Κωδικοποιήθηκε από:
Τροποποιήθηκε από:
Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 286A_2000 | 105.48 KB |
1. Από 1.4.2001 σε επιχειρήσεις για τις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας σαράντα (40) ωρών την εβδομάδα καταργείται η, κατά την κρίση του εργοδότη, υποχρέωση του μισθωτού για υπερεργασιακή απασχόληση πέντε (5) ωρών την εβδομάδα.
2. Στις ως άνω επιχειρήσεις ο εργοδότης διατηρεί την ευχέρεια υπερωριακής απασχόλησης του μισθωτού και ο μισθωτός αντίστοιχα υποχρεούται να παρέχει την εργασία του για τρεις (3) ώρες πέραν του συμβατικού ωραρίου (41η, 42η και 43η ώρα) την εβδομάδα (ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση).
3. Από 1.4.2001 η πέραν των σαράντα τριών (43) ωρών την εβδομάδα επιπλέον απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης.
4. Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα ιδιόρρυθμης υπερωριακής απασχόλησης και νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης μέχρι τη συμπλήρωση 120 ωρών ετησίως, αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%. Για την πέραν των 120 ωρών υπερωριακή απασχόληση εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 435/1976 (ΦΕΚ 251 Α').
5. Ο μισθωτός σε κάθε περίπτωση μη νόμιμης υπερωριακής απασχόλησής του δικαιούται αποζημίωση ίση με το 250% του καταβαλλόμενου ωρομισθίου για κάθε ώρα μη νόμιμης υπερωρίας.
Το άρθρο 41 του ν.1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α'), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν.2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α'), τροποποιείται ως ακολούθως:
«1. Σε επιχειρήσεις, στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας σαράντα (40) ωρών εβδομαδιαίως, επιτρέπεται να καθορίζεται με επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή με συμφωνίες του εργοδότη και του επιχειρησιακού σωματείου ή του εργοδότη και του συμβουλίου των εργαζομένων ή του εργοδότη και των ενώσεων προσώπων της επόμενης παραγράφου, ότι εκατόν τριάντα οκτώ (138) ώρες εργασίας από το συνολικό ετήσιο χρόνο εργασίας κατανέμονται με αυξημένο αριθμό ωρών σε ορισμένες περιόδους και με αντίστοιχη μείωση των ωρών εργασίας κατά το λοιπό διάστημα, τηρουμένων των κειμένων διατάξεων για το χρόνο υποχρεωτικής ανάπαυσης των εργαζομένων, καθώς και του ισχύοντος, κατά το νόμο, ανώτατου ορίου του μέσου χρόνου εβδομαδιαίας απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών. Στην περίπτωση αυτή, ο ανώτατος μέσος όρος των ωρών εβδομαδιαίας εργασίας ετησίως (περίοδος αναφοράς), μη συμπεριλαμβανομένων των νόμιμων υπερωριών, είναι οι τριάντα οκτώ (38) ώρες. Οι περίοδοι ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών και οι περίοδοι άδειας ασθένειας δεν συνυπολογίζονται, όσον αφορά τον υπολογισμό του ετήσιου μέσου όρου. Κατά τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας επιτρέπεται να χορηγείται στον εργαζόμενο, αντί της μείωσης των ωρών εργασίας σε αντιστάθμιση των πρόσθετων ωρών που εργάσθηκε κατά την περίοδο αυξημένου ωραρίου, είτε ανάλογη ημερήσια ανάπαυση (ρεπό) είτε ανάλογη προσαύξηση της ετήσιας μετ’ αποδοχών άδειας.
2. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο ένωση προσώπων αρκεί να έχει συσταθεί από πέντε (5) τουλάχιστον εργαζόμενους, εφόσον η επιχείρηση απασχολεί είκοσι (20) τουλάχιστον εργαζόμενους, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των σχετικών διατάξεων του ν.1264/1982 (ΦΕΚ 79 Α'). Σε επιχειρήσεις που δεν υπάρχει επιχειρησιακό σωματείο ή συμβούλιο εργαζομένων ή ένωση προσώπων της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του ν.1264/1982 (ΦΕΚ 79 Α'), όπως ισχύει, ή απασχολούν λιγότερους από είκοσι (20) εργαζόμενους, η συμφωνία διευθέτησης του χρόνου εργασίας γίνεται μεταξύ του εργοδότη και του αντίστοιχου κλαδικού σωματείου ή της αντίστοιχης ομοσπονδίας. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του εργοδότη και του αντίστοιχου κλαδικού σωματείου ή της αντίστοιχης ομοσπονδίας, το θέμα μπορεί να παραπέμπεται από τον ενδιαφερόμενο στις υπηρεσίες μεσολάβησης και διαιτησίας του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (Ο.ΜΕ.Δ.) κατά τις διατάξεις του ν.1876/1990 (ΦΕΚ 27 Α'), όπως ισχύει, και των προεδρικών διαταγμάτων που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότησή του.
3. Η καταβαλλόμενη, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων, αμοιβή για το συνολικό χρονικό διάστημα είναι ίση με την αντίστοιχη αμοιβή για εργασία οκτώ (8) ωρών ημερησίως και σαράντα (40) ωρών εβδομαδιαίως, χωρίς να επιτρέπεται αυξομείωσή της. Κατά τη διευθέτηση απαγορεύεται η ιδιόρρυθμη υπερωρία και επιτρέπεται μόνο νόμιμη υπερωριακή απασχόληση των εργαζομένων, κατά τις κείμενες διατάξεις. Η προσαύξηση της αμοιβής λόγω υπερωριών υπολογίζεται κατά το τέλος της ετήσιας περιόδου αναφοράς και καταβάλλεται για την πέραν των τριάντα οκτώ (38) ωρών εβδομαδιαίως, κατά μέσο όρο, παρασχεθείσα εργασία.
4. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως και για: α) εποχιακές επιχειρήσεις και β) εργαζόμενους με σύμβαση εργασίας διάρκειας μικρότερης του ενός (1) έτους. Εφόσον από οποιονδήποτε λόγο, ιδίως εξαιτίας παραίτησης ή απόλυσης του εργαζομένου ή εποχιακής λειτουργίας της επιχείρησης, δεν εφαρμόζεται ή δεν ολοκληρώνεται η διευθέτηση του χρόνου εργασίας σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, δεν θίγονται οι ισχύουσες διατάξεις περί της νόμιμης προσαύξησης της αμοιβής της υπερωρίας.
5. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ρυθμίζεται ο τρόπος κατάθεσης των συμφωνιών, η επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση μη τήρησης αυτών, η τηρούμενη διαδικασία, καθώς και κάθε λεπτομέρεια, που αφορά των εφαρμογή του άρθρου αυτού.
6. Με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγονται οι σχετικές ρυθμίσεις του ν.2602/1998 (ΦΕΚ 83 Α') ή άλλων ειδικών νόμων, που αποσκοπούν στην εξυγίανση φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα."
Η κατά την προηγούμενη παράγραφο ένωση προσώπων αρκεί να έχει συσταθεί από πέντε (5) τουλάχιστον εργαζόμενους, εφόσον η επιχείρηση απασχολεί είκοσι (20) τουλάχιστον εργαζόμενους, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των σχετικών διατάξεων του ν.1264/1982 (ΦΕΚ 79 Α'). Σε επιχειρήσεις που δεν υπάρχει επιχειρησιακό σωματείο ή συμβούλιο εργαζομένων ή ένωση προσώπων της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του ν.1264/1982 (ΦΕΚ 79 Α'), όπως ισχύει, ή απασχολούν λιγότερους από είκοσι (20) εργαζόμενους, η συμφωνία διευθέτησης του χρόνου εργασίας γίνεται μεταξύ του εργοδότη και του αντίστοιχου κλαδικού σωματείου ή της αντίστοιχης ομοσπονδίας. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του εργοδότη και του αντίστοιχου κλαδικού σωματείου ή της αντίστοιχης ομοσπονδίας, το θέμα μπορεί να παραπέμπεται από τον ενδιαφερόμενο στις υπηρεσίες μεσολάβησης και διαιτησίας του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (Ο.ΜΕ.Δ.) κατά τις διατάξεις του ν.1876/1990 (ΦΕΚ 27 Α'), όπως ισχύει, και των προεδρικών διαταγμάτων που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότησή του.
Στην παράγραφο 7 του άρθρου 2 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α'), που αντικατέστησε το άρθρο 38 του ν.1892/1990 (ΦΕΚ 101Α'), προστίθεται εδάφιο ως εξής:
"Οι αποδοχές των μερικώς απασχολούμενων μισθωτών προσαυξάνονται κατά επτάμισι τοις εκατό (7,5 %), εφόσον αμείβονται με το κατώτατο, κατά τις κείμενες διατάξεις, όριο αποδοχών και το ωράριο απασχόλησής τους είναι μικρότερο των τεσσάρων (4 ) ωρών ημερησίως."
1. Κυρώνεται και αποκτά ισχύ νόμου η διάταξη του άρθρου 7 της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας της 23.5.2000 (πράξη κατάθεσης στον Υπουργό Εργασίας 31/23.5.2000), η οποία έχει ως εξής:
"Χορηγείται μία επιπλέον εβδομάδα άδειας στις εργαζόμενες μετά τον τοκετό (άδεια λοχείας).
Η συνολική διάρκεια της άδειας μητρότητας αναπροσαρμόζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο σε δεκαεπτά (17) εβδομάδες.
Κατά τα λοιπά εξακολουθούν να ισχύουν οι ρυθμίσεις του άρθρου 7 της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. του 1993."
2. Η καταβολή του επιδόματος λοχείας που χορηγείται από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς που ασφαλίζουν μισθωτές, αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, επεκτείνεται κατά μία (1) επιπλέον εβδομάδα και ανέρχεται σε εννέα (9) συνολικά. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 9 του ν. 2224/1994 (ΦΕΚ 112 Α').
1. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 5 του ν.2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α') προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
"Με το ίδιο προεδρικό διάταγμα ορίζονται και: (α) οι προδιαγραφές για τη σύσταση των Ιδιωτικών Γραφείων Συμβούλων Εργασίας, (β) οι όροι, προϋποθέσεις, προδιαγραφές, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, οι λόγοι και η διαδικασία χορήγησης άδειας λειτουργίας παραρτημάτων, καθώς και οι λόγοι και η διαδικασία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας αυτών, (γ) οι διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται για την παράβαση των διατάξεων της νομοθεσίας."
2. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 5 του ν.2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α') προστίθεται τρίτο και τέταρτο εδάφιο ως εξής:
"Τα Ιδιωτικά Γραφεία Συμβούλων Εργασίας υποχρεούνται να παρέχουν στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων τα στοιχεία που αφορούν στον αριθμό των θέσεων εργασίας για τις οποίες μεσολάβησαν το προηγούμενο εξάμηνο ανά ειδικότητα, επίπεδο εκπαίδευσης και κατηγορία (άνεργος ή μη) και να συνεργάζονται με τον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.) και το Εθνικό Παρατηρητήριο Απασχόλησης (Ε.Π.Α.). Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ορίζεται ο τρόπος, η διαδικασία και η μορφή συνεργασίας των Ιδιωτικών Γραφείων με τον Ο.Α.Ε.Δ. και το Εθνικό Παρατηρητήριο Απασχόλησης (Ε.Π.Α.) και καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την τήρηση των υποχρεώσεών τους προς το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.)."
3. Φυσικά ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που έχουν ως αντικείμενο τη μεσολάβηση με οποιονδήποτε τρόπο για την εξεύρεση θέσεων εργασίας σε ημεδαπούς ή αλλοδαπούς και λειτουργούν, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, χωρίς άδεια λειτουργίας, μπορούν να υποβάλλουν στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων σχετική αίτηση για χορήγηση της άδειας αυτής μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία σαράντα πέντε (45) ημερών, που αρχίζει από τη δημοσίευση του νόμου αυτού. Η ως άνω άδεια χορηγείται με τους όρους, τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία του παρόντος άρθρου και των κατ’ εξουσιοδότηση του παρόντος προεδρικών διαταγμάτων και υπουργικών αποφάσεων.
4. Στο τέλος του άρθρου 5 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α') προστίθεται τελευταία παράγραφος ως εξής:
"Στα Ιδιωτικά Γραφεία Συμβούλων Εργασίας και τυχόν παραρτήματά τους, που λειτουργούν χωρίς άδεια ή κατά παράβαση των όρων αδείας ή συνεχίζουν να λειτουργούν κατά παράβαση των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος ή μεσολαβούν για παράνομη απασχόληση, επιβάλλονται με αιτιολογημένη πράξη του αρμόδιου Επιθεωρητή Εργασίας και ύστερα από πρόσκλησή του για παροχή εξηγήσεων οι εξής διοικητικές κυρώσεις: α) πρόστιμο ύψους τουλάχιστον δύο εκατομμυρίων (2.000.000) δραχμών, β) προσωρινή διακοπή της λειτουργίας τους μέχρι ένα (1) μήνα. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μπορεί, ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε), να τους επιβληθεί προσωρινή διακοπή μεγαλύτερη του ενός (1) μηνός μέχρι και οριστική διακοπή της λειτουργίας τους.
Η πράξη επιβολής προστίμου, κατά τα ανωτέρω, κοινοποιείται με απόδειξη στον παραβάτη και αποτελεί έσοδο του Δημοσίου. Κατά της πράξης επιβολής προστίμου ασκείται προσφυγή ουσίας μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την κοινοποίησή της ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου. Η προσφυγή είναι απαράδεκτη αν δεν κοινοποιηθεί στην αρμόδια υπηρεσία του Σ.ΕΠ.Ε. μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την κατάθεσή της. Η άσκηση της προσφυγής έχει ανασταλτικό χαρακτήρα για το 80% του προστίμου. Από την αρμόδια υπηρεσία του Σ.ΕΠ.Ε. βεβαιώνεται το 20% του επιβληθέντος προστίμου με την άσκηση της εμπρόθεσμης προσφυγής, το οποίο εισπράττεται από την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) ως δημόσιο έσοδο. Με αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μπορεί να ρυθμίζονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες. Για την επιβολή των παραπάνω διοικητικών κυρώσεων συνεκτιμώνται η σοβαρότητα της παράβασης, η τυχόν επαναλαμβανόμενη μη συμμόρφωση στις υποδείξεις των αρμόδιων οργάνων, οι παρόμοιες παραβάσεις για τις οποίες έχουν επιβληθεί κυρώσεις στο παρελθόν και ο βαθμός υπαιτιότητας. Η εκτέλεση των διοικητικών κυρώσεων προσωρινής και οριστικής διακοπής γίνεται από την αρμόδια αστυνομική αρχή. Με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να αυξάνονται τα όρια του προβλεπόμενου στη διάταξη αυτήν προστίμου."
5. Η παράγραφος 3 του άρθρου 5 και το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου του ν.2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α') καταργούνται.
6. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 8 του π.δ. 160/1999 (ΦΕΚ 157 Α') προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
"Το τίμημα μεσολάβησης για συμβάσεις εργασίας στελεχών, των οποίων οι μηνιαίες αποδοχές υπερβαίνουν το επταπλάσιο του κατώτατου ορίου αποδοχών, όπως εκάστοτε καθορίζεται από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.), διαμορφώνεται ύστερα από συμφωνία του Ιδιωτικού Γραφείου και του εργοδότη που προσλαμβάνει το στέλεχος. Η διαμεσολάβηση γίνεται σε κάθε περίπτωση χωρίς οικονομική επιβάρυνση του εργαζομένου."
7. Στο άρθρο 3 παρ. 3, στο άρθρο 4 παρ. 3 και στο εδάφιο 5 του άρθρου 5 του π.δ. 160/1999 (ΦΕΚ 157 Α') η φράση "που διοικούν" αντικαθίσταται με τη φράση "που διευθύνουν το Ιδιωτικό Γραφείο".
(Κατάργηση άρθρου 12: Άρθρο 112§2, Ν. 4052/2012).
1. Στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων συνιστάται γνωμοδοτική επιτροπή για θέματα χορήγησης αδειών λειτουργίας των Εξωτερικών Υπηρεσιών Προστασίας και Πρόληψης (ΕΞ.Υ.Π.Π.) που προβλέπονται στα άρθρα 4 και 5 του π.δ. 17/1996 (ΦΕΚ 11 Α') και στο π.δ. 95/1999 (ΦΕΚ 102 Α').
2. Μέλη της Γνωμοδοτικής Επιτροπής ΕΞ.Υ.Π.Π. είναι: δύο υπάλληλοι του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ένας υπάλληλος από το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας, ένας εκπρόσωπος της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Ε.), ένας εκπρόσωπος των εργοδοτών που υποδεικνύεται από κοινού από το Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών (Σ.Ε.Β.), από τη Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε.) και την Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (Ε.Σ.Ε.Ε.) και τρεις εκπρόσωποι επιστημονικών φορέων από το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος (Τ.Ε.Ε.), την Ένωση Ελλήνων Χημικών (Ε.Ε.Χ.) και τον Πανελλήνιο Ιατρικό Σύλλογο (Π.Ι.Σ.).
3. Χρέη προέδρου στην επιτροπή ασκεί ο ανώτερος στο βαθμό υπάλληλος του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και στην περίπτωση ομοιοβάθμων εκείνος που έχει τα περισσότερα χρόνια υπηρεσίας στο βαθμό.
4. Έργο της επιτροπής είναι ο έλεγχος των υπό αδειοδότηση ΕΞ.Υ.Π.Π. και η σχετική γνωμοδότηση προς την αρμόδια Γενική Διεύθυνση του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Στη γνωμοδότηση αναφέρονται και οι απόψεις των μειοψηφούντων μελών της επιτροπής.
5. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων καθορίζονται ειδικότερα τα της συγκρότησης και λειτουργίας της Επιτροπής, τα των αρμοδιοτήτων και του τρόπου άσκησης του έργου της και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων καθορίζονται τα της αποζημιώσεως των μελών της ανωτέρω επιτροπής.
1. Στις αρμοδιότητες του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.) περιλαμβάνεται εφεξής και η κύρωση των εσωτερικών κανονισμών εργασίας επιχειρήσεων, κατά τις διατάξεις του ν.δ.3789/1957, η έγκριση ή απόρριψη παραπόνων οργανώσεων εργαζομένων κατά διατάξεων κανονισμών εργασίας σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 2 του ν.δ.3789/1957 (ΦΕΚ 210 Α') και η επέκταση της υποχρέωσης κύρωσης εσωτερικών κανονισμών εργασίας και σε επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες, που απασχολούν προσωπικό κάτω των εβδομήντα (70) και όχι κάτω των σαράντα (40) προσώπων.
2. Το εδάφιο 1 της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του ν.2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α') αντικαθίσταται ως εξής:
"Το Σ.ΕΠ.Ε. στελεχώνεται με αποσπάσεις υπαλλήλων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με αποσπάσεις υπαλλήλων του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, με μετατάξεις, καθώς και με νέες προσλήψεις, κατά τις κείμενες διατάξεις."
3. Οι αποσπασμένοι στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση υπάλληλοι του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων οι οποίοι είχαν το δικαίωμα να τοποθετηθούν στο Σ.ΕΠ.Ε. ως επιθεωρητές εργασίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α') όπως ισχύει, και δεν το δήλωσαν στην τασσόμενη από το ίδιο άρθρο προθεσμία, μπορούν να τοποθετηθούν, μετά από αίτησή τους, που υποβάλλεται στη Διεύθυνση Προσωπικού του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων εντός διμήνου από τη δημοσίευση του νόμου αυτού. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για όσους συγκέντρωναν προϋποθέσεις και είχαν την ιδιότητα συμβασιούχου με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον με μεταγενέστερες διατάξεις εντάχθηκαν στο τακτικό προσωπικό του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
4. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων υπάλληλοι του κλάδου ΔΕ Διοικητικού-Λογιστικού του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.) του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων εντάσσονται στον προσωρινό κλάδο ΔΕ Επιθεωρητών Εργασίας, που συστάθηκε με το άρθρο 22 του ν.2736/1999 (ΦΕΚ 172 Α'), εφόσον έχουν τουλάχιστον πενταετή προϋπηρεσία σε υπηρεσίες Επιθεώρησης Εργασίας κατά την ισχύ του ν. 2736/1999, η οποία διαπιστώνεται από το αρμόδιο Υπηρεσιακό Συμβούλιο, και εφόσον παρακολουθήσουν επιτυχώς ειδικό πρόγραμμα εκπαίδευσης, που καταρτίζεται από τον Ειδικό Γραμματέα του Σ.ΕΠ.Ε. μετά από γνώμη του Συμβουλίου Κοινωνικού Ελέγχου Επιθεώρησης Εργασίας.
Για τους εντασσόμενους δημιουργούνται θέσεις σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 8 του ν.2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α'), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 22 του ν.2736/1999 (ΦΕΚ 172 Α').
5. Για την προαγωγή σε θέσεις βαθμού Γενικού Διευθυντή της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή για την προαγωγή σε θέσεις Διευθυντή της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου ή του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.) κρίνονται οι υπάλληλοι και των δύο υπηρεσιών που έχουν τις προϋποθέσεις του ν. 2683/1999. Η αντιστοιχία των κατηγοριών για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής προσδιορίζεται ως εξής: Όπου στις κείμενες διατάξεις για την προαγωγή στις θέσεις Διευθυντών και Γενικών Διευθυντών προβλέπεται ότι είναι υποψήφιοι υπάλληλοι της κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ) Διοικητικού-Οικονομικού εννοούνται και οι υπάλληλοι των κλάδων Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ) των Κοινωνικών Επιθεωρητών και αντίστροφα. Όπου προβλέπεται ότι είναι υποψήφιοι υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ Μηχανικών ή ΠΕ Θετικών Επιστημών ή ΠΕ Ιατρών, Ιατρών Ειδικοτήτων, εννοούνται και οι υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ των Τεχνικών Επιθεωρητών και ΠΕ των Υγειονομικών Επιθεωρητών και αντίστροφα.
Στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α'), καθώς και στην περίπτωση β' της παραγράφου 2.1 του άρθρου 6 του π.δ. 136/1999 (ΦΕΚ 134 Α') μετά τη λέξη "Σ.ΕΠ.Ε" προστίθενται οι λέξεις "σε επίπεδο τμήματος".
6. Οι έχοντες τις απαιτούμενες προϋποθέσεις υπάλληλοι που έχουν καταλάβει θέση επιθεωρητή εργασίας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 του ν.2736/1999 (ΦΕΚ 172 Α'), δύνανται να επιλέγονται ως προϊστάμενοι τμήματος ή αντιστοίχου επιπέδου οργανικής μονάδας εφόσον μεταξύ των κρινόμενων δεν υπάρχουν υπάλληλοι κατηγορίας ΠΕ ή ΤΕ.
Το άρθρο 4 του ν.δ. 515/1970 (ΦΕΚ 95 Α') "περί χρονικών ορίων εργασίας μισθωτών", όπως συμπληρώθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 18 του ν. 1082/1980 (ΦΕΚ 250 Α'), καθώς και οι παράγραφοι α και β του άρθρου 13 του ν.δ. 1037/1971 (ΦΕΚ 235 Α') "περί χρονικών ορίων λειτουργίας καταστημάτων και εργασίας του προσωπικού αυτών" αντικαθίσταται ως εξής:
"1. Κάθε εργοδότης υπαγόμενος στις διατάξεις του παρόντος υποχρεούται όπως μια φορά το χρόνο και κατά το χρονικό διάστημα από 15 Σεπτεμβρίου έως 15 Νοεμβρίου καταθέτει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, στην αρμόδια υπηρεσία του Σ.ΕΠ.Ε.-Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης, εις διπλούν, πίνακα με την επωνυμία, το είδος, τον τόπο λειτουργίας και το Α.Φ.Μ. της επιχείρησης ο οποίος θα περιλαμβάνει τα παρακάτω στοιχεία ενός εκάστου των απασχολούμενων σε αυτή μισθωτών.
Α. Το ονοματεπώνυμο, ονοματεπώνυμο πατέρα και μη-τέρας, ηλικία και οικογενειακή κατάσταση (τέκνα).
Β. Την ειδικότητα, ημερομηνία πρόσληψης και την τυχόν προϋπηρεσία στην ειδικότητα.
Γ. Τον αριθμό κάρτας πρόσληψης (Ο.Α.Ε.Δ.), τον αριθμό μητρώου του Ι.Κ.Α., τον αριθμό βιβλιαρίου ανηλίκων (επί απασχολήσεων ανηλίκων) και τον αριθμό αδείας εργασίας αλλοδαπού (επί απασχολήσεως αλλοδαπού).
Δ. Τα στοιχεία του τεχνικού ασφάλειας και του γιατρού εργασίας, καθώς και το ωράριο απασχόλησής τους στην επιχείρηση.
Ε. Τη διάρκεια εργασίας (ώρες έναρξης και λήξης ημερήσιας εργασίας), το διάλειμμα και τις διακοπές εργασίας.
ΣΤ. Τις πάσης φύσεως καταβαλλόμενες αποδοχές.
2. Η ορθότητα και η ακρίβεια των αναγραφομένων πάσης φύσεως αποδοχών, καθώς και των λοιπών στοιχείων αποτελεί ευθύνη του υπεύθυνου εργοδότη ή του εξουσιοδοτημένου από αυτόν προσώπου. Ο ανωτέρω πίνακας προσωπικού προσυπογράφεται υποχρεωτικά και από τον Προϊστάμενο Προσωπικού ή Οικονομικού ή Λογιστηρίου ή τον υπεύθυνο λογιστή που συμπράττει στη σύνταξή του, οι οποίοι βεβαιώνουν την ακρίβεια των πάσης φύσεως αποδοχών και έχουν όλες τις ευθύνες που προβλέπονται από το ν.1599/1986 (ΦΕΚ 75 Α'). Τυχόν παράλειψη της υπογραφής από τον υπεύθυνο λογιστή αιτιολογείται από τον εργοδότη με δήλωση του ν.1599/1986 (ΦΕΚ 75 Α').
3. Οι εποχικού χαρακτήρα επιχειρήσεις υποχρεούνται όπως καταθέτουν τον πίνακα προσωπικού εντός μηνός από την έναρξη της εποχικής περιόδου.
4. Με μέριμνα του εργοδότη το ένα αντίτυπο του ανωτέρω πίνακα παραλαμβάνεται από την υπηρεσία κατάθεσης σφραγισμένο και αναρτάται σε εμφανές σημείο του τόπου εργασίας χωρίς τη στήλη των καταβαλλόμενων αποδοχών προφυλασσόμενο κατάλληλα από τυχόν φθορές. Το άλλο παραμένει στο αρχείο της υπηρεσίας του Σ.ΕΠ.Ε.. Στο αρχείο των κατατεθειμένων πινάκων των υπηρεσιών του Σ.ΕΠ.Ε. έχει άμεση πρόσβαση η αρμόδια υπηρεσία του Ι.Κ.Α. σε κάθε περίπτωση.
5. Σε περίπτωση αλλαγής της νομικής εκπροσώπησης της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης και του ωραρίου εργασίας ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας ή σε περίπτωση προσλήψεως νέων εργαζομένων ο εργοδότης υποχρεούται να καταθέσει συμπληρωματικά πίνακα προσωπικού μόνο ως προς τα νέα στοιχεία, κατά περίπτωση, εντός δεκαπέντε (15) ημερών από της επελεύσεως της μεταβολής.
6. Εφόσον η, πέραν του νόμιμου ωραρίου εργασίας, λειτουργία της επιχείρησης εξασφαλίζεται διά διαδοχικής εναλλαγής περισσότερων της μιας ομάδων (βάρδιες) ή σε περίπτωση επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων συνεχούς λειτουργίας με εναλλασσόμενες ομάδες (βάρδιες) επιβάλλεται η κατάθεση προγράμματος δύο φορές κατ’ έτος (μία τουλάχιστον ανά εξάμηνο).
7. Ο έλεγχος του πίνακα προσωπικού γίνεται σε κάθε στάδιο από την κατάθεση μέχρι τη διενέργεια επιθεωρήσεων στους χώρους εργασίας όπου ελέγχεται εξαντλητικά".
1. Οι συμμετέχοντες στα προγράμματα απόκτησης εργασιακής εμπειρίας ανέργων, που προβλέπονται από τη διάταξη της παραγράφου 15 του άρθρου 20 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α') και υπάγονται στην ασφάλιση του κλάδου παροχών ασθενείας σε είδος του Ι.Κ.Α., σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 18 του ν. 2458/1997 (ΦΕΚ 15 Α'), υπάγονται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. και κατά του κινδύνου ατυχήματος. Ο υπολογισμός των καταβλητέων εισφορών γίνεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 18 του ν. 2458/1997 (ΦΕΚ 15 Α').
2. Η περίπτωση α' της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α') αντικαθίσταται από τότε που ίσχυσε ως εξής:
"α) Η διαδικασία, τα όργανα, οι κατηγορίες, ο αριθμός, οι υπάλληλοι του Ο.Α.Ε.Δ. και η αποζημίωσή τους για τη διενέργεια ελέγχων που αφορούν την εκτέλεση προγραμμάτων κατάρτισης και απασχόλησης και την υποστήριξη αυτών, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια."
Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 825/1978 (ΦΕΚ 189 Α'), όπως συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 27 του ν. 1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α') και την παράγραφο 1 του άρθρου 48 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α') και αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 25 του ν. 2556/1997 (ΦΕΚ 270 Α'), αντικαθίσταται ως εξής:
"Κατ’ εξαίρεση ο ασφαλισμένος που έχει πραγματοποιήσει τον παραπάνω αριθμό ημερών εργασίας, εκ των οποίων επτά χιλιάδες πεντακόσιες (7.500) σε βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα και έχει συμπληρώσει: α) το 55ο έτος της ηλικίας, δικαιούται πλήρη σύνταξη και β) το 53ο έτος της ηλικίας, δικαιούται σύνταξη μειωμένη κατά 1/200 της πλήρους σύνταξης για κάθε μήνα που υπολείπεται από το οριζόμενο στο εδάφιο αυτό όριο ηλικίας της πλήρους σύνταξης.
Η ετήσια δαπάνη, που βαρύνει το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.) για την καταβολή των συντάξεων αυτών μέχρι 31.12.2004, καταβάλλεται από το "Λογαριασμό για την Απασχόληση και την Επαγγελματική Κατάρτιση" (Λ.Α.Ε.Κ.) του ν. 2434/1996 (ΦΕΚ 188 Α') απολογιστικά εντός του πρώτου τριμήνου του επόμενου έτους.
Από το Λ.Α.Ε.Κ. επίσης καταβάλλεται ετησίως προς το Ι.Κ.Α. και ποσό αντίστοιχο με την απώλεια των ασφαλιστικών εισφορών του κλάδου σύνταξης των συνταξιοδοτούμενων ασφαλισμένων του Ιδρύματος μέχρι 31.12.2004.
1. Η αρχική περίοδος της παραγράφου 3 του άρθρου 22 του ν. 2469/1997 (ΦΕΚ 38 A') αντικαθίσταται, από τότε που ίσχυσε, ως εξής:
"Για την υλοποίηση των σκοπών του το Κέντρο πραγματοποιεί κάθε αναγκαίο έργο και έχει ιδίως αρμοδιότητα να:"
Ομοίως, στην ίδια παράγραφο του άρθρου 22 του ν. 2469/1997 προστίθεται εδάφιο με στοιχείο ε', που έχει ως εξής:
"ε. Προβαίνει στον καθορισμό των κριτηρίων και των διαδικασιών πιστοποίησης και αξιολόγησης, στη βαθμολόγηση και στη χορήγηση ή μη της πιστοποίησης, στην άρση της πιστοποίησης και στη τυχόν επιβολή κυρώσεων, καθώς και στη συγκρότηση Γνωμοδοτικών Επιτροπών Πιστοποίησης και Επιτροπών Ελέγχου και Αξιολόγησης".
2. α) Τα δύο πρώτα εδάφια της παραγράφου 5 του άρθρου 22 του ν. 2469/1997 αντικαθίστανται, από τότε που ίσχυσαν, ως εξής:
"Τη διοίκηση του Κέντρου ασκούν: α) το Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο είναι επταμελές, αποτελούμενο από τον πρόεδρο και από έξι (6) μέλη, β) ο Πρόεδρος του Δ.Σ. και γ) ο Γενικός Διευθυντής.
Στις αρμοδιότητες του Δ.Σ. του Κέντρου περιλαμβάνονται ιδίως ο καθορισμός των όρων και προϋποθέσεων, των κριτηρίων και των διαδικασιών πιστοποίησης και αξιολόγησης, η βαθμολόγηση και η χορήγηση ή μη της πιστοποίησης, η άρση της πιστοποίησης, ο καθορισμός των όρων, προϋποθέσεων και της διαδικασίας επιβολής τυχόν κυρώσεων και η επιβολή αυτών, καθώς και η συγκρότηση Γνωμοδοτικών Επιτροπών Πιστοποίησης και Επιτροπών Ελέγχου και Αξιολόγησης.
Ειδικότερα, όσον αφορά την ανάπτυξη και εφαρμογή του έργου της πιστοποίησης, το Δ.Σ. του Κέντρου έχει ιδίως αρμοδιότητα να:
Α) Καθορίζει και αναπροσαρμόζει, ύστερα από εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, τους όρους και προϋποθέσεις, τα κριτήρια και τις διαδικασίες ελέγχου, πιστοποίησης και αξιολόγησης που ανάγονται στις αρμοδιότητες του Κέντρου.
Β) Προγραμματίζει και καθορίζει, ύστερα από εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, τις ανάγκες σε Πιστοποιούμενες Δομές Σ.Ε.Κ. και Σ.Υ.Υ., καθώς και σε εκπαιδευτές Σ.Ε.Κ. και στελέχη Σ.Υ.Υ..
Γ) Συγκροτεί, ύστερα από εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, τις Γνωμοδοτικές Επιτροπές Πιστοποίησης.
Δ) Αποφασίζει, ύστερα από εισήγηση των Γνωμοδοτικών Επιτροπών Πιστοποίησης των Δομών Σ.Ε.Κ. και Σ.Υ.Υ. τη βαθμολόγηση και τη χορήγηση ή μη της πιστοποίησης.
Ε) Αποφασίζει, σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά περίπτωση διαδικασίες πιστοποίησης, τη χορήγηση ή μη πιστοποίησης της εκπαίδευσης εκπαιδευτών Σ.Ε.Κ. και στελεχών Σ.Υ.Υ., καθώς και των προτύπων αναλυτικών προγραμμάτων σπουδών Σ.Ε.Κ..
ΣΤ) Αποφασίζει, κατόπιν ελέγχων και ύστερα από εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, την άρση της πιστοποίησης και την επιβολή των προβλεπόμενων κυρώσεων.
Ζ) Αποφασίζει, ύστερα από εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, για την παροχή υπηρεσιών προς τρίτους που άπτονται των σκοπών του Κέντρου.
Η) Εξουσιοδοτεί με απόφασή του τον Γενικό Διευθυντή του Κέντρου για τη συγκρότηση Επιτροπών Ελέγχου και Αξιολόγησης των ήδη πιστοποιημένων δομών και λειτουργιών αρμοδιότητας του Κέντρου.
Θ) Αποφασίζει, ύστερα από εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, για την ανάπτυξη, οργάνωση και εφαρμογή ή και ανάθεση της εφαρμογής σε τρίτους, πρότυπων προγραμμάτων εκπαίδευσης εκπαιδευτών Σ.Ε.Κ. και στελεχών Σ.Υ.Υ..
1) Αποφασίζει, ύστερα από εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, για την ανάθεση μελετών σχετικών με το έργο της πιστοποίησης σε τρίτους.
ΙΑ) Μεριμνά για τη βελτίωση και παραπέρα ανάπτυξη του Εθνικού Συστήματος Πιστοποίησης Δομών Σ.Ε.Κ. και Σ.Υ.Υ. και λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού αυτού.
Οι αποφάσεις του Δ.Σ. του Κέντρου που αφορούν τις αρμοδιότητες αυτού που αναφέρονται στα παραπάνω εδάφια Α', Β', Γ' και Η' υποβάλλονται προς έγκριση στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, του οποίου η εγκριτική απόφαση δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως."
β) Ομοίως, στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 22 του ν. 2469/1997 προστίθενται τα ακόλουθα:
"Τον Γενικό Διευθυντή ελλείποντα, απόντα ή κωλυόμενο αναπληρώνει μέλος του Δ.Σ. του Κέντρου, που ορίζεται με απόφαση του Προέδρου."
3. Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου τα θέματα που αναφέρονται στα παραπάνω εδάφια Α', Β', Γ', και Η' της προηγούμενης παραγράφου ρυθμίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η οποία εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Δ.Σ. του Εθνικού Κέντρου Πιστοποίησης Δομών Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης και Συνοδευτικών Υποστηρικτικών Υπηρεσιών.
4. Σε περίπτωση κατάργησης ή συγχώνευσης ή οποιοσδήποτε άλλης μεταβολής της Διεύθυνσης Ελέγχου και Αξιολόγησης της Γενικής Γραμματείας Διαχείρισης Κοινοτικών Πόρων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ως μέλος του Δ.Σ. του Εθνικού Κέντρου Πιστοποίησης Δομών Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης και Συνοδευτικών Υποστηρικτικών Υπηρεσιών ορίζεται, μαζί με τον αναπληρωτή του, από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ανώτερος υπάλληλος του Υπουργείου, που υπηρετεί σε υπηρεσίες αυτού που έχουν αρμοδιότητα σε ένα ή περισσότερα αντικείμενα αναφορικά με τη διαχείριση, παρακολούθηση, συντονισμό, εφαρμογή και έλεγχο των χρηματοδοτούμενων από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (Ε.Κ.Τ. ) προγραμμάτων.
Το κατ’ εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου οριζόμενο μέλος του Δ.Σ. καταλαμβάνει τη θέση του μέλους του Δ.Σ. που προβλέπεται από την παράγραφο 1 περίπτωση β' του άρθρου 3 του π.δ. 67/1997 (ΦΕΚ 61 Α'/ 21.4.1997) και αναπληρώνει τον Πρόεδρο του Δ.Σ. σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του.
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά από τις επί μέρους διατάξεις του.
Αθήνα, 29 Δεκεμβρίου 2000
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΔΗΜ. ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ Β. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ |
ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Γ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ |
ΕΘΝ. ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ Π. ΕΥΘΥΜΙΟΥ |
ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Α. ΓΙΑΝΝΙΤΣΗΣ |
ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ |
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ Μ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ |
ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ
Χ. ΒΕΡΕΛΗΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους
Αθήνα, 29 Δεκεμβρίου 2000
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
Μ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ