός όρος:
Αμινοδιφαινύλιο
Αγγλικός όρος:
Aminodiphenyl

Μετάφραση: Aminodiphenyl
Ελληνικός όρος:
Αμινοδιφαινύλιο 4-, διφαινυλ-4-αμίνη
Αγγλικός όρος:
Aminobiphenyl 4-, biphenyl-4-amine

Μετάφραση: Aminobiphenyl 4-, biphenyl-4-amine
Ελληνικός όρος:
Αμινοενώσεις
Αγγλικός όρος:
Amine compounds

Μετάφραση: Amine compounds
Ελληνικός όρος:
Αμινοηλεκτρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Aminosuccinic acid, Aspartic acid, Asp, D

Μετάφραση: Aminosuccinic acid, Aspartic acid, Asp, D
Ελληνικός όρος:
αμινοϊσοκαπροϊκό οξύ α-
Αγγλικός όρος:
α-aminoisocaproic acid, Leucine

Μετάφραση: α-aminoisocaproic acid, Leucine
Ελληνικός όρος:
Αμινοϊσοκαπριοϊκό οξύ α-
Αγγλικός όρος:
Leucine or α-aminoisocaproic acid, Leu, L

Μετάφραση: Leucine or α-aminoisocaproic acid, Leu, L
Ελληνικός όρος:
Αμινοκαπροϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Aminocaproic acid

Μετάφραση: Aminocaproic acid
Ελληνικός όρος:
Αμινομεθυλοναφθαλίνιο
Αγγλικός όρος:
Aminomethyl naphthalene

Μετάφραση: Aminomethyl naphthalene
Ελληνικός όρος:
Αμινοναφθαλίνιο
Αγγλικός όρος:
Aminonaphthalene, naphthylamine

Μετάφραση: Aminonaphthalene, naphthylamine
Ελληνικός όρος:
Αμινοξύ
Αγγλικός όρος:
Amino acid

Μετάφραση: Amino acid
Ελληνικός όρος:
Αμινοοξικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Glycine, aminoacetic acid, aminoethanoic acid, glycocoll, Gly, G

Μετάφραση: Glycine, aminoacetic acid, aminoethanoic acid, glycocoll, Gly, G
Ελληνικός όρος:
Αμινοπροπιονικό οξύ α-
Αγγλικός όρος:
α-aminopropionic acid, Alanine, Ala, A

Μετάφραση: α-aminopropionic acid, Alanine, Ala, A
Ελληνικός όρος:
Αμινοπυριδίνη
Αγγλικός όρος:
Aminopyridine

Μετάφραση: Aminopyridine
Ελληνικός όρος:
Αμινοφαινόλη
Αγγλικός όρος:
Aminophenol

Μετάφραση: Aminophenol
Ελληνικός όρος:
Αμινοφυλλίνη
Αγγλικός όρος:
Aminophylline

Μετάφραση: Aminophylline
Ελληνικός όρος:
Αμιτράζη
Αγγλικός όρος:
Amitraz

Μετάφραση: Amitraz
Ελληνικός όρος:
Αμιτρόλη
Αγγλικός όρος:
Amitrole, 3-amino-1,2,4-triazole

Μετάφραση: Amitrole, 3-amino-1,2,4-triazole
Ελληνικός όρος:
Αμμοβολή
Αγγλικός όρος:
Sand-blasting

Μετάφραση: Sand-blasting
Ελληνικός όρος:
Αμμόστρωση
Αγγλικός όρος:
Sanding

Μετάφραση: Sanding
Ελληνικός όρος:
Αμμωνία
Αγγλικός όρος:
Ammonia

Μετάφραση: Ammonia
Ελληνικός όρος:
Αμμωνόλυση
Αγγλικός όρος:
Ammonolysis

Μετάφραση: Ammonolysis
Ελληνικός όρος:
Αμοιβάδωση
Αγγλικός όρος:
Amoebiasis

Μετάφραση: Amoebiasis
Ελληνικός όρος:
Αμοιβαία αναγνώριση
Αγγλικός όρος:
Mutual recognition

Μετάφραση: Mutual recognition
Ελληνικός όρος:
Αμοιβαία επαγωγή
Αγγλικός όρος:
Mutual inductance

Μετάφραση: Mutual inductance
Ελληνικός όρος:
Αμοιβή
Αγγλικός όρος:
Reward

Μετάφραση: Reward

Ακολουθήστε μας