Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 469 - 504 of 1068
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Ένωση Ελλήνων Χημικών
Αγγλικός όρος:
Association of Greek Chemists
Μετάφραση:
Association of Greek Chemists
Ελληνικός όρος:
Εθνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ)
Αγγλικός όρος:
Hellenic Confederation of Commerce and Entrepreneurship (ESEE)
Μετάφραση:
Hellenic Confederation of Commerce and Entrepreneurship (ESEE)
Ελληνικός όρος:
Ένωση Συμπιεσμένων Αερίων
Αγγλικός όρος:
Compresses Gas Association (USA), CGA
Μετάφραση:
Compresses Gas Association (USA), CGA
Ελληνικός όρος:
Εξαβρωμοδιφαινυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Hexabromodiphenyl ether
Μετάφραση:
Hexabromodiphenyl ether
Ελληνικός όρος:
Εξαγωγή αέρα
Αγγλικός όρος:
Extraction
Μετάφραση:
Extraction
Ελληνικός όρος:
Εξαδιένιο
Αγγλικός όρος:
Hexadiene
Μετάφραση:
Hexadiene
Ελληνικός όρος:
Εξαερισμός
Αγγλικός όρος:
Ventilation
Μετάφραση:
Ventilation
Ελληνικός όρος:
Εξαζινόνη
Αγγλικός όρος:
Hexazinone
Μετάφραση:
Hexazinone
Ελληνικός όρος:
Εξαιρέσεις από τις απαιτήσεις
Αγγλικός όρος:
Exemptions from requirements
Μετάφραση:
Exemptions from requirements
Ελληνικός όρος:
Εξαιρέσεις στην καταχώριση
Αγγλικός όρος:
Exemptions to registration
Μετάφραση:
Exemptions to registration
Ελληνικός όρος:
Εξαιρετικά εύφλεκτο
Αγγλικός όρος:
Extremely flammable
Μετάφραση:
Extremely flammable
Ελληνικός όρος:
Εξαιρετικά εύφλεκτο αέριο
Αγγλικός όρος:
Extremely flammable gas
Μετάφραση:
Extremely flammable gas
Ελληνικός όρος:
Εξαιρετικά εύφλεκτο αερόλυμα
Αγγλικός όρος:
Extremely flammable aerosol
Μετάφραση:
Extremely flammable aerosol
Ελληνικός όρος:
Εξακριβώνω
Αγγλικός όρος:
Ascertain
Μετάφραση:
Ascertain
Ελληνικός όρος:
Εξάλειψη κινδύνων
Αγγλικός όρος:
Elimination of hazards
Μετάφραση:
Elimination of hazards
Ελληνικός όρος:
Εξαμεθυλενοδιαμίνη
Αγγλικός όρος:
Hexamethylenediamine, 1,6-diaminohexane
Μετάφραση:
Hexamethylenediamine, 1,6-diaminohexane
Ελληνικός όρος:
Εξαμεθυλενοϊμίνη
Αγγλικός όρος:
Hexamethyleneimine
Μετάφραση:
Hexamethyleneimine
Ελληνικός όρος:
Εξαμεθυλενοτετραμίνη
Αγγλικός όρος:
Hexamethylenetetramine, methamin
Μετάφραση:
Hexamethylenetetramine, methamin
Ελληνικός όρος:
Εξαμεθυλοβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Hexamethylbenzene
Μετάφραση:
Hexamethylbenzene
Ελληνικός όρος:
Εξαμεθυλοδισιλαμίνη
Αγγλικός όρος:
Hexamethyldisilazane, HMDS
Μετάφραση:
Hexamethyldisilazane, HMDS
Ελληνικός όρος:
Εξαμεθυλοφωσφοραμίδιο
Αγγλικός όρος:
Hexamethyl phosphoramide
Μετάφραση:
Hexamethyl phosphoramide
Ελληνικός όρος:
Εξαναμίδιο
Αγγλικός όρος:
Caproamide, hexanamide
Μετάφραση:
Caproamide, hexanamide
Ελληνικός όρος:
Εξάνθημα
Αγγλικός όρος:
Exanthema, rash
Μετάφραση:
Exanthema, rash
Ελληνικός όρος:
Εξάνιο
Αγγλικός όρος:
Hexane
Μετάφραση:
Hexane
Ελληνικός όρος:
Εξανοδιαμίνη
Αγγλικός όρος:
Hexanediamine
Μετάφραση:
Hexanediamine
Ελληνικός όρος:
Εξανοδιοϊκό οξύ 1,6-
Αγγλικός όρος:
1,6-hexanedioic acid, adipic acid
Μετάφραση:
1,6-hexanedioic acid, adipic acid
Ελληνικός όρος:
Εξανοδιόνη
Αγγλικός όρος:
Hexanedione, acetonylacetone
Μετάφραση:
Hexanedione, acetonylacetone
Ελληνικός όρος:
Εξανοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Caproic acid, hexanoic acid
Μετάφραση:
Caproic acid, hexanoic acid
Ελληνικός όρος:
Εξανόνη
Αγγλικός όρος:
Hexanone, methyl isobutyl ketone, isoproylacetone, 4-methyl-2-pentanone, MIBK
Μετάφραση:
Hexanone, methyl isobutyl ketone, isoproylacetone, 4-methyl-2-pentanone, MIBK
Ελληνικός όρος:
Εξαντλημένα απορροφητικά υλικά
Αγγλικός όρος:
Spent absorbents
Μετάφραση:
Spent absorbents
Ελληνικός όρος:
Εξαντλημένη άμμος αμμοβολής
Αγγλικός όρος:
Spent blasting grit
Μετάφραση:
Spent blasting grit
Ελληνικός όρος:
Εξαντλημένο ουράνιο
Αγγλικός όρος:
Depleted uranium
Μετάφραση:
Depleted uranium
Ελληνικός όρος:
Εξαντλημένος ενεργός άνθρακας
Αγγλικός όρος:
Spent activated carbon
Μετάφραση:
Spent activated carbon
Ελληνικός όρος:
Εξαρθρώση
Αγγλικός όρος:
Dislocation
Μετάφραση:
Dislocation
Ελληνικός όρος:
Εξάρτημα
Αγγλικός όρος:
Component
Μετάφραση:
Component
Ελληνικός όρος:
Εξαρτημένη μεταβλητή
Αγγλικός όρος:
Dependent variable
Μετάφραση:
Dependent variable
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
10
Page
11
Page
12
Page
13
Τρέχουσα σελίδα
14
Page
15
Page
16
Page
17
Page
18
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »