Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 401 - 450, σε σύνολο 817
| 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Metatartaric acid
Μετάφραση: Μετατρυγικό οξύ

Όρος: Meter or metre
Μετάφραση: Μέτρο

Όρος: Meter or metre (m)
Μετάφραση: Μέτρο

Όρος: Methacrylic acid amide or methacrylic amide
Μετάφραση: Μεθακρυλαμίδιο ή μεθακρυλικό αμίδιο

Όρος: Methacrylic acid or 2-methylpropenoic acid
Μετάφραση: Μεθακρυλικό οξύ ή 2-μεθυλοπροπενοϊκό οξύ

Όρος: Methacrylic acid phenylethyl ester
Μετάφραση: Μεθακρυλικός φαινυλαιθυλεστέρας

Όρος: Methacrylic amide see methacrylic acid amide
Μετάφραση:

Όρος: Methacrylic resin
Μετάφραση: Μεθακρυλική ρητίνη

Όρος: Methacrylonitrile, 2-methyl-2-propene nitrile, methylacrylonitrile
Μετάφραση: Μεθυλοακριλονιτρίλιο

Όρος: Methamin or hexamethylenetetramine
Μετάφραση: Μεθεναμίνη ή εξαμεθυλενοτετραμίνη

Όρος: Methanal, Formaldehyde
Μετάφραση: Μεθανάλη, Φορμαλδεϋδη

Όρος: Methane or marsh gas
Μετάφραση: Μεθάνιο ή ελεογενές αέριο

Όρος: Methane trichloride see chloroform
Μετάφραση:

Όρος: Methanethiol see methyl mercaptan
Μετάφραση:

Όρος: Methanoic acid see formic acid
Μετάφραση:

Όρος: Methanol or methyl alcohol
Μετάφραση: Μεθανόλη ή μεθυλική αλκοόλη ή καρβινόλη ή ξυλόπνευμα

Όρος: Methanolic solution
Μετάφραση: Μεθανολικό διάλυμα

Όρος: Methidathion
Μετάφραση: Μεθιδαθείο

Όρος: Methionine
Μετάφραση: Μεθειονίνη

Όρος: Method
Μετάφραση: Μέθοδος

Όρος: Method of competition
Μετάφραση: Μέθοδος ανταγωνισμού

Όρος: Method requiring environmental corrections
Μετάφραση: Μέθοδος που απαιτεί περιβαλλοντικές διορθώσεις

Όρος: Method(s) of statistical analysis used
Μετάφραση: Χρησιμοποιούμενες μέθοδοι στατιστικής ανάλυσης

Όρος: Methodology
Μετάφραση: Μεθοδολογία

Όρος: Methods for maintenance of cell cultures
Μετάφραση: Μέθοδοι συντήρησης των κυτταροκαλλιεργειών

Συντομογραφία: MDHS
Όρος: Methods for the Determination of Hazardous Substances
Μετάφραση: Μέθοδοι Προσδιορισμού Επικίνδυνων Ουσιών

Όρος: Methods for the measurements of cytotoxicity
Μετάφραση: Μέθοδοι μέτρησης της κυτταροτοξικότητας

Όρος: Methods of slide preparation and staining technique used
Μετάφραση: χρησιμοποιούμενες μέθοδοι ετοιμασίας και τεχνική χρώσης αντικειμενοφόρων πλακών

Όρος: Methomyl, 1-(methylthio)ethylideneamino N-methylcarbamate
Μετάφραση: Μεθομύλιο

Όρος: methoxy-1-methyl ethyl acetate 2-
Μετάφραση: 2-οξικό μεθοξυ-1-μεθυλοαιθύλιο

Όρος: methoxy-1-methylethyl acetate 2-,
Μετάφραση: Οξικός 1-μεθοξυ-2-προπυλεστέρας,

Όρος: Methoxyaniline see anisidine
Μετάφραση:

Όρος: methoxybenzaldehyde p- see anisaldehyde
Μετάφραση:

Όρος: Methoxybenzoic acid
Μετάφραση: Μεθοξυβενζοϊκό οξύ

Όρος: methoxybenzoic acid p- see anisic acid
Μετάφραση:

Συντομογραφία: DMTD
Όρος: Methoxychlor,
Μετάφραση: Μεθοξυχλώριο

Συντομογραφία: EGME
Όρος: Methoxyethanol or methyl glycol or ethylene glycol methyl ether
Μετάφραση: μεθοξυαιθανόλη ή μεθυλογλυκόλη ή μεθυλικός αιθέρας της αιθυλενογλυκόλη ή μεθυλαιθέρας της αιθυλενογλυκόλης

Συντομογραφία: EGMEA
Όρος: methoxyethyl acetate 2- or ethylene glycol monoethyl ether acetate, methylglycol acetate 2-
Μετάφραση: Οξικός 2-μεθοξυαιθυλεστέρας

Όρος: Methoxyhexane
Μετάφραση: Μεθοξυεξάνιο

Όρος: Methoxymethane see dimethyl ether
Μετάφραση:

Όρος: Methoxyphenol
Μετάφραση: Μεθοξυφαινόλη

Όρος: Methoxypropanol
Μετάφραση: Μεθοξυπροπανόλη

Όρος: methoxypropyl-2- acetate 1-,
Μετάφραση: 2-οξικό μεθόξυ-1-μεθυλοαιθύλιο

Όρος: Methyl
Μετάφραση: Μεθύλιο

Όρος: methyl 2-methylprop-2-enoate,
Μετάφραση:

Όρος: methyl 2-methylpropenoate, methacrylic acid methyl ester
Μετάφραση:

Όρος: Methyl acetate or methyl acetic ester or methyl ethanoate
Μετάφραση: Οξικός μεθυλεστέρας ή μεθυλοοξικός εστέρας ή μεθυλοαιθανοϊκός εστέρας

Όρος: Methyl acetic ester see methyl acetate
Μετάφραση:

Όρος: Methyl acetylene, propyne
Μετάφραση: Μεθυλακετυλένιο

Συντομογραφία: MAPP
Όρος: Methyl acetylene- propadiene mixture
Μετάφραση: Μίγμα μεθυλακετυλενίου-προπαδιενίου

Ακολουθήστε μας