Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 251 - 300, σε σύνολο 817
| 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: May cause or intensify fire; oxidizer
Μετάφραση: Μπορεί να προκαλέσει ή αναζωπυρώσει πυρκαγιά˙ οξειδωτικό

Όρος: May cause respiratory irritation
Μετάφραση: Μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό της αναπνευστικής οδού

Όρος: May cause respiratory irritation
Μετάφραση: Μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό της αναπνευστικής οδού

Όρος: May cause sensitization by inhalation
Μετάφραση: Μπορεί να προκαλέσει ευαισθητοποίηση όταν εισπνέεται

Όρος: May cause sensitization by inhalation
Μετάφραση: Μπορεί να προκαλέσει ευαισθητοποίηση όταν εισπνέεται

Όρος: May cause sensitization by inhalation and skin contact
Μετάφραση: Μπορεί να προκαλέσει ευαισθητοποίηση όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα

Όρος: May cause sensitization by skin contact
Μετάφραση: Μπορεί να προκαλέσει ευαισθητοποίηση σε επαφή με το δέρμα

Όρος: May cause sensitization by skin contact
Μετάφραση: Μπορεί να προκαλέσει ευαισθητοποίηση σε επαφή με το δέρμα

Όρος: May damage fertility
Μετάφραση: Μπορεί να βλάψει τη γονιμότητα

Όρος: May damage fertility or the unborn child
Μετάφραση: Μπορεί να βλάψει τη γονιμότητα ή το έμβρυο

Όρος: May damage fertility or the unborn child <state specific effect if known> <state route of exposure if it is conclusively proven that no other routes of exposure cause the hazard>
Μετάφραση: Μπορεί να βλάψει τη γονιμότητα ή το έμβρυο <αναφέρεται η ειδική επίπτωση εάν είναι γνωστή> < αναφέρεται η οδός έκθεσης αν έχει αποδειχθεί αδιαμφισβήτητα ότι δεν υπάρχει κίνδυνος από τις άλλες οδούς έκθεσης>

Όρος: May damage the unborn child
Μετάφραση: Μπορεί να βλάψει το έμβρυο

Όρος: May form explosive peroxides
Μετάφραση: Μπορεί να σχηματίσει εκρηκτικά υπεροξείδια

Όρος: May form explosive peroxides
Μετάφραση: Μπορεί να σχηματίσει εκρηκτικά υπεροξείδια

Όρος: May form explosive peroxides
Μετάφραση: Μπορεί να σχηματίσει εκρηκτικά υπεροξείδια

Όρος: May impair fertility
Μετάφραση: Μπορεί να εξασθενίσει τη γονιμότητα

Όρος: May impair fertility
Μετάφραση: Μπορεί να εξασθενίσει τη γονιμότητα

Όρος: May intensify fire
Μετάφραση: Μπορεί να αναζωπυρώσει την πυρκαγιά

Όρος: May intensify fire; oxidizer
Μετάφραση: Μπορεί να αναζωπυρώσει την πυρκαγιά˙ οξειδωτικό

Όρος: May mass explode in fire
Μετάφραση: Κίνδυνος μαζικής έκρηξης σε περίπτωση πυρκαγιάς

Όρος: May mass explode in fire
Μετάφραση: Κίνδυνος μαζικής έκρηξης σε περίπτωση πυρκαγιάς

Όρος: Me-too test
Μετάφραση: Δοκιμή me-too

Όρος: Mean
Μετάφραση: Μέσος όρος

Όρος: Mean generation time
Μετάφραση: Μέσος χρόνος γενεάς

Συντομογραφία: MPE
Όρος: Mean Photo Effect
Μετάφραση: Μέση φωτοεπίδραση

Όρος: Mean square successive differences
Μετάφραση: Μέσος όρος των τετραγώνων των διαδοχικών διαφορών

Όρος: Mean value
Μετάφραση: Μέση τιμή ή μέσος όρος

Όρος: Means of access
Μετάφραση: Μέσα πρόσβασης

Όρος: Measurement
Μετάφραση: Μέτρηση Επιμέτρηση

Όρος: Measurement and assessment
Μετάφραση: Μέτρηση και αξιολόγηση

Όρος: Measurement of cytotoxicity used
Μετάφραση: Χρησιμοποιούμενο μέτρο κυτταροτοξικότητας

Όρος: Measurement range
Μετάφραση: Εύρος μετρήσεων

Όρος: Measuring cylinders
Μετάφραση: Ογκομετρικοί κύλινδροι

Όρος: Measuring instrument
Μετάφραση: Όργανο μέτρησης

Όρος: Mechanic (e.g. car mechanic)
Μετάφραση: Μηχανικός αυτοκινήτων

Όρος: Mechanical cleaning
Μετάφραση: Μηχανικός καθαρισμός

Όρος: Mechanical containment
Μετάφραση: Μηχανικός εγκλωβισμός

Όρος: Mechanical dispersion
Μετάφραση: Μηχανική διασπορά

Όρος: Mechanical handling
Μετάφραση: Μηχανικός χειρισμός

Όρος: Mechanical harvesters
Μετάφραση: Συλλεκτικές μηχανές

Όρος: Mechanical interface
Μετάφραση: Μηχανική διεπαφή

Όρος: Mechanical presses
Μετάφραση: Μηχανικοί πιεστήρες

Όρος: Mechanical properties
Μετάφραση: Μηχανικές ιδιότητες

Όρος: Mechanical resistance
Μετάφραση: Μηχανική αντοχή

Όρος: Mechanical restraint device
Μετάφραση: Διάταξη μηχανικής απομόνωσης

Όρος: Mechanical risks
Μετάφραση: Μηχανικών κίνδυνοι

Όρος: Mechanical strength
Μετάφραση: Μηχανική αντοχή

Όρος: Mechanical vibration
Μετάφραση: Μηχανική δονήση

Όρος: Mechanics
Μετάφραση: Μηχανική (κλάδος της φυσικής)

Όρος: Mechanics gloves
Μετάφραση: Γάντια μηχανικά

Ακολουθήστε μας