Καταργήθηκε από :
Τροποποιήθηκε από :
Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 931Β_1984 | 2.58 MB |
1. Τις διατάξεις:
α) Του άρθρου 26 του Ν. 1428/1984 για την εκµετάλλευση λατοµείων αδρανών υλικών και άλλες διατάξεις, µε το οποίο αντικαταστάθηκε το άρθρο 162 του Ν. ∆/τος 210/1973 «περί Μεταλλευτικού Κώδικα».
β) Του άρθρου 14 του Ν. 1266/1982 «για τα όργανα ασκήσεως νοµισµατικής πιστωτικής και συναλλαγµατικής πολιτικής και άλλες διατάξεις».
γ) Του Π. ∆/τος 238/1979 «περί Οργανισµού του Υπουργείου Βιοµηχανίας και Ενέργειας».
δ) Του Π. ∆/τος 574/1982 «περί ανακατανοµής αρµοδιοτήτων Υπουργείων».
2. Την από 25.5.84 αναφορά της οµάδας εργασίας που συστήθηκε µε την απόφασή µας αριθ. V – 1 Φ. 7.3/28604/27.9.82, µε την οποία µας υποβλήθηκε το αρχικό σχέδιο του νέου Κανονισµού Μεταλλευτικών και Λατοµικών Εργασιών.
3. Το από 13.7.1984 σχέδιο Κανονισµού Μεταλλευτικών και Λατοµικών Εργασιών που εισηγήθηκε αρχικά η Υπηρεσία.
4. Το αριθ. 2440/12.12.1984 έγγραφο του Γεν. Γραµµατέα µε το οποίο διαβιβάστηκε στην Υπηρεσία το τελικό κείµενο του νέου Κανονισµού Μεταλλευτικών και Λατοµικών Εργασιών που του υπέβαλε ο συντονιστής της υπόψη οµάδας µετά το διάλογο που έγινε στο περιεχόµενο του αρχικού της σχεδίου.
5. Τη σύµφωνη γνώµη του Τεχνικού Επιµελητηρίου της Ελλάδας επί του σχεδίου του Νέου Κανονισµού Μεταλλευτικών και Λατοµικών Εργασιών που συνέταξε η παραπάνω οµάδα εργασίας, όπως διατυπώθηκε µε το έγγραφό του αριθ. 11121/28.6.84, αποφασίζουµε:
Ότι οι µεταλλευτικές και λατοµικές εργασίες για τον εντοπισµό ή εκµετάλλευση ή αξιοποίηση ή επεξεργασία των ορυκτών υλών σε κάθε µεταλλευτικό ή λατοµικό χώρο διέπονται στο εξής από άποψη ορθολογικής δραστηριότητας, ασφάλειας και προστασίας από τις παρακάτω διατάξεις:
1. Στον παρόντα Κανονισµό, διέπονται, από άποψη ορθολογικής δραστηριότητας, ασφάλειας και προστασίας, οι εργασίες για τον εντοπισµό ή εκµετάλλευση ή αξιοποίηση ή επεξεργασία των ορυκτών υλών σε κάθε µεταλλευτικό ή λατοµικό χώρο.
2. Ειδικότερα στον Κανονισµό αυτόν, καθορίζονται τα κριτήρια για την ορθολογική έρευνα, εκµετάλλευση, αξιοποίηση και επεξεργασία των ορυκτών υλών, οι υποχρεώσεις εκµεταλλευτών, εργοδοτών, µελετητών, επιβλεπόντων και εργαζοµένων, τα πλαίσια για τη µελέτη, οργάνωση, λειτουργία και επίβλεψη των αντίστοιχων έργων, τα προσόντα και η διαδικασία για την απόκτηση και ανάκληση αδειών για τις µεταλλευτικές και λατοµικές εργασίες που απαιτούν ειδίκευση, οι όροι και τα επιβαλλόµενα µέτρα για την ασφάλεια της ζωής και της υγείας των εργαζοµένων και των κάθε είδους µεταλλευτικών ή λατοµικών έργων και εγκαταστάσεων, για την προστασία της επιφάνειας και του περιβάλλοντος χώρου, για την εξασφάλιση των περίοικων, διερχοµένων, κτισµάτων, οικισµών, αρχαιολογικών, τουριστικών, φυσικού κάλους κ.λπ. χώρων, οδών, σιδηροδροµικών γραµµών, γραµµών µεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, δικτύων νερού και τηλεπικοινωνιών και λοιπών έργων δηµόσιας ωφέλειας, καθώς και τα για τον έλεγχο της εφαρµογής του απαιτούµενα στοιχεία και δικαιολογητικά. Επίσης στον παραπάνω Κανονισµό, προβλέπεται υποχρέωση κατάρτισης, σε κάθε έργο, ειδικών κανονισµών µε πρόσθετα µέτρα ασφάλειας – προστασίας, που εγκρίνονται µε απόφαση του Υπουργού Ενέργειας και Φυσικών Πόρων.
3. Οι διατάξεις του πιο πάνω Κανονισµού, έχουν επίσης εφαρµογή και για κάθε εργασία σχετική µε εκείνες που διέπονται από αυτόν (π.χ. γεωτρήσεις, επιφανειακές ή υπόγειες εκσκαφές, εγκαταστάσεις επεξεργασίας ορυκτών πόρων), που γίνονται έξω από µεταλλευτικούς ή λατοµικούς χώρους µε ευθύνη των εποπτευόµενων από το ΥΕΦΠ Ν.Π.∆.∆., Ν.Π.I.∆. και Οργανισµών.
4. Οι διατάξεις του παρόντος Κανονισµού είτε υποχρεωτικές για όλους που προαναφέρθηκαν στην παρ. 2 αυτού του άρθρου, από τους οποίους και απαιτείται η σχολαστική τήρησή τους. Η παράβαση των διατάξεων αυτών επισύρει τις από το Νόµο προβλεπόµενες κυρώσεις.
Για την κατανόηση των εννοιών που αναφέρονται στις διατάξεις του παρόντος Κανονισµού, ορίζονται τα παρακάτω :
α) Μεταλλευτικοί χώροι, είναι οι χώροι για τους οποίους έχουν δοθεί Άδειες Μεταλλευτικών Ερευνών, Οριστικές Παραχωρήσεις, Άδειες εξόρυξης, παραχωρήσεις µε φιρµάνια, τα ∆ηµόσια Μεταλλεία, οι ερευνητέες από το ∆ηµόσιο περιοχές, καθώς και αυτοί που χαρακτηρίζονται απ’ την κείµενη νοµοθεσία.
β) Λατοµικοί χώροι, είναι εκείνοι που καθορίζονται απ’ το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 1428/1984.
γ) Μεταλλευτικές ή λατοµικές εργασίες, είναι οι εργασίες που κύρια γίνονται µε διατρητικά ή γεωτρητικά ή εξορυκτικά ή και άλλα µηχανικά µέσα και που συµβάλλουν, άµεσα ή έµµεσα, στον εντοπισµό κοιτασµάτων ορυκτών υλών, όπως αυτές ορίζονται απ’ την κείµενη νοµοθεσία, καθώς και οι εργασίες που, άµεσα ή έµµεσα, συµβάλλουν στην εκµετάλλευση ή επεξεργασία ή γενικότερα αξιοποίηση των ορυκτών υλών κάθε µεταλλευτικού ή λατοµικού χώρου.
δ) Έργο, είναι το σύνολο των µεταλλευτικών ή λατοµικών εργασιών που αναπτύσσονται σε ενιαίο µεταλλευτικό ή λατοµικό ή και σε γειτονικούς ανάλογους χώρους που ανήκουν στον ίδιο εκµεταλλευτή και υπάγονται σε ενιαία ∆ιεύθυνση που έχει τη δυνατότητα εποπτείας.
ε) Εκµεταλλευτής, είναι το φυσικό ή νοµικό πρόσωπο ή κοινοπραξία προσώπων που έχει, σύµφωνα µε την κείµενη νοµοθεσία, το δικαίωµα έρευνας ή και εκµετάλλευσης στο µεταλλευτικό ή λατοµικό χώρο που βρίσκεται το έργο.
στ) Εργοδότης, είναι ο ίδιος ο εκµεταλλευτής, εφόσον αυτοδύναµα εκτελεί το έργο ή κάθε φυσικό ή νοµικό πρόσωπο που συνδέεται µε τον εκµεταλλευτή, µε σχέση εργολαβικής ανάθεσης του συνόλου ή µέρους του έργου και περιοριστικά µόνο για τις εργασίες που αναφέρονται στη σχετική σύµβαση.
ζ) Αξιοποίηση, είναι το σύνολο των εργασιών του έργου που γίνονται µε σκοπό την παραγωγή εµπορεύσιµων προϊόντων απ’ τις ορυκτές ύλες που περιλαµβάνονται στους αντίστοιχους µεταλλευτικούς ή λατοµικούς χώρους.
η) Εκµετάλλευση, είναι το µέρος των εργασιών του έργου απ’ την προσπέλαση του κοιτάσµατος µέχρι την παραγωγή εµπορεύσιµων προϊόντων.
θ) Εγκατάσταση, είναι ο συνδυασµός µηχανηµάτων ή και δικτύων που λειτουργούν µόνιµα τοποθετηµένα, καθώς και η δοµική κατασκευή που χρησιµοποιείται για τη στέγαση ή τοποθέτηση µηχανηµάτων, καθώς και η δοµική κατασκευή που χρησιµοποιείται για τη στέγαση ή τοποθέτηση µηχανηµάτων ή δικτύων ή οργάνων ή εργαλείων ή βοηθητικού εξοπλισµού ή υλικών κ.λπ. και που, σε κάθε περίπτωση, για την κατασκευή και λειτουργία της απαιτείται, σύµφωνα µε την κείµενη νοµοθεσία, ειδική άδεια.
ι) Σύστηµα, είναι ο συνδυασµός µηχανηµάτων ή δικτύων ή εγκαταστάσεων, που εξυπηρετεί µια ή περισσότερες φάσεις του έργου.
ια) Υπόγειες εκσκαφές, είναι οι στοές, οι σήραγγες, τα φρέατα, τα κεκλιµένα, τα υπόγεια µέτωπα και εξοφλήσεις κλπ.
ιβ) Κεντρικές υπόγειες εκσκαφές, είναι οι υπόγειες προσπελάσεις, οι στοές τα φρέατα και κεκλιµένα της κύριας µεταφοράς, καθώς και όποια άλλη εκσκαφή κριθεί ότι θα εξυπηρετήσει, για µεγάλο χρονικό διάστηµα, βασικές ανάγκες των υπόγειων εργασιών.
1. Ο έλεγχος της τήρησης των διατάξεων του παρόντος Καν/σµού, ασκείται από την αρµόδια Επιθεώρηση Μεταλλείων που οφείλει να επιθεωρεί όλα τα έργα, να δίνει τις κατάλληλες εντολές και να επιβάλλει, σε περίπτωση µη συµµόρφωσης των εκµεταλλευτών και εργοδοτών, τις απ’ το Νόµο προβλεπόµενες κυρώσεις.
2. Οι σχετικοί έλεγχοι της Επιθεώρησης Μεταλλείων, πρέπει να γίνονται από ∆ιπλ. Μηχανικούς Μεταλλείων – Μεταλλουργούς, οι οποίοι σε ειδικές περιπτώσεις συνδράµονται από Τεχνικούς άλλων ειδικοτήτων µε ανώτερη, το λιγότερο, στάθµη εκπαίδευσης που υπηρετούν στην πιο πάνω Υπηρεσία. Σε περίπτωση αντικειµενικής αδυναµίας µετά από αίτηση του Επιθεωρητή Μεταλλείων, οι έλεγχοι αρµοδιότητας Επιθεώρησης Μεταλλείων, µπορούν να γίνονται και από Τεχνικούς, ανάλογων όπως παραπάνω προσόντων, του ΥΕΦΠ, µε απόφαση του οικείου Υπουργού.
3.Στη διάρκεια του επιτόπιου ελέγχου, ο ελεγκτής Μηχανικός της Επιθεωρήσεως Μεταλλείων, συνοδεύεται από ένα εκπρόσωπο της ∆/νσης του έργου και ένα εκπρόσωπο από κάθε σωµατείο των εργαζοµένων στο έργο και µόνο για τους χώρους όπου εργάζονται µέλη του αντίστοιχου σωµατείου. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει κανένα σωµατείο εργαζοµένων στο έργο, ο εκπρόσωπος εκλέγεται απ’ τους εργαζοµένους σ’ αυτό.
Η απουσία ή αναιτιολόγητη καθυστέρηση παρουσίας των παραπάνω εκπροσώπων κατά την ώρα που θα τους καλέσει ο ελεγκτής, δεν αναβάλλει τον απ’ αυτόν προγραµµατισµένο έλεγχο του έργου.
Η γνωστοποίηση του εκπρόσωπου των εργαζοµένων και 2 αναπληρωτών του στην Επιθεώρηση Μεταλλείων, πρέπει να γίνεται στην αρχή κάθε χρόνου.
Ο ελεγκτής Μηχανικός, έχει δικαίωµα να ελέγχει όλα τα στοιχεία του έργου που σχετίζονται µε τις µεταλλευτικές ή λατοµικές εργασίες, την ασφάλεια και υγιεινή των εργαζόµενων, την προστασία του περιβάλλοντος κλπ, καθώς και να παίρνει άµεσα αντίγραφα όλων των σχετικών εγγράφων ή σχεδίων του έργου.
Οι ηµεροµηνίες ελέγχου του έργου, οι τυχόν παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος Κανονισµού που άµεσα διαπιστώθηκαν, καθώς και των εντολών της Επιθεώρησης Μεταλλείων που έχουν δοθεί, πρέπει να καταχωρούνται ενυπόγραφα απ’ τον ελεγκτή, µετά το τέλος του ελέγχου, στο ειδικό θεωρηµένο βιβλίο επιθεωρήσεων που φυλάγεται σε κάθε έργο. Μετά την καταχώρηση των παρατηρήσεων του ελεγκτή, το βιβλίο δίνεται στην ∆/νση του έργου, ενώ µπορούν να διαβάζουν το περιεχόµενό του και οι εκπρόσωποι των εργαζόµενων.
4. Η Επιθεώρηση Μεταλλείων, έχει δικαίωµα να δίνει εντολές και για πρόσθετα, πέρα από τις διατάξεις του παρόντος Κανονισµού, µέτρα ασφάλειας – προστασίας ή ορθολογικής δραστηριότητας, που πρέπει, µετά την ικανοποίησή τους, να εφαρµόζονται, ανάλογα µε την περίπτωση, απ’ τους εκµεταλλευτές ή εργολάβους, ή ∆/ντές ή λοιπά στελέχη της ιεραρχίας του έργου.
5.Οι εντολές της Επιθεώρησης Μεταλλείων, κοινοποιούνται έγγραφα στον εκµεταλλευτή που υποχρεώνεται, στη συνέχεια, να αποστείλει άµεσα αντίγραφα των εντολών στους εργολάβους και στα αρµόδια στελέχη της ιεραρχίας του έργου, καθώς και στα σωµατεία των εργαζοµένων στο έργο.
6.Σε περίπτωση διαφωνίας του εκµεταλλευτή για την σκοπιµότητα ή δυνατότητα εφαρµογής εντολής της Επιθεώρησης, επιτρέπεται η προσφυγή στον Υπουργό Ενέργειας και Φυσικών Πόρων, που ασκείται, σε ανατρεπτική προθεσµία τριάντα ηµερών απ’ την ηµεροµηνία κοινοποίησης της εντολής και σύµφωνα µε την κείµενη νοµοθεσία. Η πρόθεση του εκµεταλλευτή για προσφυγή, γνωστοποιείται στα σωµατεία των εργαζοµένων του έργου.
7. Για την εξέταση των συνθηκών λειτουργίας των έργων, µπορεί να συγκροτούνται, µε απόφαση του Υπουργού Ενέργειας και Φυσικών Πόρων, γνωµοδοτικές επιτροπές από ∆ιπλ. Μηχανικούς της Επιθεώρησης Μεταλλείων, ειδικούς επιστήµονες άλλων Υπουργείων ή ∆ηµόσιων Φορέων και εκπροσώπους των αρµόδιων συνδικαλιστικών οργανώσεων (πρωτοβάθµιων, δευτεροβάθµιων, τριτοβάθµιων), εργαζοµένων και εργοδοτών και της Τοπικής Ένωσης ∆ήµων και Κοινοτήτων.
8. Όλοι που αναφέρονται στις παρ. 2 και 7 αυτού του άρθρου, έχουν, µε την επιφύλαξη του άρθρου 20 παρ.2 εδ. β΄, δικαίωµα εισόδου σ’ όλους τους χώρους του έργου χωρίς άδεια του εκµεταλλευτή και υποχρέωση προειδοποίησής τους.
9.Κατεξαίρεση, ο έλεγχος για τα έργα έρευνας και εκµετάλλευσης φυσικών υδρογονανθράκων, ασκείται απ’ την αρµόδια Υπηρεσία του ΥΕΦΠ.
1. Ο εκµεταλλευτής, µεταξύ των άλλων, έχει και τις παρακάτω υποχρεώσεις:
α) Να οριοθετήσει, µε τεχνητά και µόνιµα ορόσηµα, το µεταλλευτικό ή λατοµικό του χώρο, να φροντίζει για τη διασφάλισή τους και να υποβάλλει σχεδιάγραµµα και τεύχη υπολογισµού της οριοθέτησης στην αρµόδια Επιθεώρηση Μεταλλείων.
β) Να καταρτίζει και υποβάλλει, στην αρµόδια Υπηρεσία του ΥΕΦΠ, πριν απ’ την έναρξη µεταλλευτικών ή λατοµικών εργασιών σε νέο έργο ή και νέο µέρος του που δεν είχε περιληφθεί στην αρχική µελέτη, τεχνική µελέτη του έργου ή µέρους του έργου που οι προδιαγραφές της, καθώς και η διαδικασία για την έγκρισή της, αναφέρονται στα άρθρα 97 και 98. Τα κριτήρια που γενικά πρέπει να ικανοποιούνται στις παραπάνω µελέτες είναι, η οικονοµία του κοιτάσµατος σε συνδυασµό µε την ασφάλεια των εργαζοµένων, εργασιών και εγκαταστάσεων, την προστασία του περιβάλλοντος και
γενικότερα, η ελαχιστοποίηση του κοινωνικού κόστους.
γ) Να σχεδιάζει και εκτελεί ορθολογικά, σύµφωνα µε τους κανόνες της επιστήµης και της τεχνικής, καθώς και τα κριτήρια του άρθρου 6, κάθε µεταλλευτική ή λατοµική εργασία που γίνεται στο έργο του.
δ) Να φροντίζει, για την τήρηση στο έργο του ενηµερωµένων, ανάλογα µε το ρυθµό εκτέλεσης των εργασιών, χαρτών και σχεδιαγραµµάτων, καθώς και όλων των στοιχείων προόδου των εργασιών µε τα σχετικά αποτελέσµατα που θα βρίσκονται, κάθε φορά, στη διάθεση των αρµόδιων Υπηρεσιών του ΥΕΦΠ.
ε) Να φροντίζει, ώστε οι σχετικές δραστηριότητές τους να µην καταστρέφουν αρχαιολογικά ή άλλά αξιόλογης σηµασίας επιστηµονικά ευρήµατα και να αναφέρει, άµεσα, την ανεύρεση των παραπάνω στην Αστυνοµική Αρχή και στην αρµόδια Επιθεώρηση Μεταλλείων, ενώ στην περίπτωση αρχαιολογικών ευρηµάτων, σύµφωνα µε την κείµενη νοµοθεσία και στην Αρχαιολογική Υπηρεσία.
στ) Να υπογράφει, σε περίπτωση εργολαβικής ανάθεσης του συνόλου ή µέρους του έργου, σχετική σύµβαση µε τον εργολάβο, όπου να στοιχειοθετείται η υποχρέωση του τελευταίου για την τήρηση των διατάξεων του παρόντος Κανονισµού, των ειδικών κανονισµών του έργου και των εντολών της Επιθεώρησης Μεταλλείων, καθώς και για την απασχόληση του προβλεπόµενου, απ’ τις διατάξεις του παρόντος Κανονισµού και την κείµενη νοµοθεσία, προσωπικού. Σε περίπτωση που τα παραπάνω δεν αναφέρονται ρητά στη σύµβαση, οι ευθύνες του εργοδότη, για το µέρος του έργου που αναφέρει η σύµβαση, παραµένουν στον εκµεταλλευτή. Όταν υπάρχουν στο ίδιο έργο, περισσότερες από µια εργολαβίες, η ευθύνη για το συντονισµό και προγραµµατισµό των εργασιών βαρύνει τον εκµεταλλευτή.
ζ) Να φροντίζει, σε περίπτωση λειτουργίας γειτονικού έργου, ώστε οι εργασίες του έργου του να µη δηµιουργούν κινδύνους ή γενικότερα δυσµενείς επιπτώσεις, στις εργαζόµενους του άλλου έργου. Στην περίπτωση αυτή, οι εκµεταλλευτές πρέπει να έρχονται σε συνεννόηση για τον από κοινού προγραµµατισµό των εργασιών στις όµορες περιοχές, ώστε, µεταξύ των άλλων, να γίνεται απόληψη του µεγαλύτερου δυνατού µέρους του κοιτάσµατος ή του στείρου που εντοπίζεται σ’ αυτές, µε παρέκκλιση, όπου χρειάζεται, των σχετικών διατάξεων του άρθρου 80 παρ. 2 εδ. γ΄ σε συνδυασµό µε τη δηµιουργία ασφαλών συνθηκών για τα έργα, τους εργαζόµενους και τον περιβάλλοντα χώρο. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει συµφωνία των εκµεταλλευτών για ένα σύµφωνα µε τα παραπάνω, διακανονισµό, αποφασίζει σχετικά η αρµόδια Επιθεώρηση Μεταλλείων.
2. Ο εργοδότης, µεταξύ των άλλων, έχει και τις παρακάτω υποχρεώσεις:
α) Την ευθύνη για τη διοικητική µέριµνα, καταλληλότητα και εκπαίδευση, καθώς και την τήρηση των µέτρων υγιεινής και επίβλεψη της υγείας των εργαζόµενων που απασχολεί, σύµφωνα µε τις διατάξεις του παρόντος Κανονισµού και της σχετικής νοµοθεσίας.
β) Την ευθύνη για την τήρηση των µέτρων προστασίας έργων, εργαζοµένων, περίοικων και περιβάλλοντος που εισηγούνται, ανάλογα µε την περίπτωση, οι επιβλέποντες και οι υπεύθυνοι γιατροί.
γ) Να υπογράφει, σε περίπτωση υπεργολαβικής ανάθεσης του συνόλου ή µέρους της εργολαβίας σε υπεργολάβο, σύµβαση υπεργολαβικής ανάθεσης µε τον υπεργολάβο, σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα απ’ την περίπτωση στ της παρ. 1 αυτού του άρθρου, οπότε ανάλογα κατανέµονται και οι ευθύνες. Ο υπεργολάβος, θεωρείται εργοδότης για το µέρος του έργου που αφορά η σχετική σύµβαση.
Οι εργαζόµενοι σε κάθε έργο, µεταξύ των άλλων, έχουν και τις παρακάτω υποχρεώσεις.
α) Οφείλουν να τηρούν σχολαστικά τις διατάξεις του παρόντος Κανονισµού και των ειδικών Κανονισµών του έργου και να υπακούουν στις εντολές των ιεραρχικά ανωτέρων τους.
β) Να µην εγκαταλείπουν, την εργασία τους χωρίς σοβαρό λόγο και άδεια του ιεραρχικά ανώτερου.
γ) Να ενηµερώνουν, άµεσα, τους ιεραρχικά ανώτερους τους για καθετί που σχετίζεται µε την ασφάλεια και καλή λειτουργία του έργου, καθώς και την ανεύρεση αρχαιολογικών ή άλλων επιστηµονικών ευρηµάτων.
δ) Να µην υποτιµούν τους κινδύνους και να µην αναλαµβάνουν πρωτοβουλίες πέρα από τις δυνάµεις, τις γνώσεις και τα καθήκοντά τους.
ε) Να φέρνουν και φορούν στη διάρκεια εργασίας, σύµφωνα µε τις εντολές των ιεραρχικά ανωτέρων τους, τα ατοµικά είδη προστασίας και να φροντίζουν για την
καλή διατήρησή τους.
στ) Να µην κυκλοφορούν άσκοπα, στους χώρους εργασίας καθώς και να µην εισέρχονται ή παραµένουν σ’ αυτούς, χωρίς λόγο και άδεια του αρµόδιου προϊστάµενου.
ζ) Να εργάζονται µε επιµέλεια και σοβαρότητα, να χειρίζονται και χρησιµοποιούν, µε σωστό τρόπο, τα µηχανήµατα, εργαλεία και όργανα, να φροντίζουν για τη µεταφορά, επισκευή και συντήρησή τους και γενικά τη διατήρησή τους σε καλή κατάσταση.
η) Να µη ρυπαίνουν τους χώρους εργασίας και το περιβάλλον, καθώς και να µην καταστρέφουν ή µετατοπίζουν αυθαίρετα τις πινακίδες και τα σήµατα του έργου.
θ) Να ενηµερώνουν το γιατρό του έργου, για κάθε πρόβληµα της υγείας τους.
ι) Να συµµετέχουν στα εκπαιδευτικά προγράµµατα και στις ασκήσεις διάσωσης, εγκατάλειψης και πυρασφάλειας του έργου.
1.Στο άρθρο αυτό, αναφέρονται τα γενικά κριτήρια της ορθολογικής δραστηριότητας που πρέπει να τηρεί ο εκµεταλλευτής, σε κάθε φάση ή είδος των εργασιών του έργου του.
2.Στις ερευνητικές µεταλλευτικές ή λατοµικές εργασίες, στόχος να είναι ο εντοπισµός εκµεταλλεύσιµων κοιτασµάτων ορυκτών υλών.
Ο σχεδιασµός της ερευνητικής δραστηριότητας, να γίνεται κλιµακωτά κατά τα απαραίτητα στάδια. Πριν από την έναρξη των σχετικών εργασιών, να έχουν προηγηθεί τα προκαταρκτικά στάδια της έρευνας.
Η σκοπιµότητα της προχώρησης από στάδιο σε στάδιο, να δικαιολογείται µε επιστηµονικά, τεχνικά και οικονοµικά κριτήρια, απ’ τα δεδοµένα των προηγούµενων σταδίων και να συνδυάζεται µε την αύξηση του βαθµού ασφάλειας των αποθεµάτων.
Η διάρκεια και το κόστος των εργασιών κάθε σταδίου, να µη ξεπερνάει, ανάλογα και µε τα κοιτασµατολογικά χαρακτηριστικά, τα όρια που προβλεπόταν απ’ την κείµενη νοµοθεσία.
3.Οι µεταλλευτικές ή λατοµικές εργασίες της εκµετάλλευσης, να βασίζονται σε, ανάλογα µε την περίπτωση, επαρκή και αξιόπιστα στοιχεία των ερευνητικών εργασιών.
Να συνδυάζεται, ο ρυθµός παραγωγής µε το ρυθµό προετοιµασίας (αποκάλυψη ή περιχάραξη) τµηµάτων του κοιτάσµατος ώστε να εξασφαλίζονται, στο τέλος κάθε ηµερολογιακού έτους, απολήψιµα αποθέµατα που επαρκούν, ανάλογα µε το αντίστοιχο ύψος της παραγωγής, για ένα, το λιγότερο, επόµενο χρόνο.
Να µην περιορίζεται η εκµετάλλευση, µόνο στα τµήµατα του κοιτάσµατος που συγκριτικά έχουν καλύτερη ποιότητα ή µπορούν να εξορυχθούν µε καλύτερες συνθήκες. Αντίθετα να καταβάλλεται κάθε προσπάθεια, για συνδυασµένη εκµετάλλευση µε στόχο την αξιοποίηση, όσο το δυνατό, µεγαλύτερου µέρους του κοιτάσµατος. Σε περίπτωση που το παραπάνω δεν είναι οικονοµικά εφικτό, οι ορυκτές ύλες των µικρότερου ενδιαφέροντος τµηµάτων του κοιτάσµατος εφόσον εξορύσσονται, να κατευθύνονται σε ξεχωριστούς χώρους απόθεσης, ώστε, χωρίς δυσκολία, να µπορούν να αποληφθούν µελλοντικά για µια πιθανή αξιοποίησή του ή εφόσον παραµένουν ανεκµετάλλευτοι, αν µπορούν να εξορυχθούν µε τις εκσκαφές που έχουν ήδη διανοιχτεί.
Οι σχετικές εργασίες, να µη γίνονται µε τρόπο ώστε, να καταστρέφονται τµήµατα του κοιτάσµατος που έχουν καταρχήν εµπορεύσιµη ποιότητα (π.χ. να µη γίνεται χρήση διαρηκτικών εκρηκτικών υλών για την εξόρυξη όγκων µαρµάρου), να υποβαθµίζεται η ποιότητα ή οι ιδιότητες του προϊόντος και να διαφεύγουν αξιόλογες ποσότητες µε τα στείρα, χωρίς να εξασφαλίζεται δυνατότητα άµεσης ή και µελλοντικής απόληψης.
Γενικότερα, να αποφεύγεται κάθε τρόπος κατασπατάλησης ή ευκαιριακής εκµετάλλευσης του κοιτάσµατος.
Οι µεταλλευτικές ή λατοµικές εργασίες της επεξεργασίας, να γίνονται µε τρόπο ώστε, να εξασφαλίζεται η µεγαλύτερη δυνατή ανάκτηση των χρήσιµων συστατικών των ορυκτών υλών που εξορύσσονται, σε συνδυασµό µε την επίτευξη της καλύτερης δυνατής ποιότητας του προϊόντος.
Να προβλέπεται δυνατότητα απόληψης των χρήσιµων συστατικών που περιέχονται στα απορρίµµατα µε ανακύκλωση ή ξεχωριστή απόθεση για µελλοντική αξιοποίηση.
Να προβλέπεται δυνατότητα αξιοποίησης των παραπροϊόντων ή υποπροϊόντων της παραγωγικής διαδικασίας ή στην περίπτωση που αυτό δεν είναι οικονοµικά εφικτό, η ασφαλής αποµάκρυνση, απόθεση ή φύλαξη ή δέσµευση κ.λπ. των παραπάνω υλών.
1.Απαγορεύεται η στέγαση του προσωπικού στους χώρους που εκτελούνται µεταλλευτικές ή λατοµικές εργασίες.
2.Οι οικισµοί διαµονής του προσωπικού, πρέπει να γίνονται σύµφωνα µε το χωροταξικό σχέδιο της περιοχής και να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες αντιλήψεις και προδιαγραφές για άνετη και υγιεινή στέγαση.
3. Στους µεταλλευτικούς και λατοµικούς χώρους και σε κατάλληλες θέσεις που εγκρίνονται µε την τεχνική µελέτη του άρθρου 4, πρέπει να υπάρχου, ανάλογα µε το µέγεθος και τη µονιµότητα των εργασιών του έργου, αποδυτήρια, εστιατόρια, γραφεία, αποχωρητήρια και φυλάκια. Στα µικρά ή µικρής διάρκειας έργα και στα εργοτάξια ερευνών, αντί για τα παραπάνω κτίσµατα µπορεί να υπάρχουν πρόχειρα ή κινητά καταλύµατα.
4.Τα κτίσµατα των αποδυτηρίων και εστιατορίων, πρέπει να είναι κατάλληλα διαρρυθµισµένα και να έχουν τους απαραίτητους χώρους και εξοπλισµό, ώστε να εξυπηρετούνται µε τον καλλίτερο δυνατό τρόπο οι εργαζόµενοι.
Στα αποδυτήρια, ο κάθε εργαζόµενος πρέπει να έχει στη διάθεσή του ένα ατοµικό ντουλάπι µε κλειδαριά και δύο χωρίσµατα, για τη φύλαξη των στολών εργασίας και των προσωπικών του ρούχων.
Για το πλύσιµο των εργαζόµενων, πρέπει να υπάρχει επαρκής ποσότητα νερού (κρύου και ζεστού) και σαπουνιού, καθώς και ανάλογος αριθµός νιπτήρων και καταιονιστήρων σε αναλογία, ένας, το λιγότερο, νιπτήρας και καταιονιστήρας για 5 άτοµα σε κάθε βάρδια.
Οι εργαζόµενοι, πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους επαρκή αριθµό αποχωρητηρίων (ανδρών-γυναικών), σε αναλογία ένα, το λιγότερο, αποχωρητήριο για 30 εργαζόµενους σε κάθε βάρδια, που να είναι κατασκευασµένα και λειτουργούν σύµφωνα µε τις σχετικές υγειονοµικές διατάξεις.
5.Κοντά στις υπαίθριες µεταλλευτικές και λατοµικές εργασίες και εφόσον αυτές εκτελούνται σε µεγάλη απόσταση απ’ τα εστιατόρια ή αποδυτήρια, πρέπει να κατασκευάζονται πρόχειρα καταλύµατα για την προφύλαξη του αντίστοιχου προσωπικού από τις δυσµενείς καιρικές συνθήκες καθώς και πρόχειροι χώροι υγιεινής.
6.Κοντά σε κάθε θέση εργασίας, πρέπει να υπάρχει επαρκής ποσότητα πόσιµου νερού.
1.Σε κάθε εργαζόµενο του έργου, πρέπει να χορηγούνται από τον εργοδότη του τα παρακάτω ατοµικά είδη προστασίας που να είναι κατασκευασµένα σύµφωνα µε τις ισχύουσες προδιαγραφές :
α) Ένα κράνος από συνθετική πλαστική ύλη ή ελαφρό µέταλλο, µε εσωτερικό προστατευτικό δικτυωτό.
β) Ένα, το λιγότερο, ζευγάρι κάθε χρόνο άρβυλα αντιολισθητικά, ενισχυµένα στα άκρα για τις περιπτώσεις που υπάρχει κίνδυνος πτώσης υλικών ή αντικειµένων στα πόδια (υπόγειες και υπαίθριες εκµεταλλεύσεις, γεωτρύπανα κ.λπ.)
γ) Ένα, το λιγότερο, ζευγάρι κάθε χρόνο ψηλές λαστιχένιες µπότες ενισχυµένες στα άκρα, για κάθε εργαζόµενο σε θέσεις όπου υπάρχει λάσπη ή νερά.
δ) Μια, το λιγότερο, κάθε εξάµηνο, φόρµα εργασίας, που πρέπει να είναι ολόσωµη και εφαρµοστή για καθένα που εργάζεται σε θέσεις κοντά σε στρεφόµενα µέρη µηχανών.
ε) Ένα αδιάβροχο κατάλληλο για καθένα που απασχολείται σε εργασίες ή θέσεις όπου πέφτουν ή εκτοξεύονται νερά ή λάσπη.
στ) Ένα ζευγάρι κατάλληλα γάντια, ανάλογα µε την περίπτωση.
ζ) Ένα ζευγάρι κατάλληλα µαντογυάλια ή κατάλληλη προσωπίδα, ανάλογα µε την περίπτωση, για καθένα που εργάζεται σε θέσεις που παράγεται σκόνη, εκσφενδονίζονται λάσπες ή άλλα υλικά, γίνονται κρούσεις µε σφύρα, εκπέµπονται σπινθήρες, διενεργούνται οξυγονοκολλήσεις ή ηλεκτροκολλήσεις, εκτοξεύονται διαβρωτικά ή καυστικά υγρά κ.λπ.
η) Μια κατάλληλη µάσκα, ανάλογα µε την περίπτωση, για καθένα που απασχολείται σε εργασίες ή θέσεις που παράγονται σκόνη ή ατµοί ή αέρια.
θ) Ένα ζευγάρι κατάλληλων ωτασπίδων ή ωτοβυσµάτων, για καθένα που απασχολείται σε εργασίες ή θέσεις όπου η στάθµη του θορύβου ξεπερνάει τα επιτρεπόµενα όρια.
ι) Μια ζώνη ασφαλείας, για καθένα που απασχολείται σε θέσεις εργασίας όπου υπάρχει κίνδυνος ατυχήµατος ή δυστυχήµατος από πτώση του (µέτωπα, πύργοι γεωτρυπάνων, φρέατα, κεκλιµένα, σιλό κ.λπ.)
ια) Μια ατοµική ηλεκτρική λάµπα, για καθένα που απασχολείται σε υπόγειες εργασίες ή όπου αλλού απαιτείται.
ιβ) Ένα εναλλακτικό χιτώνιο ή κατάλληλα ανακλαστικά µέσα, για καθένα που απασχολείται σε χώρους µε συχνή κυκλοφορία µηχανηµάτων και µε όχι καλή ορατότητα (θέσεις µη φωτιζόµενες, σκόνες, οµίχλη κλπ.).
2.Τα παραπάνω είδη και συσκευές, είναι περιουσία του εργοδότη και πρέπει, µε φροντίδα του προσωπικού επιστασίας ή επίβλεψης, να φορούν όλοι οι εργαζόµενοι στις αντίστοιχες εργασίες.
Οι εργαζόµενοι πρέπει να φροντίζουν για την καλή χρήση των ειδών. Η συντήρηση των ειδών προστασίας, πρέπει να γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήµατα, µε ευθύνη και δαπάνη του εργοδότη. Ειδικά η ευθύνη για το πλύσιµο των στολών εργασίας µπορεί να αναλαµβάνεται απ’ τον εργοδότη ή τρίτο πρόσωπο εφόσον το ζητήσουν οι εκπρόσωποι των εργαζοµένων.
3.Ο εργοδότης, οφείλει να αντικαταστήσει άµεσα τα είδη προστασίας που έχουν υποστεί φθορά και είναι ακατάλληλα ή αναποτελεσµατικά στη χρήση τους.
4.Μετά το τέλος της εργασίας, τα παραπάνω είδη και συσκευές πρέπει, ανάλογα µε την περίπτωση, να παραδίνονται για συντήρηση ή φύλαξη ή να τοποθετούνται µέσα στα ατοµικά ντουλάπια των αποδυτηρίων.
Απαγορεύεται η χρησιµοποίησή τους έξω απ’ την εργασία.
1.Σε κάθε έργο που απασχολεί πάνω από 200 εργατοτεχνίτες και τεχνικούς υπαλλήλους, πρέπει να υπηρετεί µε υπαλληλική σχέση εργασίας, ένας, το λιγότερο, γιατρός κατά προτίµηση µε ειδικότητα ιατρικής της εργασίας ή παθολογίας ή γενικής ιατρικής.
2.Σε περίπτωση που απασχολείται αριθµός εργαζόµενων µικρότερος από 200, ο εργοδότης οφείλει να συµβληθεί µε γιατρό, των παραπάνω, κατά προτίµηση, ειδικοτήτων, που βρίσκεται στην πλησιέστερη περιοχή, για την προσφορά των σχετικών υπηρεσιών. Στις περιπτώσεις που υπάρχει δυσχέρεια εξεύρεσης γιατρού, ο εργοδότης υποχρεώνεται να ενηµερώσει σχετικά την Επιθεώρηση Μεταλλείων, τη ∆/νση Υγιεινής της αρµόδιας Νοµαρχίας και τον Ιατρικό Σύλλογο της περιοχής, για την αντιµετώπιση του προβλήµατος.
3.Σε περίπτωση που απασχολούνται περισσότεροι από 30 εργαζόµενοι, ο εργοδότης οφείλει να απασχολεί µόνιµα, ένα, το λιγότερο, διπλωµατούχο νοσοκόµο.
Ανάλογα µε τον αριθµό των εργαζοµένων και τη διασπορά των εργασιών του έργου, πρέπει να ορίζονται, σε κάθε βάρδια, ειδικά εκπαιδευµένοι εργαζόµενοι για την παροχή πρώτων βοηθειών.
4.Καθήκοντα του γιατρού, µεταξύ των άλλων, είναι και τα παρακάτω:
α) Να πηγαίνει, το ταχύτερο δυνατό, στο έργο µετά από σχετική κλήση.
β) Να φροντίζει, σύµφωνα µε τους κανόνες της επιστήµης, για την παροχή πρώτων βοηθειών, και την αποστολή των τραυµατιών ή αρρώστων στο πλησιέστερο και κατάλληλο νοσηλευτικό κέντρο.
γ) Να φροντίζει για την παροχή νοσηλευτικής περίθαλψης στους εργαζόµενους.
δ) Να εκπαιδεύει, σε συνεργασία µε το ∆/ντή του έργου, το Γραφείο ασφάλειας και το τµήµα εκπαίδευσης, συνεργεία εργαζόµενων για την παροχή πρώτων βοηθειών.
ε) Να συνεργάζεται µε τη ∆/νση του έργου και το Γραφείο ασφάλειας, για τον έλεγχο των συνθηκών υγιεινής και την προστασία της υγείας των εργαζοµένων.
στ) Να καταρτίζει και υποβάλλει για έγκριση στη ∆/νση Υγιεινής της αρµόδιας Νοµαρχίας, προγράµµατα διενέργειας των κλινικών, ακτινογραφικών και εργαστηριακών εξετάσεων των νεοπροσλαµβανόµενων και περιοδικού ιατρικού ελέγχου των εργαζόµενων και να φροντίσει για την υλοποίησή τους.
ζ) Να γνωµατεύει για την καταλληλότητα των νεοπροσλαµβανόµενων και γενικά του προσωπικού σε συγκεκριµένες θέσεις εργασίας.
η) Να διατηρεί και ενηµερώνει τους ατοµικούς φακέλους υγείας των εργαζόµενων.
θ) Να προΐσταται στο ιατρικό τµήµα του έργου που περιλαµβάνει το βοηθητικό προσωπικό, το ιατρείο και τα µέσα πρώτων βοηθειών.
5.Καθήκοντα του νοσοκόµου, µεταξύ των άλλων, είναι και τα παρακάτω:
α) Η παροχή πρώτων βοηθειών στους τραυµατίες και η φροντίδα για την, όσο το δυνατό, γρηγορότερη εξέτασή τους απ’ το γιατρό.
β) Η βοήθεια στο γιατρό για την εξέταση των τραυµατικών και αρρώστων.
γ) Η φροντίδα, σύµφωνα µε τις εντολές του γιατρού, για την προµήθεια των απαραίτητων, φαρµάκων και µέσων περίθαλψης.
δ) Η διατήρηση των συσκευών σε καλή κατάσταση, η φροντίδα για την καθαριότητα του ιατρείου, καθώς και την ετοιµότητα του ασθενοφόρου οχήµατος.
1.Σε κάθε έργο που απασχολεί περισσότερους από 20 εργαζόµενους, πρέπει να υπάρχει ένα κατάλληλο εξοπλισµένο, µε ευθύνη του γιατρού, ιατρείο. Μέσα στο χώρο του ιατρείου πρέπει να υπάρχουν δύο, το λιγότερο, κρεβάτια, τα απαραίτητα για τις ιατρικές εξετάσεις και παροχή πρώτων βοηθειών εργαλεία, συσκευές και φάρµακα, καθώς και δύο, το λιγότερο, φορεία εφοδιασµένα µε κλινοσκεπάσµατα για τη µεταφορά των τραυµατιών.
Στην περίπτωση που ο αριθµός των εργαζόµενων του έργου είναι µεγαλύτερος από 50, πρέπει να υπάρχει και ένα, το λιγότερο, κατάλληλο ασθενοφόρο όχηµα που θα προορίζεται αποκλειστικά για τη µεταφορά αρρώστων ή τραυµατικών. Αν ο αριθµός των εργαζόµενων του έργου είναι µεγαλύτερος από 200, πρέπει να υπάρχει και δεύτερο, το λιγότερο, ασθενοφόρο όχηµα. Ανάλογα µε τον αριθµό των εργαζόµενων, τις συνθήκες εργασίας, τη
συχνότητα των ατυχηµάτων και την απόσταση απ’ τα κέντρα περίθαλψης, µπορεί να επιβάλλεται µεγαλύτερος αριθµός ασθενοφόρων οχηµάτων. Για όλα τα ασθενοφόρα οχήµατα του έργου, πρέπει, µε ευθύνη της ∆/νσης, να υπάρχουν διαθέσιµοι αδειούχοι οδηγοί εκπαιδευµένοι στη χρήση των παραπάνω οχηµάτων, για την άµεση κίνησή τους σε περίπτωση ανάγκης.
Σε περίπτωση που δεν είναι υποχρεωτική η ύπαρξη ασθενοφόρου οχήµατος, ορισµένα µέσα µεταφοράς του προσωπικού, πρέπει να είναι κατάλληλα διαρρυθµισµένα και εξοπλισµένα, ώστε να µπορούν να χρησιµοποιηθούν και για τη µεταφορά τραυµατικών ή αρρώστων. Τέτοια οχήµατα πρέπει να υπάρχουν και σε αποµακρυσµένα θέσεις εργασίας των έργων του παραπάνω εδαφ. β΄, εφόσον η απόστασή τους απ’ τις θέσεις στάθµευσης των ασθενοφόρων οχηµάτων είναι µεγαλύτερη των 5 χιλιοµέτρων οπότε και επιβάλλεται η εξασφάλιση δυνατότητας τηλεφωνικής ή ασύρµατης επικοινωνίας µε τη ∆/νση του έργου.
2.Σε κάθε έργο, ανεξάρτητα απ’ τον αριθµό των εργαζόµενων, πρέπει να υπάρχει ένα κεντρικό φαρµακείο εφοδιασµένο, µε υπόδειξη του γιατρού, µε τα απαραίτητα φάρµακα και µέσα.
Σε κάθε τοµέα, τµήµα, κλιµάκιο, εργοτάξιο ή και αποµακρυσµένη θέση εργασίας, πρέπει να υπάρχουν δευτερεύοντα φαρµακεία εφοδιασµένα, µε υπόδειξη του γιατρού, µε τα απαραίτητα φάρµακα και µέσα.
3. Για κάθε υπόγειο δίκτυο εκσκαφών και πιο συγκεκριµένα σε εγκάρσιο τοποθετηµένο σε στοά του εισερχόµενου ρεύµατος αέρα, πρέπει να δηµιουργείται κατάλληλους χώρος, προστατευµένος απ’ την υγρασία, που να χρησιµοποιείται για την παροχή πρώτων βοηθειών. Μέσα σ’ αυτόν το χώρο, πρέπει να υπάρχει το προβλεπόµενο απ’ την παρ. 2 εδ. β΄ αυτού του άρθρου φαρµακείο, καθώς και ένα, το λιγότερο, φορείο µεταφοράς τραυµατιών µε τα αναγκαία κλινοσκεπάσµατα.
1.Οι εργαζόµενοι που προσλαµβάνονται σε κάθε έργο, πρέπει να συνδυάζουν σωµατική ακεραιότητα καλή κατάσταση υγείας, κατάλληλη ηλικία, καθώς και πνευµατική επάρκεια και νοηµοσύνη, ανάλογα µε τη θέση εργασίας, για την οποία προορίζονται.
2.Η αρτιµέλεια και υγεία διαπιστώνονται µε πιστοποιητικό κρατικού κέντρου υγείας ή του ασφαλιστικού φορέα των εργαζόµενων, όπου παραπέµπεται ο εργαζόµενος από το γιατρό του έργου. Το πιστοποιητικό αυτό, πρέπει να αναφέρει τα αποτελέσµατα των ειδικών κλινικών και παρακλινικών εξετάσεων που έχουν εγκριθεί απ’ τη ∆/νση Υγιεινής της Νοµαρχίας. Οι δαπάνες των ιατρικών εξετάσεων βαρύνουν τον προβλεπόµενο απ’ την κείµενη νοµοθεσία φορέα.
3.Ο γιατρός του έργου, παίρνοντας υπόψη το πιστοποιητικό, το ιατρικό και επαγγελµατικό ιστορικό του εργαζόµενου, καθώς και τη φύση και τις συνθήκες εργασίας, αποφαίνεται για την καταλληλότητα της απασχόλησης, στη συγκεκριµένη θέση εργασίας. Η αλλαγή θέσης, µε σηµαντικά διαφορετικές συνθήκες εργασίας, επιτρέπεται µόνο µετά από γνωµάτευση του γιατρού, επιτρέπεται µόνο σε επιφανειακές εργασίες που µπορούν να εκτελέσουν ακίνδυνα.
4.Οι εργαζόµενοι σε κάθε έργο, πρέπει να έχουν, το λιγότερο ηλικία 15 χρόνων και απολυτήριο πρωτοβάθµιας εκπαίδευσης.
Οι γυναίκες που βρίσκονται σε κατάσταση εγκυµοσύνης ή θηλασµού, καθώς και οι εργαζόµενοι που έχουν ηλικία από 15 µέχρι 18 χρόνων, πρέπει, µετά από έγκριση του
γιατρού του έργου, να απασχολούνται σε ελαφριές εργασίες. Οπωσδήποτε απαγορεύεται η απασχόληση αυτών των ατόµων σε νυχτερινές βάρδιες ή σε υπόγειες εργασίες.
Κατεξαίρεση, επιτρέπεται η εργασία των παραπάνω νεαρών ατόµων στα υπόγεια, στη διάρκεια της ηµέρας, εφόσον γίνεται αποδεδειγµένα για εκπαιδευτικούς λόγους και µόνο στο αντικείµενο της ειδικότητάς τους.
Το ανώτατο χρονικό όριο απασχόλησης κάθε εργαζόµενου µέσα στο 24ωρο, καθορίζεται απ’ την εργατική νοµοθεσία και υπόκειται στους περιορισµούς των σχετικών διατάξεων του παρόντος Κανονισµού. Απαγορεύεται γενικά η συνεχής απασχόληση σε δύο διαδοχικές βάρδιες, ακόµα και µε τη θέληση του εργαζόµενου. Εξαίρεση στα παραπάνω µπορεί να γίνει, µε ευθύνη του ∆/ντή του έργου µετά από εισήγηση του αρµόδιου επιβλέποντα, αποκλειστικά µόνο, για τις περιπτώσεις προφύλαξης των εργασιών από επικείµενο κίνδυνο ή αναγκών για διάσωση εργαζόµενων ή παροχή πρώτων βοηθειών ή αντιµετώπιση κινδύνων (πυρκαϊές, πληµµύρες, εκρήξεις, καταπτώσεις κλπ.)
Η υπερωριακή απασχόληση των εργαζόµενων πρέπει γενικά να αποφεύγεται. Όταν όµως αυτή κριθεί απαραίτητη από το ∆/ντή του έργου, µετά από εισήγηση του αρµόδιου επιβλέποντα, πρέπει να ην ξεπερνάει τα προβλεπόµενα, απ’ την εργατική νοµοθεσία, όρια.
Ειδικά απαγορεύεται η υπερωριακή απασχόληση σε υπόγειες εργασίες που εκτελούνται σε δύο, το λιγότερο, βάρδιες κάθε 24ωρο, καθώς και στις πυροµεταλλουργικές εγκ/σεις, εκτός από τις περιπτώσεις επισκευών και αποκατάστασης ζηµιών ή απρόβλεπτης απουσίας προσωπικού εγκαταστάσεων συνεχούς λειτουργίας. Γενικά επιτρέπεται η υπερωριακή
απασχόληση ακόµη και µε υπέρβαση των παραπάνω ορίων, αποκλειστικά µόνο για την αντιµετώπιση των εκτάκτων αναγκών του παραπάνω εδαφ. γ΄.
5.Για τις ανάγκες πρακτικής εκπαίδευσης των σπουδαστών, φοιτητών ή µαθητών όλων των βαθµίδων της σχετικής τεχνικής εκπαίδευσης, ο εκµεταλλευτής υποχρεώνεται, εφόσον του ζητηθεί απ’ τα αρµόδια Υπουργεία, Κρατικούς φορείς, εκπαιδευτικά Ιδρύµατα και Σχολές, να απασχολεί προσωρινά, ανάλογα µε τη δυναµικότητα, τον αριθµό και τη στάθµη εκπαίδευσης των εργαζοµένων του έργου, ορισµένο αριθµό απ’ τις πιο πάνω κατηγορίες.
Ο αριθµός των εκπαιδευόµενων που οφείλει να απασχολεί κάθε έργο, φθάνει µέχρι το 5% του αριθµού των εργαζόµενων. Η απασχόληση αυτή γίνεται στην «παραγωγική διαδικασία και µε βάση το πρόγραµµα εργασιών για τον εκπαιδευόµενο, ώστε να καλύπτεται, όσο το δυνατό, ευρύτερο φάσµα των αντικειµένων της ειδικότητάς του.
1.Το εργατοτεχνικό και τεχνικό υπαλληλικό προσωπικό κάθε έργου, πρέπει να υποβάλλεται σε περιοδικούς ιατρικούς ελέγχους, σύµφωνα µε τη σχετική διαδικασία που προβλέπεται απ το άρθρο 11 παρ. 2. Η συχνότητα και το είδος των παραπάνω ελέγχων καθορίζονται, ανάλογα µε τις συνθήκες εργασίας, σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα απ’ την περίπτωση στ' του άρθρου 9 παρ. 4 Για την κάλυψη των δαπανών ιατρικών εξετάσεων και µετακινήσεων ισχύουν τα προβλεπόµενα απ’ το άρθρο 11 παρ. 2, ενώ οι εργαζόµενοι πρέπει να αµείβονται µε τα ηµεροµίσθια που αντιστοιχούν στις ηµέρες για την εκτέλεση των παραπάνω.
2.Σε κάθε έργο, πρέπει να τηρείται, µε φροντίδα του γιατρού του έργου, ατοµικός φάκελος υγείας των παραπάνω εργαζοµένων που θα περιέχει τα αποτελέσµατα των ιατρικών εξετάσεων και βασικά στοιχεία απ’ το ιατρικό και επαγγελµατικό ιστορικό τους. Ο εργαζόµενος έχει δικαίωµα να λαβαίνει γνώση του ατοµικού του φακέλου και µε σχετική αίτησή του, αντίγραφο του φακέλου πρέπει να διαβιβάζεται στο γιατρό του νέου του εργοδότη ή σε νοσηλευτικό ίδρυµα ή κρατική υπηρεσία ή στον ασφαλιστικό του φορέα.
1.Με ευθύνη του εργοδότη και φροντίδα του ∆/ντή του έργου, όλοι οι εργαζόµενοι της παραγρ. 1 του άρθρου 12 πρέπει να εκπαιδεύονται περιοδικά στο αντικείµενο της ειδικότητάς τους, στη λήψη µέτρων για την αποφυγή ατυχηµάτων & την υγιεινή της εργασίας, καθώς και στην, όσο το δυνατόν, καλύτερη άσκηση των καθηκόντων τους.
2.Ειδικά όλοι οι νεοπροσλαµβανόµενοι, πριν απ’ την ανάληψη εργασίας, πρέπει να παρακολουθούν πρόγραµµα προκαταρκτικής εκπαίδευσης. Στο πρόγραµµα αυτό πρέπει να περιέχονται και τα παρακάτω:
α) Ανάλυση των διατάξεων του παρόντος Κανονισµού που αναφέρονται σε θέµατα υγιεινής και ασφάλειας, µε επισήµανση αυτών που σχετίζονται µε τα καθήκοντα και
την εργασία τους και ανάλογη ανάλυση των ειδικών κανονισµών του έργου.
β) Ανάλυση και επεξήγηση των εγγράφων οδηγιών που έχουν δοθεί στον καθένα µαζί µε την ανάθεση καθηκόντων.
γ) Ανάλυση της χρήσης των ατοµικών ειδών προστασίας, επισήµανση των επικίνδυνων σηµείων και καταστάσεων, ανάλυση των τρόπων και µέσων διάσωσης και διαφυγής.
δ) Οδηγίες για την παροχή πρώτων βοηθειών.
3.Η περιοδική εκπαίδευση σε κάθε έργο που απασχολεί περισσότερους από 10 εργαζόµενους, γίνεται, το λιγότερο, µια φορά το χρόνο για κάθε ειδικότητα και οπωσδήποτε όταν αλλάζουν οι µέθοδοι εργασίας ή εφαρµόζεται νέα τεχνολογία.
4.Τα εκπαιδευτικά προγράµµατα, καταρτίζονται απ’ το ειδικό τµήµα εκπαίδευσης και το γραφείο ασφάλειας του έργου ή τον αρµόδιο επιβλέποντα και γιατρό υποβάλλονται, µέσα τον πρώτο µήνα κάθε χρόνου, στην Επιθεώρηση Μεταλλείων ενώ κοινοποιούνται και στα σωµατεία των εργαζόµενων του έργου.
Η προηγούµενη Υπηρεσία µπορεί µέσα, σε προθεσµία τριάντα ηµερών απ’ την υποβολή του προγράµµατος, να επιβάλλει έγγραφα την τροποποίηση ή συµπλήρωση του προγράµµατος λαµβάνοντας υπόψη και τις προτάσεις των παραπάνω σωµατείων, οι οποίες πρέπει να υποβληθούν στον Επιθεωρητή σε 15 ηµέρες από την κοινοποίηση του προγράµµατος σ’ αυτά.
Κάθε πρόγραµµα, πρέπει να περιέχει την ύλη που θα διδαχτεί, τις ώρες διδασκαλίας, τα ονόµατα και τις ειδικότητες των αντίστοιχων εκπαιδευτών. Οι ηµεροµηνίες διεξαγωγής των εκπαιδευτικών σεµιναρίων γνωστοποιούνται στην Επιθεώρηση Μεταλλείων, στην αρχή του τρίµηνου, στο οποίο πρόκειται να πραγµατοποιηθούν.
Η εκπαίδευση για τα τεχνικά θέµατα, γίνεται απ’ τους επιβλέποντες ή σε περίπτωση κωλύµατος, από Πτυχ. Τεχνικούς ανώτερης στάθµης εκπαίδευσης, ενώ για τα θέµατα υγιεινής και πρώτων βοηθειών, απ’ τον αρµόδιο γιατρό.
Στη διάρκεια των εκπαιδευτικών µαθηµάτων µπορούν να παραβρίσκονται, παρεµβαίνουν ή και αναπτύσσουν ειδικά θέµατα υπάλληλοι άλλων Υπουργείων ή κρατικών φορέων µετά από πρόσκληση του ΥΕΦΠ. Επίσης δικαίωµα παρακολούθησης των µαθηµάτων, έχουν και οι εκπρόσωποι των αρµόδιων συνδικαλιστικών φορέων (πρωτοβάθµιων, δευτεροβάθµιων, τριτοβάθµιων) των εργαζόµενων.
Σε κάθε έργο, πρέπει να τηρείται ειδικό θεωρηµένο βιβλίο εκπαιδευτικών σεµιναρίων, όπου θα αναγράφονται τα εκπαιδευτικά προγράµµατα που έγιναν, καθώς και τα ονόµατα των εργαζόµενων που παρακολούθησαν κάθε πρόγραµµα.
1.Για την ορθολογικότερη και ασφαλέστερη εκτέλεση των µεταλλευτικών και λατοµικών εργασιών, κάθε έργο υποδιαιρείται σε τοµείς, τµήµατα, εργοτάξια ή κλιµάκια, σύµφωνα µε την παρακάτω έννοια:
α) Τοµέας, είναι το υποσύνολο των µεταλλευτικών ή λατοµικών εργασιών του έργου αναπτύσσονται σε περιορισµένη τοπική έκταση, διευθύνεται από ένα Τοµεάρχη και επιδέχεται υποδιαίρεση σε τµήµατα, εργοτάξια και κλιµάκια.
β) Τµήµα, είναι το υποσύνολο των οµοειδών µεταλλευτικών ή λατοµικών εργασιών του τοµέα, στο οποίο προΐσταται ένας Τµηµατάρχης και επιδέχεται υποδιαίρεση σε εργοτάξια ή κλιµάκια.
γ) Εργοτάξιο, είναι το µέρος των µεταλλευτικών ή λατοµικών εργασιών για εντοπισµό ή εκµετάλλευση κοιτασµάτων που αναπτύσσονται σε περιορισµένη τοπική έκταση και αποτελεί υποδιαίρεση έργου ή τοµέα ή τµήµατος ή είναι ένα µικρό έργο, εφόσον διαθέτει αυτοδυναµία και αυτοτέλεια, για τις εργασίες εκ του οποίου ορίζεται ένας υπεύθυνος και δεν επιδέχεται, σύµφωνα µε την έννοια του παρόντος Κανονισµού, υποδιαίρεση.
δ) Κλιµάκιο, είναι το υποσύνολο των µεταλλευτικών ή λατοµικών εργασιών του τµήµατος εγκαταστάσεων, για τις εργασίες του οποίου ορίζεται ένας υπεύθυνος και δεν επιδέχεται, σύµφωνα µε την έννοια του παρόντος Κανονισµού, υποδιαίρεση.
2.Οι παραπάνω οργανωτικές βαθµίδες αποτελούν τη βασική υποδιαίρεση του έργου.
Παράλληλα, µπορεί να δηµιουργούνται:
α) ∆ιοικητικοοικονοµικές υπηρεσίες.
β) Τµήµατα και γραφεία µε επιτελικό κύριο χαρακτήρα (π.χ. γραφείο ασφάλειας, τµήµα εκπαίδευσης, ιατρικό τµήµα).
γ) Τοµείς και τµήµατα υποστήριξης, όπως παρακάτω:
γ.α.) Γεωλογικών, γεωχηµικών, γεωφυσικών εργασιών και εργαστηρίων.
γ.β.) Χηµικών εργαστηρίων.
γ.γ.) Εργαστηρίων µηχανικής προπαρασκευής και εµπλουτισµού ορυκτών υλών.
γ.δ.) Εργαστηρίων µεταλλουργίας.
γ.ε.) Τοπογραφήσεων.
γ.στ.) Συντήρησης – Επισκευών.
γ.ζ.) Ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων.
γ.η.) Κατασκευών.
γ.θ.) ∆ασικής ή φυτικής αποκατάστασης.
Οι πιο πάνω βαθµίδες υποστήριξης, µπορεί να αφορούν το σύνολο του έργου ή ανάλογα µε τις ιδιαιτερότητές του, να εντάσσονται στη βασική υποδιαίρεση.
3.Βασικά κριτήρια για την παραπάνω υποδιαίρεση του έργου, που δεν είναι υποχρεωτική σ’ όλες της τις βαθµίδες, είναι:
α) Το ύψος της παραγωγής στις αντίστοιχες, διεθνώς παραδεκτές, µονάδες µέτρησης (π.χ. τόνοι µεταλλεύµατος και στείρου, µέτρα γεωτρήσεων).
β) Η ισχύς, σε ίππους (ΗΡ), του απασχολούµενου µηχανικού εξοπλισµού, εκτός απ’ την ιπποδύναµη των αυτοκινήτων που εξυπηρετούν, αποκλειστικά, εξωτερικές µεταφορές.
γ) Ο αριθµός των εργαζόµενων στο έργο, εκτός από τους οδηγούς των παραπάνω αυτοκινήτων που εξαιρούνται.
δ) Η έκταση και οι αποστάσεις των επιµέρους δραστηριοτήτων.
ε) Οι ιδιαιτερότητες των επιµέρους δραστηριοτήτων.
4.Ο ∆/ντής κάθε έργου καταρτίζει πριν απ’ την έναρξη λειτουργίας του και µετά από συνεκτίµηση των πιο πάνω κριτηρίων, σχέδιο οργανωτικής διάρθρωσης του έργου και το υποβάλλει για έγκριση στην αρµόδια Υπηρεσία του ΥΕΦΠ. Η προηγούµενη Υπηρεσία, ύστερα από εισήγηση της αρµόδιας Επιθεώρησης Μεταλλείων, µπορεί να εγκρίνει το σχέδιο ή να επιβάλλει αύξηση των υποδιαιρέσεων του έργου, εφόσον αυτό κρίνεται απαραίτητο για λόγους ασφάλειας ή ορθολογικής δραστηριότητας.
Σε περίπτωση αξιολόγησης µεταβολής των δραστηριοτήτων του έργου, το σχέδιο αυτό πρέπει να τροποποιείται µε την ίδια, όπως παραπάνω, διαδικασία.
1.Η ιεραρχία του έργου, αποτελείται απ’ το ∆/ντή του έργου, τους Τοµεάρχες, τους Τµηµατάρχες, τους Εργοταξιάρχες, τους Κλιµακιάρχες, τους εργοδηγούς και τους επιστάτες.
2.∆/ντής του έργου, ορίζεται επιστήµονας, σύµφωνα µε την κείµενη νοµοθεσία, και εποπτεύει όλους τους τοµείς, τµήµατα, εργοτάξια, κλιµάκια και λοιπές υπηρεσίες του έργου. Ειδικότερα στα καθήκοντά του, µεταξύ των άλλων, περιλαµβάνονται:
α) Ο προγραµµατισµός όλων των εργασιών του έργου.
β) Η έγκριση, στα πλαίσια του έργου, της τεχνικής µελέτης του άρθρου 4 που έχουν εκπονήσει οι εξουσιοδοτηµένοι µελετητές, η ευθύνη της τροποποίησης της πιο πάνω µελέτης στα σηµεία που αφορούν τις κεντρικές υπόγειες εκσκαφές, τους κεντρικούς δρόµους προσπέλασης, τις ζώνες ασφάλειας και η έγκριση των εισηγήσεων των Τοµεαρχών που αφορούν την τροποποίηση των µεθόδων.
γ) Η ευθύνη για την ειδοποίηση των ∆ηµόσιων Αρχών σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης.
δ) Η κατάρτιση του σχεδίου οργανωτικής διάρθρωσης του έργου.
ε) Η απόφαση για την πρόσληψη ή απόλυση, σύµφωνα µε την κείµενη νοµοθεσία, τις διατάξεις του παρόντος Κανονισµού και των εσωτερικών κανονισµών εργασίας, των εργοδηγών, επιστατών και λοιπού εργατοτεχνικού, καθώς και µέσου και κατώτερου υπαλληλικού προσωπικού.
στ) Η απόφαση για την επιβολή ποινών σε όσους παραβαίνουν τις διατάξεις του παρόντος Κανονισµού και των ειδικών κανονισµών του έργου.
ζ) Η φροντίδα για την προµήθεια των απαραίτητων και κατάλληλων µέσων, εξοπλισµού, συσκευών, οργάνων και υλικών για την ορθολογική λειτουργία του έργου, την
προστασία των εργαζόµενων και την ασφάλεια των εργασιών.
η) Η παροχή και έκδοση οδηγιών και εντολών στο ανώτερο τεχνικό προσωπικό για την τήρηση των διατάξεων του παρόντος Κανονισµού, των ειδικών κανονισµών του έργου και των εντολών της Επιθεώρησης Μεταλλείων, καθώς και ο έλεγχος της εφαρµογής τους.
θ) Η συγκρότηση των απαιτούµενων συνεργείων διάσωσης, αντιµετώπισης επικίνδυνων καταστάσεων και παροχής πρώτων βοηθειών.
ι) Η φροντίδα για την ασφάλεια της επιφάνειας, την προστασία του περιβάλλοντος, των περίοικων και των έργων δηµόσιας ωφέλειας, καθώς και την αποκατάσταση των επιπτώσεων απ’ τις δραστηριότητες του έργου.
3.Για τους προϊστάµενους και υπεύθυνους των οργανωτικών βαθµίδων της βασικής υποδιαίρεσης του έργου, έχουν εφαρµογή οι επόµενες διατάξεις αυτής της παραγράφου.
Ο Τοµεάρχης, έχει την ειδικότητα της παρ. 2 αυτού του άρθρου και διευθύνει όλες τις εργασίες που εκτελούνται στον τοµέα του. Ειδικότερα, στα καθήκοντά του, µεταξύ των άλλων, περιλαµβάνονται:
α) Η εισήγηση για την τροποποίηση των βασικών σηµείων (θέσεις κεντρικών υπόγειων εκσκαφών, µέθοδοι) της τεχνικής µελέτης, που αφορούν τον τοµέα του και η απόφαση για την τροποποίηση των λοιπών σηµείων της πιο πάνω µελέτης.
β) Ο καταρτισµός των µακροχρόνιων, ετήσιων, µηνιαίων, εβδοµαδιαίων και ηµερήσιων προγραµµάτων εργασίας και η φροντίδα για την εφαρµογή των µεθόδων που έχουν επιλεχτεί.
γ) Η φροντίδα για την, σύµφωνα µε τους κανόνες της επιστήµης και της τεχνικής, αλλά και τις διατάξεις του παρόντος Κανονισµού, των ειδικών κανονισµών του έργου, των εντολών της Επιθεώρησης Μεταλλείων και της ∆/νσης του έργου, ορθολογικότερη εκτέλεσης των εργασιών στον τοµέα του µε παράλληλη τήρηση των µέτρων προστασίας των εργαζόµενων και εργασιών του τοµέα του, καθώς και των γειτονικών εργασιών.
δ) Η ευθύνη για τη λήψη µέτρων αποκατάστασης ασφαλών συνθηκών σε θέση του τοµέα του, εφόσον ειδοποιηθεί απ’ τους ιεραρχικά κατωτέρους του ή το γραφείο ασφάλειας και η απόφαση για εγκατάλειψη επικίνδυνων χώρων όταν, σύµφωνα µε τις διατάξεις του παρόντος Κανονισµού, απαιτείται.
ε) Η εισήγηση για την πρόσληψη του κατάλληλου προσωπικού και την επιβολή ποινών σε όσους παραβαίνουν τις διατάξεις του παρόντος Κανονισµού και των ειδικών Κανονισµών του έργου.
στ) Η επιθεώρηση και έλεγχος, απ’ τον ίδιο, µια φορά τη βδοµάδα το λιγότερο, ανάλογα µε τις ιδιαιτερότητες και τις ειδικές ανάγκες, όλων των τµηµάτων, εργοταξίων και
κλιµακίων του τοµέα του.
ζ) Η φροντίδα, εξειδικευµένη στα πλαίσια του τοµέα, για τα προβλεπόµενα απ’ τις περιπτώσεις ζ, η & ι της παραγράφου 2 αυτού του άρθρου.
Ο Τµηµατάρχης, έχει την ειδικότητα του εδαφ. β΄ αυτής της παραγράφου, εκτός απ’ τις περιπτώσεις των χηµικών εγκαταστάσεων του Ν. 3518/28, του Ν.∆. από 13-11-27 και των Π. ∆. 24-4/17-5-28 και 28/31-5-30, για τις οποίες πρέπει να έχει ειδικότητα επιστήµονα, σύµφωνα µε την κείµενη νοµοθεσία και προΐσταται σ’ όλες τις εργασίες που εκτελούνται στο τµήµα του.
Ειδικότερα στα καθήκοντά του, µεταξύ των άλλων, περιλαµβάνονται:
α) Η φροντίδα, εξειδικευµένη στα πλαίσια του τµήµατος, για τα προβλεπόµενα απ’ τις περιπτώσεις γ, δ, ε, & ζ του εδαφ. β΄ αυτής της παραγράφου.
β) Ο καταρτισµός των βραχυχρόνιων προγραµµάτων εργασίας και η φροντίδα για την υλοποίησή τους.
γ) Η επιθεώρηση και έλεγχος, απ’ τον ίδιο, τρεις φορές τη βδοµάδα το λιγότερο, ανάλογα µε τις ιδιαιτερότητες και τις ειδικές ανάγκες, όλων των εργοταξίων και κλιµακίων του τµήµατός τους.
Ο Εργοταξιάρχης και ο Κλιµακιάρχης, έχουν ειδικότητα σύµφωνα µε το πιο πάνω εδάφιο γ΄ και ορίζονται υπεύθυνοι για όλες τις εργασίες του εργοταξίου ή του κλιµακίου, αντίστοιχα.
Ειδικότερα στα καθήκοντά τους µεταξύ των άλλων, περιλαµβάνονται:
α) Η φροντίδα, εξειδικευµένη στα πλαίσια του εργοταξίου ή του κλιµακίου, για τα προβλεπόµενα απ’ την περίπτωση α του εδαφ. γ αυτής της παραγράφου.
β) Η φροντίδα για την εκτέλεση του ηµερήσιου προγράµµατος εργασίας.
γ) Ο καθηµερινός έλεγχος, απ’ τους ίδιους, όλων των εργασιών του εργοταξίου ή του κλιµακίου.
4.Για τις οργανωτικές βαθµίδες της υποστήριξης, είτε αυτές λειτουργούν παράλληλα, είτε εντάσσονται στη βασική υποδιαίρεση, οι αντίστοιχοι προϊστάµενοι ή υπεύθυνοι, πρέπει να έχουν, ανάλογα µε την υποπερίπτωση της παρ. 2 περίπτωση γ του άρθρου 14, ειδικότητες σύµφωνα µε την κείµενη νοµοθεσία.
Τα καθήκοντα των παραπάνω προϊσταµένων ή υπεύθυνων, προσδιορίζονται από την κείµενη νοµοθεσία, τις αντίστοιχες µε την ειδικότητα τους διατάξεις του παρόντος Κανονισµού και την ανάθεση εργασιών απ’ το ∆/ντή του έργου.
5.Ο εργοδηγός έχει την προβλεπόµενη από το άρθρο 104 άδεια, είναι άµεσος βοηθός του Εργοταξιάρχη ή του Κλιµακιάρχη και καθοδηγεί, σύµφωνα µε τις εντολές και οδηγίες τους, τους επιστάτες για το εκτελεστικό µέρος των εργασιών. Ειδικότερα στα καθήκοντά του µεταξύ των άλλων, περιλαµβάνονται:
α) Η φροντίδα για τη σύνθεση των οµάδων εργασίας του εργοταξίου ή κλιµακίου, µε το κατάλληλο και απαραίτητο προσωπικό.
β) Η φροντίδα για την κάλυψη των αναγκών του εργοταξίου ή κλιµακίου µε τα κατάλληλα και απαραίτητα µηχανήµατα, συσκευές, εργασίες, όργανα, ατοµικά είδη προστασίας και υλικά.
γ) Η παροχή οδηγιών και εντολών στους επιστάτες για την εκτέλεση του προγράµµατος εργασίας της ηµέρας ή της κάθε βάρδιας.
δ) Ο επιτόπιος καθηµερινός έλεγχος όλων των θέσεων εργασίας, η επισήµανση των επικίνδυνων σηµείων ή τρόπων εργασίας και η παροχή των απαραίτητων εντολών για την ασφαλή και ορθολογική εκτέλεση των εργασιών.
ε) Η φροντίδα για την τήρηση των προγραµµάτων συντήρησης, καθώς και την, ταχύτερη δυνατή, αποκατάσταση των ζηµιών.
στ) Ο καθηµερινός έλεγχος των ηµερήσιων δελτίων παρουσίας του προσωπικού, εργασίας και των λοιπών βιβλίων, δελτίων και καρτελών που τηρούνται στο εργοτάξιο ή κλιµάκιό του.
6.Ο επιστάτης, έχει την προβλεπόµενη απ’ το άρθρο 104 αδεία και ορίζεται για να παρακολουθεί κοντά, σύµφωνα µε τις εντολές και οδηγίες των υπεύθυνων και των εργοδηγών, ένα περιορισµένο µέρος των εργασιών του εργοταξίου ή κλιµακίου, σε κάθε βάρδια. Ειδικότερα στα καθήκοντά του, µεταξύ των άλλων, περιλαµβάνονται :
α) Η φροντίδα για την κατανοµή του προσωπικού στις διάφορες θέσεις εργασίας του εργοταξίου ή κλιµακίου που ανήκουν στην αρµοδιότητά του, καθώς και τη διανοµή των απαραίτητων, σε κάθε θέση, εργαλείων, οργάνων, συσκευών, ατοµικών ειδών προστασίας και υλικών.
β) Η καθοδήγηση των επικεφαλής για την εκτέλεση του προγράµµατος εργασίας σε κάθε βάρδια.
γ) Η παροχή οδηγιών για την τήρηση των µέτρων ασφάλειας σε κάθε θέση εργασίας, καθώς και ο έλεγχος της εφαρµογής τους.
δ) Η εκπαίδευση των νεοπροσλαµβανόµενων στον τρόπο εργασίας και τις σχετικές µε την εργασία τους διατάξεις του παρόντος Κανονισµού και των ειδικών κανονισµών του έργου, καθώς και η τοποθέτησή τους κοντά σε εργαζοµένους µε επαρκή εµπειρία, για την παραπέρα εξειδίκευσή τους.
ε) Η συνεχής παραµονή σε κάθε θέση όπου εκτελείται επικίνδυνη εργασία µέχρι την ασφαλή ολοκλήρωσή της, καθώς και η εντολή για την προσωρινή αποµάκρυνση των εργαζόµενων, σε περίπτωση ιδιαίτερα επικίνδυνης κατάστασης.
στ) Η φροντίδα για την καλή χρήση και διατήρηση των γραµµών και δικτύων µεταφοράς, των πινακίδων και µέσων ή συσκευών ασφάλειας.
ζ) Η διαπίστωση ότι οι εργασιακές συνθήκες σε κάθε θέση επιτρέπουν την ασφαλή είσοδο και εργασία των εργαζόµενων, µετά απ’ τους προβλεπόµενους ελέγχους που γίνονται απ’ τον ίδιο (π.χ. µέτρηση θερµοκρασιών, ανίχνευση επικίνδυνων αερίων) ή απ’ τους ειδικά εξουσιοδοτηµένους εργαζόµενους.
η) Η σύνταξη των δελτίων παρουσίας προσωπικού σε κάθε βάρδια και η υπογραφή ή συνυπογραφή των ειδικών δελτίων εργασίας.
θ) Η ενηµέρωση, άµεσα όταν είναι δυνατό ή αλλιώς έµµεσα, του αντίστοιχου επιστάτη της επόµενης βάρδιας, για την κατάσταση των θέσεων εργασίας, µε επισήµανση των επικίνδυνων σηµείων ή καταστάσεων.
7.Ο επικεφαλής, επιµελείται συνεχώς για τις εργασίες µιας ή και περισσότερων θέσεων εργασίας, εφόσον έχει άµεση αντίληψη των εργασιών που γίνονται σ’ αυτές, σε κάθε βάρδια, διαθέτει άδεια για µια, το λιγότερο, εργασία που απαιτεί ειδίκευση σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα απ’ το άρθρο104 και που εκτελείται στις θέσεις της αρµοδιότητάς του, καθώς και επαρκή γνώση των λοιπών εργασιών των παραπάνω θέσεων. Ειδικότερα στα καθήκοντά του, µεταξύ των άλλων, περιλαµβάνονται :
α) Η εκτέλεση της εργασίας της ειδικότητάς του και του προγράµµατος εργασίας των θέσεων που έχει αρµοδιότητα.
β) Η ευθύνη για την ασφάλεια των εργαζοµένων στις θέσεις της αρµοδιότητάς του και η παροχή οδηγιών και εντολών σ’ αυτούς για την εκτέλεση του αντίστοιχου προγράµµατος εργασίας καθώς και ο έλεγχος της εφαρµογής τους.
γ) Η αναφορά στον επιστάτη για τις συνθήκες και τα αποτελέσµατα της εργασίας ή και η υπογραφή των ειδικών δελτίων εργασίας για τις θέσεις της αρµοδιότητάς του.
δ) Η επιτόπια εκπαίδευση των νεοπροσλαµβανοµένων και των βοηθών στις εργασίες των παραπάνω θέσεων.
8.Ο ορισµός των στελεχών της ιεραρχίας και των επικεφαλής κάθε έργου, πρέπει να γίνεται σύµφωνα µε τα παρακάτω:
α) Ο ∆/ντής του έργου, ορίζεται από τον εργοδότη ή το ειδικά εξουσιοδοτηµένο όργανο της επιχείρησης.
β) Οι Τοµεάρχες, Τµηµατάρχες, Εργοταξιάρχες και Κλιµακιάρχες, απ’ το ∆/ντή του έργου.
γ) Οι εργοδηγοί και επιστάτες, απ’ τον αρµόδιο Τοµεάρχη, µε την έγκριση του ∆/ντή.
δ) Οι επικεφαλείς απ’ τον αρµόδιο Τµηµατάρχη, µε την έγκριση του Τοµεάρχη.
Η ανάθεση και ανάληψη των καθηκόντων για τα στελέχη της ιεραρχίας γίνεται µε υπεύθυνες δηλώσεις του Ν.∆. 105/69, στις οποίες αναγράφονται τα πλήρη στοιχεία της άδειας άσκησης επαγγέλµατος ή της ειδικότητας, καθώς και τα είδη των εργασιών που ανατίθενται. Από τις παραπάνω δηλώσεις, όσες αφορούν καθήκοντα επιβλεπόντων µε την έννοια του άρθρου 16, πρέπει να διαβιβάζονται στην Επιθεώρηση Μεταλλείων και στην Κεντρική Υπηρεσία του ΥΕΦΠ. Οι πιο πάνω ορισµοί, πρέπει υποχρεωτικά να αντιστοιχούν στο σχέδιο οργανωτικής διάρθρωσης που έχει εγκριθεί, ενώ ή στελέχωση και των υπόλοιπων ιεραρχικών θέσεων, πρέπει να εξυπηρετεί τις ανάγκες για ασφαλή και ορθολογική δραστηριότητα.
Κάθε Ιεραρχική βαθµίδα πρέπει να αναφέρεται, µε άµεσο ή έµµεσο τρόπο. Ανάλογα µε την περίπτωση, στην αµέσως ανώτερη βαθµίδα. Με τον ίδιο τρόπο, αλλά αντίστροφα, πρέπει να γίνεται η διαβίβαση των εντολών και οδηγιών. Τα στελέχη κάθε ιεραρχικής βαθµίδας πρέπει να καταχωρούν ενυπόγραφα τις παρατηρήσεις τους που σχετίζονται άµεσα ή έµµεσα, µε συνθήκες εργασίας, µέτρα προστασίας εργαζόµενων και εργασιών και ορθολογικής δραστηριότητας, στα ειδικά αντίστοιχα θεωρηµένα βιβλία του έργου.
Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν στο έργο ενδιάµεσες οργανωτικές υποδιαιρέσεις ή ιεραρχικές θέσεις, τα καθήκοντα των στελεχών της ιεραρχίας που αντιστοιχούν σ’ αυτές, µεταβιβάζονται στην αµέσως ανώτερη βαθµίδα που υπάρχει. Σε περίπτωση βραχύχρονης απουσίας (π.χ. αρρώστια, κανονική άδεια) στελέχους της ιεραρχίας, η αναπλήρωσή του γίνεται από άλλο στέλεχος που έχει τα απ’ τον Κανονισµό αυτόν ή την κείµενη νοµοθεσία, προβλεπόµενα προσόντα. Εφόσον δεν υπάρχει για τους επιβλέποντες τέτοια δυνατότητα, η αναπλήρωσή τους γίνεται απ’ το αµέσως κατώτερο στέλεχος της ιεραρχίας.
Όταν το εργοτάξιο λογίζεται σαν έργο, σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα απ’ την περίπτωση γ του άρθρου 14 παρ. 1 εδ. α΄ και εφόσον συντρέχουν σύµφωνα µε την κείµενη νοµοθεσία οι προϋποθέσεις για συνεχή ή περιοδική επίβλεψη καθώς και των παρ. 2 του άρθρου 16, υπεύθυνος ορίζεται ο επιστήµονας της παρ. 2 αυτού του άρθρου, που ασκεί τα καθήκοντα ∆/ντή έργου.
Ο προϊστάµενος ή υπεύθυνος κάθε οργανωτικής βαθµίδας, µπορεί να µεταβιβάζει έγγραφα στις κατώτερες βαθµίδες, µέρος των καθηκόντων του, που αφορά µόνο προσλήψεις ή µετακινήσεις προσωπικού, επιβολή ποινών (εκτός από κείνη της απόλυσης), καθώς και προµήθεια εργαλείων, οργάνων, συσκευών, ατοµικών ειδών προστασίας και υλικών, µε σαφή οριοθέτηση της σχετικής εξουσιοδότησης.
1.Η εργασία των ∆ιπλ. Μηχανικών της βασικής υποδιαίρεσης του έργου, ονοµάζεται γενικά επίβλεψη. Επίσης η επίβλεψη ονοµάζεται και η εργασία των προϊστάµενων ή υπεύθυνων που γίνεται σύµφωνα µε την κείµενη νοµοθεσία.
Η επίβλεψη διακρίνεται σε συνεχή επίβλεψη, όταν ο επιβλέπων απασχολείται συνεχώς µε τα καθήκοντα µιας οργανωτικής βαθµίδας, σύµφωνα µε το άρθρο 15 και σε περιοδική επίβλεψη, όταν ο επιβλέπων απασχολείται περιοδικά µε τα αντίστοιχα καθήκοντα. Η ανάθεση και ανάληψη καθηκόντων, καθώς η σχετική αναγγελία για περιοδική επίβλεψη, γίνεται σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα απ’ το άρθρο 15 παρ. 8 εδαφ. β΄.
2.Σε κάθε περίπτωση υπόγειας εκµετάλλευσης, επιβάλλεται συνεχής επίβλεψη των εργασιών από ∆ιπλωµατούχο Μηχανικό Μεταλλείων.
3.Η περιοδική επίβλεψη για τις εργασίες σύµφωνα µε τη κείµενη νοµοθεσία, εφαρµόζεται στις περιπτώσεις που οι απασχολούµενοι στο έργο εργατοτεχνίτες και τεχνικοί υπάλληλοι είναι όχι λιγότεροι από 3 ή η συνολική ηµερήσια παραγωγή είναι (προϊόντων και στείρων) µεγαλύτερη από 500 τόνους ή η συνολική εγκατεστηµένη και φορητή ισχύς των απασχολούµενων µηχανηµάτων (εκτός απ’ τα αυτοκίνητα µε αριθµό κυκλοφορίας µεγαλύτερη από 800 ίππους (ΗΡ).
Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να απασχολείται µόνιµα και ένας, το λιγότερο, εργοδηγός.
Η συχνότητα της περιοδικής επίβλεψης, πρέπει να ανταποκρίνεται στα κριτήρια του άρθρου 14 παρ. 3 γενικά όµως δεν µπορεί να είναι λιγότερη από δύο φορές για κάθε µήνα, ενώ ειδικά στις περιπτώσεις υπόγειων εργασιών εντοπισµού κοιτασµάτων, επιβάλλεται συχνότητα µιας, το λιγότερο, φοράς για κάθε βδοµάδα. Κατεξαίρεση για αποµακρυσµένα νησιά και εφόσον υπάρχει συγκοινωνιακή δυσχέρεια, η συχνότητα ορίζεται, ανάλογα µε την περίπτωση, απ’ την Επιθεώρηση Μεταλλείων µετά από σχετική αίτηση του ενδιαφερόµενου.
Ο περιοδικά επιβλέπων, ασκεί τα καθήκοντά του εργοταξιάρχη, σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα απ’ την παρ. 3 εδ. δ΄ και παρ. 8 εδ. ε΄ του άρθρου 15, εκτός από εκείνο που αναφέρεται στη συχνότητα των επιθεωρήσεων και ελέγχου και που ρυθµίζεται σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα απ’ το παραπάνω εδαφ. β΄.
Απαγορεύεται η περιοδική επίβλεψη, απ’ τον ίδιο επιβλέποντα, περισσότερων από πέντε µικρών έργων ή εργοταξίων. Ο αριθµός αυτός µπορεί να αυξοµειώνεται µεταξύ των αριθµών 10 και 3 µε απόφαση της Κεντρικής Υπηρεσίας του ΥΕΦΠ, ανάλογα µε τις αποστάσεις των έργων ή εργοταξίων που επιβλέπονται απ’ τον ίδιο επιβλέποντα και τα κριτήρια του άρθρου 14 παρ. 3.
1.Σε κάθε έργο που επιβλέπεται συνεχώς µε την κείµενη νοµοθεσία, πρέπει να ιδρύεται γραφείο ασφαλείας εργασιών.
2.Προϊστάµενος του γραφείου ασφάλειας, ορίζεται ένας απ’ τους επιβλέποντες της παρ. 1 αυτού του άρθρου, ενώ σε περίπτωση συνολικής απασχόλησης στις εργασίες του έργου, πάνω από 150 εργ/των & τεχνικών υπαλλήλων, προϊστάµενος ορίζεται επιστήµονας µε ειδικότητα σύµφωνα µε τα παραπάνω και υπερεξαετή εµπειρία στις σχετικές εργασίες, που απασχολείται αποκλειστικά µε τα καθήκοντα του γραφείου. Ο πιο πάνω προϊστάµενος, αποτελεί τον άµεσο σύµβουλο της ∆/νσης του έργου σε θέµατα ασφάλειας.
Ανάλογα µε τις ανάγκες του έργου, σύµφωνα µε τα κριτήρια του άρθρ. 14 παρ. 3, ο προϊστάµενος του γραφείου πρέπει να βοηθιέται στην άσκηση των καθηκόντων του, µόνιµα ή και περιοδικά, από ∆πλ. ή Πτυχ. Τεχνικούς άλλων ειδικοτήτων, ώστε, στο µέτρο του δυνατού, να καλύπτονται οι αρµοδιότητες για όλες τις εργασίες του έργου.
3.Βασικές αρµοδιότητες του γραφείου ασφάλειας, είναι οι παρακάτω:
α) Η σύνταξη των ειδικών κανονισµών ασφάλειας του έργου, σύµφωνα µε τις διατάξεις του παρόντος Κανονισµού καθώς και της κείµενης νοµοθεσίας.
β) Η εισήγηση για την οργάνωση σεµιναρίων εκπαίδευσης των εργαζόµενων σε θέµατα ασφάλειας, σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα στο άρθρο 13.
γ) Η οργάνωση και τήρηση αρχείου µε τους απαραίτητους κανονισµούς ασφάλειας, τις σχετικές εντολές των αρµόδιων ∆ηµόσιων Υπηρεσιών, καθώς και της ∆/νσης, των προϊστάµενων και υπεύθυνων του έργου, τις εκθέσεις ατυχηµάτων και δυστυχηµάτων και τα στοιχεία ελέγχου των εργασιακών συνθηκών.
δ) Ο έλεγχος της τήρησης των προγραµµάτων συντήρησης των µηχανηµάτων και εγκαταστάσεων του έργου.
ε) Η επιλογή των ατοµικών ειδών προστασίας, των µεθόδων και µέσων µέτρησης των εργασιακών συνθηκών σε κάθε θέση εργασίας, ο προγραµµατισµός της εκτέλεσης των σχετικών ελέγχων µε το σε κάθε περίπτωση, εξουσιοδοτηµένο προσωπικό, καθώς και η άµεση εκτέλεσή τους σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης.
στ) Η στατιστική επεξεργασία των στοιχείων του αρχείου, η αξιολόγησή τους και η σύνταξη των εκθέσεων ή µελετών για τη βελτίωση των συνθηκών ασφάλειας, καθώς και η άµεση ειδοποίηση της ∆/νσης του έργου και των αρµόδιων προϊσταµένων ή υπεύθυνων, σε περιπτώσεις εκτάκτων αναγκών, για τη λήψη των απαιτούµενων µέτρων ασφάλειας που έχουν επείγοντα χαρακτήρα και ο υπολογισµός των δεικτών σοβαρότητας και συχνότητας των ατυχηµάτων-δυστυχηµάτων σύµφωνα µε τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 96 παρ. 1 εδ. ε΄.
ζ) Η επιθεώρηση, ανάλογα µε τις ανάγκες του έργου, το λιγότερο µια φορά το δεκαπενθήµερο, όλων των θέσεων εργασίας, η επισήµανση των επικίνδυνων σηµείων και καταστάσεων, ο έλεγχος της σωστής χρήσης των ατοµικών ειδών προστασίας καθώς και η διαβίβαση προτάσεων στ ∆/νση του έργου για τη λήψη των αναγκαίων µέτρων ασφάλειας – προστασίας.
1.Σε κάθε έργο που επιβλέπεται σύµφωνα µε το άρθρο 17 παρ. 1, ο αντίστοιχος επιβλέπων επιφορτίζεται και µε την εκπαίδευση του προσωπικού.
2.Σε περίπτωση που στο έργο απασχολούνται πάνω από 150 εργ/τες & τεχνικοί υπάλληλοι, οι αρµοδιότητες της παρ. 4 αυτού του άρθρου ασκούνται απ’ το γραφείο ασφάλειας.
3.Αν ο αριθµός των εργαζόµενων της προηγούµενης παραγράφου ξεπερνάει τους 300, πρέπει να ιδρύεται ιδιαίτερο τµήµα εκπαίδευσης.
Προϊστάµενος του τµήµατος, ορίζεται επιστήµονας του άρθρου 17 παρ. 2 εδ. α΄ µε υπερτετραετή εµπειρία σε σχετικές εργασίες και αποτελεί τον άµεσο σύµβουλο της ∆/νσης του έργου σε θέµατα εκπαίδευσης.
4.Βασικές αρµοδιότητες του τµήµατος, είναι οι παρακάτω:
α) Η εισήγηση για τον καταρτισµό προγραµµάτων εκπαίδευσης του προσωπικού σε συνεργασία µε το γραφείο ασφάλειας και το ιατρικό τµήµα του έργου, σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα στο άρθρο 13, καθώς και η φροντίδα για την υλοποίησή τους.
β) Η εισήγηση για τον καταρτισµό προγράµµατος ταχύρυθµης εκπαίδευσης των νεοπροσλαµβανόµενων.
γ) Η φροντίδα για τη θεωρητική και πρακτική εκπαίδευση των εργατοτεχνιτών για την απόκτηση των προβλεπόµενων στο άρθρο 104 αδειών, ανάλογα µε τις ανάγκες του έργου και µετά από εισήγηση των αρµόδιων προϊστάµενων και υπεύθυνων.
δ) Η οργάνωση και τήρηση αρχείου µε σχετικά εκπαιδευτικά θέµατα και τα βιβλία εκπαιδευτικών σεµιναρίων, καθώς και η επιµέλεια για την έκδοσης των απαραίτητων εκπαιδευτικών φυλλαδίων.
1.Οι µελετητές που ορίζονται για την εκπόνηση των µελετών που απαιτούνται για τη λήψη των εγκρίσεων ή αδειών των άρθρων 97, 99, 101 και 103, πρέπει να διαθέτουν την ειδικότητα, τη βαθµίδα εκπαίδευσης και την άδεια άσκησης επαγγέλµατος που προβλέπονται απ’ τα παραπάνω άρθρα.
2.Οι πιο πάνω µελετητές, είναι υπεύθυνοι για την, σύµφωνα µε τους κανόνες της επιστήµης και της τεχνικής, εκπόνηση των σχετικών µελετών, µε βάση τα διαθέσιµα στοιχεία του έργου και τα κριτήρια και µέτρα που ορίζονται στις αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος Κανονισµού, ώστε να προβλέπεται η εκτέλεση των µεταλλευτικών και λατοµικών εργασιών µε τον ορθολογικότερο και ασφαλέστερο δυνατό τρόπο.
3.Την ευθύνη για την εφαρµογή της µελέτης που έχει εγκριθεί, έχουν τα αρµόδια στελέχη της ιεραρχίας του έργου.
4.Ο ∆/ντής και οι Τοµεάρχες, µε επιφύλαξη των διατάξεων των παρ. 2 περίπτωση β και παρ. 3 εδ. β΄ περίπτωση α του άρθρου 15, µετά από σύµφωνη γνώµη των αρµόδιων επιβλεπόντων, έχουν και την υποχρέωση για την τροποποίηση των µελετών των άρθρων 99, 101 και 103 στη διάρκεια της εφαρµογής τους, εφόσον το κρίνουν αναγκαίο για λόγους ασφάλειας ή ορθολογικής δραστηριότητας, οπότε, σε κάθε περίπτωση, ο αρχικός µελετητής απαλλάσσεται απ ’το αντίστοιχο µέρος της ευθύνης. Σε περίπτωση που οι τροποποιήσεις είναι ουσιαστικές, ο ∆/ντής του έργου υποχρεώνεται να ενηµερώσει άµεσα στην Επιθεώρησης Μεταλλείων και εφόσον κριθεί αναγκαίο, να υποβάλει και τις σχετικές τροποποιήσεις της µελέτης.
1.Στο άρθρο αυτό, αναφέρονται τα γενικά µέτρα ασφάλειας που πρέπει να τηρούνται ανεξάρτητα απ’ τις ιδιαιτερότητες του κάθε χώρου εργασίας.
2.Απαγορεύεται η είσοδος στους χώρους εργασίας κάθε ατόµου που δεν έχει σχέση µε τις εργασίες του έργου.
Επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση, η επίσκεψη των χώρων εργασίας από άτοµα που δεν απασχολούνται στο έργο, µετά από έγκριση της ∆/νσης του έργου και εφόσον έχουν υπογράψει δήλωση ότι έχουν λάβει γνώση για τις γενικές συνθήκες του χώρου, συνοδεύονται από επαρκή αριθµό των αρµόδιων στελεχών της ιεραρχίας και έχουν εφοδιαστεί µε τα απαραίτητα ατοµικά είδη προστασίας. Η προϋπόθεση υπογραφής της παραπάνω δήλωσης, δεν ισχύει για τους εκπροσώπους των αρµόδιων συνδικαλιστικών φορέων των εργαζόµενων και τα άτοµα που προβλέπονται απ’ το άρθρο 3 παρ. 2 και 7.
3. Μετά την είσοδο και πριν απ΄ την ανάληψη εργασίας των εργοδηγών και του ιεραρχικά κατώτερού τους προσωπικού, σε κάθε βάρδια, πρέπει να γίνονται συγκεντρώσεις των παραπάνω σε προκαθορισµένους χώρους για τον καταρτισµό των καταλόγων των παρόντων και την επάνδρωση, στη συνέχεια, όλων των θέσεων εργασίας.
4.Απαγορεύεται, στη διάρκεια της εργασίας, η κατοχή και χρήση οινοπνευµατωδών ποτών.
Απαγορεύεται η εργασία στα άτοµα που βρίσκονται κάτω απ’ την επήρεια οινοπνεύµατος και ναρκωτικών, σε αρρώστους, καθώς και σ’ αυτούς που έχουν προσβληθεί από µεταδοτικά νοσήµατα.
5.Οι ξενόγλωσσοι εργαζόµενοι, πρέπει να απασχολούνται κοντά σε άτοµα µε τα οποία µπορούν να συνεννοούνται.
6.Απαγορεύεται η είσοδος των εργαζόµενων σε κάθε χώρο ή θέση εργασίας, αν δεν έχει διαπιστωθεί, από το αρµόδιο στέλεχος της ιεραρχίας, ή τον επικεφαλής, ότι υπάρχουν ασφαλείς συνθήκες. Επίσης απαγορεύεται η συνέχιση της εργασίας, αν διαπιστωθεί ή εκτιµηθεί η δηµιουργία επικίνδυνων καταστάσεων µέχρι την αποκατάσταση ασφαλών συνθηκών.
Απαγορεύεται η απασχόληση ενός µόνο ατόµου σε επικίνδυνες θέσεις ή εργασίες που έχουν καθοριστεί από τον αρµόδιο επιβλέποντα απευθείας ή και µετά από εισήγηση των ιεραρχικά κατώτερων στελεχών.
Οι εργασίες που έχουν χαρακτηρισθεί απ’ τον ∆ιευθυντή του Έργου ή τον Επιθεωρητή Μεταλλείων ότι απαιτούνται ιδιαίτερη προσοχή ή είναι επικίνδυνες για την ασφάλεια πρέπει να ανατίθενται αποκλειστικά σε έµπειρους εργαζόµενους και πάντως όχι µε εργολαβία ή πριµ απόδοσης.
Ανεξάρτητα από τις ειδικές διατάξεις του παρόντος Κανονισµού σε περίπτωση που στο ίδιο έργο επικρατούν εξαιρετικά ετεροβαρείς συνθήκες εργασίας µεταξύ οµοειδών τµηµάτων του ίδιου ή διαφορετικών τοµέων, µπορεί ύστερα από πρόταση σωµατείου εργαζόµενων στο έργο και αποδοχής της απ’ τη ∆νση του έργου, να γίνεται κυκλική εναλλαγή των εργαζόµενων στα παραπάνω τµήµατα, µε περίοδο εναλλαγής όχι µεγαλύτερη από 6 µήνες.
Εάν η πρόταση του σωµατείου δεν γίνει αποδεκτή απ’ τη ∆νση του έργου ή αυτή σιωπά πέραν ευλόγου χρόνου, τότε η πρόταση παραπέµπεται σε Τριπλή επιτροπή, της οποίας προεδρεύει ο Επιθ/της Μεταλλείων, τα δε άλλα µέλη είναι ο Πρόεδρος του ενδιαφερόµενου σωµατείου ή οι νόµιµοι αναπληρωτές του και ο ∆ν/ντής του έργου ή οι νόµιµοι αναπληρωτές του και η οποία αποφασίζει σχετικά.
Απαγορεύεται η κυκλοφορία σε σκάλες ή υπερυψωµένα δάπεδα, των εργαζοµένων που κρατούν εργαλεία ή άλλα βαρειά αντικείµενα χωρίς να τα έχουν επαρκώς ασφαλίσει καθώς και η εκσφενδόνιση εργαλείων και υλικών.
7.Απαγορεύεται η εργασία σε συγκεκριµένη θέση, κάθε εργαζόµενου που δεν είναι εφοδιασµένος µε τα απαραίτητα, για την εκτέλεση της εργασίας του, ατοµικά είδη προστασίας.
8.Απαγορεύεται ο χειρισµός ή η επέµβαση (συντήρηση-επισκευή) σε µηχανήµατα, µηχανικές και ηλεκτρικές εγκαταστάσεις, καθώς και η εκτέλεση των εργασιών του άρθρου 104, από άτοµα που δεν έχουν την απαιτούµενη, σε κάθε περίπτωση, άδεια.
Επιτρέπεται, κατεξαίρεση, η εκτέλεση των παραπάνω εργασιών από άλλους εργαζόµενους, µόνο για εκπαιδευτικούς λόγους ή µέρους της όλης εργασίας απ’ τους αντίστοιχους βοηθούς εργατοτεχνίτες, εφόσον οι παραπάνω ενεργούν κάτω απ’ την άµεση καθοδήγηση του αρµόδιου αδειούχου χειριστή ή τεχνίτη που έχει & την ευθύνη για την ασφαλή εκτέλεση της εργασίας.
9.Κάθε µηχάνηµα, συσκευή, όργανο ή εγκατάσταση, πρέπει να ανάλογα µε τις ώρες και τις συνθήκες λειτουργίας, να συντηρείται, σε τακτά χρονικά διαστήµατα, απ’ το ειδικά εξουσιοδοτηµένο και προβλεπόµενο, σύµφωνα µε την κείµενη νοµοθεσία, τεχνικό προσωπικό. Στα παραπάνω, πρέπει να υπάρχει ειδικό βιβλίο ή καρτέλα για την ενυπόγραφη καταχώρηση των ηµεροµηνιών και των ειδών συντήρησης και επισκευής.
10.Οι χειριστές µεµονωµένων εγκατεστηµένων µηχανηµάτων (εκτός απ’ τις αερόσφυρες), καθώς και οι επιστάτες ή επικεφαλείς των θέσεων εργασίας, πρέπει να συντάσσουν καθηµερινά το αντίστοιχο δελτίο εργασίας της κάθε βάρδιας. Στα δελτία εργασίας, πρέπει να αναγράφονται, ανάλογα µε την περίπτωση, το απασχολούµενο προσωπικό, ο χρόνος λειτουργίας ή εργασίας, το ύψος της παραγωγής στις αντίστοιχες µονάδες µέτρησης, οι καταναλώσεις υλικών, ο χρόνος και τα αίτια διακοπών και κάθε άλλο στοιχείο που ορίζεται από τη ∆/νση του έργου.
11.Σε κάθε έργο, η εκτέλεση της όποιας εργασίας πρέπει να γίνεται µε τρόπο ώστε, να µη δηµιουργούνται δυσµενείς επιπτώσεις σε γειτονικές θέσεις εργασίας.
Αν υπάρχουν κοντινές θέσεις εργασίας και διαφαίνεται επικίνδυνος επηρεασµός της µιας πάνω στην άλλη, τ’ αρµόδια στελέχη της ιεραρχίας πρέπει να κάνουν τις απαραίτητες συνεννοήσεις για την ασφαλή εξέλιξη των εργασιών.
1.Απαγορεύεται στη διάρκεια της ηµερήσιας εργασίας η έκθεση των εργαζόµενων, για διαστήµατα µεγαλύτερα από τα χρονικά όρια που αναφέρονται στον πίνακα, σε Α΄-
ηχοστάθµες (Α΄ - στάθµες ηχητικής πίεσης) ίσες ή µεγαλύτερες από τις αντίστοιχες του πίνακα:
ΠΙΝΑΚΑΣ
Με τα επιτρεπόµενα όρια έκθεσης σε θόρυβο
Οι παραπάνω χρόνοι αναφέρονται στη συνολική διάρκεια ηµερήσιας έκθεσης ανεξάρτητα αν είναι συνεχής ή διακοπτόµενη.
Για τον προσδιορισµό της στάθµης, πρέπει να χρησιµοποιούνται κατάλληλα όργανα µε τις παρακάτω ελάχιστες προδιαγραφές (σχετικό διεθνές πρότυπο, είναι της International Electrotechnical Commission, ∆ηµοσίευµα 651 IEC):
α) Να φέρουν ενσωµατωµένο κύκλωµα στάθµισης Α (A-weighted network).
β) Να διαθέτουν βραδεία απόκριση (slow response) και
γ) Να δίνουν τα αποτελέσµατα απευθείας σε desirable – A (dBA).
2.Εάν η ηµερήσια έκθεση σε θόρυβο αποτελείται από δύο η και περισσότερες περιόδους έκθεσης σε διαφορετικές Α – ηχοστάθµες, πρέπει να παίρνεται υπόψη η συνδυασµένη δράση τους πάνω στον εργαζόµενο και όχι τα µεµονωµένα αποτελέσµατα της κάθε µιας.
Σε περιπτώσεις που το άθροισµα Τ’1/Τ1 + Τ’2/Τ2 + …… + Τν/Τν είναι µεγαλύτερο από τη µονάδα, θεωρείται ότι η έκθεση του συγκεκριµένου εργαζόµενου ή οµάδας εργαζόµενων στο θόρυβο, ξεπερνάει τα επιτρεπόµενα όρια.
Σηµειώνεται ότι:
α) Τ’1, είναι η συνολική διάρκεια της ηµερήσιας έκθεσης σε µια συγκεκριµένη Αηχοστάθµη.
β) Τ1, είναι η αντίστοιχη επιτρεπόµενη συνολική διάρκεια ηµερήσιας έκθεσης σ’ αυτή τη στάθµη, όπως προκύπτει από τον παραπάνω πίνακα ή µε εφαρµογή, όταν είναι ανάγκη, της γραµµικής παρεµβολής.
γ) ν, είναι ο αριθµός των περιόδων έκθεσης σε διαφορετικές Α-ηχοστάθµες, ίσες ή µεγαλύτερες από 90 dBA.
3.Απαγορεύεται η έκθεση των εργαζόµενων χωρίς τα κατάλληλα ακροπροστατευτικά µέσα (ωτοασπίδες, ωτοβύσµατα) σε συνεχή ή διακοπτόµενο θόρυβο, κοντά στ’ αυτιά των εργαζόµενων, πάνω από 115 dBA, καθώς και η, ακόµα και στιγµιαία, έκθεσή τους σε αιχµές θορύβου (ηχητικής πίεσης) πάνω από 140 dBA.
4.Με ευθύνη του εργοδότη, πρέπει να παίρνονται όλα τα αναγκαία προληπτικά ή επανορθωτικά µέτρα για τον, όσο το δυνατό, περιορισµό της στάθµης του θορύβου σ’ ένα χώρο ή θέση εργασίας, ώστε η έκθεση των εργαζόµενων, χωρίς ατοµικά ακροπροστατευτικά µέσα, να µη ξεπερνάει τα επιτρεπόµενα όρια. Τα παραπάνω µέτρα, πρέπει να αποβλέπουν, κύρια, στην ελάττωση του θορύβου στην πηγή του ή και στη διαδροµή του προς τα αυτιά των εργαζοµένων.
5.Μεταξύ των προληπτικών και επανορθωτικών µέτρων που πρέπει, στο µέτρο του δυνατού, να παίρνονται, είναι τα παρακάτω:
α) Η επιλογή µηχανηµάτων και εργαλείων που έχουν κατασκευαστεί µε τρόπο, ώστε να προκαλούν θορύβους κάτω απ’ τα επιτρεπόµενα όρια ή που έχουν την κατάλληλη επένδυση για την απορρόφηση των θορύβων.
β) Η χρήση σιγαστήρων στη διάρκεια της αναρρόφησης ή εξαγωγής αέρα ή καυσαερίων µε µεγάλη ταχύτητα, όπως στις αερόσφυρες, αεροσυµπιεστές κλπ.
γ) Η µόνωση, µε κατάλληλα ηχοµονωτικά µέσα, των θορυβικών µηχανηµάτων ή εργασιών απ’ τους υπόλοιπους χώρους, όπου απασχολούνται εργαζόµενοι.
δ) Η εφαρµογή µέσων και µεθόδων που επιτρέπουν τον τηλεχειρισµό των θορυβωδών µηχανηµάτων από χώρους ή θαλάµους ηχητικά µονωµένους.
ε) Η τακτική συντήρηση των θορυβωδών µηχανηµάτων ή εργαλείων και ο έλεγχος της αποτελεσµατικότητας των µέσων περιορισµού του θορύβου που προκαλείται.
Όταν διαπιστώνεται, µε µετρήσεις της Α-ηχοστάθµης κοντά στα αυτιά των εργαζόµενων, ότι η έκθεσή τους στο θόρυβο, στη διάρκεια της ηµερήσιας εργασίας τους, ξεπερνάει τα επιτρεπόµενα όρια, παρά τη λήψη των προληπτικών και επανορθωτικών µέτρων που αναφέρονται παραπάνω, πρέπει αυτοί να εφοδιάζονται και να φορούν κατάλληλα ακροπροστατευτικά µέσα (ωτασπίδες, ωτοβύσµατα) που να ανταποκρίνονται στα χαρακτηριστικά του συγκεκριµένου θορύβου.
Όταν χρησιµοποιούνται τα παραπάνω ατοµικά µέσα προστασίας, για τον υπολογισµό του επιτρεπόµενου χρόνου έκθεσης στο θόρυβο, σύµφωνα µε τα δεδοµένα του πίνακα της παρ.1 αυτού του άρθρου, η Α-ηχοστάθµη που µετρήθηκε µειώνεται κατά τόσα dBA όσα προβλέπονται απ’ τα επίσηµα prospecta ή πιστοποιητικά του κατασκευαστή των παραπάνω µέσων.
1.Σε κάθε θέση εργασίας που υπάρχει έκθεση των εργαζόµενων σ’ ένα ή περισσότερα απ’ τα είδη σκόνης ή αερίων ή ατµών ή καπνών που αναγράφονται παρακάτω στους πίνακες 1, 2 & 3, οι µέρες χρονικά σταθµισµένες και οι µέγιστες συγκεντρώσεις τους στον αέρα που εισπνέουν οι εργαζόµενοι στη διάρκεια της ηµερήσιας εργασίας τους, δεν πρέπει να ξεπερνούν τις αναφερόµενες αντίστοιχα στους πίνακες οριακές τιµές.
Για την κατανόηση των πιο πάνω εννοιών, ορίζονται τα παρακάτω:
α) Μέση σταθµισµένη τιµή συγκέντρωσης, είναι η µέση τιµή που προκύπτει από συνεχείς µετρήσεις των συγκεντρώσεων στη διάρκεια της ηµερήσιας εργασίας ή από ασυνεχείς µετρήσεις που γίνονται µε τρόπο, ώστε τα αποτελέσµατα τους να είναι αντιπροσωπευτικά των συνθηκών, στις οποίες εκτίθεται ο εργαζόµενος, στη διάρκεια της ηµερήσιας εργασίας.
β) Μέγιστη τιµή συγκέντρωσης, είναι η µέγιστη συγκέντρωση, ακόµα και στιγµιαία, στη διάρκεια της ηµερήσιας εργασίας.
Οι πιο πάνω µετρήσεις µπορούν να γίνονται µε όργανα που δίνουν άµεσα το αποτέλεσµα ή που πραγµατοποιούν µόνο δειγµατοληψίες για µετέπειτα ανάλυση και εξαγωγή αποτελεσµάτων.
2.Οι οριακές τιµές του πίνακα 1 που αναφέρονται σε ορυκτές σκόνες, αφορούν το µέρος (κλάσµα) της συνολικά αιωρούµενης σκόνης που έχει κόκκους αεροδυναµικής διαµέτρου µικρότερες από 7 µm («εισπνεύσιµο» µέγεθος σκόνης) και που περνάει µέσα από ένα ειδικό επιλογέα µε τα παρακάτω χαρακτηριστικά :
Όταν η περιεκτικότητα σε κρυσταλλικό ελεύθερο διοξείδιο του πυριτίου, ξεπερνάει τις, µέσα σε παρένθεση, αναφερόµενες τιµές (1% ή 5%) του πίνακα 1, πρέπει σαν µέσες χρονικά σταθµισµένες οριακές τιµές (Μ.Χ.Σ.Ο.Τ.) για τα αντίστοιχα είδη σκόνης, να θεωρούνται, αντί γι’ αυτές που αναγράφονται στον πίνακα, οι τιµές που υπολογίζονται απ’ τον παρακάτω τύπο:
Μ.Χ.Σ.Ο.Τ. (mg/m3) = 10 / (q1+2)
όπου q1 είναι περιεκτικότητα % του κρυσταλλικού ελεύθερου διοξειδίου του πυριτίου στο µέρος που έχει «εισπνεύσιµο» µέγεθος.
Ειδικά για τον υπολογισµό της συγκέντρωσης του αµιάντου στον αέρα του εργασιακού περιβάλλοντος, πρέπει να παίρνονται υπόψη οι ίνες που έχουν µήκος µεγαλύτερο από 5µm, πλάτος (πάχος) µικρότερο από 3 µm και λόγο µήκους προς πλάτος µεγαλύτερο από 3.
Σε περίπτωση που η αιωρούµενη σκόνη περιέχει και ελεύθερο κρυσταλλικό διοξείδιο του πυριτίου σε αναλογία µεγαλύτερη από 1%, πρέπει παράλληλα µε την οριακή τιµή του πίνακα (σε ίνες /cm3), να εφαρµόζεται και η οριακή τιµή (σε mg/m3) που προκύπτει από τον τύπο του παραπάνω εδ. β΄. Για τη µέτρηση της συγκέντρωσης ινών αµιάντου στον αέρα του εργασιακού περιβάλλοντος, πρέπει να εφαρµόζεται η µέθοδος δειγµατοληψίας µε φίλτρα µεµβράνης που στη συνέχεια εξετάζονται σε οπτικό µικροσκόπιο µε την τεχνική της «αντίθετης φάσης» (phase contrast).
3. Όταν διαπιστώνεται υπέρβαση των οριακών τιµών των πινάκων 1, 2 & 3, πρέπει να παίρνονται, το συντοµότερο δυνατό, όλα τα αναγκαία µέτρα για τον εντοπισµό των αιτιών της υπέρβασης, την εξάλειψή τους και γενικά για τη µείωση των συγκεντρώσεων στα επιτρεπόµενα όρια. Παράλληλα, πρέπει να ενηµερώνονται άµεσα οι εργαζόµενοι της θέσης ή του γειτονικού ή και του ευρύτερου ακόµα χώρου, ανάλογα µε την περίπτωση, για τη χρήση του κατάλληλου αναπνευστικού εξοπλισµού που πρέπει να φορούν όσο χρόνο διαρκεί η υπέρβαση των οριακών τιµών ή να ειδοποιούνται για άµεση αποµάκρυνση σε περίπτωση που, παρά τη λήψη των προστατευτικών µέτρων, δηµιουργούνται κίνδυνοι για την υγεία τους.
ΠΙΝΑΚΑΣ 1
ΟΡΙΑΚΕΣ ΤΙΜΕΣ ΓΙΑ ΟΡΥΚΤΕΣ ΣΚΟΝΕΣ
ΠΙΝΑΚΑΣ 2
ΟΡΙΑΚΕΣ ΤΙΜΕΣ ΓΙΑ ΣΚΟΝΕΣ, ΑΤΜΟΥΣ
ή ΚΑΠΝΟΥΣ ΜΕΤΑΛΛΩΝ ΚΑΙ ΕΝΩΣΕΩΝ ΤΟΥΣ *
* Οι οριακές τιµές, όπου δεν ορίζεται διαφορετικά, αναφέρονται σε µεταλλοµονάδες του αντίστοιχου µετάλλου. Οι οριακές τιµές αφορούν τη συνολικά αιωρούµενη σκόνη στους χώρους εργασίας.
ΠΙΝΑΚΑΣ 3
ΟΡΙΑΚΕΣ ΤΙΜΕΣ ΓΙΑ ΑΛΛΟΥΣ ΧΗΜΙΚΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
1. Στους υπόγειους χώρους εργασίας και στις εγκαταστάσεις επεξεργασίας, εφόσον επικρατούν ψηλές θερµοκρασίες, µεγαλύτερες από 28 οC, (ένδειξη σφαιρικού θερµοµέτρου) πρέπει να γίνονται µε κατάλληλα όργανα συχνές µετρήσεις, το λιγότερο µια φορά την ηµέρα, για τον έλεγχο του ∆είκτη θερµοκρασίας – υγρασίας.
Με βάση τις τιµές των µετρήσεων του παραπάνω εδαφ. α, υπολογίζεται η τιµή του ∆είκτη θερµοκρασίας – Υγρασίας (∆.Θ.Υ.), σε βαθµούς Κελσίου, απ’ την παρακάτω σχέση:
∆.Θ.Υ. (oC) = 0,7 Θ.Υ. + 0,3 Θ.Σ., όπου:
α) Θ.Υ., είναι η θερµοκρασία «υγρού» θερµοµέτρου σε βαθµούς Κελσίου (χρησιµοποιείται ένα στατικό θερµόµετρο «υγρού»).
β) Θ.Σ., είναι η θερµοκρασία «σφαιρικού» θερµοµέτρου σε βαθµούς Κελσίου.
Τα όργανα των µετρήσεων, πρέπει να είναι κατάλληλα τοποθετηµένα στη διάρκεια της µέτρησης, ώστε οι ενδείξεις τους να είναι αντιπροσωπευτικές των συνθηκών κάτω από τις οποίες απασχολούνται οι εργαζόµενοι στους συγκεκριµένους χώρους ή θέσεις εργασίας.
2. Όταν στους παραπάνω χώρους εργασίας η θερµοκρασία ξεπερνάει τους 28 oC και η τιµή του ∆.Θ.Υ. είναι µεγαλύτερη από 27,7 oC, πρέπει η εργασία να εκτελείται διακεκοµµένα, µε ενδιάµεσους χρόνους ανάπαυσης, σύµφωνα µε τα δεδοµένα του παρακάτω πίνακα:
ΠΙΝΑΚΑΣ
ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΥ ∆.Θ.Υ. ΜΕ ∆ΙΑΡΚΕΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Επιτρέπεται, κατεξαίρεση, παρέκκλισης απ’ τα πιο πάνω οριζόµενα, µε ευθύνη της ∆/νσης του έργου µετά από εισήγηση του αρµόδιου επιβλέποντα, αποκλειστικά µόνο στις παρακάτω περιπτώσεις:
α) Στην περίπτωση απόλυτης ανάγκης για τη διενέργεια εργασιών αντιµετώπισης επικείµενου κινδύνου, διάσωσης εργαζόµενων, παροχής πρώτων βοηθειών και εκτάκτων αναγκών από πυρκαϊές, εκρήξεις, καταπτώσεις κλπ. Στις πιο πάνω περιπτώσεις, µπορεί να επιτρέπεται προσωρινά η εργασία και σε χώρους όπου η τιµή του ∆.Θ.Υ. ξεπερνάει τους 32,1 oC.
β) Για εξυπηρέτηση αναπόφευκτων λειτουργικών αναγκών του έργου, οπότε οι αναλογίες των χρόνων εργασίας και ανάπαυσης του πίνακα, µπορεί να µην εφαρµόζονται σε κάθε ώρα αλλά σε ευρύτερα χρονικά διαστήµατα ακόµη και στο σύνολο του ωραρίου.
3. Όταν διαπιστώνεται η ανάγκη περιορισµού του χρόνου πραγµατικής ηµερήσιας ανάγκης, σύµφωνα µε τα παραπάνω, πρέπει, µε ευθύνη της ∆/νσης του έργου µετά από εισήγηση του επιβλέποντα, να ενηµερώνονται άµεσα οι εργαζόµενοι που απασχολούνται στους αντίστοιχους χώρους και να τους δίδονται οδηγίες σχετικά µε τους επιτρεπόµενους χρόνους εργασίας και ανάπαυσης για κάθε ώρα, µε βάση τις αναλογίες του παραπάνω πίνακα. Επίσης πρέπει να καταβάλλεται προσπάθεια για την προγραµµατισµένη εναλλαγή των εργαζόµενων στους παραπάνω χώρους, σε, όσο το δυνατό, συχνότερα διαστήµατα.
Οι µετρήσεις και τα αποτελέσµατα των µετρήσεων που προβλέπονται απ’ τα άρθρα 21, 22 & 23, για κάθε θέση εργασίας και ηµεροµηνία, πρέπει να καταχωρούνται ενυπόγραφα µαζί µε τα λοιπά στοιχεία (µέθοδοι, όργανα, χρόνοι µετρήσεων κλπ) σε ειδικά θεωρηµένα βιβλία.
Για την προστασία εργαζόµενων σε έργα στα οποία δηµιουργούνται κίνδυνοι για την υγεία τους από ραδιενεργές σκόνες ή ιοντίζουσες ακτινοβολίες, πρέπει, πέρα από τα µέτρα που προβλέπονται στις διατάξεις του παρόντος κανονισµού, να καταρτίζεται µε ευθύνη της ∆/νσης, του έργου, ειδικός κανονισµός µέτρων προστασίας και να υποβάλλεται για έγκριση στην αρµόδια Υπηρεσία του Υπουργείου Ενέργειας και Φυσικών Πόρων, σύµφωνα µε το άρθρο 6 του Ν.∆. 181/74.
1.Το ηλεκτρικό δίκτυο, καθώς και το δίκτυο φωτισµού κάθε έργου, που δεν συµπεριλαµβάνονται στις µελέτες που υποβάλλονται για την έκδοση αδειών εγκαταστάσεων των άρθρων 99, 101 & 102, πρέπει να αποτελούν µέρος της µελέτης του άρθρου 4.
2.Για την κατασκευή και λειτουργία των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων κάθε έργου, απαιτείται η, σύµφωνα µε την κείµενη νοµοθεσία, ειδική άδεια.
Οι ηλεκτρικές εγκαταστάσεις κάθε έργου, πρέπει να µελετούνται, κατασκευάζονται, επιβλέπονται και συντηρούνται από ∆ιπλ. Ηλεκτρολόγους Μηχανικούς ή άλλους αρµόδιους ∆ιπλ. ή Πτυχ. Τεχνικούς ή αδειούχους τεχνίτες, ανάλογα µε την περίπτωση, όπως προβλέπεται απ’ την κείµενη νοµοθεσία.
3.Για τις παραπάνω εργασίες, πρέπει να παίρνονται υπόψη οι σχετικές διατάξεις του παρόντος Κανονισµού και στην περίπτωση που δεν υπάρχουν, οι διατάξεις του Κανονισµού Εσωτερικών Ηλεκτρολογικών Εγκαταστάσεων, καθώς και οι προδιαγραφές της ∆ΕΗ.
1.Πάνω στους στύλους διανοµής ηλεκτρικού ρεύµατος υψηλής τάσης, στα περιφράγµατα και στις πόρτες των σταθµών µετασχηµατισµού, στους πίνακες διανοµής µέσης ή υψηλής τάσης και γενικά σε κάθε εγκατάσταση µέσης ή υψηλής τάσης, πρέπει να τοποθετούνται πινακίδες µε τις λέξεις: «Υψηλή τάση – Κίνδυνος – Θάνατος».
2. Όλοι οι πίνακες διανοµής ηλεκτρικού ρεύµατος, πρέπει να κατασκευάζονται από άκαυστο και ανθεκτικό υλικό και να προστατεύονται µε ειδικά πλαίσια.
3.Οι πιο πάνω πίνακες, πρέπει να τοποθετούνται, σε κατάλληλες θέσεις, ώστε να µην τους αγγίζουν οι εργαζόµενοι που κυκλοφορούν ή να µην παθαίνουν ζηµιές απ’ το χειρισµό εργαλείων ή τη µεταφορά υλικών.
1.Οι ηλεκτρικές µηχανές και κινητήρες, πρέπει να προστατεύονται απ’ τις υπερφορτίσεις µε αυτόµατες ασφάλειες και διακόπτες, ενώ κάθε ηλεκτρικό κύκλωµα, το λιγότερο, µε τις κατάλληλες ασφάλειες.
2.Σε θέσεις που υπάρχει υγρασία ή άλλα αγώγιµα υγρά ή εµφανίζονται εύφλεκτα αέρια, πρέπει να χρησιµοποιούνται διακόπτες ασφάλειας και ρευµατοδότες στεγανού τύπου, ενώ οι αγωγοί πρέπει να είναι κατάλληλα µονωµένοι ή και να τοποθετούνται µέσα σε στεγανές σωληνώσεις.
3.Τα πλαίσια των ηλεκτρικών κινητήρων, γεννητριών, µετασχηµατιστών, διατρητικών και φορητών µηχανηµάτων, τα κιβώτια διακοπτών και λοιπών ηλεκτρικών συσκευών, οι σωληνώσεις και τα µεταλλικά περιβλήµατα των αγωγών, καθώς και κάθε µεταλλικό αντικείµενο που µπορεί να έλθει σε επαφή µε ηλεκτρικούς αγωγούς, πρέπει να είναι κατάλληλα γειωµένο.
Απαγορεύεται γενικά η γείωση µε τη χρήση των δικτύων νερού και αέρα.
1.Απαγορεύεται η χρησιµοποίηση στις υπόγειες εργασίες ηλεκτρικού ρεύµατος υψηλής τάσης. Η χρησιµοποίηση ρεύµατος µέσης τάσης, επιτρέπεται µόνο για την τροφοδοσία µηχανικού εξοπλισµού που απαιτεί αντίστοιχη τάση και εφόσον έχουν παρθεί όλα τα απαραίτητα µέτρα ασφαλείας.
2.Εκτός απ’ την περίπτωση της παρ.1 αυτού του άρθρου, οι αγωγοί µεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας µέσης τάσης επιτρέπεται να φθάνουν, στις υπόγειες εργασίες, µόνο µέχρι τους µετασχηµατιστές.
3.Οι ηλεκτρικές εγκαταστάσεις των υπογείων πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να είναι στεγανές.
4.Απαγορεύεται η εγκατάσταση µετασχηµατιστών λαδιού κοντά σε εισόδους υπόγειων εργασιών. Οι σταθµοί των µετασχηµατιστών πρέπει να τοποθετούνται µέσα σε ειδικές ασφαλείς εκσκαφές, σε θέσεις µε επαρκή αερισµό και αν είναι δυνατό σε στοές όπου διέρχεται το ρεύµα επιστροφής του αέρα, εφόσον δεν περιέχει εύφλεκτα αέρια. Οι πόρτες των σταθµών, πρέπει να είναι ασφαλούς κατασκευής και να κλείνουν µε κλειδί ασφάλειας.
5.Ο µετασχηµατιστές που χρησιµοποιούνται στα υπόγεια, πρέπει να είναι ξηρού τύπου ή να ψύχονται µε άκαυστο υγρό, ενώ οι φορητοί µετασχηµατιστές, πρέπει να τοποθετούνται σε θέσεις όπου δεν υπάρχει κίνδυνος πυρκαϊάς ή ανάφλεξης.
6.Οι ηλεκτρικές εγκαταστάσεις που εξυπηρετούν υπόγειες εργασίες, πρέπει να κατασκευάζονται ώστε να παρέχουν πλήρη ασφάλεια στους εργαζόµενους και στο
µηχανικό εξοπλισµό που κυκλοφορεί, µε καλή προσάρτηση και τοποθέτηση σε ασφαλείς θέσεις και να µην εµποδίζουν την εκτέλεση των εργασιών.
7.Απαγορεύεται µέσα στα υπόγεια η χρησιµοποίηση γυµνών ηλεκτρικών αγωγών, εκτός από εκείνους που προορίζονται για την κίνηση ηλεκτραµαξών.
8.Κοντά στην είσοδο κάθε υπόγειας εργασίας, πρέπει να υπάρχει εγκατάσταση των γενικών διακοπτών του ηλεκτρικού ρεύµατος. Οι λοιποί διακόπτες πρέπει να τοποθετούνται σε ασφαλείς και προσιτές, στους εργαζόµενους θέσεις.
9.Στα υπόγεια ανθρακωρυχεία ή λιγνιτωρυχεία, πρέπει να χρησιµοποιούνται ηλεκτρικές µηχανές, συσκευές και εργαλεία κλειστού τύπου.
1.Οι αγωγοί ηλεκτρικού ρεύµατος που τροφοδοτούν τις ηλεκτράµαξες, πρέπει:
α) Να υποβαστάζονται µε µονωµένους αναρτήρες που απέχουν µεταξύ τους, το πολύ, 10m.
β) Να είναι τεντωµένοι, ώστε το βέλος κάµψης να µη ξεπερνάει τα 7 cm και να έχουν, όσο το δυνατό, ευθυγραµµία.
γ) Να είναι εφοδιασµένοι µε κατάλληλα τοποθετηµένους διακόπτες στις διακλαδώσεις των σιδηροδροµικών γραµµών, καθώς και σε σηµεία που να απέχουν, το πολύ, 500m, για την επιφάνεια και 300 m για τα υπόγεια.
δ) Να προστατεύονται µε πλευρικά περιβλήµατα από µονωτικό υλικό σε όλο το µήκος των στοών.
ε) Να µην τοποθετούνται σε ύψος µικρότερο από 2,20 µ από τις σιδηροτροχιές.
2.Οι σιδηροτροχιές των ηλεκτραµαξών, πρέπει, στις κατά µήκος µεταξύ τους συνδέσεις, να συνδέονται και µε χάλκινο αγωγό.
Επίσης τέτοια σύνδεση, πρέπει να έχουν και κατά πλάτος σε αποστάσεις, το πολύ, 300m.
1.Η επίβλεψη και η συντήρηση των ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων, πρέπει να αποτελεί ιδιαίτερη βαθµίδα της οργανωτικής υποδιαίρεσης κάθε έργου. Ο προϊστάµενος ή υπεύθυνος της βαθµίδας πρέπει, µεταξύ των άλλων, να ενηµερώνει ανελλιπώς τα σχεδιαγράµµατα του ηλεκτρικού δικτύου, µε τις µόνιµες επεκτάσεις και τροποποιήσεις που πραγµατοποιήθηκαν λόγω σχετικών αναγκών του έργου.
2.Απαγορεύεται η εγκατάλειψη µηχανήµατος ή εργαλείου πριν την αποσύνδεσή του απ’ το ηλεκτρικό δίκτυο.
3.Σε περιπτώσεις συντηρήσεων ή επισκευών ή επεκτάσεων δικτύου, όπως και συντηρήσεων ή επισκευών µηχανηµάτων και εργαλεία, πρέπει να τοποθετείται πινακίδα στο σηµείο αποσύνδεσης ή στο διακόπτη, που να γράφει «Κίνδυνος – Εργάζεται άνθρωπος» και να ασφαλίζεται το αντίστοιχο τµήµα του δικτύου από τυχόν επανατροφοδότηση πριν απ’ την ολοκλήρωση της εργασίας,. Πριν να γίνει επέµβαση, πρέπει να έχει προηγηθεί η εκφόρτιση από τυχόν παραµένοντα ηλεκτρικά φορτία (Π.χ. δίκτυα µε πυκνωτές, ηλεκτρόφιλτρα).
4.Σε εγκαταστάσεις ή µηχανήµατα που τροφοδοτούνται µε µέση τάση, η ζεύξη ή απόζευξη πρέπει να γίνεται, χωρίς φορτίο, µε ευθύνη τεχνικού ηλεκτρολόγου που κατέχει τη, σύµφωνα µε την κείµενη νοµοθεσία, άδεια και έχει εξουσιοδοτηθεί σχετικά απ’τον αρµόδιο επιβλέποντα.
1.Κάθε έργο πρέπει να διαθέτει τον κατάλληλο και απαραίτητο, ανάλογα µε τις ανάγκες του, φωτισµό µε τρόπο ώστε να δηµιουργούνται συνθήκες ασφαλούς και ορθολογικής δραστηριότητας.
2.Τα κριτήρια, που ειδικά πρέπει να παίρνονται υπόψη στη σύνταξη της µελέτης του άρθρου 26 παρ.1, είναι τα παρακάτω:
α) Η ένταση του φωτισµού, πρέπει να ανταποκρίνεται στις ιδιαιτερότητες της εργασίας και στις ιδιοµορφίες του άµεσα περιβάλλοντος χώρου (π.χ. επιφανειακή ή υπόγεια εργασία, φυσικά χαρακτηριστικά των πετρωµάτων κλπ). Ειδικότερα, πρέπει να εφαρµόζονται τα παρακάτω:
α.α.) Η ένταση στους χώρους ή θέσεις εργασίας µε συνεχή και µόνιµη δραστηριότητα (σταθµοί φόρτωσης µεταλλεύµατος, διασταυρώσεις κεντρικής µεταφοράς και αντλιοστάσια, µόνιµες µηχανικές εγκαταστάσεις κλπ) να µην είναι µικρότερη από 60 Lux.
α.β.) Η ένταση στις κεντρικές υπόγειες εκσκαφές ή δρόµους και στις εξόδους κινδύνου, να µην είναι µικρότερη από 20 Lux.
α.γ.) Η ένταση στις κεντρικές υπόγειες εκσκαφές ή δρόµους, µε δευτερεύουσα σηµασία από πλευρά διακίνησης προσωπικού, µηχανικού εξοπλισµού και υλικών, να µην είναι µικρότερη από 10 Lux.
α.δ.) Η ένταση του φωτισµού µε κινητούς ή µόνιµους προβολείς ή προβολείς µηχανηµάτων σε θέση εργασίας επιφανειακών µετώπων, να µην είναι µικρότερη από 80 Lux και να καλύπτει όλο το ύψος του µετώπου, καθώς και το χώρο διακίνησης µηχανηµάτων και εργαζόµενων στη συγκεκριµένη θέση.
β) Το είδος του συλλογικού ή ατοµικού φωτισµού, πρέπει να επιλέγεται µε βάση τις ειδικές συνθήκες του έργου ή θέσης εργασίας (π.χ. κίνδυνοι δηµιουργίας εκρηκτικών µιγµάτων αερίων, χρήση ηλεκτρικής πυροδότησης, ύπαρξη υγρασίας ή νερών) και να ελαχιστοποιεί τη θάµβωση, διαχέεται, διευθύνεται και κατανέµεται σωστά.
γ) Η επιλογή του συνδυασµού συλλογικού και ατοµικού φωτισµού, πρέπει να γίνεται µε βάση την έκταση των εργασιών, τη µονιµότητα των εγκαταστάσεων και των θέσεων εργασίας, τη συχνότητα και τις αποστάσεις των µετακινήσεων, τον αριθµό των εργαζόµενων κλπ.
3.Παράλληλα µε το συλλογικό φωτισµό, επιβάλλεται και η χρήση φορητού ατοµικού φωτισµού σε θέσεις εργασίας όπου υπάρχει σχετική ανάγκη (π.χ. υπόγειες εργασίες, επιφανειακές εργασίες στη διάρκεια της νύχτας ή γενικότερα σε σκοτεινούς χώρους, διακοπή ηλεκτρικού ρεύµατος).
Για το φορητό ατοµικό φωτισµό, πρέπει να χρησιµοποιούνται γενικά, ηλεκτρικές λάµπες που η φωτεινή ροή τους, στη διάρκεια της εργασίας, να µην είναι µικρότερη από 14 Lumen. Εξαίρεση µε χρήση λυχνιών ασετυλίνης, µπορεί να γίνεται, αποκλειστικά µόνο, στις περιπτώσεις υπόγειων εργασιών που εντοπίζονται σε αποµακρυσµένες περιοχές και εφόσον το αντικείµενο και η έκτασή τους είναι περιορισµένα.
1. Μηχανήµατα µεταλλευτικών και λατοµικών εργασιών, θεωρούνται τα µηχανήµατα, απλά ή σύνθετα, που συµµετέχουν, µεµονωµένα ή και σε συνδυασµό µε άλλα, σε ένα ή και περισσότερα συστήµατα ή εγκαταστάσεις. Τέτοια µηχανήµατα είναι π.χ. τα αυτοκίνητα, οι φορτωτές, οι προωθητήρες γαιών, οι ισοπεδωτήρες, οι εκσκαφείς, οι ηλεκτράµαξες, οι δηζελάµαξες, τα ανυψωτικά µηχανήµατα, οι ελκυστήρες, οι αεροσυµπιεστές, οι αερόσφυρες, τα διατρητικά φορεία, τα σύνθετα µηχανήµατα όρυξης και µεταφοράς, οι αποξεστήρες, τα γεωτρύπανα, οι αντλίες, οι ανεµιστήρες, τα µηχανήµατα εγκαταστάσεων κ.λπ.
2.Η επιλογή των µηχανηµάτων, µερών, εξαρτηµάτων και ειδικών κατασκευών τους, πρέπει να γίνεται απ’ τον αρµόδιο, σε κάθε περίπτωση, ∆ιπλ. Μηχανικό, ανάλογα µε τις τοπικές συνθήκες και το σκοπό που πρόκειται να εξυπηρετήσουν, ώστε, µε το συνδυασµό τους, να παρέχεται επαρκής βαθµός ασφάλειας και εξασφαλίζεται η ορθολογική λειτουργία του συστήµατος ή της εγκατάστασης.
3. Όλα τα καινούρια µηχανήµατα, πρέπει να κατασκευασµένα έγκυρες διεθνείς προδιαγραφές και να συνοδεύονται από γραπτή εγγύηση του κατασκευαστή τους. Τα µεταχειρισµένα µηχανήµατα, για τα οποία δεν έχει δοθεί η παραπάνω εγγύηση, πρέπει να συνοδεύονται από γνωµάτευση του αρµόδιου ∆ιπλ. Μηχανικού για την καλή και ασφαλή λειτουργία τους.
4.Κάθε µηχάνηµα πρέπει να χρησιµοποιείται αποκλειστικά µόνο για το σκοπό που έχει κατασκευαστεί.
Απαγορεύεται αυστηρά η παραβίαση των ορίων λειτουργίας και φόρτισης κάθε µηχανήµατος, που υπάρχουν στα επίσηµα prospectus ή προδιαγραφές του κατασκευαστή.
Τα σχετικά στοιχεία των προδιαγραφών, πρέπει να σηµειώνονται σε ειδικές πινακίδες που ενσωµατώνονται, σε εµφανή θέση, πάνω σε κάθε µηχάνηµα.
Κάθε µετασκευή ή συµπλήρωση µηχανήµατος που έχει κριθεί εντελώς απαραίτητη για τη βελτίωση των συνθηκών λειτουργίας του, επιτρέπεται µόνο µετά από σχετική µελέτη του αρµοδίου ∆ιπλ. Μηχανικού και εφόσον δεν υπάρχει παραβίαση των προδιαγραφών του παραπάνω εδαφ. Β΄.
Κάθε µηχάνηµα που, παρά τις επισκευές και συντηρήσεις, δεν παρέχει ασφάλεια στη λειτουργία του, πρέπει µε ευθύνη του εργοδότη, µετά από εισήγηση του επιβλέποντα, να αποσύρεται.
5.Όλα τα µέρη µηχανών και µηχανηµάτων που κινούνται ή στρέφονται, πρέπει να αποµονώνονται, όπου είναι δυνατό, µε προστατευτικά καλύµµατα ή πλέγµατα.
6.- Κάθε µηχάνηµα, πρέπει να είναι εφοδιασµένο µε τα κατάλληλα όργανα ελέγχου και µηχανισµούς αποφυγής ανεξέλεγκτης λειτουργίας.
7.Οι χειριστές των µηχανηµάτων, πρέπει να τα επιθεωρούν πριν απ’ την έναρξη λειτουργίας τους. Αν στην παραπάνω επιθεώρηση ή στη διάρκεια εργασίας διαπιστωθεί βλάβη, οφείλουν να ειδοποιήσουν άµεσα τον ιεραρχικά ανώτερό τους.
8.Οι χειριστές των µηχανηµάτων, πρέπει µετά το τέλος της εργασίας τους και εφόσον δεν αρχίζει η εργασία της επόµενης βάρδιας, να τα κλειδώνουν ή και ασφαλίζουν µε όλα τα κατάλληλα και απαραίτητα µέσα.
9.Η εργασία ή διέλευση των µηχανηµάτων σε περιοχές όπου υπάρχουν υπόγεια ή εναέρια ηλεκτροφόρα καλώδια, πρέπει να γίνεται µε µεγάλη προσοχή και αφού παρθούν όλα τα µέτρα για αποφυγή βραχυκυκλώµατος ή και ηλεκτροπληξίας.
Στην περίπτωση που το µηχάνηµα κινείται, ο χειριστής πρέπει να καθοδηγείται, στις µετακινήσεις και ελιγµούς, απ΄ το βοηθό του και γενικά όπου ο κίνδυνος, είναι έντονος, πρέπει να διακόπτεται, στην περιοχή της σχετικής εργασίας, το ηλεκτρικό ρεύµα.
1.Όλα τα αυτοκινούµενα µηχανήµατα, πρέπει να διαθέτουν:
α) Θάλαµο ασφάλειας, εφόσον προβλέπεται απ’ τον κατασκευαστή τους, µέσα στον οποίο πρέπει να βρίσκεται ο χειριστής στη διάρκεια λειτουργίας.
β) Φορητό φαρµακείο, εφοδιασµένο µε τα απαραίτητα φάρµακα και µέσα, σύµφωνα µε τις οδηγίες του γιατρού του έργου.
γ) Φορητό πυροσβεστήρα, µε ένδειξη ηµεροµηνίας λήξης.
δ) Μηχανισµούς πέδησης, καθώς και λοιπά πρόσφορα µέσα (π.χ. σφήνες), για την ακινητοποίησή τους στη διάρκεια στάσης.
ε) Ηχητικά όργανα, σήµατα και φώτα, ανάλογα µε την περίπτωση. Όλα τα ελαστιχοφόρα µηχανήµατα, πρέπει να έχουν φώτα πορείας, διεύθυνσης, στροφής δεξιά και αριστερά, κόκκινα φώτα προπορείας, φώτα φρεναρίσµατος και οπισθοπορείας και ειδικά, για τις υπαίθριες εργασίες, ηχητικό όργανο οπισθοπορείας. Τα ερπυστριοφόρα µηχανήµατα και οι άµαξες έλξης, πρέπει να έχουν ηχητικά όργανα και το λιγότερο, φώτα εργασίας και κόκκινα φώτα προπορείας.
στ) Εργαλεία και µέσα, ανάλογα µε την περίπτωση, για την άµεση αντιµετώπιση ανατροπών, εκτροχιασµών και λοιπών βλαβών.
2.Απαγορεύεται η επιβίβαση στα µηχανήµατα κάθε άλλου ατόµου εκτός απ’ το χειριστή τους και το βοηθό του, εφόσον υπάρχει και δεύτερη θέση στο θάλαµο χειρισµού, καθώς και η επιβίβαση ή αποβίβαση κάθε ατόµου εφόσον το µηχάνηµα βρίσκεται σε κίνηση.
Κατεξαίρεση, επιτρέπεται η επιβίβαση και αποβίβαση των τεχνιτών συντήρησης και επισκευής, εφόσον το µηχάνηµα βρίσκεται σε στάση. Η επιβίβαση και αποβίβαση, πρέπει να γίνεται πάντοτε απ’ τις προκαθορισµένες απ’ τον κατασκευαστή του µηχανήµατος θέσεις. Η µεταφορά προσωπικού επιτρέπεται, µόνο στην περίπτωση οχήµατος ειδικά κατασκευασµένου και διαρρυθµισµένου.
3.Τα µηχανήµατα, πρέπει να κυκλοφορούν µόνο σε ορισµένους δρόµους, διαδρόµους στοών και γραµµές, που έχουν κριθεί κατάλληλα για τη διακίνηση του κάθε είδους. Η κίνησή τους πρέπει να γίνεται µε προσοχή και στα πλαίσια των διαδροµών και ορίων ταχύτητας που έχουν προκαθοριστεί απ’ το αρµόδιο στέλεχος της ιεραρχίας.
4.Η προς τα πίσω κίνηση των µηχανηµάτων, πρέπει να γίνεται αφού πρώτα ο χειριστής διαπιστώσει τη λειτουργία των αντίστοιχων φωτεινών ή και ηχητικών οργάνων (όπου επιβάλλονται), καθώς και ότι κανένα άτοµο ή γενικά κίνδυνος δεν υπάρχει στον πίσω χώρο. Ειδικά στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει επαρκής ορατότητα ή δυνατότητα πλήρους ελέγχου απ’ το χειριστή, επιβάλλεται η καθοδήγησή τους από τον αντίστοιχο βοηθό ή το ειδικά εξουσιοδοτηµένο άτοµο.
5.Οι χειριστές, πρέπει να αφήνουν τα µηχανήµατά τους στις προκαθορισµένες θέσεις και να φροντίζουν για την πλήρη ακινητοποίησή τους µε κάθε πρόσφορο µέσο (πέδης, ταχύτητα, σφήνες κλπ.).
1.Οι θέσεις εργασίας των µηχανηµάτων, πρέπει να επιλέγονται µε τρόπο, ώστε να εξασφαλίζεται η σταθερότητα του µηχανήµατος, καθώς και η προστασία του χειριστή και του βοηθού του από καταπτώσεις, κατολισθήσεις, ανατροπές και πτώσεις.
Σε περίπτωση εργασιών σε επικίνδυνες θέσεις (π.χ. εξοφλήσεις µε µεγάλα κενά, θέσεις επηρεπείς σε κατολισθήσεις κ.λπ. ο χειρισµός του µηχανήµατος πρέπει να γίνεται από ασφαλή απόσταση και στο µέτρο του δυνατού, µε τηλεχειρισµό.
2. Τα διατρητικά και εκσκαπτικά µηχανήµατα πρέπει, στο µέτρο του δυνατού, να βρίσκονται, στη διάρκεια της παραγωγικής εργασίας, σε οριζόντια θέση.
3. Τα διατρητικά µηχανήµατα, εφόσον δεν εκτελούν υγρή διάτρηση, πρέπει να είναι εφοδιασµένα µε κονιοσυλλέκτες για τη συλλογή της σκόνης που δηµιουργείται στη διάρκεια της διάτρησης. Στις υπόγειες εργασίες, πρέπει να εφαρµόζεται απαραίτητα η υγρή διάτρηση.
4. ∆εν επιτρέπεται η εξόρυξη µε εκσκαφείς και φορτωτές από επιφανειακά µέτωπα µε ύψος µεγαλύτερο απ’ την κατακόρυφη ακτίνα δράσης του κάδου.
5. Όταν γίνεται εκσκαφή σε βάθος, πρέπει η απόσταση του µηχανήµατος απ’ το χείλος της εκσκαφής να είναι, όσο το δυνατό, µεγαλύτερη, ανάλογα και µε τη συνεκτικότητά του πετρώµατος. Κάθε τέτοια εργασία απαγορεύεται, εφόσον υπάρχει κίνδυνος κατολίσθησης των πρανών, ενώ συνέχιση της εργασίας µπορεί να γίνει µόνο µε οδηγίες του αρµόδιου επιβλέποντα.
6. Απαγορεύεται αυστηρά η άνοδος κάθε εργαζόµενου πάνω στον κάδο των µηχανηµάτων.
Κατεξαίρεση επιτρέπεται, µόνο σε περίπτωση πλήρους ακινητοποίησης για λόγους συντήρησης ή επισκευής.
Οι χειριστές των µηχανηµάτων δεν επιτρέπεται να τα βάζουν σε κίνηση, εφόσον βρίσκονται άτοµα µέσα στο πεδίο δράσης. Επιτρέπεται η προσέγγιση αποκλειστικά και µόνο εξουσιοδοτηµένων στα µηχανήµατα όταν αυτά βρίσκονται σε λειτουργία και εφόσον αυτό είναι σε γνώση του χειριστή τους.
Κατά τη διακοπή της εργασίας, οι κάδοι των µηχανηµάτων πρέπει να επαναφέρονται στο έδαφος.
7. Απαγορεύεται η µεταφορά µε φορτωτές, εκρηκτικών ή ευφλέκτων υλών και φιαλών αερίου. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις επιτρέπεται και η χρησιµοποίησή τους σαν ανυψωτικών µηχανηµάτων, µετά από έγγραφη εντολή του επιβλέποντα.
Για τις µηχανές εσωτερικής καύσης που χρησιµοποιούνται στις υπόγειες εργασίες, πρέπει να παίρνονται τα παρακάτω µέτρα:
α) Να έχουν ειδικά φίλτρα για τη δέσµευση των επιβλαβών αερίων των καυσαερίων και των καταλοίπων τους.
β) Να συντηρούνται σε χρονικά διαστήµατα, ακόµα και µικρότερα απ’ αυτά που προβλέπονται στις σχετικές οδηγίες του κατασκευαστή του, ώστε να εξασφαλίζεται, όσο το δυνατό, τελειότερη καύση.
γ) Να διακόπτεται η λειτουργία τους όταν δεν εκτελείται εργασία.
δ) Να χρησιµοποιείται για την τροφοδοσία τους, εφόσον είναι δυνατό, ειδική ποιότητα, καυσίµου µε µικρή περιεκτικότητα σε επιβλαβή στοιχεία (θείο, µόλυβδος κλπ).
Για τα σύνθετα µηχανήµατα όρυξης και µεταφοράς (π.χ. καδοφόροι εκσκαφείς, µηχανήµατα ολοµέτωπης κοπής), καθώς και τα ειδικά εξορυκτικά µηχανήµατα κοπής, πρέπει, πέρα απ’ τα µέτρα που προβλέπονται στις διατάξεις του παρόντος Κανονισµού, να καταρτίζονται, µε ευθύνη της ∆/νσης του έργου, ειδικοί κανονισµοί µέτρων ασφαλείας - προστασίας και να υποβάλλονται για έγκριση στην αρµόδια Υπηρεσία του ΥΕΦΠ.
1.Το σύστηµα φόρτωσης και κεντρικής µεταφοράς κάθε έργου, πρέπει να αποτελεί αντικείµενο ειδικής µελέτης που περιλαµβάνεται στην τεχνική µελέτη του άρθρου 4.
2.Η πιο πάνω ειδική µελέτη, πρέπει να περιλαµβάνει :
α) Γενική περιγραφή του συστήµατος.
β) Κατασκευαστικά σχέδια και υπολογισµούς όλων των µερών του συστήµατος που δεν θεωρούνται εγκαταστάσεις.
γ) Ειδικά µέτρα για την ασφαλή και ορθολογική λειτουργία του συστήµατος.
3.Ανάλογα µε τις ιδιαιτερότητες του συστήµατος, την έκταση και το είδος των εργασιών, καθώς το είδος και τη δυναµικότητα του απασχολούµενου µηχανικού εξοπλισµού, ο συντονισµός των επιµέρους εργασιών του συστήµατος, ανατίθεται σε ειδικά εξουσιοδοτηµένο στέλεχος της ιεραρχίας.
4.Για την ασφαλή και ορθολογική λειτουργία του συστήµατος, πρέπει γενικά να τηρούνται τα παρακάτω:
α) Οι στοές, διαβάσεις, πλατείες, χώροι συγκέντρωσης, µεταφοράς και φόρτωσης υλικών, πρέπει να είναι µε τέτοιο τρόπο διαρρυθµισµένα, ώστε η εργασία να γίνεται ανεµπόδιστα και χωρίς κίνδυνο για τους εργαζόµενους.
β) Στα σηµεία του συστήµατος που µπορεί να εµφανιστούν κίνδυνοι για τους εργαζόµενους, πρέπει να τοποθετούνται πινακίδες µε ενδεικτικές επιγραφές.
γ) Οι πιο πάνω χώροι, καθώς και κάθε χώρος εργασίας, πρέπει να διατηρούνται καθαροί µε συλλογή των απορριµµάτων ή περιττών υλικών και γενικά κάθε αντικειµένου που δεν είναι άµεσα χρήσιµο για την εργασία.
δ) Οι γέφυρες διέλευσης που απαιτούνται, πρέπει να έχουν στέρεο κατάστρωµα µε µόνιµο κιγκλίδωµα και απ’ τις δυο πλευρές όψης, το λιγότερο, 0,80 m.
ε) Για τον περιορισµό της διαφυγής της σκόνης που δηµιουργείται στη διάρκεια της φόρτωσης και µεταφοράς, πρέπει να παίρνονται όλα τα δυνατά µέτρα (π.χ. διαβροχή υλικού & δρόµων, κάλυψη υλικού, αποµόνωση χώρων κλπ.)
1.Οι δρόµοι διακίνησης των µηχανηµάτων, πρέπει να κατασκευάζονται σύµφωνα µε τους κανόνες της επιστήµης και της τεχνικής και µε τήρηση των σχετικών διατάξεων του παρόντος Κανονισµού.
Ειδικότερα, πρέπει να εφαρµόζονται τα παρακάτω:
α) Στους διανοιγόµενους από δηµόσιες οδούς προς τα έργα, δρόµους, αν υπάρχει ελάχιστη ακτίνα καµπυλότητας του δρόµου 30 m και µεγίστη κλίση 8 %.
β) Στους δευτερεύοντες δρόµους µέσα στο χώρο του έργου, να υπάρχει ελάχιστη ακτίνα καµπυλότητας 25 m και µεγίστη κλίση 12 %.
γ) Στις βαθµίδες εξόρυξης στις οποίες κινούνται τροχοφόρα µηχανήµατα, να υπάρχει ελάχιστη ακτίνα καµπυλότητας 12 m και µεγίστη κλίση 12 %.
δ) Το πλάτος καταστρώµατος του δρόµου, πρέπει να είναι ανάλογο µε τις διαστάσεις των µηχανηµάτων που διακινούνται, σε καµµιά όµως περίπτωση µικρότερο από 5 m.
ε) Όταν ο δρόµος περνάει πάνω από απόκρηµνες περιοχές ή πρανή µε επικίνδυνες κλίσεις ή βάθη, τα πλησιέστερα όρια του δρόµου πρέπει να απέχουν απ’ το φρύδι του πρανούς, το λιγότερο, 2 m για την περίπτωση συµπαγούς σταθερού πετρώµατος και 4 m για όλες τις άλλες περιπτώσεις.
στ) Οι δρόµοι να έχουν προειδοποιητικές πινακίδες για όρια ταχύτητας & προτεραιότητες σε σηµεία διασταυρώσεων µε άλλους δρόµους ή σιδηροδροµικές γραµµές ή για σήµανση λοιπών εµποδίων και επικίνδυνων σηµείων.
ζ) Οι δρόµοι και οι διαβάσεις να συντηρούνται επαρκώς, ώστε να πραγµατοποιείται ασφαλής διακίνηση και να καταβάλλεται φροντίδα για να διατηρούνται, οι δρόµοι και γενικά οι χώροι κίνησης των µηχανηµάτων, ελεύθεροι από κάθε εµπόδιο.
2.- Στις στοές µεταφοράς που διακινούνται µόνο αυτοκινούµενα µηχανήµατα, επιβάλλεται κλίση στοάς, το πολύ, 70% του επιτρεπόµενου ορίου κίνησης του µηχανήµατος µε πλήρες φορτίο. Η κλίση αυτή, σε καµιά περίπτωση δεν µπορεί να ξεπερνά το 25%.
Αν στην ίδια στοά διακινείται µηχανικός εξοπλισµός µε διαφορετικές προδιαγραφές επιτρεπόµενων ορίων σε κλίση, η επιλογή της κλίσης στοάς γίνεται µε βάση το παραπάνω όριο του ασθενέστερου µηχανικά χρησιµοποιούµενου είδους. Τα πιο πάνω όρια τεκµηριώνονται απ’ τα επίσηµα prospecta ή προδιαγραφές του κατασκευαστή ή σε περίπτωση µεταχειρισµένων µηχανηµάτων, απ’ την προβλεπόµενη γνωµάτευση του άρθρου 33 παρ. 3.
Οι στοές µεταφοράς, πρέπει να συντηρούνται επαρκώς, ώστε οι διάδροµοι διακίνησης των µηχανηµάτων να έχουν οµαλότητα και να είναι απαλλαγµένοι από κάθε εµπόδιο.
3.- Για τη φόρτωση, εκφόρτωση και διακίνηση των µηχανηµάτων, πρέπει να τηρούνται τα παρακάτω:
α) Η προσέγγιση των οχηµάτων κοντά στα εκσκαπτικά ή φορτωτικά µηχανήµατα, γίνεται µε ειδικό σήµα του χειριστή του ή του ειδικά εξουσιοδοτηµένου ατόµου. Ο τρόπος φόρτωσης µε µηχανικά µέσα, ρυθµίζεται µε εντολές του αρµόδιου στελέχους της ιεραρχίας.
β) Απαγορεύεται η υπερπλήρωση ή υπερχείλιση µε υλικό των κάδων και σκαφών των µηχανηµάτων, ώστε να αποφεύγεται η πτώση κοµµατιών υλικού.
γ) Στις περιπτώσεις εκφόρτωσης του οχήµατος µε ανατροπή, ο οδηγός, πριν να βάλει σε λειτουργία το µηχανισµό ανατροπής, πρέπει να πάρει ειδικό σήµα απ’ το χειριστή της εγκατάστασης ή από το ειδικά εξουσιοδοτηµένο άτοµο, εφόσον έχει οριστεί τέτοιο κατά την κρίση του άµεσα επιβλέποντος. Στη διάρκεια της ανατροπής, δεν επιτρέπεται σε κανένα άτοµο η προσέγγιση το χώρο του οχήµατος και της ανατροπής του υλικού.
δ) ∆εν επιτρέπεται η κίνηση οχήµατος πριν να επανέλθει η σκάφη του στην οριζόντια θέση.
στ) Στις θέσεις εκκένωσης των οχηµάτων σε εγκαταστάσεις σιλό ή χοανών τροφοδοσίας εγκαταστάσεων ή στην περίπτωση αποθέσεων σε πρανή και εφόσον δεν υπάρχει εξουσιοδοτηµένο άτοµο για την καθοδήγηση του οδηγού, πρέπει να υπάρχει ειδική βαθµίδα µε ύψος, το λιγότερο, 40 cm. Η βαθµίδα αυτή πρέπει να καθαρίζεται τακτικά. Στις θέσεις εκκένωσης σε πλατείες απόθεσης, πρέπει να έχει διασφαλιστεί η σταθερότητα του δαπέδου.
ζ) Το άδειασµα των κάδων µέσα σε οχήµατα ή βαγόνια, γίνεται προσεκτικά και από µικρό ύψος.
1.Το σιδηροδροµικό δίκτυο, πρέπει να κατασκευάζεται σύµφωνα µε τους κανόνες της επιστήµης και της τεχνικής και µε τήρηση των διατάξεων του παρόντος Κανονισµού.
Το δίκτυο αυτό, πρέπει να διατηρείται σε καλή κατάσταση και ειδικό συνεργείο πρέπει να φροντίζει ανελλιπώς για την καλή συντήρησή του. Ιδιαίτερη φροντίδα πρέπει να καταβάλλεται στα σηµεία διακλαδώσεων και σύνδεσης, ώστε να αποκλείονται οι εκτροχιάσεις αµαξών και βαγονιών.
Η κλίση των σιδηροδροµικών γραµµών πρέπει να είναι, όσο το δυνατό, µικρότερη και σε καµιά περίπτωση να µη ξεπερνάει το 3%.
2.Για την ασφαλή κίνηση των συρµών, πρέπει να τηρούνται τα παρακάτω:
α) Το τελευταίο βαγόνι κάθε συρµού, πρέπει να διαθέτει κόκκινα φώτα προπορείας και φώτα οπισθοπορείας.
β) Τα φωτεινά σήµατα κάθε συρµού, πρέπει να είναι αναµµένα στη διάρκεια κίνησής τους, ενώ ειδικά στις υπόγειες διαδροµές, καθώς και στις υπαίθριες στη διάρκεια της νύχτας να είναι συνεχώς αναµµένα, εκτός από την περίπτωση διακοπής λειτουργίας και στάθµευσης σε θέση δικτύου όπου δεν υπάρχει κυκλοφορία άλλων οχηµάτων.
γ) Η χρήση ειδικών ηχητικών και φωτεινών σηµάτων, πρέπει να γίνεται στις περιπτώσεις διασταυρώσεων, έλλειψης καλής ορατότητας και εµποδίων ή κινδύνων.
δ) Η ταχύτητα του συρµού, καθορίζεται ανάλογα µε το είδος της µηχανής έλξης, τον αριθµό των βαγονιών, το βάρος και το είδος του φορτίου, την ποιότητα και τις ιδιοµορφίες του δικτύου, σε καµιά όµως περίπτωση δεν µπορεί να ξεπερνάει τα 30 χλµ/ώρα.
ε) Η κίνηση του συρµού µε ώθηση, πρέπει γενικά να αποφεύγεται, µπορεί όµως να εφαρµόζεται για µικρού µήκους διαδροµές που είναι απαραίτητες για την αναστροφή του συρµού. Η ταχύτητα της ώθησης δεν µπορεί να είναι µεγαλύτερη από 5 χλµ/ώρα, ενώ ο χειριστής πρέπει να καθοδηγείται, στη διάρκεια της, απ’ το βοηθό του που βαδίζει σε απόσταση ασφάλειας µπροστά απ’ το τελευταίο βαγόνι, παράλληλα και έξω απ’ τις σιδηροδροµικές γραµµές.
στ) Με παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 34 παρ. 2, εξαιρετικά επιτρέπεται η επιβίβαση και µεταφορά άλλων ατόµων µόνο σε περίπτωση κινδύνου ή ατυχήµατος.
ζ) Απαγορεύεται η στάση κάθε ατόµου µεταξύ δύο βαγονιών ή µεταξύ βαγονιού και µηχανής έλξης ή πίσω απ’ το τελευταίο βαγόνι.
η) Η µεταφορά επιµήκους ή ογκώδους υλικού ή µηχανικού εξοπλισµού, γίνεται µόνο µε ειδικά βαγόνια (πλατφόρµες και παίρνονται µέτρα (πρόσδεση, σφήνωση κλπ) για την ασφαλή διακίνησή του. Απαγορεύεται η υπερπλήρωση των βαγονιών µε υλικό.
θ) Απαγορεύεται η σύνδεση και αποσύνδεση των βαγονιών όταν ο συρµός βρίσκεται σε κίνηση. Η εργασία αυτή πρέπει να γίνεται, µε κατάλληλα εργαλεία και µέσα, µόνο όταν ο συρµός βρίσκεται σε στάση και πάντα απ’ το εξωτερικό µέρος των καµπύλων τµηµάτων της γραµµής, ενώ οι εργαζόµενοι δεν πρέπει να έχουν το κεφάλι και τους ώµους τους µεταξύ των βαγονιών ή βαγονιού και µηχανής έλξης.
ι) Απαγορεύεται η µετακίνηση περισσότερων από ένα βαγονιού αν δεν είναι καλά συνδεδεµένα µεταξύ τους µε συνδέσµους ή και αλυσίδες ασφάλειας.
3.Για την ασφαλή κίνηση µεµονωµένων βαγονιών, πρέπει να τηρούνται τα παρακάτω:
α) Απαγορεύεται η µετακίνηση βαγονιών από εργαζόµενους, χωρίς ειδική εντολή του αρµόδιου στελέχους της ιεραρχίας.
β) Απαγορεύεται η κίνηση από ένα άτοµο περισσότερων από ένα βαγονιών.
γ) Βαγόνια που κινούνται σε γραµµές µε κλίση πάνω από 2%, να είναι εφοδιασµένα µε τα κατάλληλα µέσα ασφάλειας για την αποφυγή ανεξέλεγκτης κύλισης ή ανατροπής τους.
δ) Στο τέλος της διαδροµής των βαγονιών, να υπάρχουν στέρεες κατασκευές, ώστε τα βαγόνια να µη ξεφεύγουν από τους σταθµούς φόρτωσης ή εκκένωσης.
ε) Απαγορεύεται η επιβίβαση κάθε ατόµου πάνω σε βαγόνια, εκτός απ’ την περίπτωση των, σύµφωνα µε το άρθρο 34 παρ. 2, ειδικά κατασκευασµένων.
στ) Απαγορεύεται στους εργαζόµενους που οδηγούν βαγόνια σε κατωφέρειες, να µπαίνουν µπροστά τους για την ελάττωση της ταχύτητας ή να τα αφήνουν για να κυλούν µόνα τους.
1.Ο κλωβός του φρέατος ή κεκλιµένου, προκειµένου για µεταφορά προσωπικού, πρέπει να είναι κλειστός από όλες τις πλευρές, να έχει χειρολαβές, αντιολισθητικό δάπεδο και πόρτες ασφάλειας. Επίσης πρέπει να είναι εφοδιασµένος µε µηχανισµούς αρπάγης και ακινητοποίησης για τη συγκράτησή του, σε περίπτωση που σπάσει το συρµατόσχοινο ή η ταχύτητα ξεπεράσει το επιτρεπόµενο όριο.
Ο κλωβός ή η εξέδρα µεταφοράς που προορίζεται για µεταφορά υλικών, πρέπει να διαθέτει όλα τα κατάλληλα µέσα για την ασφάλιση και πρόσδεση των υλικών, ενώ πρέπει να καταβάλλεται φροντίδα για τη µεγαλύτερη δυνατή ισοκατανοµή του φορτίου.
Μέσα και έξω από κάθε κλωβό, πρέπει να υπάρχει πινακίδα που να αναγράφει το επιτρεπόµενο αριθµό ατόµων και το ανώτατο βάρος του φορτίου.
2.Οι πόρτες του φρέατος ή κεκλιµένου στην επιφάνεια, αλλά και στους διάφορους ορόφους, πρέπει να διατηρούνται κλειστές µε ασφαλή τρόπο (χειροκίνητα ή αυτόµατα) σ’ όλο το χρονικό διάστηµα που δεν βρίσκονται µπροστά τους ο κλωβός.
3.Η αντοχή των συρµατόσχοινων του βαρούλκου, πρέπει να υπολογίζεται µε 5πλάσιο, το λιγότερο, συντελεστή ασφάλειας, ενώ οι συνδετήρες των συρµατόσχοινων κλωβών και κάδων µε 12πλάσιο, αντίστοιχα, συντελεστή.
Το µήκος του συρµατόσχοινου, πρέπει να υπολογίζεται µε τρόπο, ώστε να παραµένουν στο τύµπανο του βαρούλκου περιέλιξης τρεις, το λιγότερο, του συνολικού µήκους για να καταναλώνεται µερικά σε κάθε δοκιµή αντοχής του συρµατόσχοινου.
4.Το χειριστήριο του βαρούλκου, πρέπει να βρίσκεται µέσα σε θάλαµο ασφάλειας. Μέσα στο θάλαµο πρέπει να βρίσκεται συνεχώς ο χειριστής, εφόσον λειτουργεί το βαρούλκο.
5.Απαγορεύεται η µεταφορά εργαζοµένων µε τον κλωβό, αν µέσα σ’ αυτόν δεν υπάρχει άτοµο που γνωρίζει καλά το χειρισµό και τα σήµατα.
6.Σε κάθε σταθµό φόρτωσης, πρέπει να υπάρχει ένας εργάτης µε ειδική εκπαίδευση, που φροντίζει για τη φόρτωση ή εκφόρτωση του κλωβού και διαβιβάζει τα αντίστοιχα σήµατα στο χειριστή του βαρούλκου, σύµφωνα µε τον κώδικα των σηµάτων. Ο κώδικας γράφεται σε πινακίδες που τοποθετούνται σ’ όλους τους σταθµούς, καθώς και στο χειριστήριο του βαρούλκου. Επίσης ο εργάτης αυτός, πρέπει να αναφέρει, άµεσα, κάθε ανωµαλία που µπορεί να παρατηρηθεί στο κύκλωµα, ενώ δεν επιτρέπεται να αποµακρύνεται από τη θέση του στη διάρκεια λειτουργίας του κυκλώµατος ή να διαβιβάσει σήµατα χωρίς, λόγο, καθώς και να διαβιβάζονται σήµατα από µη εξουσιοδοτηµένο άτοµο.
Ο χειριστής του βαρούλκου, πρέπει να µη βάζει σε κίνηση το κύκλωµα πριν να πάρει το σχετικό σήµα και απαντήσει µε το ίδιο σήµα. Η σηµατοδότηση για κίνηση του κλωβού, πρέπει να γίνεται αφού διαπιστωθεί πρώτα ότι οι πόρτες του έκλεισαν µε ασφάλεια.
Η λειτουργία του κυκλώµατος, πρέπει να ρυθµίζεται µε βάση τον παρακάτω κώδικα φωτεινής και ηχητικής σηµατοδότησης:
α) Φως κόκκινο παρατεταµένο και ηχητικό σήµα παρατεταµένο. σταµάτηµα µεταφοράς.
β) Φως κόκκινο που αναβοσβήνει και επαναλαµβανόµενα ηχητικά σήµατα µικρής διάρκειας κίνδυνος – απαγορεύεται κάθε κίνηση χωρίς
προφορική συνεννόηση.
γ) Φωτεινό βέλος πράσινο παρατεταµένο και 3 ηχ. Σήµατα µικρής διάρκειας. µεταφορά προς τα πάνω ή κάτω (ανάλογα µε τη φορά του βέλους) µε κανονική ταχύτητα (π.χ. µεταφορά συνηθισµένων υλικών)
δ) Φωτεινό βέλος πράσινο που αναβοσβήνει και 5 ηχ. σήµατα µικρής διάρκειας. µεταφορά προς τα πάνω ή κάτω (ανάλογα µε τη φορά του βέλους) µε µικρή ταχύτητα (π.χ. µεταφορά προσωπικού)
ε) Φωτεινό βέλος κίτρινο που αναβοσβήνει και 2 ηχ. σήµατα παρατεταµένα. µεταφορά προς τα πάνω ή κάτω (ανάλογα µε τη φορά του βέλους) εκρηκτικών.
Συµπλήρωση του πιο πάνω κώδικα για την εξυπηρέτηση ιδιαίτερων λειτουργικών αναγκών του έργου, επιτρέπεται µόνο µετά από σχετική έγκριση της αρµόδιας Επιθεώρησης Μεταλλείων.
Το ηλεκτρικό κύκλωµα σηµατοδότησης, πρέπει να είναι ανεξάρτητο από κείνου του κεντρικού κυκλώµατος κίνησης και φωτισµού. Πίνακες φωτεινών σηµάτων, πρέπει να τοποθετούνται στο χειριστήριο, στον κλωβό και στους σταθµούς φόρτωσης και αν περιλαµβάνουν επιπρόσθετα φωτεινή ένδειξη για υπερφόρτωση, ενώ πρέπει να υπάρχει και ειδικός µηχανισµός για την αυτόµατη ακινητοποίηση, σε περίπτωση κινδύνου ή ανεξέλεγκτη λειτουργία του κυκλώµατος.
7.Στη διάρκεια λειτουργίας του κυκλώµατος, πρέπει να τηρούνται και τα παρακάτω:
α) Απαγορεύεται αυστηρά η υπερπλήρωση των κάδων ή βαγονιών. Σε κεκλιµένα όταν δεν υπάρχει ειδική κατασκευή οριζοντίωσης των κάδων ή βαγονιών, η πλήρωσή τους µε υλικό πρέπει να ρυθµίζεται µε τρόπο ώστε, στις µετακινήσεις, να αποφεύγονται οι πτώσεις και διαρροές.
β) Απαγορεύεται η αφαίρεση της αρπάγης έλξης των κάδων ή βαγονιών πριν απ’ τη διακοπή λειτουργίας του κυκλώµατος και την τοποθέτησή τους σε ασφαλή θέση έξω απ’ το στόµιο του φρέατος ή κεκλιµένου, εκτός κι αν έχει προβλεφθεί ειδική µηχανική κατασκευή.
γ) Στην αρχή της πρώτης περιόδου εργασίας και πριν από την έναρξη µεταφοράς ατόµων, πρέπει να γίνεται δοκιµή του κυκλώµατος µε την εκτέλεση µιας πλήρους διαδροµής χωρίς φορτίο. Αµέσως µετά την αρχική εγκατάσταση ή µετά από αλλαγή µερών ή εξαρτηµάτων της ή µετά από διακοπή λειτουργίας, πάνω από ένα 15νθήµερο, του κυκλώµατος, πρέπει να γίνεται η πιο πάνω δοκιµή, το λιγότερο, 20 φορές.
δ) Η ταχύτητα κίνησης, προκειµένου για µεταφορά ατόµων, δεν επιτρέπεται να ξεπερνάει τα 6m-sec, ενώ για τη µεταφορά άλλων ειδών ή υλικών τα 15m/sec, αντίστοιχα.
ε) Απαγορεύεται η ταυτόχρονη µεταφορά ατόµων και άλλων υλικών (π.χ. µεταλλεύµατος, εργαλείων, εκρηκτικών).
στ) Απαγορεύεται η παραµονή κάθε ατόµου κοντά στα συρµατόσχοινα, όταν αυτά βρίσκονται σε τάση.
ζ) Απαγορεύεται η χρήση του συρµατόσχοινου όταν σπάσουν περισσότερα από 6 συρµατίδια στο ίδιο µήκος βήµατος ή όταν έχουν υποστεί προχωρηµένη διάβρωση ή διαπιστωθεί η ανάγκη αντικατάστασής τους από τους συντηρητές ή µε ειδικές µεθόδους (laser κλπ) ή στους εξαµηνιαίους ελέγχους αντοχής σε δοκίµια του συρµατόσχοινου που χρησιµοποιείται, απ’ το σηµείο πρόσδεσής του µε τον κλωβό ή διαπιστωθεί υποβάθµιση κατά 10% του ορίου αντοχής σε δοκίµια του συρµατόσχοινου που χρησιµοποιείται, απ’ το σηµείο πρόσδεσής του µε τον κλωβό ή διαπιστωθεί υποβάθµιση κατά 10% του ορίου αντοχής του που δίνει ο κατασκευαστής. Επίσης απαγορεύεται η χρησιµοποίηση συρµατόσχοινων που συµπλήρωσαν το 70% του χρόνου λειτουργίας που δίνει ο κατασκευαστής.
8.Σε κάθε κύκλωµα ανέλκυσης, πρέπει να τηρείται θεωρηµένο ειδικό βιβλίο, όπου θα καταχωρούνται ενυπόγραφα, οι ώρες λειτουργίας τους, όπως και τα χαρακτηριστικά των εξαρτηµάτων, µερών και δικτύων του κυκλώµατος. Ειδικότερα, πρέπει να καταχωρούνται, µεταξύ των άλλων, και τα παρακάτω:
α) Για τα χαρακτηριστικά των συρµατόσχοινων: όρια αντοχής που δίνει ο κατασκευαστής, όνοµα κατασκευαστή, πιστοποιητικό δοκιµής του συρµατόσχοινου, ηµεροµηνία τοποθέτησης ή αντικατάστασής του, επιθεωρήσεις που έγιναν µε αναγραφή του ονόµατος του επιθεωρητή, οι δοκιµές που πραγµατοποιήθηκαν στα συρµατόσχοινα, ηµεροµηνίες και συνθήκες θραύσης σε περίπτωση ατυχήµατος, ηµεροµηνία και περιγραφή επισκευών και συντελέστηκαν, οι αλλαγές συνδετήρων κ.λπ.
β) Για τα χαρακτηριστικά του κυκλώµατος ανέλκυσης: συνδετήρας, φρένα, οδοντωτοί τροχοί, βαρούλκο, κινητήρες, κλωβοί, ηλεκτρικό σύστηµα και λοιπά εξαρτήµατα.
9.Για τη µεταφορά µε αποξεστήρες, πρέπει να τηρούνται τα παρακάτω:
α) Απαγορεύεται η κυκλοφορία και η παραµονή ατόµων σε θέσεις που γίνεται µεταφορά µε αποξεστήρες, όταν αυτοί βρίσκονται σε κίνηση. Σ’ αυτές τις θέσεις πρέπει να υπάρχουν προστατευτικές περιφράξεις και να τοποθετούνται προειδοποιητικές πινακίδες.
β) Ο χειριστής του αποξεστήρα, πρέπει να βρίσκεται σε ασφαλή θέση και να µην αποµακρύνεται απ’ τη θέση του στην διάρκεια της λειτουργίας του.
γ) Τα συρµατόσχοινα και οι τροχαλίες των αποξεστήρων, πρέπει να έχουν την προβλεπόµενη σύµφωνα µε τις προδιαγραφές του κατασκευαστή, αντοχή.
δ) Απαγορεύεται η στήριξη των τροχαλιών σε στοιχεία της υποστήριξης – συγκράτησης ή σε σαθρά πετρώµατα.
Στη διάρκεια της µεταφοράς µε αποξεστήρες, πρέπει να παίρνεται ειδική φροντίδα για την αποφυγή φθοράς ή καταστροφής των στοιχείων της υποστήριξης απ’ τα συρµατόσχοινα και τους κάδους των αποξεστήρων.
10.- Για τη µεταφορά υλικών ή µηχανικού εξοπλισµού µε λοιπά ελκτικά ή ανυψωτικά µηχανήµατα (π.χ. ελκυστήρες, γερανοί, γερανογέφυρες, µεµονωµένα βαρούλκα,), πρέπει να εξασφαλίζεται ο εφοδιασµός του µηχανήµατος µε τα κατάλληλα µέσα ή εξαρτήµατα πρόσδεσης και έλξης (π.χ. συρµατόσχοινα, άγγιστρα, πείροι, κρίκοι ασφάλειας) και να παίρνονται όλα τα απαραίτητα, ανάλογα µε την περίπτωση, µέτρα ασφάλειας.
1.Μέσα συνεχούς µεταφοράς θεωρούνται οι µεταφορικές ταινίες, πλακοταινίες, ταινιόδροµοι, µεταφορείς µε πτερυγιοφόρα αλυσίδα, κοχλιοµεταφορείς, µεταφορείς µε κάδους, συστήµατα πνευµατικής και υδραυλικής µεταφοράς, οχετοί βαρύτητας, δονούµενοι οχετοί κλπ.
2.Σε χώρους που υπάρχει µεταφορά µε τα παραπάνω µέσα και στους οποίους κυκλοφορεί προσωπικό, πρέπει να υπάρχουν διάδροµοι που να εξασφαλίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία. Σε περιπτώσεις που υπάρχει παράλληλη κυκλοφορία προσωπικού και το µεταφορικό µέσο είναι ακάλυπτο, οι πιο πάνω διάδροµοι κυκλοφορίας πρέπει να έχουν ελάχιστο πλάτος 60 cm.
3.Στα µέσα µηχανικής µεταφοράς, πρέπει να υπάρχει κατάλληλος µηχανισµός πέδησης, ώστε να αποφεύγονται ατυχήµατα σε περίπτωση βλάβης του µηχανισµού κίνησης ή από κάθε άλλη αιτία, ενώ σ’ ολόκληρο το µήκος τους πρέπει να υπάρχει χαλινοδιακόπτης για την άµεση διακοπή της κίνησης.
4.Σε περιπτώσεις που γίνεται εργασία πάνω στα µηχανικά µέσα, πρέπει να τοποθετούνται κατάλληλες προστατευτικές διατάξεις, ώστε να µην έρχεται σε επαφή ο εργαζόµενος µε τα κινητά στοιχεία του µέσου (ράουλα, τύµπανα, ιµάντες κ.λπ.).
5.Επίσης στις περιπτώσεις µέσων υπερυψωµένων όπου υπάρχουν, κάτω απ’ αυτά, κυκλοφορία προσωπικού ή µέσων ή εγκαταστάσεις, καθώς και µέσων µεταφοράς από επίπεδο σε επίπεδο, πρέπει να κατασκευάζεται ολόπλευρη προστατευτική κάλυψη ώστε να αποφεύγεται κάθε πτώση ή εκτίναξη υλικών ή αντικειµένων, καθώς και µόλυνση του περιβάλλοντος από διαφυγή σκόνης.
6.Όλα τα µέσα συνεχούς µεταφοράς, πρέπει να διαθέτουν συσκευή εκποµπής ηχητικού σήµατος, ώστε να γίνεται προειδοποίηση για την έναρξη λειτουργίας.
7.Απαγορεύεται η µεταφορά προσωπικού καθώς και εκρηκτικών και ευφλέκτων υλών, µε κάθε µέσο συνεχούς µεταφοράς.
Εκτός από το κύριο µεταφερόµενο υλικό (µετάλλευµα, πρώτες ύλες, στείρα), επιτρέπεται και η µεταφορά άλλων υλικών ή αντικειµένων (π.χ. ξυλεία, µεταλλικά αντικείµενα, εργαλεία), µόνο σε ειδικές περιπτώσεις, µετά από σχετική εντολή και αφού παρθούν πρόσθετα µέτρα ασφάλειας
8.Απαγορεύεται το πέρασµα προσωπικού πάνω και κάτω απ’ το µηχανικό µέσο, εκτός κι αν υπάρχουν κατάλληλες διαβάσεις µε πλήρη προστασία.
9. Απαγορεύεται αυστηρά κάθε επέµβαση για επισκευή, συντήρηση, καθάρισµα, φόρτωση και εκφόρτωση άλλων υλικών ή αντικειµένων, εφόσον το µέσο βρίσκεται σε κίνηση.
Ειδικά επιτρέπεται, µε την παρουσία του αρµόδιου επιστάτη, η διευθέτηση του ιµάντα και όταν η ταινία βρίσκεται σε κίνηση.
10.∆ίπλα σε αποµονωµένα µηχανικά µέσα και ανάλογα µε το είδος και το µήκος τους, πρέπει να δηµιουργούνται πυροσβεστικά σηµεία εφοδιασµένα µε όλα τα κατάλληλα µέσα.
Σε κάθε έργο, στο οποίο χρησιµοποιούνται ειδικά συστήµατα ή µέσα µεταφοράς (π.χ. εναέριοι συρµοί, ταινιόδροµοι, πνευµατική ή υδραυλική µεταφορά), πρέπει να καταρτίζεται µε ευθύνη της ∆/νσης του και να υποβάλλεται για έγκριση στην αρµόδια Υπηρεσία του ΥΕΦΠ, ειδικός κανονισµός που, πέρα από τις διατάξεις του παρόντος Κανονισµού, θα περιλαµβάνει λεπτοµερέστερα ή ειδικά µέτρα ασφάλειας – προστασίας.
1.Η κατασκευή κάθε εγκατάστασης, καθώς και των δοµικών κατασκευών που απαιτούνται για τη στέγαση, τοποθέτηση και λειτουργία τους, επιτρέπεται µόνο µετά από άδεια της αρµόδιας, σε κάθε περίπτωση, Υπηρεσίες.
Η διαδικασία και οι προϋποθέσεις χορήγησης αδειών για τις µηχανικές εγκαταστάσεις, προβλέπονται στα άρθρα 99 και 103.
2.Οι πιο πάνω εγκαταστάσεις λειτουργούν µόνο µετά από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας απ’ την αρµόδια, σε κάθε περίπτωση, Υπηρεσία, σύµφωνα µε τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις των άρθρων 100 και 103.
3.Σε κάθε τοµέα ή τµήµα ή κλιµάκιο µηχανικών εγκαταστάσεων, πρέπει να υπάρχει διάγραµµα ροής (flow sheet) που να αντιστοιχεί πλήρως στη διάταξη και τον τρόπο λειτουργίας του.
Για τη µελέτη και κατασκευή των εγκαταστάσεων, πρέπει, µεταξύ των άλλων, να παίρνονται υπόψη και τα παρακάτω:
α) Όλα τα µηχανήµατα να είναι εξοπλισµένα, µε, τα σε κάθε περίπτωση, απαιτούµενα όργανα ελέγχου θερµοκρασίας, πίεσης και φορτίου, µέτρησης παραγόµενων αερίων και σκόνης.
β) Τµήµατα µηχανών ή εγκαταστάσεων, που στη διάρκεια λειτουργίας τους αναπτύσσονται ψηλές θερµοκρασίες ή έντονοι θόρυβοι ή υπάρχουν κίνδυνοι εκτίναξης υλικών να φέρνουν τα κατάλληλα, σε κάθε περίπτωση, προστατευτικά µέσα ή επένδυση.
γ) Η διάταξη των µηχανηµάτων, συσκευών, εργαλείων και οργάνων µέσα σε κάθε εργοστασιακό ή εργαστηριακό χώρο, καθώς και σε χώρους συνεργείων, να γίνεται µε τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται η ορθολογική λειτουργία της εγκατάστασης και ιδιαίτερα να υπάρχουν αποστάσεις ασφάλειας και να παραµένουν οι απαιτούµενοι ελεύθεροι χώροι ή διάδροµοι, για την άνετη και ασφαλή εργασία και κυκλοφορία των εργαζόµενων.
δ) Να υπάρχουν κατάλληλοι χώροι για την ασφαλή παραµονή – ανάπαυση του προσωπικού, όταν αυτό απαιτείται, λόγω των συνθηκών εργασίας.
ε) Σε περίπτωση που υπάρχουν κυκλώµατα παραγωγής που λειτουργικά συνδέονται µε οποιονδήποτε τρόπο, να προβλέπονται θάλαµοι κεντρικών χειριστηρίων εφοδιασµένοι µε τα κατάλληλα όργανα και µέσα λειτουργίας και ελέγχου.
στ) Στους χώρους εργασίας, να εξασφαλίζεται υγιεινό εργασιακό περιβάλλον µε χρησιµοποίηση των κατάλληλων µέσων κλιµατισµού, αερισµού και δέσµευσης.
Ειδικότερα για τον περιορισµό της σκόνης, των ατµών, των καπνών και των αερίων που παράγονται στις εγκαταστάσεις επεξεργασίας, κάτω απ’ τα επιτρεπόµενα όρια, να χρησιµοποιούνται στεγανά µηχανήµατα ή µέσα τοπικής δέσµευσης ή συγκράτησης ή διατάξεις αναρρόφησης, απαγωγής και συλλογής, ώστε να µη διαχέονται στον εργασιακό χώρο και στο περιβάλλον.
ζ) Η προστασία απ’ τις πυρκαϊές, να εξασφαλίζεται µε τα κατάλληλα µέσα ανίχνευσης και κατάσβεσης, σύµφωνα µε την κείµενη νοµοθεσία.
η) Τα υγρά η αέρια καύσιµα και τα λιπαντικά, να αποθηκεύονται σε ειδικές δεξαµενές ή αποθήκες, που η θέση και η κατασκευή τους επιλέγεται και γίνεται σύµφωνα µε τις διατάξεις των σχετικών κανονισµών που ισχύουν.
θ) Οι δεξαµενές νερού και απόβλητων που συνδέονται λειτουργικά µε εγκαταστάσεις, να σκεπάζονται ή να περιφράσσονται κατάλληλα.
Για τη λειτουργία των εγκαταστάσεων, πρέπει, µεταξύ των άλλων, να τηρούνται και τα παρακάτω:
α) Στην είσοδο κάθε εγκατάστασης να τοποθετούνται πινακίδες που να αναγράφουν ότι απαγορεύεται η είσοδος σε κείνους που δεν έχουν εργασία. Επίσης σε διάφορες θέσεις εργασίας και όπου κρίνεται σκόπιµο απ’ τον αρµόδιο επιβλέποντα, πρέπει να υπάρχουν προειδοποιητικές ή κατατοπιστικές πινακίδες.
β) Η τροφοδότηση κάθε µηχανήµατος, να γίνεται µε τους κατάλληλους µηχανισµούς, ώστε να εξασφαλίζεται η οµαλή λειτουργία και να αποφεύγεται η υπερφόρτιση, καθώς και οι εκτινάξεις ή διαφυγή υλικών. Ειδικά για την τροφοδότηση σπαστήρων πρωτογενούς θραύσης, πρέπει να υπάρχει ειδική σχάρα, ανάλογου ανοίγµατος, σύµφωνα µε τις προδιαγραφές λειτουργίας του µηχανήµατος.
γ) Τα δάπεδα, οι σκάλες και γενικά οι χώροι κυκλοφορίας, να διατηρούνται καθαρά και να παρέχουν ασφάλεια στην κίνηση των εργαζόµενων.
δ) Απαγορεύεται η τροφοδότηση κάθε µηχανήµατος εφόσον υπάρχει διακοπή λειτουργίας, καθώς και η επανατροφοδότησή του µετά την έναρξη λειτουργίας, προτού κατεργαστεί το υλικό που τυχόν έχει παραµείνει.
ε) Τα σιλό, µπορεί να καθαρίζονται από ειδικά εκπαιδευµένο εργάτη που φέρνει ζώνη ασφαλείας και είναι δεµένος µε σχοινί, που το µήκος του ρυθµίζεται από άλλο εργάτη που υποχρεωτικά παρακολουθεί τον καθαρισµό έξω από το σιλό.
Για την κάθοδο του εργαζόµενου, να χρησιµοποιούνται ειδικέ φορητές σκάλες. Ο καθαρισµός να προχωράει από πάνω προς τα κάτω και στη διάρκειά του, οι θυρίδες εκκένωσης να είναι κλειστές.
στ) Για τη χρήση δεξαµενών ή αποθηκών αερίων ή υγρών καυσίµων και λιπαντικών, να εφαρµόζονται οι σχετικοί κανονισµοί ασφάλειας που ισχύουν.
Με ευθύνη της ∆/νσης του έργου, πρέπει να καταρτίζονται και υποβάλλονται για έγκριση στην αρµόδια Υπηρεσία του ΥΕΦΠ, ειδικοί κανονισµοί ασφάλειας – προστασίας για τη λειτουργία ειδικών αυτοτελών εγκαταστάσεων, όπως π.χ. εµπλουτισµού, καµινείας, µεταλλουργικής επεξεργασίας, αντλητικών συγκροτηµάτων, εγκαταστάσεων φόρτωσης από αποβάθρες, αποθήκευσης επικίνδυνων χηµικών ουσιών, εργαστηρίων, συνεργείων.
1.- Η ∆/νση του έργου, οφείλει να αναθέσει έγγραφα, σε ειδικευµένα και προσεκτικά άτοµα, τη διαχείριση, φύλαξη, µεταφορά, έλεγχο και χρησιµοποίηση των εκρηκτικών υλών και των µέσων έναυσης και πυροδότησης. Η ανάθεση των εργασιών αυτών, πρέπει να γίνεται µε ταυτόχρονη επίδοση λεπτοµερών οδηγιών, για κάθε ειδικότητα χωριστά, που είναι εναρµονισµένες µε τις διατάξεις του παρόντος Κανονισµού.
Απαγορεύεται αυστηρά το κάπνισµα σε καθένα που ασχολείται µε εκρηκτικές ύλες ή βρίσκεται σε χώρο που υπάρχουν τέτοιες ύλες.
2.- Απαγορεύεται η εκτέλεση των εργασιών γόµωσης και πυροδότησης, από εργαζόµενους που δεν είναι εφοδιασµένοι µε την ειδική άδεια γοµωτή –πυροδότη. Οι γοµωτέςπυροδότες βοηθούνται στις εργασίες τους από άλλους εργαζόµενους που ορίζονται, απ’ τον επιβλέποντα, σαν βοηθοί τους.
Η µεταφορά των εκρηκτικών υλών και των µέσων έναυσης και πυροδότησης γίνεται από άτοµα που έχουν ειδικά εξουσιοδοτηθεί απ’ την ∆ν/ση του έργου.
1.Σε κάθε έργο που γίνεται χρήση εκρηκτικών υλών, πρέπει απαραίτητα να υπάρχουν ξεχωριστές αποθήκες εκρηκτικών υλών και καψυλίων, µε αποθηκευτική ικανότητα, το λιγότερο, ίση µε την ηµερήσια κατανάλωση. Απαγορεύεται αυστηρά η φύλαξη εκρηκτικών υλών και καψυλίων έξω από τις πιο πάνω αποθήκες.
2.Για την κατασκευή, επέκταση και χρησιµοποίηση αποθηκών εκρηκτικών µε ποσότητες πάνω από 100 κιλά για πετρελαιαµµωνίτη ή και sluries ή και πυρίτιδας ή καψυλίων µε αριθµό πάνω από 200 κοµµάτια, απαιτείται άδεια, σύµφωνα µε τα άρθρα 101 και 102.
3.Στις αποθήκες εκρηκτικών υλών ή καψυλίων, δεν επιτρέπεται η αποθήκευση εργαλείων ή άλλων υλικών. Απαγορεύεται το άνοιγµα ή κλείσιµο κιβωτίων µέσα σε αποθήκες. Η εργασία αυτή πρέπει να γίνεται µε εργαλεία από υλικό που δεν µπορεί να προκαλέσει σπινθήρες (ξύλινο, χάλκινο, κλπ), έξω απ’ την αποθήκη στον προθάλαµο, ενώ τα άδεια κιβώτια συσκευασίας πρέπει να αποµακρύνονται έγκαιρα.
4.∆εν επιτρέπεται να σύρονται κιβώτια εκρηκτικών υλών, κατά τη µεταφορά η µετακίνησή τους, µέσα στην αποθήκη.
5.Η παράδοση των εκρηκτικών απ’ την αποθήκη, πρέπει να γίνεται κυκλικά, ανάλογα µε την ηµεροµηνία εισαγωγής.
6.Η θρυαλλίδα ασφάλειας, πρέπει να αποθηκεύεται στην αποθήκη καψυλίων, ενώ η εκρηκτική θρυαλλίδα (ακαριαία) στην αποθήκη εκρηκτικών υλών.
7.Με ευθύνη της ∆/νσης του έργου, πρέπει να γίνονται απογραφές του υλικού της αποθήκης, σε τακτά χρονικά διαστήµατα, ανάλογα µε τις ποσότητες που καταναλώνονται ή αποθηκεύονται. Τα αποτελέσµατα της απογραφής καταχωρούνται στο ειδικό βιβλίο προµήθειας και κατανάλωσης εκρηκτικών υλών και µέσων έναυσης και πυροδότησης, που είναι θεωρηµένο απ’ την αρµόδια Αστυνοµική Αρχή και που ενηµερώνεται για κάθε µεταβολή.
8.Ο ορισµένος απ’ τη ∆/νση του έργου αποθηκάριος, είναι υπεύθυνος για τη διαφύλαξη των υλικών της αποθήκης (φύλαξη κλειδιών), την απαγόρευση εισόδου σε κάθε µη εξουσιοδοτηµένο άτοµο, την καλή διαχείριση των υλικών (τήρηση βιβλίου παραλαβής, παραδόσεων και επιστροφών), σύµφωνα µε τις εντολές της ∆/νσης και την ενηµέρωση του ιεραρχικά ανώτερού του για κάθε σχετικό πρόβληµα που παρουσιάζεται στην αποθήκευση και κατάσταση των εκρηκτικών υλών.
1.Οι υπαίθριες αποθήκες εκρηκτικών υλών και καψυλλίων, πρέπει να βρίσκονται µακριά από κατοικηµένες περιοχές, δηµόσιους δρόµους, σιδηροδροµικές γραµµές, εγκαταστάσεις έργων, µέτωπα εξόρυξης, εργοταξιακούς δρόµους κλπ.
2.Στον παρακάτω πίνακα 4, καθορίζονται οι αποστάσεις που πρέπει να τηρούνται, ανάλογα µε τις ποσότητες της εκρηκτικής ύλης και τον αριθµό των καψυλίων που αποθηκεύονται.
3. Οι αποστάσεις που αναφέρονται στον παρακάτω πίνακα, µειώνονται στο µισό, εφόσον αποθηκεύονται πετρελαιαµµωνίτης, πυρίτιδες ή sluries
4. Οι αποστάσεις που προκύπτουν απ’ τον πίνακα, σε συνδυασµό µε τις διατάξεις της παρ. 3 αυτού του άρθρου, µειώνονται στο µισό, εφόσον µεταξύ των αποθηκών και των οικοδοµών, οδών, σιδηροδροµικών γραµµών, εγκαταστάσεων, µετώπων κλπ. έχουν κατασκευαστεί τεχνητά αναχώµατα που καλύπτουν το ύψος της αποθήκης.
5.Η ελάχιστη απόσταση σε µέτρα µεταξύ δύο υπαίθριων αποθηκών (εκρηκτικών ή καψυλίων), δίνεται απ’ τον τύπο d = 2,5 √B/e όπου Β το βάρος σε κιλά της ποσότητας εκρηκτικής ύλης που αποθηκεύεται στη σπουδαιότερη από τις αποθήκες και ο συντελεστής ισχύος της εκρηκτικής ύλης (e=1 για δυναµίτιδες, αµµωνίτιδες και καψύλια και e=2 για πυρίτιδες, πετρελαιαµµωνίτη και sluries). Ειδικά για την περίπτωση που η σπουδαιότερη από τις αποθήκες είναι εκείνη των καψυλίων, τότε στον παραπάνω τύπο το Β υπολογίζεται απ’ τη σχέση B=n/1.000, όπου n ο αριθµός των καψυλίων. Σε κάθε περίπτωση απαγορεύεται η απόσταση δύο αποθηκών να είναι µικρότερη απ’ τα 20 m.
6. Οι υπαίθριες αποθήκες, πρέπει να κατασκευάζονται σε ασφαλείς θέσεις, σε σχέση µε τις εισόδους των υπόγειων εργασιών, από τις οποίες πρέπει να απέχουν απόσταση µεγαλύτερη απ’ τα 300 m.
7.Για τη µελέτη και κατασκευή των υπαίθριων αποθηκών εκρηκτικών υλών, πρέπει να παίρνονται υπόψη τα παρακάτω:
α) Τα τοιχώµατα να κατασκευάζονται από οπλισµένο σκυρόδεµα µε αντοχή που προκύπτει απ’ την οικονοµοτεχνική µελέτη του άρθρου 101, ενώ η στέγη να αποτελείται από ελαφριά κατασκευή, κατάλληλα µονωµένη απ’ την υγρασία και τη θερµοκρασία και στην οποία να παρεµβάλλεται στρώµα άµµου.
ΠΙΝΑΚΑΣ 4
ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΥ ΕΠΙΤΡΕΠΟΜΕΝΩΝ ΠΟΣΟΤΗΤΩΝ ΕΚΡΗΚΤΙΚΩΝ ΥΛΩΝ
ΚΑΙ ΚΑΨΥΛΙΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΝ ΣΕ ΥΠΑΙΘΡΙΕΣ ΑΠΟΘΗΚΕΣ
πάχους, το λιγότερο, 5 cm. Οπωσδήποτε απαγορεύεται η κατασκευή της στέγης από οπλισµένο σκυρόδεµα.
β) Απαγορεύεται η χρήση µετάλλου στην κατασκευή του δαπέδου, που πρέπει να αποτελείται από υλικό που δεν προκαλεί σπινθήρες.
γ) Να υπάρχει κατάλληλος προθάλαµος, στον οποίο απαγορεύεται να αποθηκεύονται εκρηκτικές ύλες.
δ) Να υπάρχουν κατάλληλα συστήµατα εξαερισµού, ώστε να αερίζεται καλά η αποθήκη και να µην υπάρχει κίνδυνος εισόδου βροχής ή διαφόρων αντικειµένων.
ε) Η πόρτα να είναι κατασκευασµένη από ξύλο πάχους, το λιγότερο, 5 cm ή να είναι σιδερένια µε ξύλινη επένδυση και να κλείνει µε κλειδιά ασφαλείας.
στ) Να µην υπάρχουν άλλα ανοίγµατα εκτός από την πόρτα και τους εξαεριστήρες.
ζ) Να φωτίζονται µόνο µε ηλεκτρικό ρεύµα. Οι λάµπες φωτισµού να είναι κλειστού τύπου, η ηλεκτρική έγκ/ση να γίνεται µε χωνευτές σωληνώσεις, ενώ ο διακόπτης να είναι έξω απ’ την αποθήκη ή στον προθάλαµο. Στην περίπτωση που δεν υπάρχει δυνατότητα παροχής ηλεκτρικού ρεύµατος, ο φωτισµός των αποθηκών να γίνεται µε ατοµικές ηλεκτρικές λυχνίες ασφάλειας.
Οι κεντρικές υπόγειες αποθήκες που είναι ανεξάρτητες απ’ τις υπόγειες εκσκαφές, πρέπει να κατασκευάζονται, µακριά από θέσεις, στις οποίες διαµένουν, εργάζονται ή κυκλοφορούν άνθρωποι. Στην επιφάνεια και µπροστά στην είσοδο των αποθηκών, πρέπει να κατασκευάζεται ανάχωµα µε ύψος µεγαλύτερο από εκείνο της στοάς, πλάτος διπλάσιο απ’ το άνοιγµά της και πάχος ανάλογο µε τη χωρητικότητα της αποθήκης.
Για τις αποστάσεις της εισόδου της στοάς από µέτωπα, δρόµους, εγκαταστάσεις κλπ. ισχύουν τα αναφερόµενα στο άρθρο 50.
Για το πάχος των περιβαλλόντων πετρωµάτων, καθώς και για τις κατασκευαστικές λεπτοµέρειες, διατάξεις κλπ. ισχύουν όσα παρακάτω αναφέρονται.
Σ’ αυτές τις αποθήκες, πρέπει να εξασφαλίζεται επαρκές κύκλωµα αερισµού µε τρόπο ώστε να ανανεώνεται πλήρως ο αέρας σε κάθε ώρα.
Οι υπόγειες αποθήκες εκρηκτικών υλών που επικοινωνούν µε υπόγειες εκσκαφές, πρέπει να βρίσκονται µακριά από µέτωπα, κεντρικές στοές, φρέατα ή κεντρικά κεκλιµένα.
Το ελάχιστο πάχος σε m των πετρωµάτων, που περιβάλλον την αποθήκη µέχρι την επιφάνεια ή τα πλησιέστερα έργα, δίνεται απ’ τον τύπο L = 2 3 √εB/s, όπου Β η ποσότητα της αποθηκευµένης εκρηκτικής ύλης σε κιλά, ε ο συντελεστής ισχύος εκρηκτικής ύλης (ε =2 για δυναµίτιδες και αµµωνίτιδες και ε=1 για πετρελαιοαµµωνίτη, sluries & πυρίτιδες) και s ο συντελεστής ποιότητας του εδάφους (s = 1, 20 για µαλακά πετρώµατα, s=2 για συνήθη ηµίσκληρα πετρώµατα και s =3 για σκληρά πετρώµατα).
Εφόσον υπάρχει κατανοµή των εκρηκτικών υλών σε µήκος, το λιγότερο, τριπλάσιο απ’ το ελάχιστο πάχος που υπολογίζεται από τον παραπάνω τύπο, τότε το πάχος αυτό µπορεί να µειώνεται στα 2/3.
Απαγορεύεται η κατασκευή υπόγειων αποθηκών εκρηκτικών υλών σε από απόσταση µικρότερη των 100 m από φρέατα κεντρικής µεταφοράς και αερισµό και από κεκλιµένα και κεντρικές στοές.
Κάθε υπόγεια αποθήκη εκρηκτικών υλών, πρέπει να επικοινωνεί µε την επιφάνεια ή µε τις υπόγειες εκσκαφές µε µια ή και περισσότερες στοές. Οι στοές επικοινωνίας πρέπει να ακολουθούν τεθλασµένη γραµµή µε δύο, το λιγότερο, ορθές γωνίες.
Οι εκρηκτικές ύλες, αποθηκεύονται σε παράλληλα εγκάρσια που ο αριθµός τους εξαρτιέται απ’ την ποσότητα της εκρηκτικής ύλης που αποθηκεύεται και που µεταξύ τους παρεµβάλλεται στύλος πάχους, το λιγότερο, 5 m.
Αξονικά και απέναντι απ’ τα εγκάρσια και τις ορθές γωνίες που σχηµατίζουν οι στοές επικοινωνίας των στοών µε τα υπόλοιπα έργα, πρέπει να διαµορφώνονται εγκάρσια, ανάλογου όγκου, για την εκτόνωση των αερίων σε περίπτωση τυχαίας έκρηξης.
Οι υπόγειες αποθήκες, πρέπει να ορύσσονται σε συνεκτικά υγιή και ξηρά πετρώµατα, ενώ το εσωτερικό τους να στεγανοποιείται και επενδύεται κατάλληλα.
Το δάπεδο των αποθηκών, πρέπει να αποτελείται από υλικό που να µην προκαλεί σπινθήρες.
Η πόρτα, πρέπει να είναι ξύλινη πάχους, το λιγότερο, 5cm ή σιδερένια µε ξύλινη επένδυση και να κλείνει µε κλειδιά ασφάλειας.
Η αποθήκη, πρέπει να φωτίζεται µόνο µε ηλεκτρικό ρεύµα, ενώ οι λάµπες φωτισµού να είναι κλειστού τύπου, η ηλεκτρική εγκατάσταση µε χωνευτές σωληνώσεις και ο διακόπτης έξω απ’ τα εγκάρσια όπου αποθηκεύονται εκρηκτικές ύλες.
Στις αποθήκες αυτές, πρέπει να εξασφαλίζεται επαρκής αερισµός των υπόγειων εργασιών οπότε, στην τελευταία περίπτωση, οι αποθήκες πρέπει να επικοινωνούν µε τις στοές επιστροφής του αέρα.
Η αποθήκευση καψυλίων, πρέπει να γίνεται σε ειδικά εγκάρσια που δεν επηρεάζονται απ’ την υγρασία και τα επαγωγικά ρεύµατα και που απέχουν απόσταση µεγαλύτερη των 20m από το πλησιέστερο εγκάρσιο αποθήκευσης εκρηκτικών υλών. Η απόσταση αυτή υπολογίζεται πάνω στον άξονα των στοών που πρέπει να σχηµατίζουν, µεταξύ των αποθηκών, δύο γωνίες 900 . Μεταξύ των δύο εγκάρσιων, πρέπει να παρεµβάλλεται φυσικός στύλος πετρώµατος πάχους, το λιγότερο, 5 m.
Για την προσωρινή φύλαξη εκρηκτικών υλών ποσότητας µέχρι 500 κιλά, για τις ανάγκες µόνο µιας βάρδιας, µπορούν να διαρρυθµίζονται, χωρίς άδεια, βοηθητικές αποθήκες µέσα στα υπόγεια και κοντά στις εργασίες της εκµετάλλευσης. Οι αποθήκες αυτές πρέπει να ορύσσονται σε σχήµα Γ και να πλαισιώνονται από τα προβλεπόµενα απ’ την παρ. 3 εδ. γ΄ αυτού του άρθρου, εγκάρσια.
Μεταξύ της αποθήκης και των γειτονικών εργασιών, εγκαταστάσεων, κεντρικών στοών & φρεάτων, πρέπει να µεσολαβεί φυσικός στύλος πετρώµατος πάχους, το λιγότερο, 20 m. Οι αποθήκες αυτές πρέπει να βρίσκονται σε ακτίνα µεγαλύτερη των 70 m από θέσεις
εξόρυξης µε εκρηκτικές ύλες και εφόσον είναι δυνατό, να επικοινωνούν µε τις στοές επιστροφής του αέρα.
Για την προσωρινή φύλαξη µέχρι 200 καψυλίων, για τις ανάγκες µιας µόνο βάρδιας, µπορούν να διαρρυθµίζονται, χωρίς άδεια, ειδικά εγκάρσια. Μεταξύ αυτών και των προσωρινών χώρων φύλαξης εκρηκτικών υλών της παρ. 6 αυτού του άρθρου, πρέπει να παρεµβάλλεται φυσικός στύλος πάχους, το λιγότερο, 5m.
Για τη διαρρύθµιση των χώρων αυτών, ισχύουν τα αναφερόµενα στην παρ. 4 του παρόντος άρθρου.
Καθήκοντα αποθηκάριου στις προσωρινές αποθήκες, ασκεί ο αντίστοιχος εργοδηγός ή επιστάτης.
Κατά τη µεταφορά των εκρηκτικών υλών και καψυλίων στα µέτωπα ή στις βοηθητικές αποθήκες, πρέπει να τηρούνται τα παρακάτω:
α) Όταν η µεταφορά γίνεται από εργάτες, η µεταφερόµενη ποσότητα, από κάθε εργάτη, δεν πρέπει να είναι µεγαλύτερη από 25 κιλά. Η µεταφορά πρέπει να γίνεται µε τη συσκευασία του εµπορίου ή µέσα σε ειδικά ξύλινα και ασφαλή κιβώτια.
β) Απαγορεύεται η σύγχρονη µεταφορά εκρηκτικών υλών, εργαζόµενων και άλλων ατόµων ή υλικών, µέσα σε κλωβούς φρεάτων και κεκλιµένων. ∆εν επιτρέπεται η µεταφορά των εκρηκτικών υλών, µέσα σε κεκλιµένα ή φρεάτια, εφόσον κυκλοφορούν σε αυτά εργαζόµενοι ή άλλα άτοµα.
γ) Όταν η µεταφορά εκρηκτικών υλών, γίνεται µε µηχανές έλξης, πρέπει αυτές να τοποθετούνται σε ειδικό βαγόνι επενδυµένο εσωτερικά µε ξύλο ή άλλη αντιστατική ύλη και να µην µεταφέρονται εργαζόµενοι µε τον ίδιο συρµό.
δ) Όταν η µεταφορά των εκρηκτικών υλών γίνεται µε φορτηγό αυτοκίνητα, η σκάφη τους πρέπει να είναι επενδυµένη εσωτερικά από ξύλο ή άλλη αντιστατική ύλη. Επιτρέπεται η µεταφορά των εκρηκτικών υλών µε ειδικά ρυµουλκούµενα κλειστά οχήµατα, εφόσον είναι επενδυµένα εσωτερικά µε ξύλο ή άλλη αντιστατική ύλη. Απαγορεύεται σε κάθε περίπτωση, η σύγχρονη µεταφορά προσωπικού και εκρηκτικών µε το ίδιο όχηµα ή µέσο.
ε) Τα ειδικά βαγόνια ή ο συρµός ή τα οχήµατα µεταφοράς εκρηκτικών υλών, πρέπει να φέρνουν πινακίδες µε την ένδειξη «ΠΡΟΣΟΧΗ ΕΚΡΗΚΤΙΚΑ», καθώς και ειδικό περιστροφικό σήµα.
στ) Για τη µεταφορά των καυψλίων, πρέπει να διαρρυθµίζονται ειδικοί χώροι, ανάλογης χωρητικότητας µε τις ανάγκες της βάρδιας, κατάλληλα αποµονωµένοι απ’ τον υπόλοιπο χώρο της σκάφης του ειδικού οχήµατος ή βαγονιού µεταφοράς των εκρηκτικών υλών.
ζ) Η µεταφορά των εκρηκτικών υλών στις υπόγειες εργασίες, δεν πρέπει να γίνεται ταυτόχρονα µε τη µεταφορά προσωπικού.
Ο γοµωτής πυροδότης πριν απ’ τη χρησιµοποίηση των εκρηκτικών υλών, καθώς και των µέσων έναυσης και πυροδότησης, πρέπει να ελέγχει την ποιότητα και την καλή κατάστασή τους. Σε περίπτωση που διαπιστώσει οποιαδήποτε ατέλεια, πρέπει άµεσα να αναφερθεί στον ιεραρχικά ανώτερό του για τη λήψη των κατάλληλων οδηγιών και µέτρων.
Για την επιλογή εκρηκτικής ύλης (είδος, συσκευασία, διαστάσεις), πρέπει να παίρνονται υπόψη τα χαρακτηριστικά του πετρώµατος, η διάµετρος του διατρητικού εξοπλισµού και η γενική κατάσταση του περιβάλλοντος χώρου.
Η γόµωση των διατρηµάτων, πρέπει να γίνεται µε προσοχή και µε τέτοιο τρόπο. Ώστε οι υπόνοµοι να είναι έτοιµοι για πυροδότηση στην προκαθορισµένη ώρα που γίνεται γνωστή στο προσωπικό, το λιγότερο, µε την έναρξη της εργασίας της βάρδιας.
Στη διάρκεια της γόµωσης, πρέπει να αποµακρύνονται απ’ το µέτωπο όλα τα άτοµα εκτός απ’ το γοµωτή – πυροδότη, το βοηθό του και το προσωπικό επιστασίας – επίβλεψης.
Απαγορεύεται αυστηρά η χρησιµοποίηση κάθε σιδερένιου εργαλείου κατά τη χρήση των εκρηκτικών υλών. Οι τακαδόροι πρέπει να είναι πάντοτε ξύλινοι ή ορειχάλκινοι ή από άλλο ειδικό αντιστατικό υλικό. Πριν απ’ την επισκευή τους, πρέπει να καθαρίζονται εσωτερικά και εξωτερικά από τυχόν υπολείµµατα εκρηκτικής ύλης.
Η προσαρµογή των καψυλίων στη θρυαλλίδα ασφάλειας, πρέπει να γίνεται µόνο µε ειδική πένσα. Η προσαρµογή του καψυλίου στην εκρηκτική θρυαλλίδα, πρέπει να γίνεται µε συγκολλητική ταινία. Απαγορεύεται η τοποθέτηση των καψυλίων στη θρυαλλίδα, καθώς και ο οπλισµός φυσιγγίων, µέσα ή κοντά στις αποθήκες εκρηκτικών υλών ή καψυλίων ή στις θέσεις που βρίσκονται ή εργάζονται άνθρωποι.
Ο οπλισµός (αρµάτωµα) των φυσιγγίων, πρέπει να γίνεται µε τη βοήθεια ειδικής ξύλινης ή ορειχάλκινης βελόνας. Η θρυαλλίδα ή οι αγωγοί των ηλεκτρικών καψυλίων, πρέπει να προσδένονται στο έναυσµα.
Το µήκος της θρυαλλίδας ασφάλειας, για κάθε υπόνοµο, πρέπει να είναι ρυθµισµένο, έτσι ώστε, να παρέχεται στον πυροδότη αρκετό χρονικό διάστηµα για να αποµακρυνθεί σε ασφαλή θέση κατά την έναυση και της τελευταίας υπονόµου. Το µήκος αυτό, προσδιορίζεται ανάλογα µε τη µεγαλύτερη ταχύτητα καύσης που έχει προκύψει από τις δοκιµές, καθώς και απ’ την απόσταση του µετώπου απ’ την ασφαλή θέση του γοµωτή – πυροδότη και του βοηθού του. Σε κάθε περίπτωση, το µήκος της θρυαλλίδας κάθε υπονόµου πρέπει να µην είναι µικρότερο απ’ τα 1,20 m, ενώ έξω απ’ το στόµιο της υπονόµου να εξέχει, το λιγότερο, 20 cm.
Εφόσον για τη γόµωση διατρηµάτων µε υγρασία χρησιµοποιείται πυρίτιδα, πρέπει αυτή να τοποθετείται στο διάτρηµα µε µορφή φυσιγγίων που έχουν προστατευτικό, απ’ την υγρασία, περίβληµα. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η γόµωση πρέπει να γίνεται χύµα µε ειδικά χωνιά από ψευδάργυρο ή άλλο αντιστατικό υλικό.
Σ’ όλες τις περιπτώσεις γόµωσης διατρηµάτων µε πυρίτιδα, πρέπει να υπάρχει οπλισµένο φυσίγγιο µε θρυαλλίδα ασφάλειας που το κάτω άκρο της θα διαµορφωθεί σε κόµβο. Στη συνέχεια, χαράζονται εγκοπές, µέχρι τον πυρήνα της θρυαλλίδας που να απέχουν µεταξύ τους, το λιγότερο, 4 cm. Το άκρο αυτό τοποθετείται στο φυσίγγιο, πριν να γεµίσει τέλεια, ώστε όλες οι εγκοπές (το λιγότερο 3) να καλυφθούν από πυρίτιδα. Η θρυαλλίδα πρέπει να προσδένεται κατάλληλα στο πάνω άκρο του φυσιγγίου. Το οπλισµένο φυσίγγιο τοποθετείται πάντοτε τελευταίο στην είσοδο του διατρήµατος.
Στην περίπτωση γόµωσης των διατρηµάτων µε δυναµίτιδα, πρέπει να µεταφέρονται επιτόπια µόνο τα προκαθορισµένα και απόλυτα αναγκαία φυσίγγια. Τα φυσίγγια δυναµίτιδας, πρέπει να τοποθετούνται στο διάτρηµα όπως είναι και µε ελαφριά ώθηση απ’ τον τακαδόρο.
Σε περίπτωση διακεκοµένης γόµωσης, χρησιµοποιείται µόνο εκρηκτική θρυαλλίδα σ’ όλο το µήκος του διατρήµατος. Απαγορεύεται αυστηρά η διεύρυνση του πυθµένα των διατρηµένων µε εκρηκτικές ύλες (παράκαµα).
Σε περίπτωση πνευµατικής ή συνεχούς γόµωσης, πρέπει τα µηχανήµατα γόµωσης να πληρούν τις προδιαγραφές του κατασκευαστή, ιδιαίτερα σε ότι αφορά στη µη δηµιουργία στατικών ή παράσιτων ρευµάτων (γείωση, αντιστατικοί σωλήνες γόµωσης κλ.π)
Η επιγόµωση πρέπει να γίνεται µε χώµα ή άλλο λεπτό άφλεκτο υλικό, χωρίς χαλίκια.
Κατεξαίρεση σε ειδικές περιπτώσεις (κατακλυσµένα από νερό ή υποθαλάσσια διατρήµατα), ρόλο επιγόµωσης µπορεί να παίξει και το νερό. Η επιγόµωση πρέπει να γίνεται µε προσοχή για την αποφυγή φθοράς της θρυαλλίδας ή των καλωδίων.
Σε οριζόντια ή ανερχόµενα διατρήµατα, το υλικό επιγόµωσης πρέπει να τοποθετείται σε ειδικά φυσίγγια.
Απαγορεύεται η αφαίρεση εκρηκτικής ύλης από διάτρηµα που γοµώθηκε, καθώς και η αποµάκρυνση της επιγόµωσης µε πεπιεσµένο αέρα.
Μετά από την ολοκλήρωση της φάσης της γόµωσης, ακολουθεί η πυροδότηση των υπονόµων απ’ τον αδειούχο γοµωτή – πυροδότη. Απαγορεύεται να παραµείνουν γοµωµένα διατρήµατα, που δεν πυροδοτήθηκαν µετά το τέλος της βάρδιας.
Πριν απ’ την πυροδότηση, πρέπει να ειδοποιηθούν όλοι οι εργαζόµενοι που βρίσκονται σε επικίνδυνη ακτίνα, για να προφυλαχτούν σε ασφαλή και προκαθορισµένα απ’ τον επιβλέποντα µέρη, καθώς και εκείνοι που διέρχονται ή εργάζονται σε γειτονικά έργα.
∆εν επιτρέπεται η πυροδότηση πριν να εξακριβωθεί ότι, όλοι έχουν προφυλαχθεί, οι δίοδοι για αποµάκρυνση των πυροδοτών, µετά το τέλος της πυροδότησης, είναι ελεύθερες και έχει δοθεί το κατάλληλο, σε κάθε περίπτωση, ειδικό σήµα έναρξης της πυροδότησης (ηχητικό υποχρεωτικό µόνο για τα υπαίθρια, ενώ µε όποιο άλλο πρόσφορο τρόπο για τα υπόγεια). Όλο το χρονικό διάστηµα που απαιτείται για την πυροδότηση και µέχρι να δοθεί απ’ τον πυροδότη το ειδικό σήµα τέλους των εκρήξεων (που πρέπει να γίνεται µε τον τρόπο της παρ. 3 αυτού του άρθρου, αλλά να είναι διαφορετικό από εκείνο της έναρξης), πρέπει να φυλάγονται µε φρουρούς όλες οι δίοδοι και να δίνονται απ’ αυτούς πρόσθετα κατάλληλα σήµατα.
Για την προστασία των εργαζόµενων απ’ τις εκρήξεις, πρέπει να επιλέγονται φυσικά καταφύγια και, εφόσον δεν υπάρχουν τέτοια, να κατασκευάζονται τεχνητά καταφύγια.
Μετά την έκρηξη των υπονόµων, ο γοµωτής – πυροδότης πρέπει να εξετάσει το αποτέλεσµα των εκρήξεων και να αναφέρει την κατάσταση του µετώπου στον ιεραρχικά ανώτερό του.
Εφόσον διαπιστωθεί ότι όλοι οι υπόνοµοι έχουν εκραγεί, το αρµόδιο στέλεχος της ιεραρχίας µπορεί να δώσει οδηγίες και εντολές για την ασφαλή συνέχιση της εργασίας. Απαγορεύεται η αποχώρηση του γοµωτή – πυροδότη και του βοηθού του, εφόσον η εργασία γίνεται σε µια βάρδια ή η επόµενη βάρδια δεν διαθέτει γοµωτή – πυροδότη, πριν µα εξακριβώσουν ότι όλοι οι
υπόνοµοι, που έχουν γοµωθεί απ’ αυτούς, έχουν εκραγεί κανονικά. Σε περίπτωση συνεχούς λειτουργίας, απαγορεύεται η αποχώρηση του γοµωτή- πυροδότη πριν αυτός να ενηµερώσει τον αντικαταστάτη του.
Απαγορεύεται η σύγχρονη πυροδότηση περισσότερων από 15 υπονόµων µε θρυαλλίδα ασφάλειας. Επίσης απαγορεύεται η πυροδότηση των υπονόµων µε θρυαλλίδα ασφάλειας κατά την όρυξη φρεάτων ή κεκλιµένων µε κλίση µεγαλύτερη από 300.
Μαζί µε την έναρξη της πυροδότησης των υπονόµων µε θρυαλλίδα ασφάλειας, πρέπει να ανάβεται και ένα κοµµάτι, απ’ την ίδια θρυαλλίδα (τέµπο), που το µήκος του δεν πρέπει να είναι µεγαλύτερο απ’ το µισό τη µικρότερης θρυαλλίδας που έχει χρησιµοποιηθεί σε υπόνοµο.
Μετά το τέλος της καύσης του τέµπο, ο πυροδότης και ο βοηθός πρέπει να αποµακρύνονται ακόµα και αν δεν έχει τελειώσει η πυροδότηση όλων των υπονόµων, Η έναυση των υπονόµων πρέπει να γίνεται µόνο µε ειδική θρυαλλίδα.
Για κάθε ανατίναξη των υπονόµων µε θρυαλλίδα ασφάλειας, πρέπει δύο άτοµα να µετρούν τον αριθµό των εκρήξεων. Σε καµιά περίπτωση δεν επιτρέπεται η επιστροφή του γοµωτή στο µέτωπο πριν να περάσουν 30 min, το λιγότερο, απ’ την τελευταία έκρηξη.
Η εκλογή των ηλεκτρικών καψυλίων, των οργάνων ελέγχου και των συσκευών πυροδότησης, καθώς και ο σχεδιασµός του κυκλώµατος, γίνονται από τον επιβλέποντα που πρέπει να δώσει γραπτές και αναλυτικές οδηγίες στους γοµωτές – πυροδότες.
Στην εκλογή των ηλεκτρικών καψυλίων, εκτός απ’ τα τεχνικά χαρακτηριστικά των πετρωµάτων, καθώς και εκείνα του περιβάλλοντος χώρου, πρέπει να παίρνεται ιδιαίτερα υπόψη η πιθανότητα δηµιουργίας ανεξέλεγκτων ηλεκτρικών ρευµάτων (διαρροές, παράσιτα – επαγωγικά ρεύµατα, στατικά φορτία, ιονισµός κλπ.).
Στις πιο πάνω περιπτώσεις όπως και κοντά σε γραµµές µεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, πνευµατικής γόµωσης, περιοχές επιδεικτικές σε κεραυνούς κλπ., πρέπει να χρησιµοποιούνται καψύλια µε µειωµένη ηλεκτρική ευαισθησία των οποίων η απαιτούµενη για την έναυση
ενέργεια ανά µονάδα αντίστασης της γέφυρας του ηλεκτρικού καψυλίου, να µην είναι µικρότερη από 5mWsec/Ω. Για την ανίχνευση των παραπάνω ρευµάτων µπορεί να χρησιµοποιούνται ειδικές συσκευές.
Πριν απ’ τη χρησιµοποίηση των ηλεκτρικών καψυλίων, πρέπει να γίνεται έλεγχος της αντίστασης, µε ειδικό ωµόµετρο, δειγµατοληπτικά ή στο σύνολό τους. Τα ηλεκτρικά καψύλια κάθε κυκλώµατος, πρέπει να έχουν την ίδια αντίσταση.
Οι αγωγοί πυροδότησης πρέπει να έχουν ισχυρή µόνωση, ώστε να αποφεύγονται, στο µέτρο του δυνατού, οι επιδράσεις των ρευµάτων της παρ. 2 αυτού του άρθρου. Μέχρι την τελική σύνδεση, τα καλώδια των ηλεκτρικών καψυλίων πρέπει να είναι βραχυκυκλωµένα και στην περίπτωση καψυλίων µε µεγάλη ηλεκτρική ευαισθησία, µονωµένα.
Μετά το τέλος της γόµωσης, ακολουθεί η σύνδεση των καψυλίων µεταξύ τους, καθώς και µε τους αγωγούς πυροδότησης. Οι συνδέσεις αυτές, πρέπει να γίνονται µε προσοχή και να εξασφαλίζουν τη συνέχεια του κυκλώµατος.
Σε κάθε αγωγό πυροδότησης παρεµβάλλονται δύο, το λιγότερο, διακοπές µε ζεύγη ρευµατοληπτών ρευµατοδοτών, που αποκαθίστανται διαδοχικά κατά την οπισθοχώρηση του γοµωτή – πυροδότη απ’ το µέτωπο προς τη θέση ελέγχου και πυροδότησης του κυκλώµατος. Η θέση αυτή πρέπει να παρέχει πλήρη ασφάλεια. Μετά την οπισθοχώρησή του στην πιο πάνω θέση, ο γοµωτής – πυροδότης βεβαιώνεται για την αποµάκρυνση του προσωπικού, σύµφωνα µε το άρθρο 54.
Πριν απ’ την πυροδότηση, γίνεται έλεγχος του κυκλώµατος µε ειδικό ωµόµετρο. Στις συνηθισµένες περιπτώσεις των κυκλωµάτων σειράς, δεν επιτρέπεται η πυροδότηση των υπονόµων, εάν η ένδειξη του ωµόµετρου είναι µεγαλύτερη από το όριο της συσκευής ή πυροδότησης για το συγκεκριµένο τύπο του ηλεκτρικού καψυλίου που χρησιµοποιείται στο κύκλωµα. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί µη ορατή διακοπή του κυκλώµατος ή αντίσταση µεγαλύτερη απ’ το όριο της συσκευής, σύµφωνα µε τα παραπάνω, πρέπει να ειδοποιείται άµεσα ο ιεραρχικά ανώτερος, Για κάθε άλλο κύκλωµα ο έλεγχος και η πυροδότηση των υπονόµων πρέπει να γίνεται µε ειδικές γραπτές οδηγίες του επιβλέποντα.
Ο γοµωτής – πυροδότης µετά τον έλεγχο του κυκλώµατος και εφόσον βεβαιωθεί ότι έχουν παρθεί όλα τα µέτρα για την απαγόρευση διόδου κάθε ατόµου προς το µέτωπο, εκτελεί την πυροδότηση.
Σε κάθε έργο ή υποδιαίρεσή του, όπου εκτελούνται ηλεκτρικές πυροδοτήσεις, όλα τα µηχανήµατα εκτός από τα αυτοκινούµενα µέσα, πρέπει να γειώνονται µε αγωγό αντίστασης µικρότερης από 1 Ω. Οι µηχανές παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, τα µεταλλικά δίκτυα σωληνώσεων, οι σιδηροδροµικές γραµµές και γενικά κάθε εγκατάσταση µε καλή ηλεκτρική αγωγιµότητα, πρέπει να γειώνονται κατάλληλα σε µικρά διαστήµατα.
1. Αν µετά την έκρηξη ή κατά την αποµάκρυνση των προϊόντων της έκρηξης, διαπιστωθεί ύπαρξη υπονόµων που δεν έχουν εκραγεί, ο γοµωτής – πυροδότης πρέπει να τοποθετήσει ενδεικτική πινακίδα στο µέτωπο. Η θέση και ο αριθµός των υπονόµων που δεν έχουν εκραγεί, το ονοµατεπώνυµο εκείνου στον οποίον ανατέθηκε η επέµβαση, καθώς και ο τρόπος και τα αποτελέσµατα της επέµβασης, καταχωρούνται ενυπόγραφα, απ’ το αρµόδιο στέλεχος της ιεραρχίας, στο θεωρηµένο ειδικό βιβλίο αποτυχηµένων υπονόµων που τηρείται σε κάθε έργο όπου γίνονται πυροδοτήσεις.
2. Στο µέτωπο όπου υπάρχουν αποτυχηµένες υπόνοµοι, απαγορεύεται κάθε εργασία εκτός από κείνη για την καταστροφή των υπονόµων. Η εργασία αυτή γίνεται µε µεγάλη προσοχή απ’ το γοµωτή πυροδότη που έχει κριθεί ο καταλληλότερος, απ’ τη ∆/νση του έργου, για τις σχετικές εργασίες και οπωσδήποτε µε την παρουσία του αρµόδιου επιστάτη ή εργοδηγού ή και εφόσον υπάρχει ανάγκη, του επιβλέποντα. Εάν η γόµωση που δεν έχει εκραγεί, περιέχει ηλεκτρικά καψύλια µε άθικτους αγωγούς, ελέγχεται η δυνατότητα νέας πυροδότησης. Αν όµως διαπιστωθεί ότι αυτό δεν είναι δυνατό, οι αγωγοί των καψυλίων πρέπει να βραχυκυκλώνονται και να µονώνεται η σύνδεσή τους.
3.Η καταστροφή των υπονόµων, πρέπει να γίνεται σύµφωνα µε τον παρακάτω τρόπο:
Ανοίγεται ένα καινούριο παράλληλο διάτρηµα σε απόσταση ασφάλειας απ’ την αποτυχηµένη υπόνοµο που ορίζεται στο δεκαπλάσιο, το λιγότερο, της διαµέτρου του διατρήµατος. Το διάτρηµα αυτό, στη συνέχεια, πρέπει να γοµωθεί και πυροδοτηθεί κανονικά. Κατεξαίρεση και σε ειδικές περιπτώσεις, στις οποίες, κατά την κρίση του άµεσου επιβλέποντα, δεν είναι δυνατή η αποτελεσµατική εφαρµογή του παραπάνω τρόπου, µπορεί να εφαρµόζεται, µε επιτόπια παρουσία, το λιγότερο, του εργοδηγού, ένας απ’ τους παρακάτω τρόπους:
α) Αποµακρύνεται προσεκτικά το υλικό επιγόµωσης και στη συνέχεια τοποθετείται ένα κατάλληλο έναυσµα πάνω στη γόµωση που δεν έχει εκραγεί. Μετά προστίθεται νέο υλικό επιγόµωσης και τελικά γίνεται η πυροδότηση. Η απογόµωση, επιγόµωση και πυροδότηση, γίνονται µε τα µέσα και τον τρόπο που καθορίζει ο παραπάνω επιβλέπων.
β) Αφαιρείται προσεκτικά η επιγόµωση και γόµωση µε νερό ή νερό και πεπιεσµένο αέρα που διοχετεύεται από κατάλληλα διαµορφωµένο σωλήνα που έχει κατασκευαστεί από ορείχαλκο ή άλλη αντιστατική ύλη, µέχρι την καθολική εκκένωση του διατρήµατος.
4. Απαγορεύεται η εκβάθυνση ή διεύρυνση του υπόλοιπου διατρήµατος που αποµένει µετά την έκρηξη.
1. Ακατάλληλες εκρηκτικές ύλες και καψύλια, πρέπει, στο µέτρο του δυνατού, να επιστρέφονται στον προµηθευτή µε παράδοση στον τόπο του έργου. Σε περίπτωση όµως που αυτό δεν είναι δυνατό, οι εκρηκτικές ύλες πρέπει να καταστρέφονται, µε ελεγχόµενη καύση, σε αποµακρυσµένη και ασφαλή θέση στο χώρο του έργου και σύµφωνα µε τις οδηγίες του επιβλέποντα.
2. Κοινά καψύλια και ηλεκτρικά, καταστρέφονται µε έκρηξη σε υπόνοµο αφού προηγούµενα έχουν κοπεί, µε ειδικούς κοπτήρες, τα υπόλοιπα της θρυαλλίδας ή οι αγωγοί σε απόσταση 10 cm απ’ τον κάλυκα του καψυλίου.
1. Οι υπόγειες εκσκαφές, πρέπει να αποτελούν αντικείµενο ειδικής µελέτης που περιλαµβάνεται, ανάλογα µε την περίπτωση, στο αντίστοιχο µέρος της τεχνικής µελέτης του άρθρου 4. Η πιο πάνω ειδική µελέτη, πρέπει να περιλαµβάνει:
α) Σχεδιαγράµµατα, περιγραφή και υπολογισµός των κεντρικών εκσκαφών.
β) Αναλυτική περιγραφή των υπόγειων µεθόδων για εντοπισµό κοιτασµάτων ή και εκµετάλλευσης, ου συνοδεύεται απ’ τα απαραίτητα λεπτοµερή σχεδιαγράµµατα και υπολογισµούς.
γ) Αναλυτική περιγραφή των µεθόδων, µέσων και υλικών υποστήριξης – συγκράτησης που συνοδεύεται απ’ τους απαραίτητους υπολογισµούς και σχέδια.
δ) Αναλυτικό υπολογισµό του κυκλώµατος αερισµού, που περιλαµβάνει και τα απαραίτητα σχέδια, το είδος, τα τεχνικά χαρακτηριστικά και τις θέσεις του εξοπλισµού, καθώς και τα αποτελέσµατα που αναµένονται (ποσότητες και ταχύτητες του αέρα στις στοές και στα µέτωπα).
ε) Περιγραφή των τρόπων προστασίας των υπόγειων εργασιών απ’ τα νερά, που συνοδεύεται απ’ τους απαραίτητους υπολογισµούς, σχέδια και σχεδιαγράµµατα των αντλιοστασίων, δεξαµενών, δικτύων κλπ.
2.Για την ασφαλή εργασία και διακίνηση στις υπόγειες εργασίες, πρέπει, µεταξύ των άλλων, να τηρούνται και τα παρακάτω:
α) Η συγκέντρωση των εργαζόµενων πριν απ’ την ανάληψη εργασίας, να γίνεται κοντά στην είσοδο κάθε υπόγειας εργασίας και στους αντίστοιχους καταλόγους παρόντων να αναγράφεται για τον καθένα και ο χρόνος εισόδου – εξόδου.
β) Να υπάρχει σε κάθε υπόγεια είσοδο, ειδικό βιβλίο για την αναγραφή του ονοµατεπώνυµου και του χρόνου εισόδου – εξόδου, κάθε ατόµου που δεν περιλαµβάνεται στους πιο πάνω καταλόγους.
γ) Η διακίνηση των εργαζόµενων µέσα στους υπόγειους χώρους, να γίνεται µόνο απ’ τις προκαθορισµένες διαδροµές και διαβάσεις. Επίσης απ’ τις εξόδους και στα καταφύγια που έχουν προκαθοριστεί, να γίνεται, αντίστοιχα, η διαφυγή ή παραµονή σε περίπτωση κινδύνου.
δ) Οι υπόγειοι χώροι εργασίας, ανάλογα µε την έκταση και την απόστασή τους, να επικοινωνούν, µεταξύ τους και µε την επιφάνεια, µε τηλεφωνικό δίκτυο.
Επιπρόσθετα, σ’ ολόκληρο το υπόγειο δίκτυο που βρίσκεται σε λειτουργία, να υπάρχουν συσκευές εκποµπής ειδικών οπτικοακουστικών σηµάτων, καθώς και κατατοπιστικές πινακίδες για τη σήµανση των εξόδων στην επιφάνεια και των καταφυγίων.
Οι πιο πάνω συσκευές, δεν πρέπει να είναι συνδεδεµένες µε το δίκτυο παροχής ηλεκτρικού ρεύµατος, αλλά να έχουν αυτοτελή λειτουργία.
ε) Σ’ όλες τις υπόγειες εργασίες, µε φροντίδα της ∆/νσης του έργου, να γίνεται, το λιγότερο, µια φορά το χρόνο, άσκηση εγκατάλειψης και πυρασφάλειας του υπόγειου χώρου.
στ) Η εργασία ενός ατόµου, επιτρέπεται µόνο αν η θέση του είναι ορατή απ’ τις γειτονικές θέσεις εργασίας και η απόστασή του απ’ αυτές δεν ξεπερνάει τα 20 m.
Η παραπάνω διάταξη δεν έχει εφαρµογή για τους χειριστές φορτωτικών και µεταφορικών αυτοκινούµενων µηχανηµάτων, εφόσον η διαδροµή και οι θέσεις φόρτωσης και εκφόρτωσης έχουν κριθεί ασφαλείς απ’ το προσωπικό επιστασίας που στην περίπτωση αυτή οφείλει να πραγµατοποιεί συχνότερους ελέγχους.
ζ) Απαγορεύεται η είσοδος σε παλιές ή εγκαταλειµµένες εκσκαφές, χωρίς εντολή του αρµόδιου επιστάτη. Οι δίοδοι των εκσκαφών που εγκαταλείπονται, να κλείνονται αποτελεσµατικά µε στείρα ή τοίχους ή κιγκλιδώµατα και να τοποθετούνται απαγορευτικές, για την είσοδο, πινακίδες.
η) Οι εργαζόµενοι σ’ επικλινή δάπεδα ή σε σωρούς µεταλλεύµατος ή στείρων όπου υπάρχει κίνδυνος κατολίσθησης, πρέπει να φέρνουν ειδική ζώνη ασφαλείας και να δένονται από καλά στερεωµένο σχοινί που να αντέχει σε φόρτιση, το λιγότερο, 500 κιλών.
θ) Η οροφή και οι πλευρές όλων των σε λειτουργία, προσπελάσεων, φρεάτων κεκλιµένων κύριας µεταφοράς, διελεύσεων προσωπικού και εξόδων ή καταφυγίων κινδύνου, να ελέγχονται καθηµερινά απ’ τον αρµόδιο επιστάτη, τρεις, το λιγότερο, φορές τη βδοµάδα απ’ τον εργοδηγό, µια, το λιγότερο, φορά τη βδοµάδα απ’ τον άµεσα επιβλέποντα και να παίρνονται όλα τα µέτρα για την κατάρριψη, όπου είναι ανάγκη, των επισφαλών όγκων ή και τη συµπληρωµατική υποστήριξη – συγκράτηση.
ι) Σε καθορισµένες, µε φροντίδα της ∆/νσης του έργου, θέσεις του υπόγειου δικτύου (πχ αποθήκες εκρηκτικών, καυσίµων, λιπαντικών και γενικά ευφλέκτων υλικών, αντλιοστάσια, ανεµιστήρες) και ανάλογα µε τις συνθήκες που επικρατούν, να δηµιουργούνται πυροσβεστικά σηµεία εφοδιασµένα µε όλα τα απαραίτητα µέσα.
3.Ειδικά στις υπόγειες εργασίες µετά από εκδήλωση σεισµού, πρέπει να παίρνονται τα παρακάτω µέτρα:
α) Να γίνεται αποµάκρυνση των εργαζόµενων από χώρους που βρίσκονται σε άµεση επαφή µε υπάρχοντα κενά.
β) Στη συνέχεια, να γίνεται έλεγχος, το λιγότερο, για ένα 24ωρο µετά την εκδήλωση του σεισµού, της κατάστασης των υπόγειων εκσκαφών για την εκτίµηση της δυνατότητας ασφαλούς εισόδου και παραµονής των εργαζόµενων. Ο πιο πάνω έλεγχος να είναι συχνότερες και εντατικότερες για τα πρώτα 50m απ’ την κεντρική είσοδο των εργαζόµενων.
1.Στις υπόγειες εργασίες, πρέπει να ορύσσονται απαραίτητα δύο, το λιγότερο, κύριες προσπελάσεις που σ’ ολόκληρο το µήκος τους δεν πρέπει να τέµνονται και η απόσταση των αξονικών τους σηµείων να υπολογίζεται, στην τεχνική µελέτη του άρθρου 4, µε βάση τα µηχανικά χαρακτηριστικά των πετρωµάτων, την τεκτονική της περιοχής και τη µέθοδο για την εκµετάλλευση, έτσι ώστε να παραµένουν ασφαλείς σ’ όλη τη διάρκεια της εκµετάλλευσης. Η πιο πάνω απόσταση, σε κάθε περίπτωση, δεν επιτρέπεται να είναι µικρότερη από 20 m.
2.Τα δίκτυα των υπόγειων εκσκαφών που εξαρτώνται απ’ τις ίδιες προσπελάσεις, πρέπει να συνδέονται και µεταξύ τους, ώστε το σύνολό τους να έχει δύο, το λιγότερο, εξόδους στην επιφάνεια. Η σύνδεση των νέων µετώπων πρέπει να γίνεται το συντοµότερο δυνατό, ώστε να εξασφαλίζεται επικοινωνία µε δυο, το λιγότερο, εξόδους και ταυτόχρονα να διευκολύνεται ο αερισµός.
3.Η επικοινωνία όλων των υπόγειων χώρων στους οποίους γίνονται εργασίες, µε δυο εξόδους, πρέπει να διατηρείται µέχρι το τέλος της υπόγειας εκµετάλλευσης.
4.Υπόγειες εργασίες επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση, να έχουν µια µόνο έξοδο στην επιφάνεια, αν γίνονται αποκλειστικά µόνο για εντοπισµό κοιτάσµατος ή την όρυξη προσπέλασης.
5.Όπου διαφαίνεται η ύπαρξη αυξηµένων κινδύνων και ανάλογα µε τα γενικά τεχνικά χαρακτηριστικά της υπόγειας εκµετάλλευσης, πρέπει να υπάρχει, εκτός απ’ τις πιο πάνω κύριες προσπελάσεις και επαρκής αριθµός βοηθητικών εξόδων κινδύνου.
6.Γύρω από ολόκληρο το µήκος των κεντρικών εκσκαφών, πρέπει να έχουν προβλεφτεί και αφεθεί στύλοι ασφάλειας.
1.Τα γεωµετρικά χαρακτηριστικά των εκσκαφών, πρέπει να καθορίζονται µε τρόπο, ώστε η διακίνηση και εργασία εργαζόµενων και µηχανηµάτων να είναι ευχερής και ασφαλής.
2.Στις κεντρικές εκσκαφές µεταφοράς που κυκλοφορούν συρµοί ή υπάρχει εγκατάσταση συνεχούς µεταφοράς, πρέπει να διαµορφώνονται κατά µήκος δύο παράλληλοι
διάδροµοι κυκλοφορίας.
Ο ένας διάδροµος θα προορίζεται για την κίνηση ή λειτουργία του παραπάνω µηχανικού εξοπλισµού και ο άλλος για την κυκλοφορία του προσωπικού. Το πλάτος του τελευταίου διαδρόµου πρέπει να επιτρέπει την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζοµένων, ώστε να µην έρχονται σε επαφή µε κανένα τµήµα του διακινούµενου ή εγκατεστηµένου µηχανικού εξοπλισµού.
Στις υπόλοιπες εκσκαφές µεταφοράς, εφόσον δεν υπάρχει ο παραπάνω διάδροµος κυκλοφορίας, πρέπει να διακόπτεται η κίνηση του µηχανικού εξοπλισµού στη διάρκεια προσέλευσης και αποχώρησης των εργαζόµενων (αλλαγή βάρδιας) και να κατασκευάζονται σε αποστάσεις, το πολύ 50 m, καταφύγια µε διαστάσεις, το λιγότερο, 1,50 m Χ 1,50 m και ύψος 2m, για την προστασία ατόµων που κυκλοφορούν στη διάρκεια κίνησης του µηχανικού εξοπλισµού. Τέτοια καταφύγια πρέπει επίσης να κατασκευάζονται και κοντά στις διακλαδώσεις των σιδηροδροµικών γραµµών.
3.Για τη διευκόλυνση της κυκλοφορίας προσωπικού και την αποφυγή κινδύνων πρόσκρουσης του µηχανικού εξοπλισµού, όλοι οι αγωγοί ηλεκτρικού ρεύµατος, οι σωλήνες αερισµού. Τα δίκτυα και οι έξοδοι των λουκιών, πρέπει να διατάσσονται στα ψηλότερα πλευρικά σηµεία κατά µήκος των στοών και κεκλιµένων, καθώς και σε ασφαλή σηµεία των φρεάτων. Για τους ίδιους λόγους, τα δίκτυα υδροδότησης και άντλησης, πρέπει να τοποθετούνται σε ασφαλείς θέσεις που καθορίζονται ανάλογα µε τα χαρακτηριστικά των εκσκαφών, του διακινούµενου εξοπλισµού, του είδους και των διαστάσεων των σωλήνων των δικτύων.
1.Τα φρέατα και κεκλιµένα κάθε έργου, πρέπει να ορύσσονται όσο το δυνατό, µέσα σε στέρεα και συµπαγή πετρώµατα και να εξασφαλίζονται αποτελεσµατικά από κινδύνους κατολίσθησης ή εισροής µεγάλων ποσοτήτων νερού .
2.Τα στόµια φρεάτων και κεκλιµένων που βρίσκονται στην επιφάνεια, πρέπει να προφυλάσσονται µε σκεπή και προπετάσµατα για την προστασία τους απ’ τις καιρικές συνθήκες.
3.Στις βάσεις φρεάτων και κεκλιµένων, επιβάλλεται η όρυξη ειδικού καταφυγίου που να χωράει, το λιγότερο, 5 άτοµα.
Σε κάθε διασταύρωση στοών και φρεάτων ή κεκλιµένων, πρέπει να υπάρχει κατάλληλο κιγκλίδωµα ασφάλειας.
4.Σε κάθε φρέαρ, επιβάλλεται η κατασκευή και χρησιµοποίηση απ’ το προσωπικό, µόνιµων µεταλλικών σκαλών µε µεταλλικές χειρολαβές. Η κλίση κάθε σκάλας, για κάθε 10 m κατακόρυφου ύψους, δεν πρέπει να είναι µεγαλύτερη από Επίσης κάθε 10 m, πρέπει να κατασκευάζονται εξέδρες µε σκοπό τη διαδοχική αλλαγή
της διεύθυνσης των σκαλών και την προσωρινή ανάπαυση των εργαζόµενων Τα σκαλοπάτια κάθε σκάλας πρέπει να είναι ασφαλώς προσαρµοσµένα και να µην έχουν ύψος µεγαλύτερο από 25 cm. Το στόµιο του φρέατος, οι σκάλες πρέπει να ξεπερνούν το δάπεδο, το λιγότερο, 1 m.
Κατεξαίρεση επιτρέπεται να χρησιµοποιούνται σε ερευνητικά ή βοηθητικά φρέατα (καµινέτα) βάθους, το πολύ, 10 m, µεταλλικές σκάλες που τα άκρα τους, στην κορυφή, πρέπει να είναι ασφαλώς στερεωµένα.
Σε κεκλιµένα µε κλίση 20ο-45ο, στα οποία κυκλοφορεί προσωπικό, πρέπει να υπάρχουν σκαµµένα σκαλοπάτια ύψους, το πολύ, 25 cm µε µόνιµη κατασκευή καταλλήλων χειρολαβών, σ’ όλο το µήκος της διαδροµής ή οι σκάλες του παραπάνω εδαφ. β΄, ενώ κάθε 20m, το πολύ, m υψοµετρικής διαφοράς να υπάρχουν κατάλληλα αναπαυτήρια.
Αν η κλίση ξεπερνάει τις 45ο, πρέπει να υπάρχει µόνιµη κατασκευή σκαλών από µέταλλο ή σκυρόδεµα µε κατάλληλες µεταλλικές ή πλαστικές χειρολαβές και σκαλοπάτια ύψους, το πολύ, 25 cm, ενώ κάθε 15, το πολύ, m υψοµετρικής διαφοράς, πρέπει να υπάρχουν κατάλληλα αναπαυτήρια.
Κατεξαίρεση, επιτρέπεται να χρησιµοποιούνται σε ερευνητικά ή βοηθητικά κεκλιµένα µήκους, το πολύ, 20 m, σκαµµένα σκαλοπάτια, σύµφωνα µε το παραπάνω εδαφ. α΄ ή προσωρινά κλιµακοστάσια µε πρόχειρη κατασκευή χειρολαβών.
Κατεξαίρεση, στα µεταλλεία πυριτών και εφόσον δηµιουργούνται διαβρωτικά υγρά ή αέρια απ’ την εξαλλοίωση του µεταλλεύµατος, επιτρέπεται η χρησιµοποίηση ξύλινων σκαλών και χειρολαβών.
Απαγορεύεται η στάση ή διάβαση, χωρίς λόγο, του προσωπικού στα στόµια των προσβάσεων ή της βάσης φρέατος ή κεκλιµένου.
Απαγορεύεται η κυκλοφορία προσωπικού στις διασταυρώσεις στοών και φρεάτων ή κεκλιµένων, εκτός κι αν υπάρχει ειδική διαρρύθµιση που παρέχει πλήρη ασφάλεια.
Επιτρέπεται η κυκλοφορία προσωπικού γύρω απ’ τη βάση φρέατος ή κεκλιµένου, µόνον εφόσον έχει γίνει σχετική προειδοποίηση στο χειριστή του βαρούλκου και
διακοπεί πλήρως η λειτουργία του κυκλώµατος.
7. Οι συντηρήσεις και επισκευές των φρεάτων, πρέπει να γίνονται υπό ειδικά εξουσιοδοτηµένους εργαζόµενους µε την άµεση καθοδήγηση του αρµόδιου επιστάτη, από ειδικές ανεξάρτητες εξέδρες ή εξέδρες προσαρµοσµένες µε ασφάλεια πάνω στο κλωβό (εφόσον υπάρχει), που σε κάθε περίπτωση θα είναι εφοδιασµένες µε ασφαλές κάλυκα.
Στα καµινέτα και ερευνητικά φρέατα βάθους, το πολύ, 10m, οι πιο πάνω εργασίες µπορούν, κατεξαίρεση, να γίνονται από εργαζόµενους που φορούν ζώνες ασφάλειας προσδεδεµένες από ασφαλή σηµεία.
Στη διάρκεια των εργασιών του παραπάνω εδαφ. α. καθώς και στις ανάλογες εργασίες στα κεκλιµένα, απαγορεύεται η εκτέλεση κάθε άλλης εργασίας, καθώς και η κυκλοφορία προσωπικού πάνω ή κάτω απ’ το σηµείο της επέµβασης.
Τα λούκια, πρέπει να ορύσσονται, µε την επιφύλαξη του άρθρου 61 παρ. 3, στις πλευρές των στοών ή κεκλιµένων και το στόµιό τους να περιφράσσεται κατάλληλα. Κατ’ εξαίρεση και εφόσον προβλέπεται απ’ την εγκεκριµένη τεχνική µελέτη του άρθρου τα λούκια µπορεί να ορύσσονται και στην οροφή των στοών.
Απαγορεύεται η είσοδος στα λούκια, χωρίς την εντολή του αρµόδιου επιστάτη και προηγούµενη συνεννόηση µε τους εργάτες της µεταφοράς. Όσοι µπαίνουν στα λούκια, πρέπει να φορούν ζώνη ασφάλειας και να δένονται µε σχοινί.
Το µήκος του σχοινιού, πρέπει να ρυθµίζεται, ανάλογα µε την προχώρηση, από άλλο εργάτη που υποχρεωτικά θα βρίσκεται στη διάρκεια της σχετικής εργασίας, έξω από το λούκι.
Ειδικά στα λούκια που προορίζονται για φόρτωση µε φυσική ροή, πρέπει να παίρνονται και τα παρακάτω µέτρα.
α) Η κλίση των λουκιών, να επιτρέπει τη φυσική ροή του υλικού και να παρέχει ασφάλεια στην εκφόρτωση.
β) Η εκφόρτωση του υλικού, να γίνεται από ασφαλή κατασκευή εφοδιασµένη και µε τους κατάλληλους µηχανισµούς για την ευχερή εκκένωση ή διακοπή της ροής του.
Η εργασία στα µέτωπα εξόρυξης, πρέπει να γίνεται µε µεγάλη προσοχή, λόγω των αυξηµένων κινδύνων που µπορεί να παρουσιαστούν κύρια, από το δυναµικό χαρακτήρα της κατάστασης και τους αστάθµητους παράγοντες.
Σε κάθε βάρδια, πριν απ’ την είσοδο των εργαζόµενων στα µέτωπα εξόρυξη στοών, κεκλιµένων και ανιόντων φρεάτων, πρέπει, µε φροντίδα του αρµόδιου επιστάτη, να δοκιµάζεται απ’ το ξεσκαρωτή η σταθερότητα της οροφής, των πλευρών, των στύλων και του µετώπου. Ο
ξεσκαρωτής πρέπει επίσης να πραγµατοποιεί και την κατάρριψη των επισφαλών όγκων που διαπιστώνονται απ’ τη δοκιµή. Απαγορεύεται η έναρξη εργασίας, αν δεν έχει προηγηθεί η δηµιουργία ασφαλών συνθηκών.
Η παραπάνω δοκιµή γίνεται µε κρούση, µε χρησιµοποίηση ειδικής χαλύβδινης ράβδου. Σε περιπτώσεις που υπάρχει δυσκολία, λόγω ύψους ή κλίσης, πρέπει να χρησιµοποιούνται σκάλες ή ειδικές εξέδρες ή µηχανικοί αποκολλητές. Η εργασία αυτή, πρέπει να προχωράει διαδοχικά απ’ τα ασφαλή σηµεία σ’ εκείνα που πρέπει να ελεγχθούν και προς το µέτωπο.
Ο αρµόδιος επικεφαλής, σ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας, πρέπει να παρακολουθεί τη σταθερότητα των εκσκαφών και των υποστηρίξεων των θέσεων εργασίας του και να παίρνει όλα τα απαραίτητα µέτρα, όπως π.χ. κατάρριψη όγκων και ενίσχυση υποστήριξης – συγκράτησης για τη διατήρηση ασφαλών συνθηκών.
Το ύψος των κενών που δηµιουργούνται στη διάρκεια της παραγωγικής εργασίας (εξόρυξη, προχώρηση, οπισθοχώρηση), πρέπει να καθορίζεται ανάλογα µε τα µηχανικά χαρακτηριστικά του πετρώµατος και του µεταλλεύµατος, ώστε να δηµιουργούνται ασφαλείς συνθήκες εργασίας.
Το ύψος αυτό, πρέπει να διατηρείται, όσο το δυνατό, µικρότερο και σε καµιά περίπτωση να µη ξεπερνάει τα 10m.
Αν στη διάρκεια της εργασίας, το ύψος των κενών πρόκειται να ξεπεράσει τα 10m, πρέπει, ανάλογα και µε τη µέθοδο υπόγειας εκµετάλλευσης που εφαρµόζεται, το αντίστοιχο τµήµα του κοιτάσµατος να χωρίζεται σε ορόφους ή να γίνεται πλήρωση των κενών µε λιθογόµωση ή κατακρήµνιση.
Η εκτέλεση των εργασιών σε κάθε µέτωπο, πρέπει να προγραµµατίζεται µε τρόπο, ώστε να µην δηµιουργούνται κίνδυνοι κατάρρευσης σε άλλους ορόφους :
Απαγορεύεται η πλήρωση των κενών µε υλικά που µπορεί να οξειδωθούν, µε αποτέλεσµα την αυτανάφλεξή τους. Ιδιαίτερη προσοχή επιβάλλεται στις περιπτώσεις ανθρακωρυχείων, λιγνιτωρυχείων και µεταλλείων θειούχων µεταλλευµάτων.
Ειδικά στα µέτωπα όρυξης φρεάτων ή κεκλιµένων, πρέπει, µεταξύ των άλλων, να παίρνονται και τα παρακάτω µέτρα :
α) Στα κατιόντα φρέατα, πρέπει να υπάρχουν στο στόµιο κάθε φρέατος, καθώς και 2,50 m, περίπου, πάνω απ’ το δάπεδο εργασίας, διαφράγµατα ασφάλειας που µπορούν να ανοιγοκλείνουν για να επιτρέπεται το πέρασµα του κλωβού ή του κάδου. Για την ασφαλή εκτέλεση της εργασίας το τµήµα του φρέατος που έχει ορυχθεί, πρέπει, ανάλογα µε τα µηχανικά χαρακτηριστικά του πετρώµατος, να επενδύεται κατά διαστήµατα και να ακολουθεί η προσθήκη των οδηγών ολίσθησης του κλωβού και των µόνιµων σκαλών που προβλέπονται απ’ το άρθρο 62 παρ. 4 εδ. α΄. Επίσης κινητή µεταλλική σκάλα, πρέπει να συνδέει, σ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας, τη θέση εργασίας µε την µόνιµη σκάλα.
Κατεξαίρεση, για τα µικρού εδάφους ερευνητικά φρέατα µπορεί να χρησιµοποιούνται οι προβλεπόµενες απ’ το άρθρο 62 παρ. 4 εδ. β΄ σκάλες.
β) Στα ανιόντα φρέατα, κύρια ή βοηθητικά, πρέπει το δάπεδο εργασίας να βρίσκεται σε ειδική εξέδρα εφοδιασµένη µε κατάλληλους µηχανισµούς στήριξης και να παίρνονται όλα τα µέτρα ασφάλειας για την αντιµετώπιση τυχόν καταπτώσεων.
γ) Στα κεκλιµένα, πρέπει να ορύσσονται, ανάλογα µε την προσχώρηση, τα προβλεπόµενα απ’ το άρθρο 62 παρ. 5 σκαλοπάτια και καταφύγια, για την προφύλαξη των εργαζόµενων στη διάρκεια κίνησης του κάδου ή βαγονιού.
5. Στις περιπτώσεις που, παρά τη λήψη των παραπάνω µέτρων, διαφαίνονται κίνδυνοι από ξαφνική ή ανεξέλεγκτη διαταραχή στο χώρο του µετώπου ή και σε γειτονικούς χώρους, πρέπει να παίρνονται τα παρακάτω ειδικά µέτρα:
α) Να καλείται άµεσα ο αρµόδιος επιστάτης ή και ο εργοδηγός για τη συνεχή καθοδήγηση της εργασίας.
β) Να αποµακρύνονται, αν υπάρχει ανάγκη, οι εργαζόµενοι από τις επικίνδυνες θέσεις.
γ) Σε περιπτώσεις που η αντιµετώπιση της κατάστασης απαιτεί τη λήψη µέτρων, πέρα απ’ τις οδηγίες που έχουν δοθεί στα παραπάνω στελέχη της ιεραρχίας, να αποµακρύνεται το προσωπικό, να τοποθετούνται προειδοποιητικές πινακίδες και να καλείται, όσο το δυνατόν συντοµότερα, ο άµεσα επιβλέπων.
1. Οι εργασίες εξόφλησης και τα εξοφληµένα τµήµατα, πρέπει να αντιµετωπίζονται µε µεγάλη προσοχή.
Η είσοδος στα εξοφληµένα τµήµατα, απαγορεύεται. Για το λόγο αυτό, οι πιο πάνω χώροι πρέπει να περιφράσσονται και να τοποθετούνται προειδοποιητικές πινακίδες.
Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η είσοδος σ’ αυτούς τους χώρους στο προσωπικό επίβλεψης και επιστασίας για τη διενέργεια των ελέγχων της παρακάτω παρ. 4.
2. Στα τµήµατα του κοιτάσµατος που εξοφλούνται µε µεθόδους κατακρήµνισης, η κλίση του πρανούς του υλικού που προέκυψε απ’ αυτήν πρέπει να ρυθµίζεται µε τρόπο, ώστε να αποκλείεται η κατάρρευσή του.
3. Για την προστασία των υπόλοιπων χώρων εργασίας, οι χώροι εξοφλήσεων, εφόσον κρίνεται απαραίτητο, πρέπει να αποµονώνονται µε φυσικά ή τεχνητά φράγµατα.
4. Τα κενά των εξοφλήσεων, πρέπει να επιθεωρούνται και ελέγχονται σε τακτά, ανάλογα µε την περίπτωση, χρονικά διαστήµατα απ’ το αρµόδιο προσωπικό επιστασίας και επίβλεψης. Για την παρακολούθηση αυτή πρέπει, όπου κρίνεται απαραίτητο, να χρησιµοποιούνται ειδικά όργανα (δονησιογράφοι, συγκλισιόµετρα κλπ) µε σκοπό την καταγραφή των µικροδονήσεων του πετρώµατος ή την µετακίνηση της οροφής. Τα όργανα αυτά θα είναι εφοδιασµένα και µε συσκευή εκποµπής οπτικοακουστικών σηµάτων, για τη σήµανση συναγερµού σε περίπτωση ανάγκης.
Αν παρόλα τα πιο πάνω, αρχίζει να διαφαίνεται κίνδυνος διαταραχής, πρέπει να ειδοποιείται, όσο το δυνατόν συντοµότερα, ο άµεσα επιβλέπων για τη λήψη των απαραίτητων µέτρων.
5. Ιδιαίτερη προσοχή, πρέπει να δίνεται στη λήψη µέτρων για την αποφυγή επικίνδυνου ρεύµατος αέρα από καταρρεύσεις ή καταπτώσεις. Αν διαφαίνεται τέτοιος κίνδυνος, πρέπει να έχει προβλεφθεί επαρκής αριθµός εξόδων διαφυγής στην επιφάνεια, τυφλών εγκάρσιων στοών και κατάλληλης αντοχής φραγµάτων, ώστε το ρεύµα του αέρα, από ενδεχόµενη κατάρρευση, να µη µπορεί να παρασύρει τους εργαζόµενους σε κάθε χώρο εργασίας.
6. Οι εκτεταµένες κατακρηµνίσεις οροφής ή τµηµάτων του κοιτάσµατος ή τµηµάτων του κοιτάσµατος που προβλέπονται απ’ το σχεδιασµό της υπόγειας εκµετάλλευσης για την απόληψη του µεταλλεύµατος ή που εκτιµάται ότι είναι αναγκαίες για την πλήρωση των κενών, πρέπει να γίνονται προγραµµατισµένα και µε τρόπο ώστε, να διατηρούνται ασφαλείς συνθήκες εργασίας, να εξασφαλίζεται η µεγαλύτερη δυνατή απόληψη του µεταλλεύµατος και να αποφεύγεται, όσο το δυνατό, η υποβάθµιση της ποιότητάς του, λόγω αραίωσης.
Με φροντίδα της ∆/νσης του έργου, πρέπει να καταρτίζονται και υποβάλλονται για έγκριση στην αρµόδια Υπηρεσία του ΥΕΦΠ, ειδικοί κανονισµοί για την όρυξη βαθειών φρεάτων ή κεκλιµένων µεγάλης κλίσης (πάνω από 45ο) ή την εφαρµογή νέων µεθόδων για υπόγεια εκµετάλλευση, που πρέπει να περιλαµβάνουν, πέρα από τα προβλεπόµενα στις διατάξεις του παρόντος Κανονισµού και ειδικά µέτρα ασφάλειας – προστασίας.
1.Οι µέθοδοι υποστήριξης – συγκράτησης που αποτελούν µέρος της ειδικής µελέτης του άρθρου 59 παρ. 1, πρέπει να επιλέγονται ανάλογα µε το είδος και τα µηχανικά χαρακτηριστικά των πετρωµάτων, το βάθος, τα γεωµετρικά χαρακτηριστικά και το χρόνο διατήρησης των εκσκαφών και την επιλεγµένη µέθοδο για την υπόγεια εκµετάλλευση.
Για κάθε µέθοδο υποστήριξης –συγκράτησης, πρέπει, µε φροντίδα της ∆/νσης του έργου, να συντάσσονται και µοιράζονται στους αρµόδιους εργοδηγούς, επιστάτες και επικεφαλής, ειδικές οδηγίες.
2. Για τις κεντρικές εκσκαφές και τους µεγάλους χώρους µόνιµων εγκαταστάσεων, πρέπει να υπάρχει µόνιµη ασφαλής υποστήριξη που πρέπει να ελέγχεται συστηµατικά απ’ τον επιβλέποντα εργοδηγό, επιστάτη και τους ειδικά εξουσιοδοτηµένους αδειούχους υποστηρικτές.
3. Ειδικά µέτρα για ενίσχυση της υποστήριξης – συγκράτησης, πρέπει να παίρνονται στα σηµεία που αναµένονται ή ασκούνται ισχυρές πιέσεις, όπως π.χ. διασταυρώσεις έργων, περιοχές µετώπων, διαρρηγµένες ή κατακερµατισµένες ζώνες, περιοχές µε σαθρά ή πλαστικά πετρώµατα.
Σε περίπτωση που, παρά τη λήψη των πιο πάνω µέτρων, δεν είναι δυνατή η διατήρηση των γεωµετρικών χαρακτηριστικών υπόγειας εκσκαφής, πρέπει να προγραµµατιστεί η παράκαµψή της µε την όρυξη άλλης σε περιοχή µε ευνοϊκότερες συνθήκες.
4. Απαγορεύεται η προχώρηση των εργαζόµενων σε χώρους µε τεχνητή υποστήριξη – συγκράτηση, πέρα απ’ το τελευταίο.
υποστηριζόµενο – συγκρατούµενο σηµείο, εκτός κι αν υπάρχει επαρκής προσωρινή υποστήριξη ή αν δεν απαιτείται τέτοια, σύµφωνα µε τις διαπιστώσεις του ελέγχου της οροφής και των πλευρών.
5. Στοιχεία υποστήριξης – συγκράτησης που έχουν φθαρεί ή καταστραφεί ή που για κάθε λόγο δεν λειτουργούν αποτελεσµατικά, πρέπει, ανάλογα µε την περίπτωση, να αντικαθίστανται ή ενισχύονται ή συµπληρώνονται ή επισκευάζονται.
Στοιχεία υποστήριξης – συγκράτησης που, λόγω της φύσης τους, µπορούν να χρησιµοποιηθούν και σαν προειδοποιητικά για ενδεχόµενη διαταραχή, πρέπει να παρακολουθούνται, ανάλογα µε την περίπτωση, συνεχώς ή περιοδικά.
6. Η υποστήριξη – συγκράτηση εκσκαφών, για τις οποίες υπάρχει πρόβλεψη ανάκτησης των στοιχείων της υποστήριξης πρέπει να γίνεται µε τρόπο που να µην προκαλεί δυσχέρειες στις εργασίες ανάκτησης.
Η ανάκτηση των στοιχείων της υποστήριξης – συγκράτησης, πρέπει να γίνεται µε τα
κατάλληλα µηχανικά µέσα απ’ τους αδειούχους υποστηρικτές και από ασφαλείς θέσεις.
Στη διάρκεια της σχετικής εργασίας, πρέπει να υπάρχει ισχυρός φωτισµός της οροφής.
7. Μετά την αφαίρεση των υποστηρίξεων εκσκαφής, πρέπει να παίρνονται όλα τα κατάλληλα µέτρα για την προστασία των γειτονικών εργασιών, όπου είναι απαραίτητο, µε ενίσχυση της υποστήριξής τους ή µε µείωση των πιέσεων που ασκούνται, µε κατακρήµνιση, ολική ή µερική, της οροφής των τµηµάτων που εγκαταλείπονται.
Οι παραπάνω εργασίες, πρέπει να γίνονται µε την άµεση καθοδήγηση επιστάτη ή και εργοδηγού.
1.Η υποστύλωση, είναι απαραίτητη στις περιπτώσεις υποστήριξης µεγάλων κενών, προστασίας κεντρικών εκσκαφών και αντιµετώπισης αναγκών προσωρινής υποστήριξης.
2.Για την επιλογή της θέσης και διεύθυνσης των στύλων, πρέπει να εξετάζεται, µεταξύ των άλλων, µε ιδιαίτερη προσοχή η αντοχή της οροφής.
3.Ειδικά για τους φυσικός στύλους, πρέπει να παίρνονται και τα παρακάτω µέτρα:
α) Να γίνεται συστηµατικός έλεγχος για την κατάρριψη των επισφαλών όγκων τους και στην αντιµετώπιση τυχόν υποβάθµισης της αντοχής τους µε ειδικά µέτρα (ήλωση, κοχλίωση, περιµετρικό δέσιµο µε πλέγµα ή συρµατόσχοινο κλπ.).
β) Να µη γίνεται µείωση των διαστάσεών τους. (λιάνισµα) χωρίς την άδεια, το λιγότερο, του αρµόδιου εργοδηγού.
4.Απαγορεύεται η απόληψη στύλου χωρίς την άδεια, το λιγότερο, του αρµόδιου εργοδηγού, εκτός απ’ την περίπτωση στύλων προστασίας κεντρικών εκσκαφών ή τµηµάτων του κοιτάσµατος, που γίνεται µόνο µετά από σχετικό προγραµµατισµό και ειδική εντολή του ∆/ντή του έργου.
1.Η ξυλεία που χρησιµοποιείται σαν υλικό υποστήριξης, πρέπει να ανταποκρίνεται στις παρακάτω προδιαγραφές:
α) Πρέπει να προέρχεται από ανθεκτικούς και υγιείς κορµούς και κλάδους δέντρων.
Απαγορεύεται σε κάθε περίπτωση, η χρησιµοποίηση ξυλείας απ’ τα είδη λεύκα, συκιά ή και µουριά.
β) Απαγορεύεται η χρησιµοποίηση, για υποστήριξη, ξυλείας, πριν να περάσουν 3, το λιγότερο, µήνες καθώς και µετά την παρέλευση 3, το πολύ, χρόνων, απ’ την υλοτόµηση.
γ) Η ξυλεία µετά την προµήθειά της και πριν απ’ τη χρησιµοποίησή της, για την αποφυγή σήψης, πρέπει να αποφλοιώνεται και αποθηκεύεται σε σωρούς, µε σταυροειδή τοποθέτηση, πάνω σε κατάλληλα τεχνητά δάπεδα, ώστε να µην έρχεται σε επαφή µε το έδαφος.
δ) Επιπρόσθετα, ανάλογα µε τα φορτία που πρόκειται να παραληφθούν, τη χρονική διάρκεια της χρήσης και τις συνθήκες των υπόγειων εργασιών από πλευρά υγρασίας και θερµοκρασίας, µπορεί να επιβάλλεται εµβάπτιση της πιο πάνω ξυλείας, πριν απ’ την χρησιµοποίησή της, σε κατάλληλο αντισηπτικό διάλυµα ή προστασία της µε άλλες µεθόδους.
ε) Η υγρασία της ξυλείας που πρόκειται να χρησιµοποιηθεί, πρέπει να είναι γύρω στο 15% και σε καµιά περίπτωση να µην είναι πάνω από 30% ή κάτω από 5%.
στ) Η ξυλεία που χρησιµοποιείται για την κατασκευή πλαισίων, πρέπει να έχει διάµετρο όχι µικρότερη από 12 cm, ενώ για ξύλινους στύλους επιπρόσθετα να έχει λόγο µήκους προς διάµετρο µικρότερο από 11,7.
Για την κατασκευή και τοποθέτηση των ξύλινων πλαισίων πρέπει, µεταξύ των άλλων, να τηρούνται και τα παρακάτω:
α) Να γίνεται κατάλληλη διαµόρφωση των µερών του πλαισίου, ώστε να µπορούν να αποτελέσουν ασφαλές σύνολο για την αποτελεσµατική παραλαβή και κατανοµή των φορτίων.
β) Να γίνεται ασφαλής τοποθέτηση του πλαισίου, µε τρόπο ώστε τα µέρη του να βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο και να υπάρχει σταθεροποίησή του µε κατάλληλη έδραση στο δάπεδο και σφήνωση, ανάλογα µε τη θέση εµφάνισης και ένταση των πιέσεων, στην οροφή ή και στις πλευρές.
γ) Να εξασφαλίζεται η συνεργασία κάθε πλαισίου µε τα γειτονικά του, µε κατάλληλη σύνδεση των αντίστοιχων µερών τους. Ειδικά στα κεκλιµένα µε κλίση πάνω από 25%, ανεξάρτητα απ’ τη φαινοµενική αντοχή των πλευρών αν υπάρχει κατάλληλη σύνδεση των πλευρικών µερών των πλαισίων.
δ) Να εξασφαλίζεται, ανάλογα µε τις ανάγκες, πύκνωση των µέσων σύνδεσης ή και πλήρωση των κενών µεταξύ πλαισίου και οροφής ή και πλευρών, µε κατάλληλα υλικά.
1.Για την ήλωση – κοχλίωση, το είδος και οι διαστάσεις των υλικών πρέπει να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της µελέτης και πριν απ’ τη χρησιµοποίησή τους, επιβάλλεται ο δειγµατοληπτικός έλεγχος της καταλληλότητάς τους.
Το µήκος των ήλων και των κοχλιών, πρέπει να επιτρέπει την ασφαλή αγκύρωση µέσα στο υγιές µέρος του πετρώµατος.
Για την ασφαλή τοποθέτηση των ήλων και των κοχλιών, πρέπει να χρησιµοποιούνται, ανάλογα µε την περίπτωση, κατάλληλα διατρητικά µηχανήµατα ή και εξέδρες για την ανύψωση του δαπέδου εργασίας, καθώς και τα κατάλληλα όργανα και εργαλεία.
Σε περίπτωση που, παρά την πιο πάνω συγκράτηση, υπάρχουν καταπτώσεις µικρών κοµµατιών πετρώµατος ή το ύψος του κενού ξεπερνάει τα 6m, για την προστασία των εργαζόµενων από καταπτώσεις κοµµατιών µικρού µεγέθους, πρέπει να τοποθετείται κατάλληλο µεταλλικό πλέγµα. Κατ’ εξαίρεση και µόνο στις εργασίες εξόφλησης που γίνονται µε τηλεχειριζόµενα µηχανήµατα χωρίς την παρουσία εργαζόµενων, το παραπάνω πλέγµα µπορεί να παραλείπεται.
Μετά την τοποθέτηση των κοχλιών, πρέπει να γίνεται η αρχική φόρτιση και µετά απ’ την παρέλευση χρονικού διαστήµατος που έχει προκαθορισθεί στη µελέτη, να γίνεται η συµπληρωµατική φόρτιση.
2.Για την υποστήριξη µε µεταλλικά πλαίσια πρέπει, µεταξύ των άλλων, να τηρούνται, να τηρούνται και τα παρακάτω:
α) Να γίνεται επιλογή, ανάλογα µε την περίπτωση, των κατάλληλων υλικών από πλευρά ποιότητας, διαστάσεων, µορφής και σχήµατος.
β) Να γίνεται ασφαλής συναρµολόγηση µε πρόβλεψη αντιµετώπισης ή αξιοποίησης των διαστολών και συστολών.
γ) Να γίνεται ασφαλής τοποθέτηση, σύµφωνα µε ότι σχετικά προβλέπεται απ’τις περιπτώσεις β,γ και δ του άρθρου 69 παρ.2.
3.Για την υποστήριξη µε τσιµεντένιους δακτύλιους πρέπει, µεταξύ των άλλων, να τηρούνται και τα παρακάτω:
α) Να γίνεται επιλογή, ανάλογα µε την περίπτωση, των κατάλληλων υλικών από πλευρά ποιότητας, διαστάσεων και σχήµατος.
β) Να γίνεται ασφαλής προκατασκευή των δακτυλίων µε κατάλληλη σύνθεση σκυροδέµατος και να µη χρησιµοποιούνται οι δακτύλιοι πριν απ’την απόκτηση της προβλεπόµενης αντοχής.
γ) Να γίνεται ασφαλής τοποθέτηση, σύµφωνα µε την περίπτωση γ της παρ.2 αυτού του άρθρου.
4.Για ειδικές µεθόδους υποστήριξης-συγκράτησης όπως π.χ. βηµατίζουσα, υδραυλική, επένδυση µε οπλισµένο σκυρόδεµα, πρέπει µε φροντίδα της ∆/νσης του έργου, να καταρτίζονται και υποβάλλονται για έγκριση στην αρµόδια Υπηρεσία του ΥΕΦΠ, ειδικοί Κανονισµοί που, πέρα από τα προβλεπόµενα στις διατάξεις του παρόντος Κανονισµού, πρέπει να περιλαµβάνουν και ειδικά µέτρα ασφάλειας-προστασίας.
1. Στις υπόγειες εργασίες, πρέπει να κυκλοφορεί επαρκές ρεύµα καθαρού αέρα για την άνετη αναπνοή των εργαζόµενων σε κάθε θέση, καθώς και την αραίωση και αποµάκρυνση απ’ το εργασιακό περιβάλλον των κάθε είδος επικίνδυνων αερίων (εύφλεκτων, εκρηκτικών, τοξικών κλπ.), των καπνών και της σκόνης.
2. Ο εισερχόµενος στις υπόγειες εργασίες αέρας, πρέπει να είναι καθαρός και απαλλαγµένος από σκόνη, καπνούς και επικίνδυνα αέρια κάθε είδους και να διοχετεύεται, µε τη συντοµότερη διαδροµή, µέχρι και τις τελευταίες θέσεις εργασίες.
3. Ο όγκος του καθαρού αέρα σ’ όλες τις θέσεις εργασίας, πρέπει να είναι, το λιγότερο, 2m3 για κάθε πρώτο λεπτό και εργαζόµενο και 2,3m3 για κάθε πρώτο λεπτό και ίππο µηχανών εσωτερικής καύσης, ανεξάρτητα απ’ τον ετεροχρονισµό στη λειτουργία των µηχανηµάτων.
4. Η ταχύτητα του εισερχόµενου ρεύµατος αέρα, πρέπει να ρυθµίζεται κατάλληλα, ώστε να συντελεί στην αποτελεσµατική ανανέωση του αέρα σ’ όλες τις θέσεις εργασίας, στη διατήρηση της θερµοκρασίας και υγρασίας σε επιτρεπόµενα όρια, αλλά και στην αποφυγή δηµιουργίας κονιορτού. Η ταχύτητα δεν πρέπει να ξεπερνάει, σε κάθε θέση εργασίας, τα 8 m/sec.
5. Η περιεκτικότητα σε οξυγόνο του αέρα σ’ όλους τους χώρους εργασίας, δεν πρέπει να είναι µικρότερη από 19,5% σε όγκο, ενώ για τα υπόλοιπα είδη αερίων, καπνών και σκόνης, ισχύουν τα αναφερόµενα στο άρθρο 22.
1. Το κύκλωµα αερισµού, πρέπει να σχεδιάζεται µε τρόπο ώστε να διαχωρίζονται, µε απόλυτη ασφάλεια, το εισερχόµενο ρεύµα καθαρού αέρα απ’ το εξερχόµενο ρεύµα.
2. Οι προβλεπόµενες για την κυκλοφορία του αέρα εγκαταστάσεις, πρέπει να λειτουργούν, όσο το δυνατό, αυτόµατα.
3. Το κύκλωµα αερισµού, πρέπει να περιλαµβάνει, για τις περιπτώσεις απόλυτης ανάγκης ή βλάβης ή συντήρησης των κύριων ανεµιστήρων και επαρκή αριθµό εφεδρικών ανεµιστήρων έτοιµων για χρήση.
Ειδικά στα λιγνιτωρυχεία ή ανθρακωρυχεία ή εύφλεκτα µεταλλεία, για κάθε ανεµιστήρα του κυκλώµατος αερισµού που λειτουργεί µόνιµα, πρέπει να υπάρχει και ένας, το λιγότερο, εφεδρικός ανεµιστήρας. Για τις λοιπές περιπτώσεις, αρκεί η ύπαρξη ενός, το λιγότερο, εφεδρικού.
Η δυναµικότητα κάθε εφεδρικού ανεµιστήρα, πρέπει να είναι, το λιγότερο, υποδιπλάσια από κείνου του αντίστοιχου µόνιµου, ενώ ειδικά για τα λιγνιτωρυχεία ή ανθρακωρυχεία ή εύφλεκτα µεταλλεία, η δυναµικότητα επιβάλλεται να είναι ίση µε κείνη του µόνιµου.
Οι ηλεκτροκινητήρες των κύριων και εφεδρικών ανεµιστήρων στα λιγνιτωρυχεία, ανθρακωρυχεία και εύφλεκτα µεταλλεία, πρέπει να τοποθετούνται έξω απ’ τις υπόγειες εργασίες και να είναι µυζητικού τύπου. Κατ’ εξαίρεση, η πιο πάνω διάταξη δεν έχει εφαρµογή για τα τµήµατα, περιορισµένου χώρου, εύφλεκτων µεταλλείων.
Η λειτουργία των εφεδρικών ανεµιστήρων, ακόµα και στην περίπτωση που δεν χρησιµοποιούνται, πρέπει να ελέγχεται σε συχνά διαστήµατα.
4.- Για τον αερισµό τυφλών εκσκαφών, καθώς και κάθε θέσης εργασίας όπου δεν είναι δυνατή η παροχή επαρκούς ποσότητας αέρα, επιβάλλεται η ύπαρξη δικτύων βοηθητικού αερισµού που πρέπει να λειτουργούν µέχρι να εξασφαλιστεί η κάλυψη των απαιτήσεων σε αερισµό, σύµφωνα µε το άρθρο 71.
Στα λιγνιτωρυχεία και ανθρακωρυχεία, καθώς και στα εύφλεκτα µεταλλεία, οι ανεµιστήρες του βοηθητικού δικτύου πρέπει να λειτουργούν µε πεπιεσµένο αέρα ή µε ηλεκτροκινητήρες αντιεκρηκτικού τύπου. Οι εγκαταστάσεις παραγωγής του πεπιεσµένου αέρα, πρέπει να βρίσκονται έξω απ’ τις υπόγειες εργασίες.
1.Το κεντρικό κύκλωµα αερισµού, πρέπει, µε φροντίδα του άµεσα επιβλέποντα, να ελέγχεται από το ειδικά εξουσιοδοτηµένο προσωπικό, µε τις κατάλληλες συσκευές και όργανα, µια φορά, το λιγότερο, το µήνα.
Οι έλεγχοι αφορούν την ποσότητα, ταχύτητα και την περιεκτικότητα σε οξυγόνο του εισερχόµενου και εξερχόµενου ρεύµατος αέρα, τις συγκεντρώσεις στα επιβλαβή αέρια της παρ. 3 αυτού του άρθρου του εξερχόµενου, καθώς και τις πιέσεις, τις θερµοκρασίες και την υγρασία, στις περιπτώσεις που υπάρχει σχετική ανάγκη.
Τα αποτελέσµατα των ελέγχων, πρέπει να καταχωρούνται ενυπόγραφα στο ειδικό θεωρηµένο βιβλίο κεντρικού κυκλώµατος αερισµού.
2. Στα µέτωπα και στις θέσεις εργασίας, πρέπει επίσης να ελέγχονται η ποσότητα και η ταχύτητα του αέρα, καθώς και η περιεκτικότητά σε οξυγόνο και οι συγκεντρώσεις στα επιβλαβή αέρια της παρακάτω παρ. 3. Οι πιο πάνω έλεγχοι πρέπει να γίνονται, το λιγότερο, κάθε δεκαπενθήµερο για κάθε µέτωπο και θέση εργασίας. Οι έλεγχοι αυτοί, πρέπει να εκτελούνται όπως σχετικά προβλέπεται απ’ την παρ. 1 εδαφ. α΄ αυτού του άρθρου.
Τα αποτελέσµατα των πιο πάνω ελέγχων, πρέπει να καταχωρούνται στο ειδικό βιβλίο που προβλέπεται απ’ το άρθρο 24.
3.Σε κάθε υπόγεια εργασία, πρέπει να ελέγχονται οι συγκεντρώσεις, το λιγότερο, του διοξειδίου και µονοξείδιου του άνθρακα, διοξειδίου του θείου και διοξειδίου του αζώτου.
Στα λιγνιτωρυχεία και ανθρακωρυχεία πρέπει, πέρα από τα παραπάνω, να ελέγχονται και οι συγκεντρώσεις του µεθανίου, υδροθείου, καθώς και της σκόνης άνθρακα που αιωρείται.
Στα µεταλλεία η ορυχεία πυριτών, γύψου και θείου, πρέπει να ελέγχονται, πέρα απ’ τα προβλεπόµενα στο εδαφ. α΄ αυτής της παραγράφου και οι συγκεντρώσεις υδροθείου.
4.Ειδικά στα λιγνιτωρυχεία και ανθρακωρυχεία, όλοι οι έλεγχοι που αναφέρονται στο άρθρο αυτό πρέπει να γίνονται, το λιγότερο, µια φορά την ηµέρα.
1.Όταν διαπιστωθεί ότι η περιεκτικότητα σε οξυγόνο του αέρα σ’ ένα χώρο εργασίας είναι µικρότερη από 19,5% ή ότι οι συγκεντρώσεις των αερίων του άρθρου 73 παρ. 3 έχουν ξεπεράσει τις αντίστοιχα αναφερόµενες Μέγιστες Οριακές Τιµές του Πίνακα ή έχει διαταραχτεί ο κανονικός αερισµός σε επικίνδυνο βαθµό, πρέπει να δοθεί εντολή για να φορέσουν οι εργαζόµενοι τα ατοµικά µέσα προστασίας (µάσκες κλπ.), ενώ παράλληλα να παίρνονται όλα τα απαραίτητα µέτρα για την όσο πιο σύντοµη αποκατάσταση κανονικών συνθηκών αερισµού (περιορισµός εργασιών, ενίσχυση του ρεύµατος εισερχόµενου αέρα κλπ) ή την άµεση αποµάκρυνση των εργαζόµενων εφόσον δεν είναι εφικτή η εφαρµογή των πιο πάνω µέτρων.
Παράλληλα, όσο το δυνατό συντοµότερα, να ειδοποιηθεί ο άµεσα επιβλέπων και µε φροντίδα του να παρθούν µέτρα για τον εντοπισµό αιτίων της υπέρβασης και την εξάλειψή τους και ακόµη για την αποµόνωση των εστιών εκποµπής των επικίνδυνων αερίων.
Το προσωπικό που απαιτείται να εργαστεί στους παραπάνω χώρους για την αποκατάσταση βλάβης στο κύκλωµα αερισµού ή γενικά για τον εντοπισµό και εξάλειψη των αιτίων της υπέρβασης ή για ενδεχόµενη διάσωση, πρέπει να φοράει κατάλληλο ατοµικό αναπνευστικό εξοπλισµό προστασίας.
Η είσοδος των υπόλοιπων εργαζοµένων, πρέπει να επιτρέπεται µόνο ύστερα από άδεια του παραπάνω επιβλέποντα, µετά την αποκατάσταση, σύµφωνα µε το άρθρο 71, των κανονικών συνθηκών αερισµού.
2.Σε περιπτώσεις υπόγειων εργασιών όπου ελκύονται δηλητηριώδη αέρια ή ο επιστρεφόµενος αέρας έχει συγκεντρώσεις σε επιβλαβή αέρια µεγαλύτερες απ’ τις Μέσες Οριακές Τιµές του πίνακα 3, το ρεύµα επιστροφής του αέρα πρέπει να εξέρχεται από ιδιαίτερη έξοδο, απ’ την οποία θα απαγορεύεται η κυκλοφορία του προσωπικού και που θα ελέγχεται σε συχνότερα διαστήµατα, από ειδικό συνεργείο που πρέπει να φέρνει κατάλληλες ατοµικές αναπνευστικές συσκευές.
Στις πιο πάνω περιπτώσεις, πρέπει κοντά στην είσοδο των υπόγειων εργασιών να φυλάγεται επαρκής αριθµός ατοµικών αναπνευστικών συσκευών.
3.Απαγορεύεται αυστηρά η είσοδος εργαζόµενων σε χώρους όπου έχουν διακοπεί, για µεγάλο χρονικό διάστηµα, οι εργασίες ή έχουν εγκαταλειφθεί, αν δεν έχει προηγούµενα εξακριβωθεί, µε σχετικές µετρήσεις, ότι δεν υπάρχει υπέρβαση των Οριακών Τιµών του πίνακα 3, η περιεκτικότητα του αέρα σε οξυγόνο δεν είναι µικρότερη από 19,5% και γενικά ότι δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος για τους εισερχόµενους. Ο έλεγχος του αέρα στους παραπάνω χώρους, πρέπει να γίνεται σε χρόνο όχι µεγαλύτερο από τρεις ώρες πριν απ’ την είσοδο των εργαζόµενων. Η είσοδος θα επιτρέπεται µόνο ύστερα από εντολή του άµεσα επιβλέποντα.
Στις περιπτώσεις που διαπιστωθεί υπέρβαση των οριακών τιµών στους πιο πάνω χώρους, η είσοδος σ’ αυτούς θα επιτρέπεται µόνο στο αρµόδιο για τη διενέργεια των εργασιών συντήρησης ή επισκευών προσωπικό και εφόσον φοράει τον κατάλληλο ατοµικό αναπνευστικό εξοπλισµό προστασίας. Στις περιπτώσεις αυτές, ειδικά εξουσιοδοτηµένο άτοµο θα περιµένει κοντά στην είσοδο του χώρου, µέχρι την έξοδο του παραπάνω προσωπικού.
Υπόγειες εκσκαφές που εγκαταλείπονται οριστικά και εφόσον υπάρχει κίνδυνος µόλυνσης του αέρα στις εργασίες που διεξάγονται, από αναθυµιάσεις που προέρχονται από αυτές, πρέπει να αποµονώνονται αεροστεγώς. Ειδικά στα λιγνιτωρυχεία, ανθρακωρυχεία και εύφλεκτα µεταλλεία, η αποµόνωση πρέπει να γίνεται µε κτιστά βύσµατα και να αεροστεγανοποιείται µε τσιµεντενέσεις ή άλλα κατάλληλα υλικά.
1. Ένα µεταλλείο ή τµήµα του, χαρακτηρίζεται εύφλεκτο όταν διαπιστωθεί:
α) Ότι το µετάλλευµα που εξορύσσεται αυταναφλέγεται, ή
β) Έκλυση εύφλεκτων αερίων που δεν δηµιουργούν εκρηκτικό µίγµα, µετά από σειρά µετρήσεων.
Ένα λιγνιτωρυχείο ή ανθρακωρυχείο ή τµήµα του, χαρακτηρίζεται εύφλεκτο, όταν, εκτός απ’ τα παραπάνω, διαπιστωθεί µε σειρά µετρήσεων :
α) Περιεκτικότητα σε µεθάνιο µεγαλύτερη από 0,5% ή
β) Αιωρούµενη σκόνη άνθρακα περισσότερη από 80 γραµµάρια για κάθε m3 αέρα.
2. Ένα εύφλεκτο µεταλλείο ή τµήµα του, χαρακτηρίζεται επικίνδυνο, όταν διαπιστωθεί µε σειρά µετρήσεων ότι :
α) Η αυτανάφλεξη του µεταλλεύµατος, κάνει την εργασία εξαιρετικά επικίνδυνη ή ανθυγιεινή από πλευρά συχνότητας και έκτασης πυρκαγιών, θερµοκρασιών και σύστασης του αέρα, ή
β) Εκλύονται εύφλεκτα αέρια που δηµιουργούν εκρηκτικό µίγµα.
Ένα εύφλεκτο λιγνιτωρυχείο ή ανθρακωρυχείο ή τµήµα τους, χαρακτηρίζεται επικίνδυνο, όταν, πέρα απ’ τα παραπάνω, διαπιστωθεί µε σειρά µετρήσεων :
α) Περιεκτικότητα σε µεθάνιο µεγαλύτερη από 1%, ή
β) Αιωρούµενη σκόνη άνθρακα περισσότερη από 100 γραµµάρια για κάθε m3 αέρα.
3. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι συντρέχει ένας, το λιγότερο, απ’ τους λόγους που αναφέρονται στις παρ.1 και 2 αυτού του άρθρου, ο ∆/ντής του έργου οφείλει άµεσα να ειδοποιήσει την αρµόδια Επιθεώρηση Μεταλλείων.
Ο χαρακτηρισµός µεταλλείου, λιγνιτωρυχείου, ανθρακωρυχείου ή τµήµατός τους, σαν εύφλεκτου ή επικίνδυνου, γίνεται απ’ την αρµόδια Επιθεώρηση Μεταλλείων µετά από την διαπίστωση ότι συντρέχει ένας, το λιγότερο, από τους λόγους που αναφέρονται αντίστοιχα στις παραπάνω παρ. 1 και 2.
4. Εάν σε λιγνιτωρυχείο ή ανθρακωρυχείο ή τµήµα τους, συντρέχει ένας, το λιγότερο, απ’ τους λόγους που αναφέρονται στην παρ. 1 αυτού του άρθρου, πρέπει µε φροντίδα της ∆/νσης του έργου, να παίρνονται τα παρακάτω µέτρα:
α) Να τοποθετούνται σε κάθε θέση όπου εµφανίζεται µεθάνιο ή µονοξείδιο ή σκόνη ή λοιπά επικίνδυνα, για τη δηµιουργία εκρηκτικού µίγµατος, αέρια, ειδικοί καταγραφικοί ανιχνευτές µε δυνατότητα εκποµπής φωτεινού και ηχητικού σήµατος σε περίπτωση υπέρβασης των ορίων που προβλέπονται απ’ την παραπάνω παρ. 2 και τα αντίγραφα των διαγραµµάτων καταγραφής να τηρούνται σε ειδικό αρχείο.
β) Να ειδοποιείται άµεσα, σε περίπτωση υπέρβασης των ορίων, η Επιθεώρηση Μεταλλείων και να δίνεται η εντολή για άµεση εγκατάλειψη των επικίνδυνων χώρων, διακοπή όλου του ηλεκτροκίνητου εξοπλισµού των υπόγειων εργασιών και ενίσχυση του κυκλώµατος αερισµού
Η επιστροφή των εργαζοµένων επιτρέπεται µόνο ύστερα από άδεια του επιβλέποντα και µετά απ’ την αποκατάσταση ασφαλών συνθηκών εργασίας.
γ) Οι εργαζόµενοι να φορούν ατοµικές µάσκες µε ειδικά φίλτρα δέσµευσης των αερίων και της σκόνης ή ατοµικές αναπνευστικές συσκευές και να περιορίζεται ο χρόνος της πραγµατικής ηµερήσιας εργασίας τους, µε επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 23 παρ. 2 εδ. α΄, κατά 25%.
δ) Για την εκµετάλλευση του κοιτάσµατος, να µη χρησιµοποιούνται µέθοδοι κατακρήµνισης της οροφής.
ε) Να µη χρησιµοποιούνται, µηχανές εσωτερικής καύσης.
στ) Η πυροδότηση των υπονόµων, να γίνεται µόνο µε ηλεκτρικά καψύλια ασφάλειας.
ζ) Να παίρνονται όλα τα µέτρα για την πρόληψη έκρηξης από αιωρούµενη σκόνη, όπως διαβροχή, τοποθέτηση σανίδων στην οροφή των στοών µε τέφρα ή άργιλο ή άλλο κατάλληλο αδρανές απορροφητικό υλικό κλπ.
η) Να δίνεται εντολή για άµεση έξοδο των εργαζόµενων στην επιφάνεια, σε περίπτωση που διακοπεί η λειτουργία του κεντρικού κυκλώµατος αερισµού για χρονικό διάστηµα µεγαλύτερο από 5 λεπτά και δεν λειτουργήσει το εφεδρικό δίκτυο. Η είσοδος των εργαζόµενων στους υπόγειους χώρους, θα επιτρέπεται µόνο µετά από άδεια του επιβλέποντα µετά την επαναλειτουργία του κεντρικού κυκλώµατος και την αποκατάσταση κανονικών συνθηκών αερισµού.
θ) Να υπάρχουν αυξηµένα µέσα πυροπροστασίας και κατάσβεσης πυρκαϊών και να γίνονται µια, το λιγότερο, φορά το µήνα ασκήσεις εγκατάλειψης και πυρασφάλειας του χαρακτηρισµένου υπόγειου χώρου.
5. Εάν σε µεταλλείο ή τµήµα του συντρέχει ένας, το λιγότερο, απ’ τους λόγους που αναφέρονται στην παρ. 1 εδ. α΄ αυτού του άρθρου, πρέπει µε φροντίδα της ∆/νσης του έργου, να παίρνονται τα παρακάτω πρόσθετα µέτρα:
α) Να αποφεύγεται η εφαρµογή µεθόδων για υπόγεια εκµετάλλευση που ευνοούν την αυτανάφλεξη του µεταλλεύµατος, δηλ. δηµιουργούν συνθήκες τεµαχισµού σε µικρά κοµµάτια και παραµονής του εξορυγµένου µεταλλεύµατος για πολύ χρόνο σε στενό χώρο, όπως π.χ. η µέθοδος του συµπτυσσόµενου µετώπου.
β) Να γίνεται συχνότερος, απ’ τον προβλεπόµενο στο άρθρο 23 παρ.1 εδ. α΄, έλεγχος θερµοκρασιών.
γ) Να παίρνονται τα προβλεπόµενα απ’ τις περιπτώσεις στ, η και θ της παρ. 4 αυτού του άρθρου µέτρα και κάθε άλλο σχετικό µέτρο της παρ. 4 που θα κριθεί
απαραίτητο.
1. Οι υπόγειες εκσκαφές, πρέπει να διευθετούνται ή και να προστατεύονται µε τρόπο ώστε να αποτρέπεται, όσο το δυνατό, η εισροή των επιφανειακών νερών.
Αν κοντά στην είσοδο των υπόγειων εργασιών ρέουν ή υπάρχουν µεγάλες ποσότητες νερού (χείµαρροι, ποτάµια, λίµνες κλπ.), πρέπει να κατασκευάζονται κατάλληλα φράγµατα ή άλλα υδραυλικά έργα, για την αποφυγή κατάκλυσης των εκσκαφών λόγω υπερχείλισης ή αλλαγής ροής.
2. Η αποχέτευση των υπόγειων νερών, πρέπει να γίνεται µε φυσική ροή µέσα από χαντάκια, κατάλληλου πλάτους και κλίσης, που ορύσσονται κατά µήκος των στοών.
Αν δεν είναι αποτελεσµατική η αποµάκρυνση των νερών µε φυσική ροή, τότε πρέπει να γίνεται και µε άντληση. Τα νερά που πρέπει να αντληθούν, συγκεντρώνονται σε υπόγειες δεξαµενές µε επαρκή χωρητικότητα, που πρέπει κατάλληλα να περιφράσσονται για την αποφυγή πτώσης των εργαζόµενων.
Η δυναµικότητα του δικτύου άντλησης, πρέπει να υπολογίζεται, το λιγότερο, διπλάσια απ’ την απαιτούµενη για την άντληση της συνηθισµένης ποσότητας νερών που παρουσιάζονται στη διάρκεια της χειµερινής περιόδου. Παράλληλα, πρέπει να προβλέπεται και εφεδρικό αντλητικό δίκτυο µε δυναµικότητα, το λιγότερο, υποδιπλάσια από κείνη του κύριου δικτύου.
1. Η διαπίστωση της ύπαρξης υπόγειων οριζόντιων ή θυλάκων ή οχετών νερού µέσα στα πετρώµατα που περιβάλλουν τη µεταλλοφορία ή σε παλιές εκσκαφές, καθώς και ο υπολογισµός του δυναµικού, της παροχής και ποιότητάς τους, πρέπει να γίνεται µε ειδικό γεωτρητικό πρόγραµµα και τα σχετικά αποτελέσµατα να αξιοποιούνται στο µέρος της µελέτης που αναφέρεται στην περίπτωση ε του άρθρου 59 παρ. 1.
Σε περίπτωση ανεξέλεγκτης εισροής στις υπόγειες εργασίες, πρέπει να αποµακρύνεται το προσωπικό σε ασφαλείς θέσεις και να καλείται, το συντοµότερο δυνατό, ο άµεσα επιβλέπων για τη λήψη των σχετικών µέτρων.
2. Σε περιπτώσεις που, παρά τη λήψη των παραπάνω µέτρων, υπάρχουν δυσµενείς συνθήκες, λόγω συνεχούς διαβροχής των εργαζόµενων µε καταρρέοντα νερά ή αναπόφευκτης παρουσίας νερών σε µεγάλα χρονικά διαστήµατα και µε στάθµη νερού πάνω από 30 cm στο δάπεδο εργασίας ή αντιµετώπισης έκτακτης ανάγκης, πρέπει, µεταξύ των άλλων και ανάλογα µε την περίπτωση, να εφαρµόζονται οι διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 6 εδ. δ΄.
3. Η διάθεση των νερών που προέρχονται απ’ τις υπόγειες εργασίες, πρέπει να γίνεται σύµφωνα µε τις κείµενες υγειονοµικές διατάξεις
Κάθε επιφανειακή εκσκαφή που εντάσσεται σε έργο εντοπισµού κοιτάσµατος ή εκµετάλλευσης, καθώς και η λήψη µέτρων για την ασφάλεια της επιφάνειας και την αντιµετώπιση των επιπτώσεων στο περιβάλλον που σχετίζονται µε τη λειτουργία του έργου, πρέπει να αποτελούν αντικείµενο ειδικής µελέτης που περιλαµβάνεται, ανάλογα µε την περίπτωση, στο αντίστοιχο µέρος της τεχνικής µελέτης του άρθρου 4.
1. Για τον καθορισµό των γεωµετρικών χαρακτηριστικών των εκσκαφών, κάθε είδους και τύπου, πρέπει να παίρνονται υπόψη, µεταξύ των άλλων, και τα παρακάτω:
α) Το είδος και τα µηχανικά χαρακτηριστικά του πετρώµατος.
β) Τα επίπεδα ολίσθησης στο χώρο εκσκαφής και στο χώρος της εκσκαφής και στο γειτονικό χώρο.
γ) Τα υδρολογικά χαρακτηριστικά του χώρου της εκσκαφής και του περιβάλλοντος χώρου.
δ) Τα κλιµατολογικά στοιχεία της περιοχής.
2. Ιδιαίτερη προσοχή, πρέπει να δίνεται στον καθορισµό της γωνίας πρανούς σε σχέση µε το οριζόντιο επίπεδο, σ’ όλες τις φάσεις της εργασίας, εφόσον αυτή γίνεται σε µια µόνο βαθµίδα γίνεται σε περισσότερες βαθµίδες. Η γωνία πρανούς πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να µη δηµιουργείται κίνδυνος κατολίσθησης ή κατακρήµνισης.
Απαγορεύεται, σε κάθε περίπτωση, η εκσκαφή µε γωνία πρανούς µεγαλύτερη από 90ο (αρνητική κλίση πρανούς).
Η τελική γωνία πρανούς για συνεκτικά και υγιή πετρώµατα, δεν πρέπει να είναι µεγαλύτερη από 60ο. Κατ’ εξαίρεση, η γωνία αυτή µπορεί να αυξάνεται µέχρις τις 70ο εφόσον εφαρµόζονται ειδικά µέτρα ή µέθοδοι (π.χ. πρότµηση, απαλή όρυξη κλπ) µε βάση την εγκεκριµένη τεχνική του άρθρου 4.
Η γωνία πρανούς, σ’ όλες τις φάσεις εργασίας, για σαθρά, αµµώδη, προσχωσιγενή και γενικά επηρεπή σε κατολίσθηση πετρώµατα, δεν πρέπει να είναι µεγαλύτερη από 45ο.
Επιτρέπεται, κατεξαίρεση, η όρυξη επιµήκων ταφροειδών εκσκαφών, βάθους µέχρι 1,70 µ. και µικρού πλάτους, για ερευνητικούς σκοπούς και ειδικές χρήσεις (π.χ. κατασκευή υπόγειων δικτύων νερού, ηλεκτρικού ρεύµατος, αποχέτευσης) µε παρέκκλιση απ’ τα οριζόµενα στα πιο πάνω εδάφια γ΄ και δ΄ εφόσον στη διάρκεια της όλης εργασίας έχουν παρθεί τα απαραίτητα µέτρα για την ασφάλεια των εργαζόµενων (π.χ. η απαραίτητη στύλωση ή στήριξη των πρανών) και µετά το τέλος της, η εκσκαφή επιχωµατωθεί ή γίνει σταθεροποίηση των πρανών της, µε κατάλληλη επένδυση ή στήριξη όπου αυτό είναι αναγκαίο, σε περίπτωση που χρειάζεται να παραµείνει ανοικτή.
3. Κάθε εκσκαφή, πρέπει να σχεδιάζεται ή και προστατεύεται µε τρόπο ώστε να αποτρέπεται, όσο το δυνατό, η εισροή των επιφανειακών νερών.
Κάθε εκσκαφή κλειστού τύπου που περιβάλλεται από επιφάνειες εσωτερικής απορροής, πρέπει να προστατεύεται απ’ την εισροή νερών µε την όρυξη περιµετρικής τάφρου κατάλληλων διαστάσεων και κλίσης. Στις εκσκαφές ανοιχτού τύπου, πρέπει να ορύσσεται κατάλληλη τάφρος προστασίας, µόνο στις περιπτώσεις κινδύνων απότοµης εισροής µεγάλων ποσοτήτων νερού.
Σε περίπτωση που κοντά στην εκσκαφή ρέουν ή υπάρχουν µεγάλες ποσότητες νερού (χείµαρροι, ποτάµια, λίµνες κλπ), πρέπει να κατασκευάζονται τα κατάλληλα υδραυλικά έργα (πχ φράγµατα, έργα εκτροπής ροής) για την αποφυγή κινδύνων κατάκλυσης.
Στις εκσκαφές κλειστού τύπου, πρέπει να γίνεται αποστράγγιση των νερών που εισρέουν µε όρυξη υπόγειων εκσκαφών (π.χ. στοά αποστράγγισης) ή και µε άντλησης µε κατάλληλο αντλητικό δίκτυο. Η δυναµικότητα της αποστράγγισης ή της άντλησης, καθορίζεται µε βάση τις περιπτώσεις γ και δ της παρ. 1 αυτού του άρθρου.
1.Κάθε εκσκαφή, για την ασφαλή και ορθολογική εκτέλεση της εργασίας, πρέπει να υποδιαιρείται σε βαθµίδες ύψους, το πολύ, 15m. Η γωνία πρανούς κάθε βαθµίδας καθορίζεται σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα απ’ το άρθρο 79 παρ.1, 2 εδ. α΄, β΄, γ΄.
Ο καθορισµός του πλάτους της, γίνεται µε βάση το κριτήριο της ασφαλούς και ορθολογικής λειτουργίας του µηχανικού εξοπλισµού που απασχολείται. Στις ενδιάµεσες φάσεις εργασίας, το πιο πάνω πλάτος δεν µπορεί να είναι µικρότερο, για την περίπτωση απασχόλησης τροχοφόρων µηχανηµάτων, από 12 m, ενώ στις υπόλοιπες περιπτώσεις, από 6m. Η βαθµιδωτή διαµόρφωση, θα διατηρείται και µετά το τέλος του έργου.
Κατεξαίρεση, επιτρέπεται ο καθορισµός ύψους βαθµίδας µεγαλύτερου απ’ το προβλεπόµενο στο παραπάνω εδαφ. α΄, µόνο στις παρακάτω περιπτώσεις :
α) Η εκσκαφή εκτελείται µε εκσκαπτικά µηχανήµατα που έχουν µεγαλύτερη από 15m ακτίνα κατακόρυφης δράσης, σύµφωνα µε τα επίσηµα prospecta ή πιστοποιητικά του κατασκευαστή. Εξυπακούεται, ότι το ύψος του µετώπου και στην περίπτωση αυτή δεν µπορεί να ξεπερνάει την παραπάνω ακτίνα δράσης του µηχανήµατος.
β) Η εκσκαφή εκτελείται για την αποκάλυψη κοιτάσµατος σε σταθερά και συµπαγή πετρώµατα και εφόσον εφαρµόζονται ειδικά µέτρα ή µέθοδοι για τη σταθεροποίηση των πρανών, µε βάση την εγκεκριµένη τεχνική µελέτη του άρθρου 4, οπότε το ύψος της βαθµίδας µπορεί να αυξάνεται µέχρι τα 20%.
2. Η διαµόρφωση των βαθµίδων, σε κάθε περίπταση, αρχίζει απ’ τα ψηλότερα σηµεία της εκσκαφής και προχωράει διαδοχικά στα χαµηλότερα.
Για τον προσανατολισµό των µετώπων εξόρυξης σε κάθε βαθµίδα, πρέπει να παίρνονται υπόψη οι περιπτώσεις α, β, γ και δ του άρθρου 79 παρ. 1.
Η εξόρυξη στη ψηλότερη βαθµίδα, πρέπει να σταµατάει σε απόσταση, το λιγότερο, 8m απ’ τα όρια του µεταλλευτικού ή λατοµικού χώρου. Με φροντίδα της ∆/νσης του έργου, στο παραπάνω τελευταίο τµήµα, πρέπει να γίνεται αποµάκρυνση των επισφαλών όγκων και να δηµιουργούνται βαθµίδες ασφάλειας µικρού ύψους ή πρανή µικρής κλίσης.
3.Αν για την εξόρυξη γίνεται χρήση εκρηκτικών υλών, πρέπει να ορύσσονται, σε κάθε µέτωπο, κατακόρυφα ή παρακατακόρυφα (καρφιά).
Κατεξαίρεση, επιτρέπεται η όρυξη οριζόντιων ή παραοριζόντιων διατρηµάτων (ντούκια), µόνο στις περιπτώσεις της αρχικής διαµόρφωσης των βαθµίδων, της εξόρυξης όγκων µαρµάρου µε χρήση πυρίτιδας ή ειδικού εξοπλισµού, της εκµετάλλευσης κοιτασµάτων µε ειδικά γεωµετρικά χαρακτηριστικά, της ανατίναξης αποτυχηµένων υπονόµων και της διαµόρφωσης του δαπέδου βαθµίδας ή της εκσκαφής.
Απαγορεύεται, σε κάθε περίπτωση στη διάρκεια της νύχτας κάθε εργασία που έχει σχέση µε εκρηκτικές ύλες (µεταφορά τους στα µέτωπα, γόµωση, πυροδότηση).
4.Η αποµάκρυνση των επισφαλών όγκων απ’ τα µέτωπα, πρέπει να γίνεται µε µηχανικά µέσα.
Κατεξαίρεση, επιτρέπεται το ξεσκάρωµα µε ειδικά εργαλεία απ’ τον αδειούχο γοµωτή, µόνο σε περίπτωση ανάγκης για αποµάκρυνση επισφαλών όγκων που βρίσκονται κοντά στο φρύδι του πρανούς και δεν είναι δυνατή η αποµάκρυνσή τους µε το µηχανικό µέσο που χρησιµοποιείται ή και µε ξεσκάρωµα, αντίστοιχα, καθώς και στην περίπτωση εξόρυξης όγκων µαρµάρου.
Στις πιο πάνω περιπτώσεις, πρέπει να παίρνονται όλα τα µέτρα, ανάλογα µε την περίπτωση, για την ασφαλή εκτέλεση της εργασίας, όπως αποµάκρυνση σε απόσταση ασφάλειας του προσωπικού και των µηχανηµάτων, πρόσδεση του ξεσκαρωτή µε ζώνη ασφάλειας και σχοινί αντοχής σε φόρτιση, το λιγότερο, 500 κιλών, από κατάλληλο και σταθερό σηµείο ή και τα προβλεπόµενα από το κεφάλαιο VII.
5. Σε κάθε εκσκαφή, πρέπει να επιλέγεται ο τρόπος εξόρυξης, έτσι ώστε, το υλικό που εξορύσσεται να έχει διαστάσεις που επιτρέπουν την ασφαλή φόρτωση και µεταφορά του µε τα µηχανικά µέσα που χρησιµοποιούνται.
Σε περίπτωση που, παρά τα πιο πάνω, εξορύσσονται όγκοι µεγαλύτερων διαστάσεων, τότε πρέπει να γίνεται δευτερογενής θραύση τους µε µηχανικά µέσα.
Κατεξαίρεση, επιτρέπεται η δευτερογενής θραύση µε χρήση εκρηκτικών υλών, µόνο όταν η παραγωγή τέτοιων όγκων είναι µικρή και σποραδική και δεν υπάρχει κατάλληλο µηχανικό µέσο. Στην περίπτωση αυτή, η θραύση πρέπει να γίνεται µόνο στο χώρο του µετώπου και αφού προηγούµενα έχουν παρθεί τα κατάλληλα µέτρα ασφαλείας που προβλέπονται απ’ το κεφάλαιο VII.
1. Στην εκπόνηση της τεχνικής µελέτης του άρθρου 4 για µεταλλευτικές ή λατοµικές εργασίες κάτω από ή κοντά σε, οικήµατα, έργα δηµόσιας ωφέλειας, πυλώνες ή στύλους γραµµών µεταφοράς ηλεκτρικού ρεύµατος ή τηλεπικοινωνιών, περιοχές αρχαιολογικού ή τουριστικού ενδιαφέροντος ή φυσικού κάλους, καθώς και στη διάρκεια της εκτέλεσής τους, πρέπει να προβλέπονται και να παίρνονται, µεταξύ των άλλων, και ειδικά µέτρα προστασίας των πιο πάνω περιοχών ή κατασκευών.
2. Για τη χωροθέτηση επιφανειακών µεταλλευτικών ή λατοµικών εργασιών κοντά σε βιοµηχανικά κτίσµατα, οικείες, έργα κοινής ωφέλειας, πλατείες, γυµναστήρια, νεκροταφεία και λοιπούς κοινόχρηστους χώρους και εφόσον δεν χρησιµοποιούνται για την εκτέλεσή τους εκρηκτικές ύλες, πρέπει να αφήνεται απόσταση ασφάλειας, το λιγότερο, 250 m από κείνες που έχουν άµεσες επιπτώσεις (π.χ. κατολισθήσεις πρανών, ρωγµατώσεις, δονήσεις από µηχανήµατα, σκόνη από εκσκαφές ή αποθέσεις) στα φυσικά χαρακτηριστικά του γειτονικού και του ευρύτερου χώρου.
Σε περίπτωση που γίνεται χρήση εκρηκτικών υλών, το πιο πάνω όριο διπλασιάζεται.
3. Για τη χωροθέτηση των εργασιών της παρ. 2 εδ. α΄ αυτού του άρθρου κοντά σε εθνικούς, επαρχιακούς και δηµοτικούς δρόµους και εφόσον επιτρέπεται απ’ τα τεχνικά χαρακτηριστικά των εκσκαφών σε σχέση µε τη γεωµορφολογία της περιοχής, η πιο πάνω ελάχιστη απόσταση καθορίζεται σε 50 m. Τα παραπάνω δεν ισχύουν για δρόµους που έχουν ανοιχτεί για την εξυπηρέτηση του έργου και δεν έχουν καµιά αστική ή Κοινοτική προσπέλαση.
Σε περίπτωση που γίνεται χρήση εκρηκτικών υλών, το πιο πάνω όριο καθορίζεται σε 300 m.
4. Για τη χωροθέτηση των εργασιών της παρ. 2 εδ. α΄ του παρόντος άρθρου κοντά σε θέσεις στύλων γραµµών µεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, υψηλής τάσης και τηλεπικοινωνιών, η πιο πάνω ελάχιστη απόσταση καθορίζεται, αντίστοιχα, σε 70 m και 50 m.
Σε περίπτωση που γίνεται χρήση εκρηκτικών υλών, η ελάχιστη απόσταση καθορίζεται σε 150 m απ’ το νοητό κατακόρυφο επίπεδο που περνάει απ’ τις γραµµές µεταφοράς.
Τα προβλεπόµενα απ’ τα παραπάνω εδάφια α΄ και β΄, δεν ισχύουν για τις γραµµές µεταφοράς που εξυπηρετούν τη λειτουργία του έργου, µε την προϋπόθεση ότι δεν επηρεάζουν την ασφάλεια και λειτουργία των εξωτερικών δικτύων.
5. Κατεξαίρεση, για περιπτώσεις περιορισµένης χρήσης εκρηκτικών υλών σε περιστασιακές ή υποβοηθητικές ή µικρής έκτασης και διάρκειας εργασίας (π.χ. διάνοιξη δρόµων, κατάρριψη επισφαλών όγκων απ’ το φρύδι πρανούς), η ελάχιστη επιτρεπόµενη απόσταση από κτίσµατα που κατοικούνται, έργα κοινής ωφέλειας και κοινόχρηστους δρόµους, καθορίζεται σε 50 m.
Ειδικά, για διάνοιξη δρόµων προσπέλασης από κύριο δρόµο επιτρέπεται η περιορισµένη χρήση εκρηκτικών υλών και για αποστάσεις µικρότερες από 100 m, µετά από ειδική άδεια της αρµόδιας αστυνοµικής Αρχής και αφού παρθούν µε φροντίδα της ∆/νσης του έργου, και όλα τα απαραίτητα, για την ασφάλεια των περίοικων και διερχόµενων, πρόσθετα µέτρα.
6.Για τη χωροθέτηση των υπόγειων εργασιών, πρέπει να γίνεται κατάλληλος σχεδιασµός στην τεχνική µελέτη του άρθρου 4, καθώς και εκτέλεσή τους, ώστε ανάλογα µε την έκταση του κοιτάσµατος, τα µηχανικά χαρακτηριστικά των πετρωµάτων, τη µέθοδο για την υπόγεια εκµετάλλευση και το βάθος των εργασιών, να µη δηµιουργούνται επιπτώσεις στην επιφάνεια (π.χ. ρωγµές, καθιζήσεις, κατολισθήσεις).
Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται για τη χωροθέτηση των εξόδων στην επιφάνεια των υπόγειων εργασιών λιγνιτωρυχείων, ανθρακορυχείων και εύφλεκτων µεταλλείων, ώστε να µη δηµιουργούνται κίνδυνοι σε κτίσµατα, οικισµούς, έργα κοινής ωφέλειας, εγκαταστάσεις, δασικές εκτάσεις κλπ.
1.Στη διάρκεια λειτουργίας κάθε έργου, πρέπει να παίρνονται όλα τα µέτρα για την ασφάλεια και προστασία της επιφάνειας και γενικότερα του περιβάλλοντος χώρου, που προβλέπονται στην τεχνική µελέτη του άρθρου 4.
Αν ωστόσο στην εξέλιξη του έργου, αρχίζουν να δηµιουργούνται επιπτώσεις στην επιφάνεια (π.χ. ρωγµές, καθιζήσεις, κατολισθήσεις,), που δεν είχαν προβλεφθεί στη µελέτη ή που ο τρόπος αντιµετώπισής τους δεν αποδείχθηκε αποτελεσµατικός, πρέπει άµεσα η ∆/νση του έργου να πάρει πρόσθετα µέτρα ασφάλειας και να ειδοποιήσει την αρµόδια Επιθ/ση Μεταλλείων.
Στις πιο πάνω περιπτώσεις, πρέπει τα σχεδιαγράµµατα που προβλέπονται απ’ την περίπτωση δ του άρθρου 4 να ενηµερώνονται συνεχώς για την πρόοδο των εργασιών και τις επιπτώσεις στην επιφάνεια και να υποβάλλονται, σε τακτά χρονικά διαστήµατα, στην αρµόδια Επιθεώρηση Μεταλλείων.
2.Απόκρηµνες περιοχές που δηµιουργούνται στη διάρκεια λειτουργίας του έργου, πρέπει να αποµονώνονται περιφερειακά µε φράχτη από συρµατόπλεγµα ή άλλη µόνιµη κατασκευή, ύψος, το λιγότερο, 1,20 m. Η περίφραξη πρέπει να γίνεται σε απόσταση, το λιγότερο, 8m απ’ το φρύδι του πρανούς, ενώ κατά διαστήµατα πρέπει να τοποθετούνται προειδοποιητικές πινακίδες.
3.Λοιπές επιφανειακές εκσκαφές (π.χ. τρανσέρες, ορύγµατα) ή φρέατα ή κεκλιµένα ή χώροι επικίνδυνοι για ρωγµατώσεις ή καθιζήσεις, που δηµιουργούν κινδύνους για την ασφάλεια ανθρώπων ή ζώων, πρέπει να σκεπάζονται ή να περιφράσσονται ανάλογα µε την περίπτωση, µε µόνιµη και ασφαλή κατασκευή και να τοποθετούνται προειδοποιητικές πινακίδες.
4. Γεωτρήσεις που προορίζονται για αξιοποίηση, πρέπει να περιφράσσονται µε µόνιµη κατασκευή, να σωληνώνονται και να αποµονώνεται στο στόµιό τους µε ασφαλή συνδυασµό βαννών.
Αντίθετα, στόµια γεωτρήσεων που πρόκειται να εγκαταλειφθούν πρέπει να σφραγίζονται µε µόνιµο κάλυµα σκυροδέµατος επαρκούς πάχους.
5. Κατασκευές του έργου µε µεγάλο ύψος (π.χ. πύργοι, καµινάδες, σιλό), πρέπει να είναι εφοδιασµένες µε φωτεινά σήµατα ασφάλειας και να προστατεύονται απ’ τους κεραυνούς µε ειδικά µέσα.
6. Σε περίπτωση σύνδεσης ή διασταύρωσης δρόµων του έργου µε σιδηροδροµικές γραµµές ή ασφαλτοστρωµένους δηµόσιους δρόµους, πρέπει µετά από έγκριση του Οργανισµού Σιδηροδρόµων Ελλάδας ή της αρµόδιας Υπηρεσίας του Υπουργείου ∆ηµοσίων Έργων, αντίστοιχα, να εφαρµόζονται ειδικές κυκλοφοριακές διατάξεις ή και να κατασκευάζονται τα απαιτούµενα έργα.
7. Η ευθύνη του εκµεταλλευτή για την ασφάλεια της επιφάνειας, συνεχίζεται και µετά το τέλος του έργου, µέχρι τη συµµόρφωση µε τα µέτρα που θα καθορίσει η αρµόδια Επιθεώρηση Μεταλλείων.
Παλιές µεταλλευτικές ή λατοµικές εκσκαφές, πρέπει να προστατεύονται σύµφωνα, µε τα παραπάνω, απ’ τον εκµεταλλευτή ή στην περίπτωση που δεν υπάρχουν µεταλλευτικά ή λατοµικά δικαιώµατα, απ’ τον ιδιοκτήτη του εδάφους.
1.Ο χώρος και ο τρόπος απόθεσης καθώς και η τελική διαµόρφωση των αποθέσεων στείρων, πρέπει να επιλέγονται στην εκπόνηση της τεχνικής µελέτης του άρθρου 4, ώστε να εξασφαλίζονται η ορθολογική λειτουργία του έργου, η ευστάθεια των πρανών και η δυνατότητα αποκατάστασης του τοπίου.
Τα σχετικά κριτήρια που θα πρέπει να παίρνονται υπόψη στη παραπάνω µελέτη, είναι:
α) Ύπαρξη τµήµατος κοιτάσµατος που βρίσκεται στον ίδιο χώρο µε κείνο που θα γίνει η απόθεση (επιφανειακά ή υπόγεια) ή και σε γειτονικό χώρο.
β) Μορφολογία και χλωρίδα του χώρου απόθεσης.
γ) Πετρολογικά, εδαφολογικά, υδρολογικά και κλιµατολογικά χαρακτηριστικά του χώρου απόθεσης.
δ) Πετρολογικά και µηχανικά χαρακτηριστικά, καθώς και ποσότητα του για απόθεση στείρου.
ε) ∆υνατότητα επαναφοράς ή απόθεσης του στείρου στα κενά της εκµετάλλευσης.
ζ) Γειτνίαση µε οικισµούς, δρόµους, έργα κοινής ωφέλειας, αρχαιολογικούς ή τουριστικούς χώρους κλπ.
2.Πέρα από τα παραπάνω, για άλλα υλικά που δεν κατατάσσονται στην κατηγορία των στείρων, µε την στενή έννοια του όρου όπως µεταλλεύµατα µε χαµηλή ποιότητα ή πετρώµατα που συνεξορύσσονται µε το µετάλλευµα ή το χρήσιµο πέτρωµα και για τα οποία διαφαίνονται προοπτικές µελλοντικής αξιοποίησης, πρέπει να γίνεται ξεχωριστή απόθεση και γενικά να παίρνονται µέτρα για την ευχερή απόληψή τους όταν το επιτρέψουν οι οικονοµοτεχνικές συνθήκες.
3.Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται για την απόθεση υλικών (π.χ. λιγνίτης, άνθρακας, πυρίτες) που παρουσιάζουν κίνδυνο αυτανάφλεξης, κύρια στην κατεύθυνση αποτροπής του πιο πάνω κινδύνου και αποφυγής της εξάπλωσής του στο γειτονικό και ευρύτερο χώρο.
Ειδικότερα πρέπει να παίρνονται, µεταξύ των άλλων, και τα παρακάτω µέτρα:
α) Ο χώρος απόθεσης να βρίσκεται µακριά από οικισµούς, κτίσµατα, δηµόσιους δρόµους, εγκαταστάσεις, δασικές εκτάσεις κλπ.
β) Η επιφάνεια του χώρου απόθεση καθώς και της ευρύτερης περιοχής, να είναι αποψιλωµένη και καθαρή από υλικά που µπορούν να µεταδώσουν πυρκαϊά (π.χ. καύσιµα, λιπαντικά, χαρτιά, ξυλεία).
γ) Οι αποθέσεις των υλικών, να γίνονται σε µικρό ύψος και µεγάλη επιφάνεια.
δ) Η απόληψη του υλικού απ’ τις αποθέσεις, να γίνεται προγραµµατισµένα, ώστε να προηγείται, διαδοχικά, η αποµάκρυνση του υλικού που έχει αποτεθεί πρωτύτερα.
ε) Να γίνεται, όπου είναι δυνατό, συχνή αναµόχλευση των σωρών.
στ) Να γίνεται συστηµατικός έλεγχος της θερµοκρασίας του σωρού ή κάθε άλλου δείκτη που µπορεί να λειτουργήσει προειδοποιητικά.
ζ) Να παίρνονται, σε περίπτωση ανάφλεξης, όλα τα αναγκαία µέτρα για την αποµάκρυνση της εστίας ή την αποµόνωση του σωρού για την κατάσβεση της φωτιάς και την παρεµπόδιση εξάπλωσής της στο γύρω χώρο (π.χ. διαβροχή µε νερό, φράγµα άµµου ή χώµατος).
4.Η εργασία προσωπικού και µηχανηµάτων σε σωρούς και αποθέσεις, επιτρέπεται µόνο όταν υπάρχουν ασφαλείς συνθήκες µε τη λήψη των αναγκαίων µέτρων, για την αποφυγή ενδεχόµενων καθιζήσεων, κατολισθήσεων, αναφλέξεων κλπ.
1. Σε κάθε έργο που γίνεται χρήση εκρηκτικών υλών, πρέπει να ρυθµίζονται µε τέτοιο τρόπο οι παράµετροι των εκρήξεων (διάταξη, µήκος, διάµετρος, φορτίο ανά χρόνο έκρηξης, γόµωση και πυροδότηση διατρηµάτων), ώστε να ελαχιστοποιούνται, στο µέτρο του δυνατού, οι επιπτώσεις στον περιβάλλοντα χώρο. Ειδικότερα, κατά την έκρηξη των υπονόµων, απαγορεύεται :
α) Η εκτίναξη κοµµατιών πετρώµατος έξω απ’ τα όρια του εργοταξίου µε µεταλλευτική δραστηριότητα ή έξω απ’ το λατοµικό χώρο, αντίστοιχα. Κατ’ εξαίρεση η προηγούµενη διάταξη δεν έχει εφαρµογή για συνεχόµενους λατοµικούς χώρους ή µεταλλευτικά εργοτάξια άλλου εκµεταλλευτή, µε την προϋπόθεση τήρησης των σχετικών διατάξεων της περίπτωσης ζ του άρθρου 4 παρ. 1.
β) Η µέγιστη ταχύτητα ταλάντωσης των σηµείων του εδάφους, σε θέσεις κτισµάτων και δηµόσιων έργων που παρουσιάζουν ευαισθησία στις δονήσεις, να είναι µεγαλύτερη από 50 m/sec. Ειδικά για την προστασία περιοχή ή κατασκευών που παρουσιάζουν µεγάλη ευαισθησία στις δονήσεις, πρέπει να περιορίζεται το πιο πάνω όριο ταχύτητας και να γίνεται χρήση δονησιογράφου.
γ) Να δηµιουργούνται σοβαρές οχλήσεις απ’ τους κρότους στις γειτονικές κατοικηµένες περιοχές. Στην περίπτωση αυτή, οι εκρήξεις δεν πρέπει να γίνονται στις ώρες κοινής ησυχίας.
2.Σε κάθε έργο, πρέπει να ρυθµίζεται µε τέτοιο τρόπο η λειτουργία των µηχανηµάτων και να παίρνονται όλα τα κατάλληλα µέτρα, ώστε να περιορίζονται οι στάθµες του θορύβου στα όρια κατοικηµένων περιοχών, σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα στο Π.∆. 1180/81 ή άλλη σχετική διάταξη.
1.Οι µεταλλευτικές και λατοµικές εργασίες, πρέπει να σχεδιάζονται και εκτελούνται µε τρόπο ώστε να αποφεύγεται η υποβάθµιση του περιβάλλοντος, πέρα απ’ το απόλυτα αναγκαίο µέτρο, αλλά και να είναι εφικτή η πρόληψη, όπου είναι δυνατό, των επιπτώσεων ή στην αντίθετη περίπτωση, η αναγκαία αποκατάσταση.
2.Η προστασία του περιβάλλοντος, αποτελεί υποχρέωση του εκµεταλλευτή που επιβάλλεται να παίρνει όλα τα απαραίτητα σχετικά µέτρα, σε συνεργασία µε τους αρµόδιους φορείς του Κράτους και την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Για τη συντοµότερη δυνατή επίτευξη αποτελέσµατος, τα παραπάνω µέτρα πρέπει να συµβαδίσουν µε την εξέλιξη των εργασιών.
3.Πριν απ’ την έναρξη νέου έργου ή νέου µέρους του έργου, ο εκµεταλλευτής υποχρεώνεται να συµπεριλάβει στην τεχνική µελέτη του άρθρου 4, ειδική µελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων που να περιλαµβάνει τα παρακάτω µέρη:
α) Ανάλυση και περιγραφή του υπάρχοντος περιβάλλοντος (φυσικού και ανθρωπογενούς), πριν να επηρεαστεί απ’ την εκτέλεση των µεταλλευτικών ή λατοµικών εργασιών του προτεινόµενου έργου ή νέου µέρους του έργου.
β) Περιγραφή των δυνατών εναλλακτικών λύσεων για τη χωροθέτηση ή σχεδίαση ή εκτέλεση των µεταλλευτικών και λατοµικών εργασιών µέσα στο µεταλλευτικό ή λατοµικό χώρο.
γ) Πρόβλεψη και εκτίµηση του µεγέθους των επιπτώσεων πάνω στον κάθε περιβαλλοντικό παράγοντα, ξεχωριστά και στο σύνολο.
δ) Αξιολόγηση των επιπτώσεων µε τεχνικά, οικονοµικά και κοινωνικά κριτήρια, από πλευρά σηµαντικότητας, δηλαδή ποιοτικής εκτίµησης των επιπτώσεων στους περιβαλλοντικούς παράγοντες.
ε) Ερµηνεία των επιπτώσεων, συµπεράσµατα και επανορθωτικά µέτρα όπου πρέπει να περιλαµβάνονται τα παρακάτω στοιχεία :
ε.α) Σύγκριση µεταξύ των εναλλακτικών λύσεων του έργου και επισήµανση της λιγότερο δυσµενούς για τους περιβαλλοντικούς παράγοντες.
ε.β.) Επισήµανση όλων των πολύ δυσµενών επιπτώσεων που είναι αναπόφευκτες.
ε.γ.) Αναφορά σε τυχόν απαγορευτικούς περιβαλλοντικούς παράγοντες, στους οποίους το έργο έχει δυσµενείς επιπτώσεις.
ε.δ.) Προτάσεις για επανορθωτικά µέτρα, που είναι δυνατό να παρθούν για την αποκατάσταση της ποιότητας ορισµένων περιβαλλοντικών παραγόντων, µε χρονοδιάγραµµα εκτέλεσης των σχετικών εργασιών.
ε.ε.) Επισήµανση των πολύ ωφέλιµων επιπτώσεων του έργου στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον.
4.Την παραπάνω ειδική µελέτη, δεν έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν οι εκµεταλλευτές στις περιπτώσεις που ισχύει ειδική νοµοθεσία, δηλαδή, για τις εγκαταστάσεις του έργου, καθώς και όταν το έργο ή το νέο µέρος του έργου, εντοπίζεται σε δάση ή δασικές εκτάσεις.
Για τη σύνταξη της πιο πάνω µελέτης, πρέπει, µεταξύ των άλλων, να παίρνονται υπόψη και τα παρακάτω:
α) Η χωροθέτηση κάθε επέµβασης (θέση και προσανατολισµός) πρέπει να επιλέγεται µε τρόπο ώστε να προκαλείται η µικρότερη δυνατή αισθητική αλλοίωση του τοπίου. Σε περίπτωση που η επιλογή θέσης δεν µπορεί να δώσει ικανοποιητικό αποτέλεσµα, πρέπει να γίνεται προσπάθεια τεχνητής απόκρυψης της επέµβασης (ζώνες πράσινου, αναχώµατα κλπ).
β) Κάθε επιφανειακή εκσκαφή, πρέπει να γίνεται µε βαθµίδες κατάλληλων γεωµετρικών χαρακτηριστικών, ώστε να δηµιουργείται η µικρότερη δυνατή αισθητική αλλοίωση του τοπίου και διασφαλίζεται η αποκατάστασή του κατά στάδια και στο σύνολο.
γ) Πρέπει να γίνεται ξεχωριστή εξόρυξη και απόθεση της φυσικής γης και να διατηρείται αυτή κατάλληλα για µελλοντική επαναχρησιµοποίησή της.
δ) Σωροί αποθέσεων στείρων που παραµένουν µετά το τέλος της δραστηριότητας, πρέπει να διαµορφώνονται κατάλληλα και αν είναι δυνατό σε βαθµίδες, και ενισχύονται µε δενδροφυτεύσεις ή άλλου είδους φυτεύσεις, ώστε να εναρµονίζονται µε το οικοσύστηµα της περιοχής.
ε) Η επεξεργασία και διάθεση των λυµάτων, υγρών απόβλητων και στερεών απορριµµάτων, µπορεί να γίνεται µόνο µετά από άδεια που χορηγείται σύµφωνα µε τις ισχύουσες υγειονοµικές διατάξεις και την κείµενη νοµοθεσία.
Ειδικότερα για τ’ αεραπόβλητα των εγκαταστάσεων επεξεργασίας, πρέπει να παίρνονται όλα τα µέτρα (π.χ. καθαρισµός, δέσµευση), ώστε η συγκέντρωση των ρυπαντών στον αέρα του περιβάλλοντος χώρου να είναι, στο Π.∆. 1180/81 ή άλλη σχετική διάταξη, όρια.
στ) Η φόρτωση, µεταφορά και αποθήκευση προϊόντων, πρώτων υλών και απορριµµάτων, πρέπει να γίνεται µε τρόπο ώστε να αποφεύγεται η ρύπανση ή µόλυνση του περιβάλλοντος. Για το σκοπό αυτό, πρέπει να προβλέπονται κατάλληλα µέσα διαβροχής ή επικάλυψης των υλικών, καθώς και κατασκευή αποθηκών στεγασµένων ή χωροθετηµένων σε υπήνεµα µέρη.
ζ) Η τελική µορφή της αποκατάστασης, πρέπει να εναρµονίζεται µε το ευρύτερο περιβάλλον και στις περιπτώσεις δηµόσιων ή δηµοτικών ή κοινοτικών εκτάσεων να προβλέπεται η κάλυψη των τοπικών αναγκών, για ειδικές χρήσεις γης, σύµφωνα µε τις έγγραφες υποδείξεις της Νοµαρχίας και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
1. Οι γεωτρήσεις είναι µεταλλευτικές ή λατοµικές εργασίες που εντάσσονται και εκτελούνται:
α) Στα προγράµµατα για τον εντοπισµό, εκµετάλλευση και αξιοποίηση των ορυκτών υλών.
β) Στις ειδικές µελέτες για τη γνώση της δοµής του υπεδάφους µε σκοπό τη θεµελίωση κατασκευών του έργου.
γ) Σε κάθε εργασία που γίνεται µε στόχο την εξυπηρέτηση διάφορων αναγκών του έργου (εξασφάλιση υδάτινων πόρων, αποστραγγίσεις, βοηθητικές αερισµός κλπ).
2. Οι γεωτρήσεις της περίπτωσης α της παρ.1 αυτού του άρθρου, τοποθετούνται και εκτελούνται µε βάση σχετικό πρόγραµµα που αποτελεί τµήµα της τεχνικής µελέτης του άρθρου 4.
3. Για την κατασκευή των γεωτρύπανων πρέπει, πέρα από τα προβλεπόµενα απ’ τα άρθρα, 33, 34, 35 και 36, να παίρνεται ειδικά υπόψη ότι:
α) Ο πύργος και τα µηχανικά µέσα έδρασης, εφόσον δεν έχουν σχεδιαστεί απ’ τον κατασκευαστή, πρέπει να κατασκευάζονται µε βάση µελέτη που υπογράφεται από τον αρµόδιο, σύµφωνα µε την κείµενη νοµοθεσία, ∆ιπλ. Μηχανικό.
β) Η µηχανική αντοχή του πύργου, πρέπει να υπολογίζεται κατά 30% , το λιγότερο, µεγαλύτερη από κείνη που αντιστοιχεί στη δυναµικότητα του γεωτρύπανου, ενώ η αντοχή της έδρασης µε τρόπο ώστε, να µπορεί να δείχνει όλες τις καταπονήσεις απ’ τη λειτουργία του συστήµατος.
4. Ο διατρητικός εξοπλισµός, πρέπει να έχει κατασκευαστεί σύµφωνα µε τις διεθνείς προδιαγραφές.
1. Για την ασφαλή µεταφορά του γεωτρύπανου στη θέση της γεώτρησης, πρέπει να διαµορφώνεται, όπου δεν υπάρχει, κατάλληλος, για κάθε περίπτωση, δρόµος ή διάδροµος.
2. Αν η µεταφορά του γεωτρύπανου γίνεται µε έλξη από ελκυστήρα ή όχηµα, δεν πρέπει οι εργαζόµενοι να βρίσκονται σε χαµηλότερο επίπεδο, απ’ το γεωτρύπανο και το µέσο έλξης, ούτε και µεταξύ ελκτικού µέσου και γεωτρύπανου. Οι εργαζόµενοι, πρέπει να βρίσκονται σε αρκετή απόσταση απ’ το γεωτρύπανο, ώστε να µην κινδυνεύουν από τυχόν ανατροπή του ή εκτίναξη του συρµατόσχοινου πρόσδεσης.
3. Αν η µεταφορά γίνεται πάνω σε όχηµα, το γεωτρύπανο πρέπει να είναι καλά δεµένο µε συρµατόσχοινο και εξασφαλισµένο µε σφήνες, µε τρόπο, ώστε να µην κινδυνεύει η ισορροπία του συστήµατος.
4. Σε περίπτωση αυτοµεταφοράς του γεωτρύπανου, το συρµατόσχοινο του βαρούλκου πρέπει να προσδένεται σε σταθερά σηµεία (π.χ. δέντρα, πάσσαλοι, βράχοι) και να παίρνονται, τα ανάλογα µε την παρ. 2 αυτού του άρθρου, µέτρα προστασίας.
5. Στη διάρκεια της µεταφοράς, ο πύργος, εφόσον είναι πρόσθετος, πρέπει να έχει αποσυναρµολογηθεί, ενώ αν είναι ενσωµατωµένος, να µη βρίσκεται σε θέση λειτουργίας και να είναι καλά πακτωµένος.
6. Όλα τα υλικά του εξοπλισµού, στη διάρκεια της µεταφοράς τους, πρέπει να προσδένονται κατάλληλα, ώστε να αποφεύγονται οι µετατοπίσεις και η φθορά τους.
Επίσης στη διάρκεια της φόρτωσης και εκφόρτωσης, πρέπει να παίρνονται όλα τα κατάλληλα µέτρα για την αποφυγή φθοράς και ατυχηµάτων.
7. Η επιλογή της θέσης εργασίας του συστήµατος, γίνεται µε βάση το κριτήριο της ασφαλούς και ορθολογικής λειτουργίας.
8. Πριν απ’ την τοποθέτηση του µηχανικού εξοπλισµού σε κάθε επιφανειακή θέση γεώτρησης, πρέπει να γίνεται η αναγκαία διαµόρφωση του χώρου εργασίας µε αποψίλωση, ισοπέδωση και οριζοντίωση. Στη συνέχεια και όπου χρειάζεται, πρέπει να γίνεται η κατασκευή κατάλληλης βάσης για έδραση, καθώς και η διάνοιξη των απαραίτητων λάκκων νερού ή λάσπης.
9. Η διάταξη των µηχανηµάτων, υλικών, εργαλείων, κτισµάτων και λάκκων στο χώρο εργασίας, πρέπει να γίνεται µε βάση το κριτήριο της παρ. 7 αυτού του άρθρου.
Ειδικότερα, η διάταξη πρέπει να εξασφαλίζει την ελεύθερη πρόσβαση σε κάθε µηχάνηµα από όλες τις πλευρές, την ευχέρεια εργασίας και διακίνησης µεταξύ των διάφορων µηχανηµάτων.
10. Η αποθήκευση καυσίµων και λιπαντικών, πρέπει να γίνεται σε ακτίνα, το λιγότερο, 20 m απ’ τα σηµεία όπου µπορεί να προκληθούν σπινθήρες, καθώς και τα καταλύµατα εξυπηρέτησης του προσωπικού. Ο χώρος της αποθήκευσης, πρέπει να είναι κατάλληλα διαµορφωµένος και αποψιλωµένος σε ακτίνα, το λιγότερο, 10m.
11. Η θέση έδρασης του πύργου, πρέπει να επιλέγεται, ώστε να βρίσκεται µακριά από ηλεκτρικούς αγωγούς και γραµµές µεταφοράς ηλεκτρικού ρεύµατος και µε τρόπο που κάθε σηµείο του να βρίσκεται σε απόσταση, το λιγότερο, 25 m απ’ το κατακόρυφο επίπεδο των αγωγών.
Ο πύργος, πρέπει να εδράζεται σταθερά πάνω στο γεωτρύπανο, ενώ το τµήµα του που ακουµπάει στο έδαφος, πρέπει να θεµελιώνεται επαρκώς, ώστε, σε κάθε περίπτωση, να εξασφαλίζεται η διάτρηση ακόµα και κάτω απ’ τις δυσµενέστερες καιρικές και λειτουργικές συνθήκες.
Πύργοι που έχουν ύψος µεγαλύτερο από 15m, πρέπει να προστατεύονται απ’ τους κεραυνούς µε ειδικά µέσα.
12. Για τις γεωτρήσεις απ’ τις υπόγειες εκσκαφές, ισχύουν απ’ τις πιο πάνω διατάξεις αυτού του άρθρου, όσες µόνο αναφέρονται στην ασφαλή έδραση και θεµελίωση, καθώς και στη διάταξη του µηχανικού εξοπλισµού, µέσα στα πλαίσια του διαθέσιµου χώρου.
Πρόσθετα εφαρµόζονται, σ’ όλες τις φάσεις εργασίας, τα σχετικά µέτρα ασφάλειας που αναφέρονται στο κεφάλαιο VIII.
13. Πριν απ’ την έναρξη λειτουργίας, ο µηχανικός εξοπλισµός πρέπει να οριζοντιώνεται (αλφάδιασµα) και να σταθεροποιείται κατάλληλα στις θέσεις τοποθέτησης που έχουν επιλεχτεί.
Ιδιαίτερη φροντίδα, πρέπει να παίρνεται για το γεωτρύπανο.
14. Η ανύψωση του ιστού (πύργος, γάβρια), πρέπει να γίνεται µε ιδιαίτερη προσοχή και µε όλα τα απαραίτητα µέσα, για την αποφυγή πτώσης του ή και ανατροπής του γεωτρύπανου. Ο ιστός πρέπει να ασφαλίζεται στην τελική θέση λειτουργίας.
15. Τα όργανα, οι συσκευές και τα υλικά που τοποθετούνται στον πύργο, πρέπει να στερεώνονται µε ασφάλεια, ώστε να αποφεύγονται γενικά η πτώση τους, καθώς και τυχόν ατυχήµατα στο προσωπικό.
16. Οι λάκκοι λάσπης και νερού, πρέπει να περιφράσσονται σύµφωνα µε το άρθρο 82 παρ. 3.
17.Για τις γεωτρήσεις µικρού βάθους µε πλωτά µέσα, πρέπει να παίρνεται ειδική φροντίδα για τη µεταφορά και τοποθέτηση του µηχανικού εξοπλισµού και τα σχετικά µέτρα, πρέπει να αναφέρονται στο αντίστοιχο µέρος της τεχνικής µελέτης του άρθρου 4.
Στην εκπόνηση της πιο πάνω µελέτης, πρέπει να παίρνεται υπόψη ότι, η επιφάνεια της εξέδρας επιβάλλεται να είναι, το λιγότερο, 6πλάσια απ’ τη συνολική επιφάνεια κάλυψης του εξοπλισµού και η εξέδρα να είναι περιµετρικά περιφραγµένη, αγκυρωµένη και σταθεροποιηµένη για κυµατισµούς που δηµιουργούνται από ανέµους µε ταχύτητα, το λιγότερο, 5 µπωφόρ.
1.Πριν απ’ την έναρξη κάθε φάσης λειτουργίας, πρέπει να γίνεται αποµάκρυνση όσων δεν έχουν σχετική εργασία, καθώς και των εργαλείων και υλικών που δεν είναι απαραίτητα.
2.Απαγορεύεται η παρουσία ατόµων κάτω απ’ τον πύργο, εφόσον γίνονται πάνω σ’ αυτόν, διάφορες εργασίες.
3.Απαγορεύεται η πρόσθετη φόρτιση του πύργου, µε εξαρτήµατα ή συσκευές, πάνω απ’ τα όρια αντοχής του που δίνει ο κατασκευαστής ή ο µελετητής της παρ. 3 του άρθρου 87.
4.Οι εργασίες κοχλίωσης, κοχλίωσης, χρήσης αντίβαρου και εξαγωγής δείγµατος, πρέπει να γίνονται µε ιδιαίτερη προσοχή και µε τα κατάλληλα µέσα, ώστε να αποφεύγονται ανεξέλεγκτες αποσυνδέσεις και πτώσεις, καθώς και θραύσεις και εκτινάξεις υλικών.
5.Πρέπει να παίρνεται ιδιαίτερη φροντίδα για τη χρήση ή αντικατάσταση ή επισκευή στον κατάλληλο χρόνο, των κοπτικών, στελεχών, σωλήνων, καθώς και τη ρύθµιση της σύνθεσης της λάσπης, ώστε να συντελείται η επιθυµητή διάτρηση και να αποφεύγονται, στο µέτρο του δυνατού, οι φθορές και απώλειες υλικών, καθώς και τα φρακαρίσµατα.
6.Σε κάθε γεώτρηση, πρέπει να εξασφαλίζεται η σταθεροποίηση των διαστάσεων της τρύπας. Για µη συµπαγή και σταθερά πετρώµατα, τα πρώτα µέτρα πρέπει να σωληνώνονται. Το µήκος της αρχικής σωλήνωσης (περιφραγµατική σωλήνωση), πρέπει να επιλέγεται ανάλογα µε τη διάµετρο και το τελικό βάθος της τρύπας, την αντοχή των πετρωµάτων, το είδος της διάτρησης κλπ.
7.Στο χώρο εργασίας, πρέπει να υπάρχουν τα κατάλληλα εργαλεία και µέσα για την αντιµετώπιση των προβληµάτων αλίευσης ή φρακαρίσµατος της διατρητικής ύλης.
8.Υλικά και εργαλεία που έχουν υποστεί φθορά ή αλλοίωση και έχουν κριθεί απ’ τον επιβλέποντα ακατάλληλα για χρήση ή έχουν καταστραφεί, πρέπει να ξεχωρίζονται απ’ τα κατάλληλα για χρήση και να γίνεται, σε εύλογο χρονικό διάστηµα, αντικατάστασή τους, ώστε να εξυπηρετείται η ασφαλής και ορθολογική λειτουργία του συστήµατος.
9.Σε περίπτωση που υπάρχει εκτίµηση απ’ τη γεώτρηση θα δηµιουργηθεί έκλυση επικίνδυνων αερίων ή θερµού νερού ή ατµού µε πίεση, πρέπει να προβλέπονται ειδικά µέτρα προστασίας στην τεχνική µελέτη του άρθρου 4.
Αν όµως έκλυση που δεν έχει προβλεφθεί, τότε ειδοποιείται άµεσα ο επιβλέπων, καλείται ο εργοδηγός του έργου και µε ευθύνη του παίρνονται τα άµεσα µέτρα προστασίας.
Οπωσδήποτε όµως, πρέπει να σταµατάει η εργασία, να αποµακρύνεται το προσωπικό, να περιφράσσεται ο χώρος εργασίας στην απαραίτητη ακτίνα ασφάλειας και να τοποθετούνται προειδοποιητικές πινακίδες.
Επανάληψη της εργασίας, µπορεί να γίνει, αφού πρώτα έχουν παρθεί όλα τα ειδικά µέτρα προστασίας για την ασφαλή εργασία και παρεµπόδιση ή ακίνδυνη διοχέτευση της έκλυσης στην αναγκαία απόσταση.
10.Οι µεταλλικοί ή ελαστικοί σωλήνες υψηλής πίεσης για την κυκλοφορία αέρα, λάσπης και νερού, καθώς και τροχαλίες, τα άγγιστρα και τα συρµατόσχοινα, πρέπει να επιθεωρούνται καθηµερινά για τη διαπίστωση της καλής τους κατάστασης.
Απαγορεύεται κάθε επέµβαση σ’ αυτά (εκτός απ’ την αναγκαία µετακίνηση των παραπάνω σωλήνων), στη διάρκεια λειτουργίας του συστήµατος.
Η επέµβαση για την αποκατάσταση της κανονικής τύλιξης του συρµατόσχοινου πάνω στο τύµπανο, µπορεί να γίνεται αφού έχει σταµατήσει η λειτουργία του συστήµατος και µόνο από ασφαλή απόσταση. Επίσης πρέπει να γίνεται αντικατάσταση των συρµατόσχοινων, όταν έχει σπάσει το 10% των συρµατιδίων τους σε µήκος ενός βήµατος.
11.Μετά το τέλος της καθηµερινής εργασίας, πρέπει να σφραγίζεται προσωρινά η τρύπα της γεώτρησης, ενώ µετά το τέλος της γεώτρησης, πρέπει να γίνεται µόνιµη σφράγιση ή εξασφάλιση, σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα απ’ το άρθρο 82 παρ. 4.
1. Σε κάθε γεώτρηση, επικεφαλής της οµάδας διάτρησης, ορίζεται αδειούχος γεωτρυπανιστής που, πέρα απ’ τα προβλεπόµενα απ’ το άρθρο 15 παρ. 7, έχει και τα παρακάτω ειδικά καθήκοντα :
α) Συγκέντρωση, φόρτωση και µεταφορά του επιλεγµένου εξοπλισµού.
β) Έλεγχο του µηχανικού εξοπλισµού.
γ) Έλεγχο της καλής κατάστασης και λειτουργίας του µηχανικού εξοπλισµού.
δ) Χειρισµό του γεωτρύπανου και επιµέλεια για τις βοηθητικές εργασίες.
ε) Φροντίδα για τη συντήρηση ή επισκευή του εξοπλισµού.
στ) Φροντίδα για έγκαιρο εφοδιασµό του συστήµατος µε υλικά, εργαλεία και πρόσθετο εξοπλισµό.
ζ) Αποσυναρµολόγηση του εξοπλισµού µετά το τέλος της γεώτρησης.
η) Σφράγισµα του στοµίου της γεώτρησης και εκτέλεση εργασιών προστασίας του περιβάλλοντος και αποκατάστασης των επιπτώσεων.
2. Ο γεωτρυπανιστής, πρέπει να βοηθιέται στην εργασία του από ένα, το λιγότερο, βοηθό και να παραµένει στο χειριστήριο του γεωτρύπανου όλο το χρονικό διάστηµα που το σύστηµα βρίσκεται σε λειτουργία. Απαγορεύεται ο χειρισµός του γεωτρύπανου και βαρούλκου από άλλο εργαζόµενο, εκτός κι αν γίνεται για εκπαιδευτικούς λόγους και µόνο µε την άµεση καθοδήγηση του γεωτρυπανιστή.
Για τις γεωτρήσεις εντοπισµού και αξιοποίησης κοιτασµάτων φυσικών υδρογονανθράκων και γεωθερµικού δυναµικού, πρέπει, πέρα απ’ τα προβλεπόµενα στις διατάξεις του παρόντος Κανονισµού, να καταρτίζονται µε ευθύνη της ∆/νσης του έργου και να υποβάλλονται για έγκριση στην αρµόδια Υπηρεσία του ΥΕΦΠ, ειδικοί κανονισµοί µε τα πρόσθετα µέτρα ασφάλειας – προστασίας.
1. Ατύχηµα σε κάθε έργο ή εξαρτηµένη απ’ αυτό εργασία, θεωρείται κάθε τραυµατισµός ανθρώπου που προέρχεται, από όποια αιτία στη διάρκεια της εργασίας ή λόγω της λειτουργίας του έργου ή γενικότερα λόγω της µεταλλευτικής ή λατοµικής δραστηριότητας, ακόµα και µετά τη διακοπή της λειτουργίας του έργου και µέχρι τη λήψη των µέτρων του άρθρου 82 παρ. 7. εδαφ. α΄.
Ατύχηµα επίσης θεωρείται και κάθε βλάβη ή καταστροφή µέρους του έργου ή γειτονικού έργου που ανήκει σε άλλον εκµεταλλευτή, που οφείλεται στις αιτίες που αναφέρονται στο παραπάνω εδάφιο και επιφέρει προσωρινή διακοπή της λειτουργίας ή εκµετάλλευσης ή χρήσης τους.
2. ∆υστύχηµα χαρακτηρίζεται το, σύµφωνα µε την παρ. 1 εδ. α΄ αυτού του άρθρου, συµβάν που επιφέρει σοβαρό τραυµατισµό ή ακρωτηριασµό ή θάνατο ατόµου.
∆υστύχηµα επίσης χαρακτηρίζεται και κάθε, σύµφωνα µε την παρ. 1 εδ. β΄ αυτού του άρθρου, σοβαρή βλάβη ή καταστροφή, που επιφέρει µακροχρόνια διακοπή της
λειτουργίας ή εκµετάλλευσης ή χρήσης των έργων.
3. Ο χαρακτηρισµός ενός συµβάντος σαν ατυχήµατος ή δυστυχήµατος και ο καθορισµός του είδους του, γίνεται, µε βάση τα διαθέσιµα σχετικά στοιχεία.
1. Σε περίπτωση ατυχήµατος ή δυστυχήµατος, η ∆/νση του έργου όπου έγινε το συµβάν, πρέπει, µεταξύ των άλλων, να φροντίζει, ανάλογα µε την περίπτωση, για τα παρακάτω :
α) Να γίνει άµεσα, για τις περιπτώσεις των παρ. 1 εδ. α΄ και παρ. 2 εδ. α΄ του άρθρου 92, παροχή πρώτων βοηθειών στους τραυµατίες απ’ το νοσοκόµο ή το συνεργείο διάσωσης, να µεταφερθούν στο ιατρείο και να ειδοποιηθεί ο, σύµφωνα µε το άρθρο 9, υπεύθυνος γιατρός.
Εφόσον ο γιατρός γνωµατεύσει ότι απαιτείται νοσοκοµειακή περίθαλψη, πρέπει να γίνει άµεση αποστολή των τραυµατιών στο νοσοκοµείο ή κλινική και να ειδοποιηθεί σχετικά ο ασφαλιστικός φορέας της υγείας τους.
β) Να ειδοποιηθεί άµεσα, σε περίπτωση δυστυχήµατος, η επιτόπια Αστυνοµική Αρχή και σε κάθε περίπτωση, τηλεγραφικά, η αρµόδια Επιθεώρηση Μεταλλείων. Στο πιο πάνω τηλεγράφηµα, πρέπει, για τις περιπτώσεις της παρ. 1 εδ. α΄ και παρ. 2 εδ. α΄ του άρθρου 92, απαραίτητα να περιλαµβάνονται ο χρόνος, η θέση και το είδος του συµβάντος, τα στοιχεία και η ιδιότητα κάθε τραυµατία, καθώς και η κατάστασή του, µετά το συµβάν, εφόσον υπάρχει σχετική ιατρική γνωµάτευση µέχρι τη στιγµή αποστολής του τηλεγραφήµατος. Για τις περιπτώσεις της παρ. 1 εδ. β΄ και παρ. 2 εδ. β΄ του άρθρου 92, πρέπει ειδικά να αναφέρονται τα στοιχεία του µέρους του έργου ή λοιπών έργων ή χώρων κλπ που έπαθαν βλάβη ή καταστράφηκαν, καθώς και η κατάστασή τους µετά το συµβάν.
γ) Να διακοπεί άµεσα, σε περίπτωση δυστυχήµατος, κάθε εργασία στη θέση του συµβάντος που πρέπει να µείνει αναλλοίωτη µέχρι την άφιξη του πραγµατογνώµονα της αρµόδιας Επιθεώρησης Μεταλλείων. Κατεξαίρεση, επιτρέπεται η επέµβαση για τη διάσωση εργαζόµενων ή την πρόληψη καταστροφής των έργων ή χώρων κλπ ή την αποτροπή νέων δυστυχηµάτων. Σε γειτονικούς χώρους του έργου, µπορεί να συνεχιστεί η εργασία ή λειτουργία ή χρήση, εφόσον δεν υπάρχει κίνδυνος επίδρασης της θέσης του δυστυχήµατος ή αλλοίωσης των στοιχείων και συνθηκών.
δ) Να επισηµανθούν, σε περίπτωση δυστυχήµατος, οι αυτόπτες µάρτυρες και να ειδοποιηθούν ότι δεν πρέπει να αποµακρυνθούν απ’ την περιοχή, για ένα δεκαήµερο, απ’ την ηµέρα του συµβάντος.
Οι µάρτυρες αυτοί, πρέπει να τεθούν στη διάθεση του πραγµατογνώµονα της Επιθεώρησης Μεταλλείων, στον οποίο πρέπει να δοθεί και κάθε δυνατή βοήθεια για την εκτέλεση της εργασίας του.
ε) Να υποβληθεί, σε περίπτωση δυστυχήµατος, µέσα σε 5 µέρες απ’ τη µέρα πραγµατοποίησής του, στην αρµόδια Επιθεώρηση Μεταλλείων, λεπτοµερής έκθεση των συνθηκών κάτω απ’ τις οποίες πραγµατοποιήθηκε, που συνοδεύεται απ’ τα απαραίτητα σχεδιαγράµµατα και υπογράφεται απ’ τον αρµόδιο επιβλέποντα.
1. Η Αστυνοµική Αρχή µόλις ειδοποιηθεί για το δυστύχηµα, πρέπει να µεταβεί, χωρίς αναβολή, στον αντίστοιχο τόπο για την πιστοποίηση του συµβάντος.
Εφόσον γίνει πιστοποίηση, πρέπει να ακολουθήσει άµεσα η αποστολή σχετικού τηλεγραφήµατος στην αρµόδια Επιθεώρηση Μεταλλείων. Στο τηλεγράφηµα αυτό, πρέπει να αναφέρονται και τα απαραίτητα, ανάλογα µε την περίπτωση, στοιχεία, όπως ο χρόνος, η θέση και το είδος του συµβάντος, τα σχετικά στοιχεία και η κατάσταση των τραυµατιών, των έργων, χώρων κλπ και τα πιθανά, σύµφωνα µε την κρίση της, αίτια.
2. Η Αστυνοµική Αρχή, παράλληλα µε την άσκηση του ανακριτικού της έργου, φροντίζει για να διατηρηθούν άθικτα τα τοπικά στοιχεία που σχετίζονται µε το συµβάν, µέχρι την άφιξη του πραγµατογνώµονα της Επιθεώρησης Μεταλλείων.
Σε περίπτωση αναπόφευκτης ανακριτικής ανάγκης, η Αστυνοµική Αρχή φροντίζει για την ακινητοποίηση των µηχανηµάτων ή εγκαταστάσεων που προκάλεσαν το δυστύχηµα µε τον πιο αποτελεσµατικό τρόπο (σφράγιση, κατάσχεση κλειδιών) ή τοποθετηθεί φρουρό, στη θέση του δυστυχήµατος, που πρέπει να παραµείνει σε ασφαλές µέρος σύµφωνα µε τις υποδείξεις της ∆/νσης του έργου, χωρίς να εξουδετερώνεται ο σκοπός της εκεί παρουσίας του.
3. Η Αστυνοµική Αρχή, οφείλει να παρέχει κάθε δυνατή βοήθεια στον πραγµατογνώµονα της Επιθεώρησης Μεταλλείων για την εκτέλεση της εργασίας του.
1.Ο Επιθεωρητής Μεταλλείων, µόλις ειδοποιηθεί για το συµβάν, αποφασίζει, το συντοµότερο δυνατό, για τη διενέργεια της σχετικής πραγµατογνωµοσύνης.
Σε κάθε περίπτωση, ο Επιθεωρητής, το συντοµότερο δυνατό, πρέπει να ειδοποιήσει και δώσει σχετικές οδηγίες στη ∆/νση του έργου στην επιτόπια Αστυνοµική Αρχή που οφείλει, στη συνέχεια, να ενηµερώσει αντίστοιχα και τους λοιπούς, ανάλογα µε την περίπτωση, ενδιαφερόµενους (π.χ. ιδιοκτήτες γειτονικών χώρων, άλλες τοπικές ή δηµόσιες αρχές, οικογένειες παθόντων) και να πάρει τα προβλεπόµενα απ’ το άρθρο 94 µέτρα.
Η ανάθεση πραγµατογνωµοσύνης, γίνεται µε απόφαση του Επιθεωρητή, σ’ έναν, το λιγότερο, απ’ τους ∆ιπλ. Μηχανικούς της Υπηρεσίας του. Σε περίπτωση που δεν υπηρετούν στην Επιθεώρηση Μεταλλείων, ∆ιπλ. Μηχανικοί µε ειδικότητα ανάλογη µε
τη φύση του συµβάντος, ο Επιθεωρητής εφόσον το κρίνει αναγκαίο απευθύνεται µε επείγον τηλεφωνικό σήµα στη ∆/νση ∆ιοικητικού του ΥΕΦΠ που οφείλει, την ίδια µέρα, να ορίσει έναν απ’ τους ∆ιπλ. Μηχανικούς του Υπουργείου µε την απαιτούµενη ειδικότητα.
Η πραγµατογνωµοσύνη στην περίπτωση αυτή, πραγµατοποιείται απ’ τον πιο πάνω Μηχανικό µαζί µε το ∆ιπλ. Μηχανικό Μεταλλείων που έχει οριστεί απ’ τον
Επιθεωρητή Μεταλλείων.
2.Οι πραγµατογνώµονες που ορίζονται, σύµφωνα µε τα παραπάνω οφείλουν, το συντοµότερο δυνατό και το πολύ µέσα σε 10 µέρες, να µεταβούν στον τόπο του συµβάντος και να εξετάσουν & διερευνήσουν κάθε σχετικό στοιχείο. Ειδικά σε περίπτωση δυστυχήµατος η παραπάνω προθεσµία δεν µπορεί να ξεπερνά τις πέντε µέρες.
Ειδικότερα, αφού ακούσουν τις απόψεις της Αστυνοµικής Αρχής, του εκµεταλλευτή, ή της ∆/νσης και του αρµόδιου προσωπικού επίβλεψης και επιστασίας του έργου, των εκπροσώπων των εργαζόµενων, των αυτόπτων µαρτύρων, πραγµατοποιούν εκτίµηση ή και αναπαράσταση του τρόπου µε τον οποίον έγινε το συµβάν. Επίσης έχουν δικαίωµα να δώσουν άµεσα εντολές για την εκτέλεση των απαραίτητων εργασιών ασφάλειας και προστασίας των έργων, γειτονικών χώρων, εργαζόµενων, περίοικων κλπ.
3.Οι πραγµατογνώµονες αµέσως µετά την επιστροφή στην έδρα τους, οφείλουν, µέσα σε 15 µέρες, να συντάξουν και υποβάλουν στην Επιθεώρηση Μεταλλείων, σχετική έκθεση πραγµατογνωµοσύνης.
Η έκθεση πραγµατογνωµοσύνης, πρέπει να περιλαµβάνει:
α) Το χρόνο και την περιγραφή του χώρου του συµβάντος.
β) Το είδος και τις επιπτώσεις του συµβάντος στον ανθρώπινο παράγοντα, στα έργα, χώρους κλπ., µε όλα τα σχετικά στοιχεία των παθόντων και θιγόµενων.
γ) Τις συνοπτικές απόψεις για το συµβάν, όλων όσων σχετικά αναφέρονται στην παρ. 2 εδ. β΄ αυτού του άρθρου, που εκτέθηκαν στη διάρκεια της πραγµατογνωµοσύνης.
δ) Όλα τα πιθανά αίτια και συνθήκες που συνέβαλαν στη δηµιουργία του συµβάντος.
ε) Τις τυχόν παραβάσεις του παρόντος Κανονισµού, των ειδικών κανονισµών του έργου ή άλλων σχετικών διατάξεων, καθώς και των εντολών της αρµόδιας Επιθεώρησης Μεταλλείων ή άλλων ∆ηµόσιων Υπηρεσιών, που σχετίζονται µε το συµβάν.
στ) Την κατανοµή των ευθυνών σε κάθε κατεύθυνση και την επισήµανση τυχόν σηµείων, που πρέπει να διαλευκανθούν στην ανάκριση, για τα αίτια του συµβάντος και την απόδοση των αντίστοιχων ευθυνών.
Αντίγραφο της πιο πάνω έκθεσης, πρέπει να διαβιβάζεται, µέσα σε 5 µέρες, απ’ την υποβολή της, στον αρµόδιο εισαγγελέα και την αρµόδια Υπηρεσία του ΥΕΦΠ, µαζί και µε τις τυχόν απόψεις της Επιθεώρησης Μεταλλείων περιοριστικά µόνο σε ότι αφορά τα συµπεράσµατα και την κατανοµή ευθυνών.
4.Σε περίπτωση δυστυχήµατος, η λειτουργία ή εκµετάλλευση ή χρήση µέρους έργων, χώρων, κτισµάτων, εγκαταστάσεων κλπ που έχει διακοπεί, µπορεί να επαναληφθεί µόνο όταν:
α) Σταλεί ειδοποίηση απ’ την Επιθ/ση Μεταλλείων ότι δεν πρόκειται να ακολουθήσει διενέργεια πραγµατογνωµοσύνης.
β) ∆εν εµφανιστούν, παρά την ειδοποίηση για διενέργεια πραγµατογνωµοσύνης, µέσα στο προβλεπόµενο απ’ την παρ. 2 εδ. α΄ αυτού του άρθρου χρονικό διάστηµα, οι πραγµατογνώµονες.
γ) Έχει πραγµατοποιηθεί, σε κάθε περίπτωση, η λήψη µέτρων για την ασφαλή λειτουργία ή εκµετάλλευση ή χρήση τους.
1. Με φροντίδα της ∆/νσης του έργου, πρέπει να υποβάλλεται κάθε τρίµηνο στην αρµόδια Επιθεώρηση Μεταλλείων και στην Κεντρική Υπηρεσία του ΥΕΦΠ, πίνακας των ατυχηµάτων – δυστυχηµάτων που έγιναν στη διάρκεια του τριµήνου.
Στον πίνακα, πρέπει να αναφέρονται οι ηµεροµηνίες, η θέση ή οι χώροι κάθε συµβάντος, το είδος του, τα αίτια και οι συνθήκες που συνέβαλαν στην πραγµατοποίησή του περιληπτικά, καθώς και οι ηµέρες διακοπής εργασίας των παθόντων και των εργασιών.
Τα παραπάνω στοιχεία, πρέπει να συµπληρώνονται σε ειδικό µηχανογραφηµένο έντυπο που αποστέλνεται µε φροντίδα της αρµόδιας Υπηρεσίας του ΥΕΦΠ, σε κάθε έργο, στην αρχή κάθε ηµερολογιακού έτους.
Σε αντίστοιχο έντυπο, συµπληρώνονται, απ’ την αρµόδια Υπηρεσία του ΥΕΦΠ, τα στοιχεία απ’ τις πραγµατογνωµοσύνες που πραγµατοποίησαν, µέσα στο τρίµηνο, οι Επιθεωρήσεις Μεταλλείων.
Όλα τα πιο πάνω στοιχεία, υποβάλλονται σε στατιστική επεξεργασία απ’ την αρµόδια Υπηρεσία του ΥΕΦΠ που υπολογίζει, µέσα στο πρώτο τρίµηνο κάθε ηµερολογιακού έτους, τους δείκτες σοβαρότητας (∆.Σ.) και συχνότητας (∆.σ.) των ατυχηµάτων –δυστυχηµάτων του ανθρώπινου παράγοντα που έγιναν στη διάρκεια του προηγούµενου χρόνου, µε βάση τους παρακάτω τύπους :
α) ∆.Σ.= ηµεραργίες (δηλ. αριθµός χαµένων ηµεροµισθίων) Χ 106 / σύνολο ωρών εργασίας
β) ∆.σ. = αριθµός συµβάντων Χ 106 / σύνολο ωρών εργασίας
2. Σε κάθε έργο, πρέπει να τηρείται ειδικό θεωρηµένο βιβλίο ατυχηµάτων – δυστυχηµάτων, όπου καταχωρούνται ενυπόγραφα απ’ το ∆/ντή του έργου ή το γραφείο ασφάλειας, όλα τα σχετικά συµβάντα, καθώς και τα µέτρα που πάρθηκαν για την αποφυγή επανάληψής τους.
1.Η τεχνική µελέτη του άρθρου 4, πρέπει να περιέχει τα παρακάτω στοιχεία και κεφάλαια :
α) Στοιχεία Επιχείρησης: Ονοµασία, έδρα, ταχυδροµική ∆/νση, αρ. τηλεφώνου, Αστυνοµικό Τµήµα και ∆ιοίκηση.
β) Στοιχεία έργου : Ονοµασία, έδρα, ταχυδροµική ∆/νση, αρ. τηλεφώνου, Αστυνοµικό Τµήµα και ∆/ντής.
γ) Στοιχεία µέρους έργου: Ονοµασία, έδρα, ταχυδροµική ∆/νση, αρ. τηλεφώνου, µεταλλευτικός ή λατοµικός χώρος όπου ανήκει, επιβλ/ντες µέρους έργου και διοικητική υπαγωγή.
δ) Κεφάλαιο µεταλλευτικών ή λατοµικών εργασιών, για
εντοπισµό κοιτασµάτων:
δ.α.) Περιγραφή του χώρου και της ευρύτερης περιοχής, σε ακτίνα 1 χλµ. µε πλήρες τριγωνοµετρικό τοπογραφικό σχεδιάγραµµα (εξαρτηµένο απ’ το κέντρο φύλλου χάρτη κλ. 1:100.000) κλίµακας 1:5.000 για έκταση µέχρι 500 στρέµ. και 1:20.000 ή 1:25.000 για µεγαλύτερη έκταση.
δ.β.) Γεωλογικά στοιχεία και γεωλογική χαρτογράφηση του χώρου, στην αντίστοιχη, όπως παραπάνω, κλίµακα που συνοδεύονται απ’ τις σχετικές τοµές.
δ.γ.) Στόχος των σχετικών µεταλλευτικών ή λατοµικών εργασιών.
δ.δ.) ∆ρόµοι προσπέλασης.
δ.ε.) Καθορισµός και περιγραφή των σχετικών µεταλλευτικών ή λατοµικών εργασιών (θέση, αριθµός, έκταση, σχεδιαγράµµατα, κλίµακας ανάλογης, όπως παραπάνω, µε κατόψεις και τοµές για όλες τις εργασίες).
δ.στ) Περιγραφή µηχανικού εξοπλισµού, αριθµός εργαζόµενων ανάλογα µε την ειδικότητα και το είδος εργασίας, µέτρα για το µεγαλύτερο δυνατό περιορισµό
των επιπτώσεων στο περιβάλλον, µέτρα για την υγιεινή των εργαζόµενων και την ασφάλεια εργασιών, εργαζόµενων και περίοικων.
δ.ζ.) Χρονοδιάγραµµα εξέλιξης των παραπάνω εργασιών και ύψος προϋπολογιζόµενης δαπάνης.
δ.η.) Χρονοδιάγραµµα αποκατάστασης του τοπίου στην περίπτωση που ο χώρος εργασίας δεν είναι δασική έκταση και εφόσον δεν θα επακολουθήσει, σε εύλογο χρονικό διάστηµα, εκµετάλλευση.
ε.) Κεφάλαιο µεταλλευτικών ή λατοµικών εργασιών εκµετάλλευσης
ε.α) Περιγραφή του χώρου εκµετάλλευσης του κοιτάσµατος, καθώς και της ευρύτερης περιοχής, σε ακτίνα, το λιγότερο, 1 χλµ. µε πλήρες τριγωνοµετρικό τοπογραφικό σχεδιάγραµµα, όπως παραπάνω.
ε.β.) Γεωλογικά και κοιτασµατολογικά στοιχεία του χώρου, µε βάση τις ερευνητικές εργασίας που έχουν γίνει, που συνοδεύονται από γεωλογικούς χάρτες αντίστοιχης, όπως παραπάνω, κλίµακας και τοµές.
ε.γ.) Υπολογισµός αποθεµάτων ορυκτών υλών, ανάλογα µε το είδος και την κατηγορία και καθορισµός του τύπου µε βάση τα ορυκτολογικά, πετρολογικά, µηχανικά κλπ χαρακτηριστικά και τις φυσικοχηµικές ιδιότητες:
ε.δ.) Εκλογή µεθόδου για την εκµετάλλευση του κοιτάσµατος και υπολογισµός των απολήψιµων θεµάτων.
ε.ε.) Προσπέλαση, απ’ το κύριο οδικό δίκτυο, στο χώρο της εκµετάλλευσης του κοιτάσµατος και απαιτούµενα έργα υποδοµής.
ε.στ.) Ειδικές µελέτες για κάθε φάση και είδος εργασίας (προσπέλαση, προπαρασκευή, υποστήριξη, κύριες εξορυκτικές εργασίες, φόρτωση – µεταφορά, φωτισµός, αερισµός, αντιµετώπιση νερών, αποθέσεις, ασφάλεια επιφάνειας, περιβαλλοντικών επιπτώσεων κλ.π.).
ε.ζ.) Χρονοδιάγραµµα εξέλιξης των παραπάνω εργασιών.
ε.η.) Αριθµός εργαζόµενων, ανάλογα µε την ειδικότητα, φάση και είδος εργασίας.
ε.θ.) Προβλεπόµενη ηµερήσια και ετήσια παραγωγή ακατέργαστου υλικού (tout venant).
ε.ι.) Κύριες εγκαταστάσεις επεξεργασίας (σπαστηροτριβείων, εµπλουτισµού, καµινείας, χύτευσης, εξέλασης, µορφοποίησης κλ.π).
ε.ι.α.) Θέση εγκαταστάσεων στα αντίστοιχα τοπογραφικά σχεδιαγράµµατα (για όσες υπάρχουν ή και προβλέπονται).
ε.ι.β.) Γενική περιγραφή της µεθόδου επεξεργασίας, αντίστοιχο διάγραµµα ροής.
ε.ι.γ.) ∆υναµικότητα κάθε εγκατάστασης και συνολική ισχύς µηχανικού και ηλεκτρικού εξοπλισµού.
ε.ι.δ) Προϊόντα που παράγονται (ποσότητες και ποιότητες).
ε.ι.ε.) Αριθµός εργαζόµενων, ανάλογα µε την ειδικότητα και το είδος εργασίας.
ε.ια.) Βοηθητικές εγκαταστάσεις (αποθήκες εκρηκτικών, πρώτων υλών, προϊόντων, εργαλείων, καυσίµων, λιπαντικών, εγκαταστάσεις φόρτωσης, συνεργεία, εργαστήρια, γραφεία, αποδυτήρια, εστιατόρια, ιατρεία κλ.π)
ε.ια.α.) θέση εγκαταστάσεων στα αντίστοιχα τοπογρ. σχεδιαγράµµατα (για όσες υπάρχουν ή και προβλέπονται)
ε.ια.β.) Περιγραφή εγκαταστάσεων.
ε.ια.γ.) Αριθµός εργαζόµενων, ανάλογα µε την ειδικότητα και το είδος εργασίας.
ε.ιβ.) Αναλυτικός προϋπολογισµός του ύψους της επένδυσης και του κόστους λειτουργίας (OPERATION COST).
ε.ιγ.) Στοιχεία για τη δυνατότητα διάθεσης των προϊόντων και σε περίπτωση αµφισβήτησης της δυνατότητας διάθεσης, έρευνα της αγοράς.
ε.ιδ.) Υπεύθυνες δηλώσεις του Ν.∆. 105/69, για ανάθεση και ανάληψη εκπόνησης της µελέτης απ’ τους µελετητές της παρ. 3 αυτού του άρθρου.
ζ.) Αποδείξεις κατάθεσης των αµοιβών µελετητών, των δικαιωµάτων του ∆ηµοσίου και Ταµείων, σύµφωνα µε τη κείµενη νοµοθεσία.
2.Ανάλογα µε τη φύση των εργασιών του έργου ή µέρους του έργου, στην αντίστοιχη τεχνική µελέτη, πρέπει να περιέχονται τα απαραίτητα στοιχεία, κεφάλαια και τµήµατα. ∆εν απαιτείται η υποβολή µελέτης για την περίπτωση δ της παρ. 1 αυτού του άρθρου, όταν οι σχετικές εργασίες αποσκοπούν στη διαπίστωση της επέκτασης κοιτάσµατος που βρίσκεται σε εκµετάλλευση.
3.Οι τεχνικές µελέτες, πρέπει να υπογράφονται απ’ τους επιστήµονες που προβλέπονται από την κείµενη νοµοθεσία της υποπερίπτωσης ε στ της παρ. 1 αυτού του άρθρου και εφόσον απαιτείται, σύµφωνα µε την κείµενη νοµοθεσία, πρέπει να συνυπογράφονται από άλλες ειδικότητες επιστηµόνων, ενώ ειδικά η µελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, και από άλλους ειδικούς, ανάλογα µε την περίπτωση, επιστήµονες, σύµφωνα µε την κείµενη νοµοθεσία.
Τα τµήµατα των υποπεριπτώσεων δ.α, δ.β, δ.γ, δ.ε, ε.β και ε.γ της παρ. 1 αυτού του άρθρου, πρέπει να συνυπογράφονται από επιστήµονες σύµφωνα µε την κείµενη νοµοθεσία.
4.Τα τριγωνικά τοπογραφικά σχεδιαγράµµατα που προβλέπονται απ’ τις διατάξεις του παρόντος Κανονισµού, πρέπει να είναι εξαρτηµένα απ’ το Εθνικό Τριγωνοµετρικό δίκτυο µε αναφορά σε κέντρο φύλλου χάρτη, κλίµακας 1:100.000, που προσδιορίζεται µε L και Μ από Αθήνα και να υπογράφονται από επιστήµονες σύµφωνα µε την κείµενη νοµοθεσία.
1. Ο εκµεταλλευτής πρέπει, πριν απ’ την έναρξη των εργασιών που προβλέπονται στην πιο πάνω µελέτη, να υποβάλει για έγκριση τη µελέτη στην αρµόδια Υπηρεσία του ΥΕΦΠ.
Το χρονικό διάστηµα για την έγκριση της µελέτης, απ’ την πιο πάνω Υπηρεσία, δεν µπορεί να ξεπερνάει τις εξήντα µέρες απ’ την υποβολή της. Σε περίπτωση που περάσει η παραπάνω προθεσµία χωρίς να µεσολαβήσει έγκριση ή επιστροφή της µελέτης, θεωρείται ότι η µελέτη έχει εγκριθεί.
Σε περίπτωση, που µέσα στην πιο πάνω προθεσµία, η µελέτη κριθεί ανεπαρκής ή ανακριβής, τότε επιστρέφεται στον εκµεταλλευτή που µπορεί να την επαναϋποβάλλει, αφού προηγούµενα η µελέτη συµπληρωθεί ή διορθωθεί, σύµφωνα µε τις οδηγίες της Υπηρεσίας που έχουν έγγραφα διατυπωθεί. Η προθεσµία για την έγκριση της µελέτης, στην περίπτωση αυτή, περιορίζεται σε τριάντα µέρες απ’ την επαναϋποβολή της.
2. Τα στοιχεία που περιέρχονται στη µελέτη για τις εγκαταστάσεις, είναι µόνο περιγραφικά, αντιστοιχούν στα σχετικά στοιχεία των µελετών για τη λήψη άδειας, εφόσον υπάρχουν και οπωσδήποτε δεν υπόκεινται στην παραπάνω έγκριση.
1.Για την έκδοση των προβλεπόµενων απ’ τα άρθρα 26 παρ. 2 εδαφ. α΄ και 44 παρ. 1 αδειών κατασκευής ηλεκτρικών και µηχανικών εγκαταστάσεων, απαιτείται η υποβολή απ’ τον εκµεταλλευτή, στην αρµόδια Υπηρεσία, των παρακάτω στοιχείων.
α) Τριγωνοµετρικό τοπογραφικό σχεδιάγραµµα (εξαρτηµένο απ’ το κέντρο φύλλου χάρτη κλ. 1:100.000) κλίµακας 1:5.000, στο οποίο απεικονίζεται η θέση της εγκατάστασης και των λοιπών εγκαταστάσεων ή τεχνικών έργων (δρόµοι, γραµµές, ∆ΕΗ, ΟΤΕ, ΟΣΕ κλπ) ή κτισµάτων ή τουριστικών εγκαταστάσεων ή αρχαιολογικών χώρων και µνηµείων, σε ακτίνα, το λιγότερο, 1 χλµ απ’ την εγκατάσταση καθώς και τα όρια του µεταλλευτικού ή λατοµικού χώρου του εκµεταλλευτή. Σε περίπτωση που η παραπάνω κλίµακα δεν επαρκεί για την απεικόνιση των ορίων του χώρου, πρέπει να συνυποβάλλεται, από το συντάκτη του σχεδιαγράµµατος, υπεύθυνη δήλωση του Ν.∆. 105/69, ότι η θέση της εγκατάστασης βρίσκεται µέσα στα όρια του χώρου.
β) Αποδεικτικά στοιχεία, για το δικαίωµα εδαφοχρησίας του χώρου όπου πρόκειται να κατασκευαστεί η εγκατάσταση.
γ) Έγκριση του Ν. 998/79, σε περίπτωση που η εγκατάσταση χωροθετείται σε δασική έκταση.
δ) Οικονοµοτεχνική µελέτη της εγκατάστασης, που εκπονείται µε βάση τα σχετικά κριτήρια των κεφαλαίων V και VI και περιέχει τα παρακάτω τµήµατα:
δ.α.) Σκοπός της εγκατάστασης.
δ.β.) Έκθεση, που να δικαιολογεί ότι η κατασκευή της εγκατάστασης δεν παρεµποδίζει την εκµετάλλευση τµήµατος κοιτάσµατος.
δ.γ.) Αποτελέσµατα χηµικών αναλύσεων, εργαστηριακών εξετάσεων και δοκιµών (εµπλουτισµού, µεταλλουργίας κτλ), για τη διαπίστωση της καταλληλότητας της ορυκτής ύλης για τροφοδότηση της εγκατάστασης και την παραγωγή προϊόντων σύµφωνα µε τις ισχύουσες προδιαγραφές.
δ.δ.) Αναλυτικό διάγραµµα ροής, που συνοδεύεται από ειδική µελέτη υπολογισµού των ποσοτήτων και ποιοτήτων των υλικών (πρώτες ύλες, αντιδραστήρια, προϊόντα, απόβλητα, νερό κλπ) που διακινούνται ή παράγονται, σε κάθε φάση, καθώς και των αντίστοιχων ενεργειακών καταναλώσεων.
δ.ε.) Αναλυτική περιγραφή του ηλεκτρικού και µηχανικού εξοπλισµού της εγκατάστασης (τύπος, ισχύς και προορισµός κάθε µηχανήµατος), που συνοδεύεται από κάτοψη και τοµές ανάλογα µε το µέγεθος της εγκατάστασης, κλίµακας.
δ.στ.) Αριθµός εργαζόµενων, ανάλογα µε την ειδικότητα και το είδος εργασίας.
δ.ζ.) Αναλυτικός προϋπολογισµός του ύψους της σχετικής επένδυσης και του κόστους λειτουργίας.
δ.η.) Στοιχεία για τη δυνατότητα διάθεσης των προϊόντων και σε περίπτωση αµφισβήτησης της δυνατότητας διάθεσης, έρευνα αγοράς.
ε.) Στατική µελέτη για τα σιλό και τις βάσεις έδρασης των µηχανηµάτων, µε αναλυτικό προϋπολογισµό της δαπάνης κατασκευής.
στ.) Απόδειξη υποβολής µελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων του Π.∆. 1180/81 στην αρµόδια Υπηρεσία του ΥΧΟΠ εφόσον απαιτείται απ’ το παραπάνω διάταγµα. Αν δεν προβλέπεται η υποβολή της µελέτης στο ΥΧΟΠ, η µελέτη αυτή συνυποβάλλεται µε τα υπόλοιπα στοιχεία.
ζ.) Προέγκριση µελέτης διάθεσης απόβλητων, σύµφωνα µε τις σχετικές υγειονοµικές διατάξεις.
η.) Ειδικός κανονισµός πυρασφάλειας, που έχει εγκριθεί από την αρµόδια Πυροσβεστική Υπηρεσία.
θ.) Υπεύθυνες δηλώσεις του Ν.∆. 105/69, για ανάθεση και ανάληψη εκπόνησης της οικονοµοτεχνικής και της στατικής µελέτης απ’ τους µελετητές της παρ. 3 αυτού του άρθρου.
ι.) Υπεύθυνες δηλώσεις του Ν.∆. 105/69, για ανάθεση και ανάληψη της επίβλεψης κατασκευής της εγκατάστασης απ’ τους, σύµφωνα µε το Νόµο, ∆ιπλ. ή Πτυχ. ή αδειούχους Τεχνικούς.
ια.) Υπεύθυνη δήλωση του Ν.∆. 105/69 απ’ το µελετητή της πιο πάνω περίπτωσης ε, ότι κατά την εκπόνηση της στατικής µελέτης, τηρήθηκαν οι ισχύοντες κανονισµοί για το οπλισµένο σκυρόδεµα, καθώς και οι όροι δόµησης που ισχύουν για την περιοχή του έργου.
ιβ.) Αποδείξεις κατάθεσης των δικαιωµάτων ∆ηµοσίου, Ταµείων και των αµοιβών µελετητών, σύµφωνα µε την κείµενη νοµοθεσία.
2.Τα τοπογραφικά σχεδιαγράµµατα, πρέπει να υπογράφονται όπως προβλέπεται απ’ το άρθρο 97 παρ. 4.
3. Η Οικονοµοτεχνική µελέτη, πρέπει να υπογράφεται από επιστήµονες, σύµφωνα µε την κείµενη νοµοθεσία.
Τα τµήµατα δ.α, δ.γ, δ.δ. δ.στ, δ.ζ, δ.β και δ.η της παρ. 1 αυτού του άρθρου, πρέπει να συνυπογράφονται, ανάλογα µε την περίπτωση, από επιστήµονες σύµφωνα µε τη κείµενη νοµοθεσία.
Η µελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, πρέπει να υπογράφεται, ανάλογα µε την περίπτωση, απ’ τους επιστήµονες του πιο πάνω εδαφίου β΄ και να συνυπογράφεται από άλλους, σύµφωνα µε τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 97 παρ. 3 εδ. α΄, επιστήµονες.
Η στατική µελέτη, πρέπει να υπογράφεται από αρµόδιο, σύµφωνα µε το Νόµο, ∆ιπλ. ή Πτυχιούχο Τεχνικό.
4. Οι αποδείξεις της περίπτωσης ιβ της παρ. 1 αυτού του άρθρου, πρέπει να υποβάλλονται µετά απ’ τις εγκρίσεις των πιο πάνω προϋπολογισµών απ’ την αρµόδια Υπηρεσία.
1. Για την έκδοση των προβλεπόµενων απ’ τα άρθρα 26 παρ. 2 εδ. α΄ και 44 παρ. 2 αδειών λειτουργίας ηλεκτρικών και µηχανικών εγκαταστάσεων, απαιτείται υποβολή απ’ τον εκµεταλλευτή, στην αρµόδια Υπηρεσία, των παρακάτω στοιχείων:
α) Υπεύθυνη δήλωση του Ν.∆. 105/69, απ’ τους επιβλέψαντες, σύµφωνα µε το Νόµο, την κατασκευή της εγκατάστασης ∆ιπλ. ή Πτυχ. ή αδειούχος Τεχνικούς, ότι η κατασκευή έγινε σύµφωνα µε τους όρους της σχετικής άδειας και ότι η εγκατάσταση µπορεί να λειτουργεί µε ασφάλεια.
β) Υπεύθυνες δηλώσεις του Ν.∆. 105/69, για την ανάθεση και ανάληψη της επίβλεψης λειτουργίας της εγκατάστασης απ’ τους, σύµφωνα µε το Νόµο, ∆ιπλ. ή Πτυχ. ή αδειούχους Τεχνικούς.
γ) Πιστοποιητικό πυρασφάλειας, απ’ την αρµόδια Πυροσβεστική Υπηρεσία.
δ) Προσωρινή ή οριστική άδεια διάθεσης απόβλητων.
ε) Θεώρηση της µελέτης του Π.∆. 1180/81.
2. Για την ανανέωση των σχετικών αδειών λειτουργίας, απαιτείται η υποβολή απ’ τον εκµεταλλευτή, στην αρµόδια Υπηρεσία, των παρακάτω στοιχείων:
α) Υπεύθυνες δηλώσεις του Ν.∆. 105/69, για την ανάθεση και ανάληψη της επίβλεψης λειτουργίας της εγκατάστασης απ’ τους, σύµφωνα µε το Νόµο, ∆ιπλ. ή Πτυχ. ή αδειούχους Τεχνικούς.
β) Υπεύθυνη δήλωση του Ν.∆. 105/69, απ’ τον επιβλέποντα, σύµφωνα µε το Νόµο, ∆ιπλ. ή Πτυχ. ή αδειούχο Τεχνικό, ότι δεν έγινε καµιά αλλαγή στην εγκατάσταση.
γ) Αποδείξεις κατάθεσης των δικαιωµάτων ∆ηµοσίου, σύµφωνα µε την κείµενη νοµοθεσία.
1. Για την έκδοση των προβλεπόµενων απ’ το άρθρο 49 παρ. 2 αδειών κατασκευής αποθηκών εκρηκτικών υλών και καψυλίων, απαιτείται η υποβολή απ’ τον εκµεταλλευτή, στην αρµόδια Υπηρεσία, των παρακάτω στοιχείων:
α) Τριγωνοµετρικό τοπογραφικό σχεδιάγραµµα (εξαρτηµένο απ’ το κέντρο φύλλου χάρτη κλ 1:100.000), µε κλίµακα 1:2.000, στο οποίο σηµειώνεται η θέση της αποθήκης µε ακριβή απεικόνιση της γύρω περιοχής σε ακτίνα ανάλογη µε την ποσότητα που αποθηκεύεται, σύµφωνα µε τον πίνακα 4 του άρθρου 50 παρ. 2.
Ειδικά για τις υπόγειες αποθήκες, πρέπει να συνυποβάλλεται και σχεδιάγραµµα ανάλογης κλίµακας, στο οποίο σηµειώνεται η θέση της αποθήκης και απεικονίζονται οι υπόγειες εργασίες, σε κάτοψη, µε τις αντίστοιχες υψοµετρικές θέσεις.
β) Αποδεικτικά στοιχεία, για το δικαίωµα εδαφοχρησίας του χώρου όπου πρόκειται να κατασκευαστεί η αποθήκη.
γ) Οικονοµοτεχνική µελέτη, µε βάση τα γενικά κριτήρια των άρθρων 49, 50 και 51, που περιέχει τα παρακάτω κεφάλαια:
γ.α) Σκοπός της κατασκευής.
γ.β.) Έκθεση, µε περιγραφή των κατασκευαστικών στοιχείων της αποθήκης, µε κατόψεις και τοµές, ανάλογης κλίµακας και καθορισµό του είδους και της ποσότητας της εκρηκτικής ύλης ή των καψυλίων, ώστε να δικαιολογείται η χωρητικότητα και η θέση της αποθήκης.
γ.γ.) Στατική µελέτη της κατασκευής.
γ.δ.) Αναλυτικός προϋπολογισµός της δαπάνης κατασκευής.
δ) Ειδικός, κανονισµός πυρασφάλειας, που έχει εγκριθεί απ’ την αρµόδια Πυροσβεστική Υπηρεσία.
ε) Υπεύθυνες δηλώσεις του Ν.∆. 105/69, για ανάθεση και ανάληψη εκπόνησης της µελέτης απ’ τους µελετητές της παρ. 3 αυτού του άρθρου.
στ) Υπεύθυνες δηλώσεις του Ν.∆. 105/69, για τους λόγους της περίπτωσης ια του άρθρου 99 παρ. 1
ζ) Υπεύθυνες δηλώσεις του Ν.∆. 105/69, για ανάθεση και ανάληψη της επίβλεψης κατασκευής της αποθήκης από επιστήµονα που προβλέπεται από την κείµενη νοµοθεσία για την περίπτωση υπόγειων αποθηκών, ενώ απ’ τους σύµφωνα µε το Νόµο, ∆ιπλ. ή Πτυχ. Τεχνικούς για την περίπτωση υπαίθριων αποθηκών.
η) Αποδείξεις κατάθεσης των δικαιωµάτων ∆ηµοσίου, Ταµείων και αµοιβών µελετητών, σύµφωνα µε την κείµενη νοµοθεσία που υποβάλλονται όπως αντίστοιχα προβλέπεται απ’ το άρθρο 99 παρ. 4.
2. Τα τοπογραφικά σχεδιαγράµµατα, πρέπει να υπογράφονται όπως προβλέπεται απ’ το άρθρο 97 παρ. 4.
3. Η οικονοµοτεχνική µελέτη, για τις περιπτώσεις υπόγειων αποθηκών, πρέπει να υπογράφεται από επιστήµονα σύµφωνα µε την κείµενη Νοµοθεσία, ενώ για τις περιπτώσεις υπαίθριων αποθηκών να συνυπογράφονται απ’ τον παραπάνω επιστήµονα και το, σύµφωνα µε το Νόµο, συντάκτη της στατικής µελέτης ∆ιπλ. ή Πτυχ. Τεχνικό.
1. Για την έκδοση των προβλεπόµενων απ’ το άρθρο 49 παρ. 2 αδειών λειτουργίας αποθηκών εκρηκτικών υλών και καψυλίων, απαιτείται η υποβολή απ’ τον εκµεταλλευτή, στην αρµόδια Υπηρεσία, των παρακάτω στοιχείων:
α) Υπεύθυνη δήλωση του Ν.∆. 105/69, απ’ τον επιβλέψαντα την κατασκευή της αποθήκης, ότι αυτή έγινε σύµφωνα µε τους όρους της σχετικής άδειας.
β) Υπεύθυνες δηλώσεις του Ν.∆. 105/69, για την ανάθεση και ανάληψη της επίβλεψης λειτουργίας της αποθήκης απ’ τον, σύµφωνα µε το νόµο, επιβλέποντα.
γ) Πιστοποιητικό πυρασφάλειας, απ’ την αρµόδια Πυροσβεστική Υπηρεσία.
2. Για την ανανέωση των σχετικών αδειών λειτουργίας, απαιτείται η υποβολή απ’ τον εκµεταλλευτή, στην αρµόδια Υπηρεσία, των παρακάτω στοιχείων:
α) Υπεύθυνες δηλώσεις του Ν.∆. 105/69, για την ανάθεση και ανάληψη της επίβλεψης λειτουργίας της αποθήκης απ’ τον επιβλέποντα της παρ. 1 περίπτωση β αυτού του άρθρου.
β) Υπεύθυνη δήλωση του Ν.∆. 105/69, απ’ τον πιο πάνω επιβλέποντα, ότι δεν έγινε καµιά αλλαγή στην κατασκευή και στον περιβάλλοντα χώρο σε ακτίνα που προβλέπεται απ’ τον πίνακα 4 του άρθρου 50 παρ. 2.
1. Για την έκδοση των προβλεπόµενων απ’ το άρθρο 13 του Α.Ν. 2344/40 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, αδειών χρήσης αιγιαλού και παραλίας για την κατασκευή εγκαταστάσεων φορτοεκφόρτωσης, πέρα απ’ τα προβλεπόµενα στο άρθρο 99, ο εκµεταλλευτής πρέπει να υποβάλλει, µεταξύ των άλλων, στην αρµόδια Υπηρεσία τα παρακάτω πρόσθετα στοιχεία για τη λιµενική εγκατάσταση :
α) Τριγωνοµετρικό τοπογραφικό σχεδιάγραµµα (εξαρτηµένο απ’ το κέντρο φύλλου χάρτη κλπ 1:100.000), µε κλίµακα 1:5.000, στο οποίο απεικονίζεται η γενική διάταξη των αγκυροβολιών (δέστρες, ναυδέτες µε άγκυρες, θέσεις πλοίου, βυθοµετρικές καµπύλες κλπ.)
β) Τριγωνοµετρικό βυθοµετρικό σχεδιάγραµµα κλίµακας 1:200.
γ) Γενική κάτοψη της λιµενικής εγκατάστασης, µε κλίµακα 1:200.
δ) Κάτοψη, όψεις και τοµές της λιµενικής κατασκευής, µε κλίµακα 1:100.
ε) ∆ιαµήκη τοµή του συστήµατος µηχανικής εγκατάστασης, µε κλίµακα 1:100.
στ) Τοπογραφικό σχεδιάγραµµα, ανάλογης κλίµακας, µε καθορισµό της ζώνης αιγιαλού και παραλίας, εφόσον έχει εκδοθεί το σχετικό Π.∆.
ζ) Οικονοµοτεχνική, µελέτη της λιµενικής κατασκευής, µε πλήρη στατικό υπολογισµό και αναλυτικό προϋπολογισµό της κατασκευαστικής δαπάνης.
η) Μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων απ’ τη λειτουργία της εγκατάστασης, που υπογράφεται σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα απ’ την παρ. 3 εδαφ. α΄ του άρθρου 97.
θ) Υπεύθυνες δηλώσεις του Ν.∆. 105/69, για την ανάθεση και ανάληψη εκπόνησης της µελέτης της πιο πάνω περίπτωσης ζ από επιστήµονα, σύµφωνα µε τη κείµενη νοµοθεσία και της µελέτης της περίπτωσης η, απ’ τους αντίστοιχους επιστήµονες.
ι) Υπεύθυνες δηλώσεις του Ν. 105/69, για την ανάθεση ανάληψη της επίβλεψης κατασκευής από επιστήµονα σύµφωνα µε τη κείµενη νοµοθεσία.
ια) Αποδείξεις κατάθεσης των δικαιωµάτων δηµοσίου, Ταµείων και αµοιβών µελετητών, σύµφωνα µε την κείµενη νοµοθεσία, που υποβάλλονται όπως αντίστοιχα προβλέπεται απ’ το άρθρο 99 παρ. 4.
ιβ) Έκθεση, µόνο για τις περιπτώσεις λατοµείων, που υπογράφεται από επιστήµονα, σύµφωνα µε τη κείµενη νοµοθεσία, στην οποία να δικαιολογείται ότι η αντίστοιχη επιχείρηση είναι αξιόλογη, µε κριτήρια το ύψος της επένδυσης το ύψος των αποθεµάτων και της παραγωγής, τη δυνατότητα διάθεσης του προϊόντος και τον αριθµό των εργαζόµενων στην επιχείρηση.
2. Για την έκδοση των αντίστοιχων αδειών λειτουργίας, πέρα από τα προβλεπόµενα στο άρθρο 100, απαιτείται µεταξύ των άλλων, η υποβολή απ’ τον εκµεταλλευτή στην αρµόδια Υπηρεσία και υπεύθυνης δήλωσης του Ν.∆. 105/69 υπογραµµένες απ’ τον επιβλέψαντα τη λιµενική κατασκευή επιστήµονα, σύµφωνα µε τη κείµενη νοµοθεσία, αυτή έγινε σύµφωνα µε τους όρους της οικονοµοτεχνικής µελέτης.
3. Τα προβλεπόµενα απ’ το άρθρο αυτό τοπογραφικά σχεδιαγράµµατα κάθε είδους, πρέπει να υπογράφονται όπως προβλέπεται απ’ το άρθρο 79 παρ. 4.
1. Οι εργαζόµενοι που ορίζονται για την εκτέλεση εργασιών που απαιτούν ειδίκευση, πρέπει να είναι κάτοχοι, της αντίστοιχης ειδικής άδειας.
2. Στο µέρος αυτό, καθορίζονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία χορήγησης και ανάκλησης των παραπάνω αδειών, µόνο για τις περιπτώσεις που δεν υπάγονται στην κείµενη νοµοθεσία.
3. Οι µεταλλευτικές ή λατοµικές εργασίες απαιτούν ειδίκευση, σύµφωνα µε την έννοια της παρ. 2 αυτού του άρθρου, κατατάσσονται στις παρακάτω κατηγορίες και υποδιαιρέσεις τους:
α) Εργασίες µε διατρητικά φορεία:
α.α.) Από πλευρά συνολικής ισχύος του µηχανήµατος, χωρίζονται σε:
α.α.α.) Α΄ τάξης (από 200 ίππους και πάνω)
α.α.β.) Β΄ τάξης (κάτω από 200 ίππους).
α.β.) Από πλευρά θέσης εργασία, χωρίζονται σε :
α.β.α.) Υπόγειες εργασίες.
α.β.β.) Επιφανειακές εργασίες.
β) Εργασίες υποστήριξης υπόγειων εκσκαφών, που, από πλευρά είδους εργασίας, χωρίζονται σε εργασίες:
β.α.) Ξυλοδεσίας – Μεταλλικών πλαισίων
β.β.) Ήλωσης – κοχλίωσης οροφής
β.γ) Με ειδικά υλικά και µεθόδους (π.χ. τσιµεντένιοι δακτύλιοι, βηµατίζουσα, υδραυλική υποστήριξη).
γ) Εργασίες γόµωσης – πυροδότησης
γ.α.) Από πλευρά είδους εργασίας, χωρίζονται σε:
γ.α.α.) Απλές πυροδοτήσεις.
γ.α.β.) Ηλεκτρικές πυροδοτήσεις.
γ.β.) Από πλευρά θέσης εργασίας, χωρίζονται σε:
γ.β.α.) Υπόγειες εργασίες.
γ.β.β.) Επιφανειακές εργασίες.
δ) Εργασίες ξεσκαρώµατος, που, από πλευρά θέσης εργασίας, χωρίζονται σε:
δ.α.) Υπόγειες εργασίες
δ.β.) Επιφανειακές εργασίες
ε) Εργασίες χειρισµού και ελέγχου µηχανηµάτων, εγκαταστάσεων ή συστηµάτων θραύσης, λειοτρίβησης, κοσκίνησης και εµπλουτισµού, που, από πλευρά είδους εργασίας, χωρίζονται σε:
ε.α.) Φυσικών διεργασιών (µηχανικές, υδροµηχανικές, µαγνητικές, βαριών διάµεσων, οπτικο-ηλεκτρονικές κλπ).
ε.β.) Φυσικοχηµικών διεργασιών (επίπλευση, εκχύλιση κλπ.)
στ) Εργασίες επιστασίας:
στ.α.) Από πλευράς είδους και θέσης εργασίας, χωρίζονται σε:
στ.α.α.) Υπόγειες εργασίες.
στ.α.β.) Επιφανειακές εργασίες
στ.α.γ.) Εργασίες εγκαταστάσεων
στ.β.) Από πλευρά ιεραρχικής θέσης, χωρίζονται σε:
στ.β.α.) Εργασίες επιστάτη.
στ.β.β.) Εργασίες εργοδηγού.
1. Στο άρθρο αυτό, καθορίζονται τα τυπικά προσόντα, που, το λιγότερο, απαιτούνται για την απόκτηση των ειδικών αδειών του άρθρου 104 παρ. 3.
2. Όλοι οι υποψήφιοι για την απόκτηση των παραπάνω αδειών, πρέπει να έχουν ηλικία µεγαλύτερη από 18 χρόνια.
3. Οι υποψήφιοι για την απόκτηση αδειών εκτέλεσης των εργασιών µε τα στοιχεία α.α.β, β, δ και ε του άρθρου 104 παρ. 3, πρέπει ειδικά να διαθέτουν προϋπηρεσία βοηθού στην αντίστοιχη θέση και είδος εργασίας, 200 ηµεροµισθίων και σε περίπτωση κατοχής ή απόκτησης πιστοποιητικού επαγγελµατικής εκπαίδευσης ή πτυχίου κατώτερης τεχνικής εκπαίδευσης, σχετικής ειδικότητας, τη µισή, όπως παραπάνω, προϋπηρεσία.
4. Οι υποψήφιοι για την απόκτηση αδειών εκτέλεσης των εργασιών µε τα στοιχεία α.α.α., γ, και ε του άρθρου 104 παρ.3, πρέπει ειδικά να διαθέτουν προϋπηρεσία βοηθού, στην αντίστοιχη θέση και είδος εργασίας, 400 ηµεροµισθίων και σε περίπτωση κατοχής ή απόκτησης πιστοποιητικού επαγγελµατικής εκπαίδευσης ή πτυχίου κατώτερης τεχνικής εκπαίδευσης, όπως παραπάνω, προϋπηρεσία 200 ηµεροµισθίων, ενώ σε περίπτωση κατοχής ή απόκτησης πτυχίου µέσης τεχνικής σχολής, σχετικής ειδικότητας, προϋπηρεσία 100 ηµεροµισθίων.
5. Οι υποψήφιοι για την απόκτηση αδειών εκτέλεσης των εργασιών µε τα στοιχεί στ.3.α. του άρθρου 104 παρ. 3, πρέπει ειδικά να διαθέτουν προϋπηρεσία αδειούχου χειριστή ή τεχνίτη, στην αντίστοιχη θέση και είδος εργασίας, 650 ηµεροµισθίων και σε περίπτωση κατοχής ή απόκτησης, πιστοποιητικού επαγγελµατικής εκπαίδευσης ή πτυχίου κατώτερης τεχνικής εκπαίδευσης (όπως παραπάνω), προϋπηρεσία 450 ηµεροµισθίων.
Σε περίπτωση κατοχής ή απόκτησης απολυτήριου γενικού Λυκείου, προϋπηρεσία στην αντίστοιχη θέση και είδος εργασίες (χωρίς να έχουν απαραίτητα την πιο πάνω άδεια) 300 ηµεροµισθίων, ενώ πτυχίου µέσης σχολής εργοδηγών σχετικής ειδικότητας ή απολυτηρίου τεχνικού λυκείου, προϋπηρεσία 200 ηµεροµισθίων.
6. Οι υποψήφιοι για την απόκτηση αδειών εκτέλεσης των εργασιών µε το στοιχείο στ.β.β. του άρθρου 104 του παρ. 3, πρέπει ειδικά να διαθέτουν ;
α) Απολυτήριο δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης και
β) Προϋπηρεσία αδειούχου επιστάτη, στην αντίστοιχη θέση και είδος εργασίας, 400 ηµεροµισθίων και σε περίπτωση κατοχής ή απόκτησης απολυτήριου τεχνικού Λυκείου ή πτυχίου µέσης τεχνικής σχολής εργοδηγών, σχετικής ειδικότητας, προϋπηρεσία 200 ηµεροµισθίων. Σε περίπτωση που δεν είναι αναγκαία η
προϋπηρεσία αδειούχου επιστάτη, οι πιο πάνω προϋπηρεσίες διπλασιάζονται.
7. Σε όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις ανάλογα µε τη θέση εργασίας (εργασία µε τα στοιχεία γ.β.α, γ.β.β., δ.α, δ.β, στ.α.α. και στ.α.β. του άρθρου 104 παρ. 3) πρέπει να υπάρχει η αντίστοιχη προϋπηρεσία στην αναφερόµενη θέση (επιφανειακή ή υπόγεια).
Σε περίπτωση επέκτασης των αδειών του άρθρου 104 παρ. 3 στην ίδια κατηγορία, η αντίστοιχη απαιτούµενη προϋπηρεσία µειώνεται στο µισό.
Ειδικά για τους κατόχους αδειών µε το στοιχείο δ.α. του άρθρου 104 παρ. 3 η απαιτούµενη προϋπηρεσία για την απόκτηση άδειας µε το στοιχείο β του άρθρου 104 παρ. 3 µειώνεται στο µισό. Το ίδιο ισχύει και αντίστροφα.
8. Τα παραπάνω τυπικά προσόντα, αποδείχνονται µε τα ακόλουθα δικαιολογητικά ή στοιχεία:
α) Η ηλικία, µε τα σχετικά στοιχεία της αστυν. Ταυτότητας ή µε το πιστοποιητικό γέννησης.
β) Οι γραµµατικές γνώσεις ή η επαγγελµατική κατάρτιση, µε το αντίστοιχο απολυτήριο ή πτυχίο ή πιστοποιητικό σπουδών ή την τυχόν απαιτούµενη άδεια.
γ) Η προϋπηρεσία, µε τα πιστοποιητικά προϋπηρεσίας των εργοδοτών, που είναι θεωρηµένα για το γνήσιο της υπογραφής & την ακρίβεια του περιεχοµένου, απ’ τον επόπτη εργασίας ή σε περίπτωση που δεν υπάρχει, απ’ την επιτόπια Αστυνοµική Αρχή. Στα πιστοποιητικά αυτά, πρέπει να αναφέρονται η ειδικότητα της εργασίας και ο ακριβής χρόνος απασχόλησης, σε κάθε ειδικότητα, µε αναγραφή των αντίστοιχων ηµεροµηνιών.
9. Για τους ∆ιπλ. Μηχανικούς Μεταλλείων ή ∆ιπλ. Μεταλλουργούς Μηχανικούς, δεν απαιτείται η απόκτηση των ειδικών αδειών εργασιών του άρθρου 104 παρ. 3, για την εκτέλεση των αντίστοιχων, µε την ειδικότητά τους, εργασιών, που όµως πρέπει να γίνονται αποκλειστικά για δοκιµαστικούς ή πειραµατικούς λόγους ή και σε περίπτωση σοβαρών επικίνδυνων καταστάσεων ή κινδύνων.
1. Η απόκτηση άδειας για τις εργασίες του άρθρου 104 παρ. 3, γίνεται µετά από ειδική εξέταση. Όσοι ενδιαφέρονται σχετικά, πρέπει να υποβάλουν αίτηση εξέτασης στην Νοµαρχία όπου ανήκει η έδρα του έργου που τους απασχολεί ή εφόσον δεν εργάζονται, ο τόπος της µόνιµης κατοικίας τους.
Μαζί µε την αίτηση, πρέπει να συνυποβάλλονται τα προβλεπόµενα απ’ το άρθρο 105 παρ. 7 δικαιολογητικά, 2 φωτογραφίες και παράβολο ∆ηµόσιου Ταµείου αξίας 500 δραχµών.
2. Οι υποψήφιοι που κατέχουν τα προβλεπόµενα απ’ το άρθρο 105, τυπικά προσόντα, καλούνται για εξέταση, σε καθορισµένη ηµεροµηνία, απ’ την αρµόδια νοµαρχιακή επιτροπή.
Η σχετική ειδοποίηση γίνεται έγγραφα, το λιγότερο, 20 ηµέρες πριν απ’ την ηµεροµηνία εξέτασης.
Όσοι από κείνους που υπέβαλαν αίτηση, υστερούν στα απαιτούµενα τυπικά προσόντα, αποκλείονται, µε απόφαση της επιτροπής, απ΄ τις εξετάσεις και ειδοποιούνται σχετικά.
3. Σε κάθε Νοµαρχία, µε απόφαση του Νοµάρχη, συγκροτείται τριµελής µόνιµη νοµαρχιακή επιτροπή χορήγησης αδειών εκτέλεσης µεταλλευτικών και λατοµικών εργασιών, µε την παρακάτω σύνθεση:
α) Ένας ∆ιπλ. Μηχανικός Μεταλλείων ή ∆ιπλ. Μεταλλουργός Μηχανικός της Επιθεώρησης Μεταλλείων ή του Τµήµατος Μεταλλείων του ΥΕΦΠ που βρίσκονται κατά προτίµηση στο Νοµό, σαν Πρόεδρος.
β) Ένας ∆ιπλ. Μηχανικός Μεταλλείων ή ∆ιπλ. Μεταλλουργός Μηχανικός που ορίζεται µαζί µε δύο αναπληρωτές του, αντίστοιχης ειδικότητας, απ’ το Τεχνικό Επιµελητήριο της Ελλάδος, σαν µέλος.
γ) Ένας ∆ιπλ. Μηχανικός Μεταλλείων ή ∆ιπλ. Μεταλλουργός Μηχανικός ή αδειούχος εργοδηγός Μεταλλείων ή Μεταλλουργίας, που ορίζεται µαζί µε δύο αναπληρωτές του, αντίστοιχης ειδικότητας, απ’ την αντιπροσωπευτικότερη Οµοσπονδία των Εργαζόµενων στα Μεταλλεία, Ορυχεία και Λατοµεία, σαν µέλος.
Η αντιπροσωπευτικότητα υποδείχνεται απ’ τη ΓΣΕΕ.
Η θητεία της επιτροπής είναι 2ετής και στη διάρκειά της, οι παραπάνω αντιπροσωπευτικοί φορείς έχουν δικαίωµα ανάκλησης και αντικατάστασης των εκπροσώπων τους.
4. Η επιτροπή συνεδριάζει, µετά από πρόσκληση του Προέδρου της, κάθε δίµηνο εφόσον υπάρχουν αιτήσεις για εξέταση ή και συχνότερα, εφόσον έχουν υποβληθεί πάνω από 10 νέες αιτήσεις.
Βρίσκεται σε απαρτία µε πλήρη σύνθεση και οι αποφάσεις της παίρνονται µε απόλυτη πλειοψηφία.
5. Η εξέταση των υποψηφίων, γίνεται γραπτά και προφορικά ή και πρακτικά, ανάλογα µε την κρίση της επιτροπής και µε βάση το είδος της άδειας που ζητάει, στην αίτησή του, ο υποψήφιος.
Τα θέµατα της εξέτασης, αναφέρονται στο αντικείµενο της εργασίας για την οποία ζητείται η άδεια και στις διατάξεις του παρόντος Κανονισµού που σχετίζονται µε το πιο πάνω αντικείµενο, αλλά και µε τα γενικότερα µέτρα υγιεινής και ασφάλειας.
6. Η επιτροπή, εφόσον ο υποψήφιος ανταπεξέλθει µε επιτυχία στις εξετάσεις, εγκρίνει τη χορήγηση της αντίστοιχης άδειας µε σχετικό πρακτικό.
Η χορήγηση της άδειας, γίνεται µε ειδικό βιβλιάριο που εκδίδεται απ’ την Νοµαρχία, όπου αναγράφεται µε σαφήνεια το είδος και η θέση της εργασίας, για την οποία χορηγήθηκε η άδεια, σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα απ’ το άρθρο 104 παρ. 3
Το βιβλιάριο αυτό, τυπώνεται µε φροντίδα της αρµόδιας Υπηρεσίας του ΥΕΦΠ και αποστέλνεται, στην συνέχεια, στις Νοµαρχίες.
Η άδεια αυτή, έχει ισχύ για ολόκληρη την επικράτεια.
7. Αν ο υποψήφιος αποτύχει στις εξετάσεις, έχει δικαίωµα επανεξέτασης, εφόσον υποβάλει ξανά νέα αίτηση µε τα τυχόν συµπληρωµατικά σχετικά δικαιολογητικά και το παράβολο. Η πρώτη επανεξέταση µπορεί να γίνει µετά ένα δίµηνο, η δεύτερη µετά 2 δίµηνα, η τρίτη µετά 4 δίµηνα, η τέταρτη µετά 8 δίµηνα και η πέµπτη µετά 12 δίµηνα, απ’ το δίµηνο της αρχικής εξέτασης και από εκεί πέρα µετά ένα δίµηνο απ’ την προηγούµενη επανεξέταση.
8. Το ύψος της χρηµατικής αποζηµίωσης των µελών της επιτροπής και οι λεπτοµέρειες της διαδικασίας των εξετάσεων, καθορίζονται µε αποφάσεις του Νοµάρχη.
1. Για παραβάσεις, απ’ τον κάτοχο της άδειας, των διατάξεων του παρόντος Κανονισµού ή των ειδικών κανονισµών του έργου που σχετίζονται µε το έργο της εργασίας του, καθώς και για ενέργειες που επισύρουν κινδύνους για την ασφάλεια του ίδιου, των άλλων εργαζόµενων και του έργου, επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις προσωρινής ή οριστικής ανάκλησης της άδειας, µε την παρακάτω διαδικασία.
2. Η διαπίστωση των παραβάσεων, γίνεται απ’ την αρµόδια Επιθεώρηση Μεταλλείων, σύµφωνα µε την διαδικασία των άρθρων 3 και 95 παρ. 3 εδαφ. β΄. Η πιο πάνω Υπηρεσία, εφόσον κρίνει σκόπιµη την επιβολή διοικητικής ποινής, απευθύνει σχετική έγγραφη αναφορά στην αρµόδια πειθαρχική επιτροπή.
3. Στην έδρα Επιθεώρησης Μεταλλείων, συγκροτείται, µε απόφαση του Υπουργού Ενέργειας και Φυσικών Πόρων, τριµελής µόνιµη πειθαρχική επιτροπή αδειούχων εκτέλεσης µεταλλευτικών και λατοµικών εργασιών, µε την παρακάτω σύνθεση:
α) Ένας Πρωτοδίκης, που ορίζεται, µαζί µε τον αναπληρωτή του, απ’ τον Πρόεδρο Πρωτοδικών του Νοµού, σαν Πρόεδρος.
β) Ένας ∆ιπλ. Μηχανικός Μεταλλείων ή ∆ιπλ. Μηχανικός µε υπερδεκαετή άσκηση επαγγέλµατος, που ορίζεται, µαζί µε τον αναπληρωτή του, από το Τεχνικό Επιµελητήριο της Ελλάδας, σαν µέλος.
γ) Ένας ∆ιπλ. Μηχανικός Μεταλλείων ή ∆ιπλ. Μεταλλουργός Μηχανικός ή αδειούχος εργοδηγός αντίστοιχης ειδικότητας, µε υπερδεκαετή άσκηση επαγγέλµατος, που ορίζεται, µαζί µε τον αναπληρωτή του, απ’ την Οµοσπονδία της περίπτωσης γ του άρθρου 106 παρ. 3, σαν µέλος.
Η θητεία της επιτροπής είναι, όπως σχετικά προβλέπεται απ’ το άρθρο 106 παρ. 3 εδ. β΄. Χρέη εισηγητή στην Επιτροπή, χωρίς δικαίωµα ψήφου, εκτελεί ο αρµόδιος Επιθεωρητής Μεταλλείων ή ο νόµιµος αναπληρωτής του.
4. Η επιτροπή συνεδριάζει, µετά από πρόσκληση του Προέδρου της, κάθε τρίµηνο, εφόσον υπάρχουν υποθέσεις για εξέταση.
Η απαρτία και η λήψη αποφάσεων γίνεται, όπως σχετικά προβλέπεται απ’ το άρθρο 106 παρ. 4.
Πριν από την εξέταση κάθε υπόθεσης, ειδοποιείται έγγραφα ο εγκαλούµενος κάτοχος άδειας, το λιγότερο, 20 ηµέρες πριν απ’ την ηµεροµηνία της σχετικής συνεδρίασης, για να παραβρεθεί σ’ αυτή και απολογηθεί. Η µη παρουσίαση του εγκαλούµενου στην πιο πάνω συνεδρίαση, µπορεί, κατά την κρίση της επιτροπής, να µη σταµατήσει τη διαδικασία.
Η επιτροπή, µετά την πλήρη εξέταση της υπόθεσης, προχωράει στη λήψη απόφασης για απαλλαγή ή επιβολή ποινής, ανάλογα µε τη σοβαρότητα ή και τη συχνότητα της παράβασης, που αναγράφεται σε σχετικό πρακτικό.
Οι ποινές προσωρινής ή οριστικής ανάκλησης, αναγράφονται, µε σύντοµη αιτιολόγηση απ’ τον Πρόεδρο της επιτροπής, στο αντίστοιχο φύλλο του βιβλιάριου άδειας του κατόχου, που οφείλει να το καταθέσει στην επιτροπή.
Στην περίπτωση αυτή, το πιο πάνω βιβλιάριο αφαιρείται απ’ τον κάτοχο και κρατείται, µε ευθύνη της επιτροπής, για όσο χρονικό διάστηµα διαρκεί η ποινή που του επιβλήθηκε, ενώ γίνεται και σχετική έγγραφη ειδοποίηση των επιθεωρήσεων Μεταλλείων και της ∆/νσης του έργου στον οποίο απασχολείται ο κάτοχος της άδειας.
5. Οι λεπτοµέρειες της διαδικασίας, ρυθµίζονται µε αποφάσεις του Υπουργού Ενέργειας και Φυσικών Πόρων.
Το ύψος της χρηµατικής αποζηµίωσης των µελών της επιτροπής, καθορίζεται µε Υπουργικές αποφάσεις, σύµφωνα µε την κείµενη νοµοθεσία.
Οι εκµεταλλευτές των έργων που λειτουργούν κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Κανονισµού, πρέπει, µεταξύ των άλλων, να κάνουν και τις παρακάτω ενέργειες:
α) Να υποβάλουν την τεχνική µελέτη του άρθρου 4, για το µέρος του έργου τους που βρίσκονται σε λειτουργία, µέσα σε εννέα µήνες. Οι πιο πάνω µελέτες θεωρούνται απ’ την Κεντρική Υπηρεσία του ΥΕΦΠ όσον αφορά την πληρότητα και την τήρηση των διατάξεων του παρόντος Κανονισµού. Στην περίπτωση που δεν ικανοποιούνται τα προαναφερόµενα κριτήρια, έχουν αντίστοιχη εφαρµογή οι διατάξεις του άρθρου 98 παρ. 1 εδ. γ΄. Η θεώρηση γίνεται µέσα σ’ ένα εξάµηνο απ’ την υποβολή της µελέτης.
Στο διάστηµα µέχρι τη θεώρηση της µελέτης, µπορεί να συνεχίζεται η λειτουργία του έργου.
β) Να υποβάλουν, σε περίπτωση που εµπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 99 παρ.1 περίπτ. ε, τη µελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων για τις εγκαταστάσεις που βρίσκονται σε λειτουργία, µαζί µε τη µελέτη της πιο πάνω περίπτωσης α.
γ) Να υποβάλουν µέσα σ’ ένα δεκαοκτάµηνο και εφόσον δεν έχουν εγκεκριµένους ειδικούς κανονισµούς του έργου, σύµφωνα µε τα άρθρα 25, 37, 43, 47, 66, 70 παρ. 4 και 91, τους ειδικούς κανονισµούς που προβλέπονται απ’ τις πιο πάνω διατάξεις.
δ) Να φροντίσουν, µέσα σ’ ένα εξάµηνο για την εκπόνηση µελέτης του άρθρου 87 παρ. 3 περιπτ. α και τον εφοδιασµό µε την προβλεπόµενη απ’ το άρθρο 33 παρ. 3 γνωµάτευση.
Οι εκµεταλλευτές ή εργοδότες ή ∆/ντές, ανάλογα µε την περίπτωση, κάθε έργου που βρίσκεται σε λειτουργία κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Κανονισµού, πρέπει, µεταξύ των άλλων, να κάνουν και τις παρακάτω ενέργειες:
α) Να υποβάλουν µέσα σ’ ένα τετράµηνο, το προβλεπόµενο απ’ το άρθρο 14 παρ. 4 σχέδιο οργανωτικής διάρθρωσης που να συνοδεύεται απ’ τα αντίστοιχα, σύµφωνα µε το άρθρο 14 παρ. 3, στοιχεία.
β) Να φροντίσουν, µέσα σ’ ένα εξάµηνο απ’ την έγκριση του παραπάνω σχεδίου και σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα απ’ το άρθρο 15 παρ. 8, για τη στελέχωση κάθε οργανωτικής βαθµίδας του έργου ή άλλου τµήµατος ή γραφείου που προβλέπεται απ’ τα άρθρα 9 παρ. 1, ε & 3, 15 παρ. 8 εδ. β & ε, 16 παρ. 2 & 3 εδ. α, 17 παρ. 2 και 18 παρ. 3.
Κατ' εξαίρεση, οι ορισµένοι, πριν απ’ την δηµοσίευση του παρόντος Κανονισµού στην Εφηµερίδα της Κυβέρνησης προϊστάµενοι ή υπεύθυνοι τοµέων ή τµηµάτων έργων για τα οποία υπάρχουν εγκεκριµένα, απ’ την αρµόδια Υπηρεσία του ΥΕΦΠ, Οργανογράµµατα, που δεν έχουν τα, απ’ τις διατάξεις του παρόντος Κανονισµού, προβλεπόµενα τυπικά προσόντα, µπορούν να διατηρήσουν την ιεραρχική θέση που κατέχουν.
γ) Να φροντίσουν, µέσα σ’ ένα δεκαοκτάµηνο από την συγκρότηση της επιτροπής του άρθρου 106 παρ. 3 στο Νοµό που βρίσκεται το έργο, για την εκτέλεση των εργασιών του άρθρου 104 παρ. 3 µε τους αντίστοιχους αδειούχους. Κατεξαίρεση, για τις εργασίες γόµωσης πυροδότησης & ξεσκαρώµατος, έχουν εφαρµογή οι διατάξεις του άρθρου 110 παρ. 4.
1. Όσοι έχουν απασχοληθεί, µέχρι τη δηµοσίευση του παρόντος Κανονισµού στην Εφηµερίδα της Κυβέρνησης, για ένα, το λιγότερο, εξάµηνο ή απασχολούνται κατά την έναρξη της ισχύος του, σε µεταλλευτικές ή λατοµικές εργασίες χωρίς να έχουν απολυτήριο πρωτοβάθµιας εκπαίδευσης, µπορούν µε παρέκκλιση της σχετικής διάταξης του άρθρου 11 παρ. 4 εδ. α΄, να απασχολούνται στις πιο πάνω εργασίες του ίδιου ή άλλου έργου.
2. Όσοι έχουν, µέχρι τη δηµοσίευση του παρόντος Κανονισµού στην Εφηµερίδα της Κυβέρνησης, χαρακτηριστεί επιστάτες, δεν χρειάζεται, µε παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 105 παρ. 5, να είναι κάτοχοι της άδειας χειριστή ή τεχνίτη που προβλέπεται από την πιο πάνω διάταξη, για την απόκτηση της άδειας εργασίας µε στοιχείο ιγ.β.α. του άρθρου 104 παρ. 3.
3. Όσοι έχουν, µέχρι τη δηµοσίευση του παρόντος Κανονισµού στην Εφηµερίδα της Κυβέρνησης, χαρακτηριστεί εργοδηγοί ή αρχιγεωτρυπανιστές, δεν χρειάζεται µε παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 105 παρ. 6 περίπτ. α, να είναι κάτοχοι απολυτήριου δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης και να έχουν προϋπηρεσία αδειούχου επιστάτη, για την απόκτηση της άδειας εργασίας µε στοιχείο ιγ.β.β. του άρθρου 104 παρ. 3.
4. Οι άδειες γοµωτή - πυροδότη και αποκολλητή επισφαλών όγκων που έχουν χορηγηθεί µέχρι την έναρξη της ισχύος του παρόντος Κανονισµού, διατηρούνται σε ισχύ και διέπονται στο εξής απ’ τις διατάξεις αυτού του Κανονισµού.
Η αρµοδιότητα για την χορήγηση των αδειών του εδαφ. α΄ αυτής της παραγράφου µέχρι τη συγκρότηση της επιτροπής του άρθρου 106 παρ. 3 στο Νοµό που βρίσκεται ο ενδιαφερόµενος, ασκείται από τον αρµόδιο Επιθεωρητή Μεταλλείων, σύµφωνα µε τις διατάξεις των παρ. 1, 2, 5, 6 & 7 του άρθρου 106, στις οποίες όπου αναφέρεται Νοµαρχία, Νοµάρχης και Επιτροπή, θα νοείται, αντίστοιχα, η Επιθεώρηση Μεταλλείων, ο Επιθεωρητής Μεταλλείων και ο εξεταστής, ανάλογων τυπικών προσόντων µ’ εκείνα που προβλέπονται για τα µέλη της επιτροπής, υπάλληλος της Επιθεώρησης Μεταλλείων, που ορίζεται µε απόφαση του Επιθεωρητή.
Σε κάθε έργο που λειτουργεί κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Κανονισµού, πρέπει, µεταξύ άλλων, να εφαρµοστούν και τα παρακάτω:
α) Να γίνει, µέσα σ’ ένα δεκαοκτάµηνο, η κατασκευή ή συµπλήρωση των χώρων υγιεινής, των ιατρείων και των αποθηκών εκρηκτικών, µε την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 112 παρ. 6, όπως προβλέπεται σχετικά απ’ τα άρθρα 7 παρ. 3 και 4, 10 παρ. 1 εδ. α΄, παρ. 1 και 50.
β) Να γίνει, µέσα σ’ ένα εξάµηνο, η διευθέτηση των δικτύων, σύµφωνα µε το άρθρο 61 παρ. 3 και η κατασκευή χειρολαβών και σκαλών, σύµφωνα µε το άρθρο 62 παρ. 5, καθώς και τα προβλεπόµενα απ’ το άρθρο 42 παρ. 3 και 6.
γ) Να γίνουν, µέσα σ’ ένα χρόνο, οι εργασίες που προβλέπονται απ’ την παρ. 4 και παρ. 7 εδ. β΄ του άρθρου 82.
δ) Να γίνουν, µέσα σ’ ένα δίµηνο, και ένα τετράµηνο, οι εργασίες τοποθέτησης πινακίδων και σχαρών σπαστήρων, αντίστοιχα, που προβλέπονται απ’ τα άρθρα 33 παρ. 4 εδ. β΄ και 46 περίπτωση β.
ε) Να γίνουν, µέσα σ’ ένα χρόνο, οι εργασίες που αναφέρονται στα άρθρα 35 παρ. 3, 41 παρ. 6 εδ., γ΄ 42 παρ. 2, 45 περίπτ. ε και ζ, 59 παρ. 2 περιπτ. δ (µόνο για το τηλεφωνικό δίκτυο και τις ειδικές συσκευές) και 82 παρ. 5.
στ) Να αρχίσει µετά από 2 (δύο) το πολύ µήνες, η διενέργεια των µετρήσεων που προβλέπονται, απ’ το άρθρο 23 και µετά ένα, το πολύ χρόνο οι µετρήσεις των άρθρων 21 και 22. Η υποχρέωση για τη διενέργεια των µετρήσεων των αερίων µε αριθµό 7, 8, 9, 11, 17 και 20 του πίνακα 3 αρχίζει µε την ισχύ του παρόντος κανονισµού.
ζ) Να παρθούν το αργότερο µέσα σ’ ένα 18µηνο τα µέτρα που αναφέρονται στα άρθρα 21 παρ. 4 και 5 και 22. Η υποχρέωση για εφαρµογή των υπόλοιπων µέτρων των άρθρων 21 και 23, καθώς και αυτών που αφορούν τα αέρια της προηγούµενης περίπτωσης στ αρχίζει ταυτόχρονα µε τη διενέργεια των αντίστοιχων µετρήσεων.
η) Να γίνει, µέσα στην προθεσµία που θα καθοριστεί κατά την έγκριση των µελετών του άρθρου 108 περιπτ. α & β, η συµµόρφωση µε τις διατάξεις του παρόντος Κανονισµού που αναφέρονται στα άρθρα 32 παρ. 1& 2, 39 παρ. 1 περίπτ. α, β & γ, 45 περιπτ. α & στ., 64 παρ. 3 εδ. α΄ & β΄, 71 παρ. 3, 72 παρ. 3 εδ. α΄& β΄, 79 παρ. 2 εδ. γ΄, δ΄ & 3 εδ. β΄, γ΄ & δ΄, 80 παρ. 1 εδ. α΄ και 84 παρ. 2.
1. Οι στοές που ορύχθηκαν πριν απ’ την ισχύ του παρόντος Κανονισµού και δεν έχουν διαρρυθµιστεί σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα απ’ το άρθρο 61 παρ. 2 εδ. α΄, µε παρέκκλιση της πιο πάνω διάταξης, µπορούν να χρησιµοποιούνται και για την κυκλοφορία των εργαζόµενων µε την προϋπόθεση διακοπής της κίνησης του µηχανικού εξοπλισµού κατά την προσέλευση και αποχώρηση του προσωπικού (αλλαγή βάρδιας). Στις πιο πάνω στοές, πρέπει απαραίτητα τα χαντάκια αποστράγγισης των υπόγειων νερών να σκεπάζονται µε κατάλληλης αντοχής κινητά επίπεδα αντιολισθητικά καλύµατα, ώστε να υποβοηθείται η διέλευση των εργαζόµενων.
Κατά µήκος των στοών αυτών και σε αποστάσεις, το πολύ, 50m, πρέπει να κατασκευαστούν καταφύγια µε διαστάσεις, το λιγότερο, 1,50m X 1,50m και ύψος 2m για την προστασία µεµονωµένων ατόµων που κυκλοφορούν στη διάρκεια κίνησης του µηχανικού εξοπλισµού. Τέτοια καταφύγια, πρέπει να κατασκευαστούν και κοντά στις διακλαδώσεις σιδηροδροµικών γραµµών.
2. Οι στοές µεταφοράς που ορύχθηκαν και οι σιδηροδροµικές γραµµές που κατασκευάστηκαν πριν απ’ την ισχύ του παρόντος Κανονισµού και έχουν κλίση µεγαλύτερη απ’ την προβλεπόµενη αντίστοιχα απ’ τα άρθρα 39 παρ. 2 εδ. α΄ και 40 παρ. 1 εδ. γ΄, µε παρέκκλιση των πιο πάνω διατάξεων, µπορούν να παραµένουν σε χρήση.
Οι στοές µεταφοράς που ορύχθηκαν πριν απ’ την ισχύ του παρόντος Κανονισµού και που δεν έχουν διαθέσιµο ύψος για την εφαρµογή της διάταξης της περίπτωσης ε του άρθρου 30 παρ. 1, µπορούν, µε παρέκκλιση της πιο πάνω διάταξης, να παραµένουν σε χρήση. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να εξαντλείται όλο το διαθέσιµο ύψος για την ανύψωση των αγωγών, µέσα σε προθεσµία ενός εξάµηνου.
3. Οι κύριες προσπελάσεις που ορύχθηκαν πριν απ’ την ισχύ του παρόντος Κανονισµού και σε αποστάσεις µικρότερες από κείνες που προβλέπονται απ’ το άρθρο 60 παρ. 1, µπορούν, µε παρέκκλιση της πιο πάνω διάταξης, να χρησιµοποιούνται για το σκοπό αυτό, εφόσον απ’ την µελέτη του άρθρου 108 περίπτωση α αποδείχνεται ότι παρέχουν την απαιτούµενη ασφάλεια και µε την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει αντίθετη κρίση της Επιθεώρησης Μεταλλείων.
4. Επιφανειακές εκσκαφές, που κατά την ισχύ του παρόντος Κανονισµού, έχουν ξεπεράσει το όριο που προβλέπεται απ’ το άρθρο 80 παρ. 2 εδ. γ΄, δεν πρέπει να επεκταθούν πέρα απ’ το σηµείο που χρειάζεται για τη λήψη των προβλεπόµενων, απ’ την πιο πάνω διάταξη, µέτρων ασφαλείας.
Στην πιο πάνω περίπτωση, καθώς και σε ανάλογες περιπτώσεις παλιών εκσκαφών, η προβλεπόµενη απ’ το άρθρο 82 παρ. 2 απόσταση περίφραξης, µπορεί, µε παρέκκλιση της πιο πάνω διάταξης, να είναι µικρότερη.
5. Οι µεταλλευτικές και λατοµικές εργασίες που, πριν απ’ την ισχύ του παρόντος Κανονισµού, έχουν χωροθετηθεί µε διαφορετικό τρόπο απ’ τον προβλεπόµενο, απ’ το άρθρο 81, παρ. 2, 3, 4, εδ. α΄ και 6, ή για τις οποίες έχει δοθεί έγκριση επέµβασης του Ν. 998/79 µέχρι τη δηµοσίευση του παρόντος Κανονισµού στην Εφηµερίδα της Κυβέρνησης, µπορούν, µε παρέκκλιση των πιο πάνω διατάξεων, να συνεχιστούν, εφόσον δεν δηµιουργούν κινδύνους στον περιβάλλοντα χώρο.
6. Για τις επιφανειακές και κεντρικές υπόγειες συνθήκες εκρηκτικών υλών και καψυλίων που είναι ανεξάρτητες απ’ τις υπόγειες εκσκαφές της εκµετάλλευσης και λειτουργούν µε άδεια κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Κανονισµού χωρίς να έχουν τηρηθεί στην κατασκευή τους οι αποστάσεις που προβλέπονται απ’ τα άρθρα 50 παρ. 2 και 5 και 51 παρ. 1 εδ. α΄ και β΄, αντίστοιχα, επιτρέπεται, µε παρέκκλιση, των πιο πάνω διατάξεων, η συνέχιση της λειτουργίας µέχρι τη λήξη του έργου µε την προϋπόθεση χορήγησης των απ’ το άρθρο 102 παρ. 2 προβλεπόµενων ανανεώσεων.
1. Όλα τα βιβλία του έργου που προβλέπονται απ’ τις διατάξεις του παρόντος Κανονισµού, πρέπει να είναι θεωρηµένα, πριν από τη χρησιµοποίησή τους, απ’ την αρµόδια Επιθεώρηση Μεταλλείων ή Νοµαρχία ή επιτόπια Αστυνοµική Αρχή.
2. Τα κείµενα του παρόντος Κανονισµού, καθώς και των ειδικών κανονισµών του έργου, πρέπει να είναι αναρτηµένα σε εµφανή σηµεία και µε τρόπο, ώστε να µπορούν να τα διαβάσουν οι εργαζόµενοι σε κάθε έργο.
Με φροντίδα της ∆/νσης κάθε έργου, πρέπει να δίνεται σε κάθε εργαζόµενο που απασχολείται σ’ αυτό, ένα αντίτυπο του Κανονισµού αυτού µε µορφή εύχρηστου βιβλιαρίου. Το ίδιο πρέπει να γίνεται και για τους εγκεκριµένους ειδικούς Κανονισµούς του έργου.
3. Για την ερµηνεία των διατάξεων του παρόντος Κανονισµού, αρµόδια είναι η Κεντρική Υπηρεσία του ΥΕΦΠ που µπορεί να εκδίδει διευκρινιστικούς εγκυκλίους.
1. Πέρα απ’ τις διατάξεις του παρόντος Κανονισµού, έχουν εφαρµογή οι διατάξεις της κείµενης νοµοθεσίας που αφορούν θέµατα υγιεινής και ασφάλειας, εφόσον δεν έρχονται σε αντίθεση µε τις διατάξεις αυτού του Κανονισµού και γενικότερα της µεταλλευτικής και λατοµικής νοµοθεσίας ή δεν ρυθµίζονται διαφορετικά απ’ αυτές.
2. Απ’ την ισχύ του παρόντος Κανονισµού, καταργείται κάθε προηγούµενος κανονισµός ή απόφαση ή εγκύκλιος του ΥΕΦΠ που εκδόθηκε πριν απ’ την ισχύ του Ν. 1428/94 και αφορά µέτρα προστασίας εργαζόµενων, εργασιών, διαβατών, περίοικων, περιβάλλοντος, έργων δηµόσιας ωφέλειας κλπ. και ορθολογικής δραστηριότητας, καθώς και δικαιολογητικά και διαδικασίες αδειών που προβλέπονται απ’ τις διατάξεις αυτού του Κανονισµού.
Κατεξαίρεση, διατηρούνται σε ισχύ οι εγκεκριµένοι ειδικοί κανονισµοί έργων στα σηµεία που δεν έρχονται σε αντίθεση µε τις διατάξεις του παρόντος Κανονισµού ή δεν ρυθµίζονται διαφορετικά απ’ αυτές.
3. Οι επιθεωρήσεις Μεταλλείων, οφείλουν, µέσα σ’ ένα εξάµηνο, να αναθεωρήσουν κάθε εντολή τους που βρίσκεται σε ισχύ και έρχεται σε αντίθεση µε τις σχετικές διατάξεις αυτού του Κανονισµού.
4. Η ισχύς του παρόντος Κανονισµού, αρχίζει από την πρώτη Μαρτίου 1985.
5. Η παρούσα να δηµοσιευθεί στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 12 ∆εκεµβρίου 1984
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΡΥΒΑΚΗΣ