Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 757 - 792 of 1306
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Ανταπόκριση
Αγγλικός όρος:
Response

Μετάφραση: Response
Ελληνικός όρος:
Αντενδεικνυόμενες χρήσεις
Αγγλικός όρος:
Uses advised against

Μετάφραση: Uses advised against
Ελληνικός όρος:
Αντήχηση
Αγγλικός όρος:
Reverberation

Μετάφραση: Reverberation
Ελληνικός όρος:
Αντιασφυξιογόνες μάσκες
Αγγλικός όρος:
Gas masks

Μετάφραση: Gas masks
Ελληνικός όρος:
Αντιαφριστικό
Αγγλικός όρος:
Defoamer, antifoamer

Μετάφραση: Defoamer, antifoamer
Ελληνικός όρος:
Αντίβαρο (π.χ. σε ασανσέρ)
Αγγλικός όρος:
Counterweight

Μετάφραση: Counterweight
Ελληνικός όρος:
Αντιβιοτικά
Αγγλικός όρος:
Antibiotics

Μετάφραση: Antibiotics
Ελληνικός όρος:
Αντιγόνα
Αγγλικός όρος:
Antigens

Μετάφραση: Antigens
Ελληνικός όρος:
Αντίγραφο
Αγγλικός όρος:
Duplicate

Μετάφραση: Duplicate
Ελληνικός όρος:
Αντιδιαβρωτικό
Αγγλικός όρος:
Corrosion inhibitor

Μετάφραση: Corrosion inhibitor
Ελληνικός όρος:
Αντίδοτα
Αγγλικός όρος:
Antidotes

Μετάφραση: Antidotes
Ελληνικός όρος:
Αντίδοτα δηλητηρίασης
Αγγλικός όρος:
Poisoning remedies

Μετάφραση: Poisoning remedies
Ελληνικός όρος:
Αντιδρά βίαια σε επαφή με νερό εκλύοντας αέρια εξόχως εύφλεκτα
Αγγλικός όρος:
Reacts violently with water, liberating extremely flammable gases

Μετάφραση: Reacts violently with water, liberating extremely flammable gases
Ελληνικός όρος:
Αντιδράσεις διάσπασης
Αγγλικός όρος:
Cleavage reaction

Μετάφραση: Cleavage reaction
Ελληνικός όρος:
Αντίδραση
Αγγλικός όρος:
Reaction

Μετάφραση: Reaction
Ελληνικός όρος:
Αντίδραση προσθήκης- απόσπασης
Αγγλικός όρος:
Addition-elimination reaction

Μετάφραση: Addition-elimination reaction
Ελληνικός όρος:
Αντίδραση τελικής χρήσης
Αγγλικός όρος:
End use reaction

Μετάφραση: End use reaction
Ελληνικός όρος:
Αντιδραστήρια ποιοτικού ελέγχου
Αγγλικός όρος:
Quality control agent

Μετάφραση: Quality control agent
Ελληνικός όρος:
Αντιδραστήριο
Αγγλικός όρος:
Reagent

Μετάφραση: Reagent
Ελληνικός όρος:
Αντιδραστήριο μεγάλης δραστικότητας
Αγγλικός όρος:
Reagent of high reactivity

Μετάφραση: Reagent of high reactivity
Ελληνικός όρος:
Αντιδραστήριο μικρής δραστικότητας
Αγγλικός όρος:
Reagent of low reactivity

Μετάφραση: Reagent of low reactivity
Ελληνικός όρος:
Αντιδρόν
Αγγλικός όρος:
Reactant

Μετάφραση: Reactant
Ελληνικός όρος:
Αντιεκρηκτικό
Αγγλικός όρος:
Explosion proof

Μετάφραση: Explosion proof
Ελληνικός όρος:
Αντίθετη κίνηση κυκλοφορίας
Αγγλικός όρος:
Partial contraflow

Μετάφραση: Partial contraflow
Ελληνικός όρος:
Αντικατάσταση εξοπλισμού
Αγγλικός όρος:
Equipment replacement

Μετάφραση: Equipment replacement
Ελληνικός όρος:
Αντικειμενικά στοιχεία
Αγγλικός όρος:
Objective evidence

Μετάφραση: Objective evidence
Ελληνικός όρος:
Αντικείμενο
Αγγλικός όρος:
Article

Μετάφραση: Article
Ελληνικός όρος:
Αντικροτικά
Αγγλικός όρος:
Antiknocks

Μετάφραση: Antiknocks
Ελληνικός όρος:
Αντικροτικά σύνθετα κινητήρων
Αγγλικός όρος:
Motor fuel anti-knock compounds

Μετάφραση: Motor fuel anti-knock compounds
Ελληνικός όρος:
Αντιληπτότητα της ομιλίας
Αγγλικός όρος:
Intelligibility of speech

Μετάφραση: Intelligibility of speech
Ελληνικός όρος:
Αντίληψη του κινδύνου
Αγγλικός όρος:
Risk perception

Μετάφραση: Risk perception
Ελληνικός όρος:
Αντιμετώπιση έκτακτης ανάγκης
Αγγλικός όρος:
Emergency response

Μετάφραση: Emergency response
Ελληνικός όρος:
Αντιμόνιο
Αγγλικός όρος:
Antimony, Sb

Μετάφραση: Antimony, Sb
Ελληνικός όρος:
Αντίξοες συνθήκες
Αγγλικός όρος:
Adverse conditions

Μετάφραση: Adverse conditions
Ελληνικός όρος:
Αντιοξειδωτικά
Αγγλικός όρος:
Antioxidants

Μετάφραση: Antioxidants
Ελληνικός όρος:
Αντιπηκτικά
Αγγλικός όρος:
Anticoagulants

Μετάφραση: Anticoagulants

Ακολουθήστε μας