Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 613 - 648 of 680
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Κυκλοεξυλαμίνη
Αγγλικός όρος:
Cyclohexylamine

Μετάφραση: Cyclohexylamine
Ελληνικός όρος:
Κυκλοεξύλιο
Αγγλικός όρος:
Cyclohexyl

Μετάφραση: Cyclohexyl
Ελληνικός όρος:
Κυκλοεξυλοδιμεθυλαμίνη
Αγγλικός όρος:
Cyclohexyldimethylamine, dimethylcyclohexanamine

Μετάφραση: Cyclohexyldimethylamine, dimethylcyclohexanamine
Ελληνικός όρος:
Κυκλοεπτάνιο
Αγγλικός όρος:
Cycloheptane

Μετάφραση: Cycloheptane
Ελληνικός όρος:
Κυκλονίτης
Αγγλικός όρος:
Cyclonite, hexogen, RDX

Μετάφραση: Cyclonite, hexogen, RDX
Ελληνικός όρος:
Κυκλοοκταδιένιο
Αγγλικός όρος:
Cycloctadiene

Μετάφραση: Cycloctadiene
Ελληνικός όρος:
Κυκλοπενταδιένιο
Αγγλικός όρος:
Cyclopentadiene

Μετάφραση: Cyclopentadiene
Ελληνικός όρος:
Κυκλοπεντάνιο
Αγγλικός όρος:
Cyclopentane

Μετάφραση: Cyclopentane
Ελληνικός όρος:
Κυκλοπεντανοκαρβοξυλικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Cyclopentane carboxylic acid

Μετάφραση: Cyclopentane carboxylic acid
Ελληνικός όρος:
Κυκλοπεντανόλη
Αγγλικός όρος:
Cyclopentanol

Μετάφραση: Cyclopentanol
Ελληνικός όρος:
Κυκλοπεντανόνη
Αγγλικός όρος:
Cyclopentanone

Μετάφραση: Cyclopentanone
Ελληνικός όρος:
Κυκλοπεντανοξείδιο
Αγγλικός όρος:
Cyclopentene oxide

Μετάφραση: Cyclopentene oxide
Ελληνικός όρος:
Κυκλοπεντανοφαινανθρένιο
Αγγλικός όρος:
Cyclopentenophenanthrene

Μετάφραση: Cyclopentenophenanthrene
Ελληνικός όρος:
Κυκλοπεντένιο
Αγγλικός όρος:
Cyclopentene

Μετάφραση: Cyclopentene
Ελληνικός όρος:
Κυκλοπεντυλοξικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl cyclopentylacetate

Μετάφραση: Ethyl cyclopentylacetate
Ελληνικός όρος:
Κυκλοπροπανοκαρβοξυλικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Cyclopropane carboxylic acid

Μετάφραση: Cyclopropane carboxylic acid
Ελληνικός όρος:
Κυκλοπροπυλοκατιόν
Αγγλικός όρος:
Cyclopropyl cation

Μετάφραση: Cyclopropyl cation
Ελληνικός όρος:
Κύκλος διορθωτικής προσαρμογής ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality correction cycle

Μετάφραση: Quality correction cycle
Ελληνικός όρος:
Κύκλος ζωής
Αγγλικός όρος:
Life-cycle

Μετάφραση: Life-cycle
Ελληνικός όρος:
Κύκλος ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality circle

Μετάφραση: Quality circle
Ελληνικός όρος:
Κυκλοφορία του αέρα
Αγγλικός όρος:
Air circulation

Μετάφραση: Air circulation
Ελληνικός όρος:
Κύκλωμα
Αγγλικός όρος:
Circuit

Μετάφραση: Circuit
Ελληνικός όρος:
Κύκλωμα διαιρέτη
Αγγλικός όρος:
Divider circuit

Μετάφραση: Divider circuit
Ελληνικός όρος:
Κυλινδροβαφή
Αγγλικός όρος:
Rollering

Μετάφραση: Rollering
Ελληνικός όρος:
Κυλινδροποίηση
Αγγλικός όρος:
Rolling

Μετάφραση: Rolling
Ελληνικός όρος:
Κύλινδρος
Αγγλικός όρος:
Cylinder

Μετάφραση: Cylinder
Ελληνικός όρος:
Κυλιόμενη κλίμακα
Αγγλικός όρος:
Escalator

Μετάφραση: Escalator
Ελληνικός όρος:
Κυλιόμενο πεζοδρόμιο
Αγγλικός όρος:
Passenger conveyor

Μετάφραση: Passenger conveyor
Ελληνικός όρος:
Κύμα
Αγγλικός όρος:
Wave

Μετάφραση: Wave
Ελληνικός όρος:
Κυματαριθμός
Αγγλικός όρος:
Wavenumber

Μετάφραση: Wavenumber
Ελληνικός όρος:
Κυμένια
Αγγλικός όρος:
Cymenes

Μετάφραση: Cymenes
Ελληνικός όρος:
Κύπριο
Αγγλικός όρος:
Copper, Cu

Μετάφραση: Copper, Cu
Ελληνικός όρος:
Κυριακάτικη εργασία
Αγγλικός όρος:
Sunday working

Μετάφραση: Sunday working
Ελληνικός όρος:
Κύριες συμβάσεις
Αγγλικός όρος:
Principal contracts

Μετάφραση: Principal contracts
Ελληνικός όρος:
Κύριος καταχωρίζων
Αγγλικός όρος:
Lead registrant

Μετάφραση: Lead registrant
Ελληνικός όρος:
Κύριος του έργου
Αγγλικός όρος:
Client

Μετάφραση: Client

Ακολουθήστε μας