Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 1765Β_2022 | 309.17 KB |
1. Την παρ. 7 του άρθρου 14 του ν. 3534/2007 «Σύσταση Αρχής για την κατανομή του διαθέσιμου χρόνου χρήσης στους ελληνικούς αερολιμένες και άλλες διατάξεις» (Α’ 40), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 49 του ν. 4784/2021 (Α’ 40).
2. Το άρθρο 4 του π.δ. 123/2016 «Ανασύσταση και μετονομασία του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, ανασύστασης του Υπουργείου Τουρισμού, σύσταση Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής και Υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, μετονομασία Υπουργείων Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων» (Α’ 208).
3. Το π.δ. 123/2017 «Οργανισμός του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών» (Α’ 151).
4. Το π.δ. 81/2019 «Σύσταση, συγχώνευση, μετονομασία και κατάργηση Υπουργείων και καθορισμός των αρμοδιοτήτων τους - Μεταφορά υπηρεσιών και αρμοδιοτήτων μεταξύ Υπουργείων» (Α’ 119).
5. Το π.δ. 83/2019 «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α’ 121).
6. Το π.δ. 68/2021 «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρώτριας Υπουργού και Υφυπουργών» (Α’ 155).
7. Την υπ’ αρ. 317/22-9-2021 απόφαση Πρωθυπουργού και Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Υποδομών και Μεταφορών, Μιχαήλ Παπαδόπουλο» (Β’ 4383).
8. Το π.δ. 2/2021 «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α’ 2).
9. Το ν. 4622/2019 «Επιτελικό Κράτος: οργάνωση, λειτουργία και διαφάνεια της Κυβέρνησης, των κυβερνητικών οργάνων και της κεντρικής δημόσιας διοίκησης» (Α’ 133).
10. Το άρθρο 5 του ν. 3469/2006 «Εθνικό Τυπογραφείο, Εφημερίς της Κυβερνήσεως και λοιπές διατάξεις» (Α’ 131).
11. Τον ν. 4727/2020 «Ψηφιακή Διακυβέρνηση (Ενσωμάτωση στην Ελληνική Νομοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2102 και της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1024) Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (Ενσωμάτωση στο Ελληνικό Δίκαιο της Οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972) και άλλες διατάξεις» (Α’ 184).
12. Το άρθρο 90 του Κώδικα νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα, που κωδικοποιήθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (Α’ 98), σε συνδυασμό με την παρ. 22 του άρθρου 119 του ν. 4622/2019 (Α’ 133).
13. Την υπ’ αρ. 372545/24-12-2021 Εισηγητική Έκθεση Δημοσιονομικών Επιπτώσεων του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών του εδαφίου ε’ της παρ. 5 του άρθρου 24 του ν. 4270/2014 (Α’ 143), σύμφωνα με την οποία από τις διατάξεις της παρούσας ουδεμία επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού προκαλείται και ουδεμία αξιοσημείωτη απώλεια ή αύξηση των δημοσίων εσόδων επέρχεται από τη βεβαίωση και πληρωμή των παραβάσεων σε σχέση με το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο.
14. Την υπ’ αρ. 80/30-08-2019 απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Προστασίας του Πολίτη, Ελευθέριο Οικονόμου» (Β’ 3058), αποφασίζουμε:
1. Σκοπός του Πρώτου Μέρους της παρούσας είναι η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2020/1057 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 2020, το οποίο θεσπίζει ειδικούς κανόνες σχετικά με ορισμένες πτυχές της Οδηγίας 96/71/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία (ΕΕ) 2018/957 αναφορικά με την απόσπαση οδηγών στον τομέα των οδικών μεταφορών, που ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με το π.δ. 30/2021 (Α’ 75), και της Οδηγίας 2014/67/ΕΕ, αναφορικά με τις διοικητικές απαιτήσεις και τα μέτρα ελέγχου, καθώς και τη διοικητική συνεργασία για την απόσπαση αυτών των οδηγών, που ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με το π.δ. 101/2016 (Α’ 178).
2. Σκοπός του Δεύτερου Μέρους της παρούσας είναι η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2006/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 2006 «για καθορισμό ελάχιστων προϋποθέσεων για την εφαρμογή των Κανονισμών (ΕΚ) 561/2006 και (ΕΕ) 165/2014 και της Οδηγίας 2002/15/ΕΚ σχετικά με την κοινωνική νομοθεσία όσον αφορά δραστηριότητες οδικών μεταφορών και για την κατάργηση της Οδηγίας 88/599/ΕΟΚ του Συμβουλίου» (ΕΕ L 102 της 11.4.2006), όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2009/4 και τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/403 της Επιτροπής, της 18ης Μαρτίου 2016 (ΕΕ L 74 της 19.3.2016) και το άρθρο 2 της Οδηγίας (ΕΕ) 2020/1057 της 15ης Ιουλίου 2020 (ΕΕ L 249 της 31.7.2020), και η αντικατάσταση της υπό στοιχεία Γ438/οικ.28317/2481/2009 κοινής υπουργικής απόφασης (Β’ 989).
Η παρούσα θεσπίζει ειδικούς κανόνες σχετικά με ορισμένες πτυχές του π.δ. 30/2021 (Α’ 75) [Οδηγία 96/71/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία (ΕΕ) 2018/957] αναφορικά με την απόσπαση οδηγών στον τομέα των οδικών μεταφορών και του π.δ. 101/2016 (Α’ 178) (Οδηγία 2014/67/ΕΕ) αναφορικά με τις διοικητικές απαιτήσεις και τα μέτρα ελέγχου για την απόσπαση αυτών των οδηγών.
Οι ειδικοί κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 2 ισχύουν για τους οδηγούς που απασχολούνται από επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο λαμβάνει το διεθνικό μέτρο που αναφέρεται στην υποπερ. βα) της περ. β) της παρ. 4 του άρθρου 1 του π.δ. 30/2021 (στοιχ. α) της παρ. 3 του άρθρου 1 της Οδηγίας 96/71/ΕΚ).
1. Κατά παρέκκλιση από την παρ. 2 του άρθρου 2 του π.δ. 30/2021 (παρ. 1 άρθρου 2 της Οδηγίας 96/71/ΕΚ), δεν θεωρείται αποσπασμένος ένας οδηγός για το σκοπό του π.δ. 30/2021 (Οδηγία 96/71/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2018/957) όταν εκτελεί διμερείς μεταφορές εμπορευμάτων.
Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, ως διμερής μεταφορά εμπορευμάτων νοείται η μεταφορά εμπορευμάτων, με βάση σύμβαση μεταφοράς, από το κράτος μέλος εγκατάστασης, όπως ορίζεται στην παρ. 8 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 1071/2009, σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, ή από άλλο κράτος μέλος ή τρίτη χώρα στο κράτος μέλος εγκατάστασης.
2. Από τις 2 Φεβρουαρίου 2022, ημερομηνία από την οποία οι οδηγοί απαιτείται, δυνάμει της παρ. 7 του άρθρου 34 του Κανονισμού (ΕΕ) 165/2014, να καταγράφουν χειροκίνητα τα δεδομένα διέλευσης των συνόρων, η εξαίρεση για τις διμερείς μεταφορές εμπορευμάτων που προβλέπεται στην παρ. 1 εφαρμόζεται και όταν, επιπλέον της διμερούς μεταφοράς, ο οδηγός εκτελεί μία δραστηριότητα φόρτωσης και/ή εκφόρτωσης στα κράτη μέλη ή στις τρίτες χώρες που διασχίζει, υπό την προϋπόθεση ότι ο οδηγός δεν φορτώνει εμπορεύματα και δεν τα εκφορτώνει στο ίδιο κράτος μέλος. Όταν μια διμερής μεταφορά που ξεκινά από το κράτος μέλος εγκατάστασης, στη διάρκεια της οποίας δεν εκτελείται επιπλέον δραστηριότητα, ακολουθείται από διμερή μεταφορά στο κράτος μέλος εγκατάστασης, η εξαίρεση για επιπλέον δραστηριότητες που ορίζεται στο προηγούμενο εδάφιο αυτής της παραγράφου ισχύει για μέγιστο αριθμό δύο επιπλέον δραστηριοτήτων φόρτωσης και/ή εκφόρτωσης, υπό τους όρους που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο αυτής της παραγράφου.
3. Οι εξαιρέσεις για επιπλέον δραστηριότητες που ορίζονται στην παρ. 2 εφαρμόζονται μόνο μέχρι την ημερομηνία από την οποία οι ευφυείς ταχογράφοι που είναι συμβατοί με την απαίτηση καταγραφής διελεύσεων των συνόρων και συμπληρωματικών δραστηριοτήτων, όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 8 του Κανονισμού (ΕΕ) 165/2014, απαιτείται να τοποθετηθούν στα οχήματα για τα οποία εκδίδεται άδεια κυκλοφορίας για πρώτη φορά σε κράτος μέλος, όπως ορίζεται στο τέταρτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 8 του εν λόγω Κανονισμού. Από την ημερομηνία αυτή, οι εξαιρέσεις για επιπλέον δραστηριότητες που ορίζονται στην παρ. 2 ισχύουν αποκλειστικά για τους οδηγούς που χρησιμοποιούν οχήματα εφοδιασμένα με ευφυείς ταχογράφους, όπως προβλέπεται στα άρθρα 8, 9 και 10 του εν λόγω Κανονισμού.
1. Κατά παρέκκλιση από την παρ. 2 του άρθρου 2 του π.δ. 30/2021 (παρ. 1 του άρθρου 2 της Οδηγίας 96/71/ΕΚ), δεν θεωρείται αποσπασμένος ένας οδηγός όταν εκτελεί διμερείς μεταφορές επιβατών.
Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, ως διμερής μεταφορά υπό διεθνή έκτακτη ή τακτική μεταφορά επιβατών, κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΚ) 1073/2009, νοείται όταν ο οδηγός πραγματοποιεί οποιαδήποτε από τις ακόλουθες ενέργειες:
α) επιβιβάζει επιβάτες στο κράτος μέλος εγκατάστασης και τους αποβιβάζει σε άλλο κράτος μέλος ή τρίτη χώρα·
β) επιβιβάζει επιβάτες σε κράτος μέλος ή τρίτη χώρα και τους αποβιβάζει στο κράτος μέλος εγκατάστασης· ή
γ) επιβιβάζει και αποβιβάζει επιβάτες στο κράτος μέλος εγκατάστασης για τους σκοπούς πραγματοποίησης τοπικών εκδρομών σε άλλο κράτος μέλος ή τρίτη χώρα, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 1073/2009.
2. Από τις 2 Φεβρουαρίου 2022, ημερομηνία από την οποία οι οδηγοί απαιτείται, δυνάμει της παρ. 7 του άρθρου 34 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 165/2014, να καταγράφουν χειροκίνητα τα δεδομένα διέλευσης των συνόρων, η εξαίρεση για τις διμερείς μεταφορές επιβατών που προβλέπεται στην παρ. 1 εφαρμόζεται επίσης όταν, επιπλέον της διμερούς μεταφοράς επιβατών, ο οδηγός επιβιβάζει επιβάτες μία φορά ή/και αποβιβάζει επιβάτες μία φορά σε κράτη μέλη ή τρίτες χώρες από τις οποίες διέρχεται ο οδηγός, υπό την προϋπόθεση ότι ο οδηγός δεν παρέχει υπηρεσίες μεταφοράς επιβατών μεταξύ δύο σημείων εντός του κράτους μέλους διέλευσης. Το ίδιο ισχύει και για το ταξίδι της επιστροφής.
3. Η εξαίρεση αυτή για επιπλέον δραστηριότητες που ορίζεται στην παρ. 2 εφαρμόζεται μόνο μέχρι την ημερομηνία από την οποία οι ευφυείς ταχογράφοι που είναι συμβατοί με την απαίτηση καταγραφής διελεύσεων των συνόρων και συμπληρωματικών δραστηριοτήτων, όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 8 του Κανονισμού (ΕΕ) 165/2014, απαιτείται να τοποθετηθούν στα οχήματα για τα οποία εκδίδεται άδεια κυκλοφορίας για πρώτη φορά σε κράτος μέλος, όπως ορίζεται στο τέταρτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 8 του εν λόγω Κανονισμού. Από την ημερομηνία αυτή, η εξαίρεση για επιπλέον δραστηριότητες που ορίζεται στην παρ. 2 ισχύει αποκλειστικά για τους οδηγούς που χρησιμοποιούν οχήματα εφοδιασμένα με ευφυείς ταχογράφους, όπως προβλέπεται στα άρθρα 8, 9 και 10 του εν λόγω Κανονισμού.
Κατά παρέκκλιση από την παρ. 2 του άρθρου 2 του π.δ. 30/2021 (παρ. 1 του άρθρου 2 της Οδηγίας 96/71/ΕΚ), δεν θεωρείται αποσπασμένος για τους σκοπούς του π.δ. 30/2021 [Οδηγία 96/71/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία (ΕΕ) 2018/957] οδηγός που διέρχεται από το έδαφος κράτους μέλους χωρίς να προβαίνει σε φόρτωση ή εκφόρτωση εμπορευμάτων και επιβίβαση ή αποβίβαση επιβατών.
Κατά παρέκκλιση από την παρ. 2 του άρθρου 2 του π.δ. 30/2021 (παρ. 1 άρθρου 2 της Οδηγίας 96/71/ΕΚ), δεν θεωρείται αποσπασμένος για τους σκοπούς του π.δ. 30/2021 [Οδηγία 96/71/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία (ΕΕ) 2018/957] οδηγός ο οποίος διέρχεται από το έδαφος κράτους μέλους, όταν ο οδηγός εκτελεί την αρχική ή τελική οδική διαδρομή μιας συνδυασμένης μεταφοράς, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 του π.δ. 431/1995 (Α’ 245) (άρθρο 1 Οδηγίας 92/106/ΕΟΚ), εάν η οδική διαδρομή από μόνη της συνίσταται σε διμερείς μεταφορές, όπως ορίζεται στo άρθρο 4.
Οδηγός που εκτελεί ενδομεταφορές, όπως ορίζονται στους Κανονισμούς (ΕΚ) 1072/2009 και (ΕΚ) 1073/2009, θεωρείται αποσπασμένος οδηγός βάσει του π.δ. 30/2021 [Οδηγία 96/71/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία (ΕΕ) 2018/957].
Για τους σκοπούς των άρθρων 4 και 10 του π.δ. 30/2021 [παρ. 1α άρθρου 3 Οδηγίας 96/71/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία (ΕΕ) 2018/957] η απόσπαση θεωρείται ότι λήγει όταν ο οδηγός εγκαταλείπει το κράτος μέλος υποδοχής κατά την εκτέλεση διεθνούς μεταφοράς εμπορευμάτων ή επιβατών. Η εν λόγω περίοδος απόσπασης δεν επιτρέπεται να σωρεύεται με προηγούμενες
περιόδους απόσπασης στο πλαίσιο τέτοιων διεθνών μεταφορών που πραγματοποιούνται από τον ίδιο οδηγό ή από άλλο οδηγό τον οποίο αντικαθιστά.
Ως αρμόδιες αρχές για την εφαρμογή του Μέρους Α’ της παρούσας ορίζονται:
α) Για την επίβλεψη και τον έλεγχο εφαρμογής της παρούσας σύμφωνα με το άρθρο 3 του π.δ. 101/2016 και τις ειδικές διατάξεις της παρούσας: οι αρχές του άρθρου 3 π.δ. 101/2016.
β) Για την παροχή πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 11 της παρούσας, την παρ. 7 του άρθρου 3 του π.δ. 30/2021 και το άρθρο 4 του π.δ. 101/2016: οι αρχές του άρθρου 4 του π.δ. 101/2016.
γ) Για τη συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών σχετικά με την παροχή πληροφοριών και την επίβλεψη και τον έλεγχο εφαρμογής της παρούσας σύμφωνα με το άρθρο 5 του π.δ. 101/2016, το άρθρο 5 του π.δ. 30/2021 και τις ειδικές διατάξεις της παρούσας: οι
αρχές του άρθρου 5 του π.δ. 101/2016 και του άρθρου 5 του π.δ. 30/2021.
δ) Για την διαπίστωση πραγματικών αποσπάσεων και πρόληψη καταχρήσεων και καταστρατήγησης διατάξεων της παρούσας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του π.δ. 101/2016 σε συνδυασμό με το άρθρο 5 του π.δ. 30/2021 και τις ειδικές διατάξεις της παρούσας: οι αρχές του άρθρου 6 του π.δ. 101/2016.
ε) Για την εφαρμογή των άρθρων 10 έως και 15 του π.δ. 101/2016 σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις της παρούσας: οι αρχές των άρθρων 10 έως 15 του π.δ. 101/2016.
στ) Για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων σύμφωνα με την περ. (β) της παρ. 1 του άρθρου 19 της παρούσας:
οι αρχές του άρθρου 16 του π.δ. 101/2016 σε συνδυασμό με το άρθρο 7 του π.δ. 30/2021 στο πλαίσιο εφαρμογής αυτών των άρθρων.
ζ) Για τον καθ’ οδόν έλεγχο και την επιβολή διοικητικών κυρώσεων σύμφωνα με το άρθρο 15: οι αρχές του άρθρου 2 ν. 3446/2006 (Α’ 49).
1. Οι αρμόδιες αρχές της περ. β) του άρθρου 10 διαθέτουν/παρέχουν σύμφωνα με το άρθρο 4 του π.δ. 101/2016 (άρθρο 3, παρ. 1, 2 και 5 του άρθρου 5, παρ. 5 άρθρου 9 Οδηγίας 2014/67/ΕΕ) και την παρ. 7 του άρθρου 3 του π.δ. 30/2021 [παρ. 2 (α) του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2018/957] στις επιχειρήσεις μεταφορών από άλλα κράτη μέλη και στους αποσπασμένους οδηγούς πληροφορίες σχετικά με τους όρους και τις συνθήκες απασχόλησης που προβλέπονται στα άρθρα 3 και 4 του π.δ. 30/2021, όπως καθορίζονται από α) την ελληνική νομοθεσία (νόμοι, διατάγματα, υπουργικές αποφάσεις), β) τις εκάστοτε ισχύουσες εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας που καθορίζουν τους ελάχιστους μη μισθολογικούς όρους εργασίας, που ισχύουν για τους εργαζόμενους όλης της χώρας και τους μισθολογικούς όρους, στο μέτρο που αυτοί δεσμεύουν τον αποδέκτη της παροχής υπηρεσιών, γ) τις εκάστοτε ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις που έχουν κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτικές, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 1876/1990 (Α’ 27) και δ) τις κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας που έχουν συναφθεί από τις πλέον αντιπροσωπευτικές οργανώσεις, όπως ισχύουν στον οικείο γεωγραφικό χώρο και στον οικείο κλάδο ή επάγγελμα, στο μέτρο που αυτές δεσμεύουν τον αποδέκτη της παροχής υπηρεσιών και ειδικότερα πληροφορίες σχετικά με τα στοιχεία των αποδοχών των παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 3 του π.δ. 30/2021.
2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 4 του π.δ. 101/2016 και της παρ. 7 του άρθρου 3 του π.δ. 30/2021 πληροφορίες σχετικά με τα θέματα των άρθρων 3 και 4 του π.δ. 30/2021, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων των αποδοχών των παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 3 του π.δ. 30/2021 είναι διαθέσιμες με προσιτό, διαφανή τρόπο και με σαφήνεια και στις επιχειρήσεις μεταφορών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος π.δ. και στους αποσπασμένους στο έδαφος της Ελλάδας οδηγούς, στην Ελληνική και στην Αγγλική γλώσσα, σε ειδική ιστοσελίδα στον επίσημο διαδικτυακό τόπο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων.
Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 7 του π.δ. 101/2016 (παρ. 1 και 2 του άρθρου 9 της Οδηγίας 2014/67/ΕΕ) ισχύουν μόνον οι διοικητικές απαιτήσεις και μέτρα ελέγχου των άρθρων 13, 14 και 16 της παρούσας όσον αφορά την απόσπαση οδηγών
1. Ο μεταφορέας που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος είναι υποχρεωμένος να υποβάλει δήλωση απόσπασης στις αρμόδιες αρχές της Ελλάδας όπου είναι αποσπασμένος ο οδηγός το αργότερο κατά την έναρξη της απόσπασης/παροχής υπηρεσιών. Η δήλωση απόσπασης υποβάλλεται στη Διεύθυνση Προγραμματισμού και Συντονισμού Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων της Κεντρικής Υπηρεσίας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) και οι αρμόδιες υπηρεσίες του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ), στο πλαίσιο και του άρθρου 3 του π.δ.101/2016, έχουν πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες της δήλωσης απόσπασης μέσω του Συστήματος Πληροφόρησης για την εσωτερική αγορά (ΙΜΙ). Για την υποβολή της δήλωσης απόσπασης ο μεταφορέας χρησιμοποιεί το τυποποιημένο πολύγλωσσο έντυπο της δημόσιας διασύνδεσης που συνδέεται με το Σύστημα Πληροφόρησης για την εσωτερική αγορά (ΙΜΙ), το οποίο θεσπίστηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) 1024/2012.
2. Η δήλωση απόσπασης περιλαμβάνει τις παρακάτω πληροφορίες:
α) Την ταυτότητα του μεταφορέα, τουλάχιστον με τη μορφή του αριθμού της κοινοτικής άδειας εφόσον ο αριθμός αυτός είναι διαθέσιμος,
β) τα στοιχεία επικοινωνίας του διαχειριστή μεταφορών ή άλλου αρμόδιου επικοινωνίας στο κράτος μέλος εγκατάστασης που λειτουργούν ως σύνδεσμοι με τις αρμόδιες αρχές στο κράτος μέλος υποδοχής όπου παρέχονται οι υπηρεσίες και αποστέλλουν και λαμβάνουν έγγραφα ή ειδοποιήσεις,
γ) την ταυτότητα, τη διεύθυνση κατοικίας και τον αριθμό της άδειας οδήγησης του οδηγού,
δ) την ημερομηνία έναρξης της σύμβασης εργασίας του οδηγού και το εφαρμοστέο σε αυτήν δίκαιο,
ε) την προβλεπόμενη ημερομηνία έναρξης και λήξης της απόσπασης,
στ) τους αριθμούς κυκλοφορίας των μηχανοκίνητων οχημάτων,
ζ) το αν οι παρεχόμενες υπηρεσίες μεταφοράς είναι μεταφορά εμπορευμάτων, μεταφορά επιβατών, διεθνείς μεταφορές ή ενδομεταφορές.
1. Ο μεταφορέας που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος έχει την υποχρέωση να εξασφαλίζει ότι ο οδηγός έχει στη διάθεσή του όταν του ζητηθεί κατά την διάρκεια οδικού ελέγχου:
α) αντίγραφο της δήλωσης απόσπασης που υποβλήθηκε μέσω του ΙΜΙ, σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή β) αποδείξεις ως προς τις μεταφορές που λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα, όπως φορτωτική (CMR) ή τις αποδείξεις που αναφέρονται στην παρ. 3 του άρθρου 8 του Κανονισμού (ΕΚ) 1072/2009
γ) τις καταγραφές του ταχογράφου και ιδίως τα σύμβολα της χώρας των κρατών μελών στα οποία ο οδηγός υπήρξε παρών κατά την εκτέλεση διεθνών οδικών μεταφορών ή ενδομεταφορών, σύμφωνα με τις απαιτήσεις καταγραφής και τήρησης αρχείων βάσει των Κανονισμών (ΕΚ) 561/2006 και (ΕΕ) 165/2014.
2. Ο οδηγός έχει και ο ίδιος την υποχρέωση να διατηρεί και να διαθέτει, όταν του ζητηθεί από τις αρμόδιες αρχές κατά την διάρκεια οδικού ελέγχου, τα στοιχεία των περιπτώσεων α’, β’ και γ’ της παρ. 1.
1. Ο έλεγχος καθ’ οδόν πραγματοποιείται σε οχήματα μεταφοράς εμπορευμάτων και επιβατών που διαθέτουν επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με σκοπό να διαπιστωθεί η συμμόρφωση με τις διατάξεις του άρθρου 14 σχετικά με την μεταφορά που πραγματοποιείται κατά τον χρόνο ελέγχου.
2. Οι αρχές καθ’ οδόν ελέγχου της περ. ζ) του άρθρου 10 ζητούν την επίδειξη των στοιχείων των περ. α), β) και γ) της παρ. 1 του άρθρου 14 προκειμένου να διαπιστώσουν:
α) Εάν ο οδηγός εμπίπτει στις εξαιρέσεις των άρθρων 4, 5, 6 και 7 της παρούσας.
β) Εάν ο οδηγός έχει στη διάθεσή του αντίγραφο της δήλωσης απόσπασης που υποβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 13 και την επιδεικνύει στα όργανα ελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 14.
γ) Εάν οι ακόλουθες πληροφορίες της δήλωσης απόσπασης από αυτές που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 13 της παρούσας είναι ορθές:
γα) η ταυτότητα του μεταφορέα
γβ) η ταυτότητα και ο αριθμός της άδειας οδήγησης του οδηγού
γγ) ο αριθμός κυκλοφορίας του μηχανοκίνητου οχήματος
γδ) το είδος της παρεχόμενης υπηρεσίας μεταφοράς
δ) Εάν η δήλωση απόσπασης που επιδεικνύεται είναι γνήσια. Γι’ αυτό το σκοπό, οι αρχές του άρθρου 2 ν. 3446/2006 πραγματοποιούν έλεγχο γνησιότητας της δήλωσης απόσπασης που τους επιδεικνύεται. Ο έλεγχος γνησιότητας γίνεται κατά τη διάρκεια του οδικού ελέγχου μέσω του ΙΜΙ.
3. (α) Όταν η αρχή του άρθρου 2 ν. 3446/2006 διαπιστώνει ότι ο οδηγός, παρ’ ό,τι δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις των άρθρων 4, 5, 6 και 7 της παρούσας, δεν επιδεικνύει έγκυρη δήλωση απόσπασης, ή ότι η δήλωση απόσπασης που επιδεικνύεται δεν είναι γνήσια ή ότι τα στοιχεία της δήλωσης που αναφέρονται στην περ. γ) της παρ. 2 δεν είναι ορθά, τότε συντάσσει διαπιστωτική πράξη, στην οποία καταγράφονται τα στοιχεία γα) έως γδ) της παρ. 2 αυτού του άρθρου, τα στοιχεία των περ. β) και γ) της παρ. 1 του άρθρου 14 και τα ευρήματα του ελέγχου.
(β) Για τις παραβάσεις που διαπιστώνονται κατά τη διάρκεια οδικού ελέγχου επιβάλλονται τα ακόλουθα διοικητικά πρόστιμα:
βα) Εάν ο οδηγός δεν επιδεικνύει έγκυρη δήλωση απόσπασης: Επιβάλλεται στον μεταφορέα πρόστιμο ύψους επτακοσίων (700) ευρώ
ββ) Εάν η δήλωση απόσπασης που επιδεικνύει ο οδηγός δεν είναι γνήσια: Επιβάλλεται στον μεταφορέα πρόστιμο ύψους εννιακοσίων (900) ευρώ
βγ) Εάν επιδεικνύεται δήλωση απόσπασης αλλά ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία της δήλωσης που αναφέρονται στην περ. γ) της παρ. 2 αυτού του άρθρου δεν είναι ορθά: Επιβάλλεται στον μεταφορέα πρόστιμο ύψους τριακοσίων (300) ευρώ
(γ) Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων της παρούσας, για την διαδικασία ελέγχου, τη διαπίστωση, καταλογισμό, επιβολή και είσπραξη των διοικητικών κυρώσεων της παρούσας οι αρχές ελέγχου του άρθρου 2 ν. 3446/2006 εφαρμόζουν τις διατάξεις του ν. 3446/2006 και των υπουργικών αποφάσεων που εκδίδονται με εξουσιοδότησή του
(δ) Οι ανωτέρω διοικητικές κυρώσεις επιβάλλονται ανεξάρτητα από ποινικές κυρώσεις που προβλέπονται από άλλες διατάξεις νόμου και ανεξάρτητα από τις διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται αφού διενεργηθεί ο έλεγχος της παρ. 4 αυτού του άρθρου
(ε) Αντίγραφα της διαπιστωτικής πράξης και της πράξης επιβολής προστίμου διαβιβάζονται εντός δέκα (10) ημερών από την έκδοση της τελευταίας στο αρμόδιο κατά τόπον Τμήμα Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων για τις περαιτέρω ενέργειες της παρ. 4 αυτού του άρθρου. Η τοπική αρμοδιότητα ορίζεται με τον τόπο διενέργειας του ελέγχου.
4. Το αρμόδιο Τμήμα της Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων στο οποίο διαβιβάζεται η διαπιστωτική πράξη και η πράξη επιβολής προστίμου ξεκινάει εφόσον υπάρχουν ενδείξεις παραβάσεων την διαδικασία ελέγχου του άρθρου 16 της παρούσας, των άρθρων 3 και 5 του π.δ. 101/2016 (Α’ 178) και του άρθρου 5 του π.δ. 30/2021 και, εφόσον διαπιστωθεί παράβαση ακολουθεί την διαδικασία επιβολής, κοινοποίησης και είσπραξης προστίμων που ορίζεται στα άρθρα 10 έως και 15 του π.δ. 101/2016. Κατά τη διενέργεια του ελέγχου, η αρμόδια υπηρεσία λαμβάνει υπόψη τόσο την διαπιστωτική πράξη και την πράξη επιβολής προστίμου όσο και τα πρόσθετα στοιχεία που προκύπτουν κατά τον έλεγχο.
1. Μετά τη λήξη της απόσπασης που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα, ο μεταφορέας έχει την υποχρέωση να αποστείλει, κατόπιν αιτήματος που του απευθύνει η αρμόδια αρχή του άρθρου 10, μέσω της συνδεδεμένης στο ΙΜΙ δημόσιας διασύνδεσης:
α) αντίγραφα των εγγράφων που αναφέρονται στις περ. β) και γ) της παρ. 1 του άρθρου 14,
β) έγγραφα σχετικά με την αμοιβή των οδηγών για την περίοδο της απόσπασης,
γ) την ατομική σύμβαση εργασίας ή ισοδύναμο έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 3 του π.δ. 156/1994 (Α’ 102) (άρθρο 3 της Οδηγίας 91/533/ΕΟΚ του Συμβουλίου), δ) τα δελτία καταγραφής χρόνου που αφορούν την εργασία του οδηγού και
ε) τις αποδείξεις πληρωμής (αποδεικτικά καταβολής αποδοχών ή ισοδύναμων εγγράφων).
2. Ο μεταφορέας αποστέλλει τα έγγραφα τεκμηρίωσης μέσω της συνδεδεμένης στο ΙΜΙ δημόσιας διασύνδεσης το αργότερο οκτώ εβδομάδες από την ημερομηνία του αιτήματος. Εάν ο μεταφορέας δεν υποβάλει την απαιτούμενη τεκμηρίωση εντός της προβλεπόμενης χρονικής περιόδου, η αρμόδια αρχή του άρθρου 10 μπορεί να ζητήσει, μέσω του ΙΜΙ, συνδρομή από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εγκατάστασης σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 5 του π.δ. 101/2016 (άρθρα 6 και 7 Οδηγίας 2014/67/ΕΕ).
3. Όταν πραγματοποιείται από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους αίτημα αμοιβαίας συνδρομής προς την Ελλάδα ως κράτος μέλος εγκατάστασης, οι αρμόδιες αρχές του άρθρου 10 έχουν πρόσβαση στη δήλωση απόσπασης και σε άλλες σχετικές πληροφορίες που έχει υποβάλει ο μεταφορέας που είναι εγκατεστημένος στην Ελλάδα προς την αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους μέσω της συνδεδεμένης στο ΙΜΙ δημόσιας διασύνδεσης.
4. Όταν το κράτος μέλος εγκατάστασης είναι η Ελλάδα, οι αρμόδιες αρχές του άρθρου 10 εξασφαλίζουν ότι τα έγγραφα που ζητούν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο πραγματοποιήθηκε η απόσπαση παρέχονται μέσω του ΙΜΙ εντός 25 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία του αιτήματος αμοιβαίας συνδρομής.
1. Για τους σκοπούς του ελέγχου, ο μεταφορέας διατηρεί ενημερωμένες στη δημόσια διασύνδεση που είναι συνδεδεμένη στο ΙΜΙ τις δηλώσεις απόσπασης που αναφέρονται στο άρθρο 13.
2. Οι πληροφορίες από τις δηλώσεις απόσπασης αποθηκεύονται στο αποθετήριο του ΙΜΙ για τους σκοπούς των ελέγχων για περίοδο 24 μηνών.
Οι αρμόδιες αρχές του άρθρου 10 συνεργάζονται στενά με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών και παρέχουν αμοιβαία βοήθεια και όλες τις συναφείς πληροφορίες, υπό τους όρους που προβλέπονται στο π.δ. 101/2016 (Οδηγία 2014/67/ΕΕ) και στον Κανονισμό (ΕΚ) 1071/2009.
1. Για τις παραβάσεις της παρούσας επιβάλλονται:
α) οι κυρώσεις της περ. β) της παρ. 3 του άρθρου 15 από τις αρμόδιες αρχές της περ. ζ) του άρθρου 10 της παρούσας και
β) οι κυρώσεις του άρθρου 7 του π.δ. 30/2021 και του άρθρου 16 του π.δ. 101/2016 από τις αρμόδιες αρχές της περ. στ) του άρθρου 10 της παρούσας.
2. Ο αποστολέας, ο πράκτορας μεταφοράς, ο εργολάβος και ο υπεργολάβος ευθύνονται για τις παραβάσεις της παρούσας σε περίπτωση που γνώριζαν ή, δεδομένων όλων των σχετικών περιστάσεων, όφειλαν να γνωρίζουν ότι οι υπηρεσίες μεταφορών που ανέθεσαν ενείχαν παραβάσεις της παρούσας.
Με την επιφύλαξη των διατάξεων του π.δ. 101/2016 (Οδηγία 2014/67/ΕΕ) και για την περαιτέρω επιβολή των υποχρεώσεων που ορίζονται στο Μέρος Α’ της παρούσας, οι αρμόδιες αρχές του άρθρου 10 εφαρμόζουν συνεκτική στρατηγική επιβολής που εστιάζεται στις επιχειρήσεις υψηλής επικινδυνότητας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 30 της παρούσας.
1. Αρμόδιες αρχές για τη διενέργεια των ελέγχων σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους Β’ της παρούσας είναι:
α) Οι αρχές ελέγχου του άρθρου 2 του ν. 3446/2006 (Α’ 49) για τον καθ’ οδόν έλεγχο των Κανονισμών (ΕΚ) 561/2006 και (ΕΕ) 165/2014.
β) Τα Τμήματα Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων και η Υπηρεσία Ειδικών Επιθεωρητών του ΣΕΠΕ για τον καθ’ οδόν έλεγχο και για τον έλεγχο στις εγκαταστάσεις των επιχειρήσεων των Κανονισμών (ΕΚ) 561/2006 και (ΕΕ) 165/2014 και του π.δ. 167/2006 (Οδηγία 2002/15/ΕΚ).
γ) Τα μικτά συνεργεία ελέγχου που συγκροτούνται και λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22 της παρούσας για τον καθ’ οδόν έλεγχο και τον έλεγχο στις εγκαταστάσεις των επιχειρήσεων των Κανονισμών (ΕΚ) 561/2006 και (ΕΕ) 165/2014 και του π.δ. 167/2006 (Οδηγία 2002/15/ΕΚ).
2. Οι αρμόδιες αρχές της παρ. 1 εκπονούν ετήσιο πρόγραμμα ελέγχων για την εφαρμογή των διατάξεων του Μέρους Β’ της παρούσας.
1. Με απόφαση του οικείου Περιφερειάρχη συγκροτείται σε κάθε Περιφέρεια και λειτουργεί υποχρεωτικά τουλάχιστον ένα μικτό συνεργείο ελέγχου. Με την ίδια απόφαση ορίζεται ως επόπτης των μικτών συνεργείων ελέγχου ένας υπάλληλος με βαθμό Α’ από τους υπηρετούντες στις κατά τόπον Περιφερειακές Διευθύνσεις Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων του ΣΕΠΕ καθώς και η ελάχιστη συχνότητα πραγματοποίησης ελέγχων, που δεν θα πρέπει να είναι μικρότερη της μίας (1) φοράς το μήνα.
2. Κάθε μικτό συνεργείο ελέγχου αποτελείται από:
α) Έναν (1) εκπρόσωπο της οικείας Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων του ΣΕΠΕ, ο οποίος με τον αναπληρωτή του ορίζεται από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, από τους υπηρετούντες στις κατά τόπον Περιφερειακές Διευθύνσεις Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων του ΣΕΠΕ.
β) Έναν (1) εκπρόσωπο της οικείας υπηρεσίας Μεταφορών και Επικοινωνιών, ο οποίος με τον αναπληρωτή του ορίζεται από τον Περιφερειάρχη.
γ) Έναν (1) εκπρόσωπο της αστυνομικής αρχής της Περιφέρειας, ο οποίος με τον αναπληρωτή του ορίζεται από την αρμόδια Αστυνομική Αρχή, κατά προτίμηση από υπηρεσίες Τροχαίας της Περιφέρειας ή αντί αυτού, έναν εκπρόσωπο της οικείας Λιμενικής Αρχής για την περίπτωση ελέγχου σε περιοχή αρμοδιότητας αυτής.
Για τη λειτουργία των μικτών συνεργείων ελέγχου απαιτείται η πλήρης σύνθεση αυτών με την παρουσία και των τριών ως άνω μελών.
3. Έργο των μικτών συνεργείων είναι η διενέργεια ελέγχων για βεβαίωση παραβάσεων: α) του κανονισμού (ΕΚ) 561/2006 «για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών και για την τροποποίηση των Κανονισμών (ΕΟΚ) 3821/1985 και (ΕΚ) 2135/1998 του Συμβουλίου καθώς και για την κατάργηση του Κανονισμού (ΕΟΚ) 3820/1985 του Συμβουλίου» (L 102/11.4.2006),
β) Του Κανονισμού (ΕΕ) 165/2014 «για τους ταχογράφους στον τομέα των οδικών μεταφορών, ο οποίος καταργεί τον Κανονισμό (ΕΟΚ) 3821/85 του Συμβουλίου σχετικά με τη συσκευή ελέγχου στον τομέα των οδικών μεταφορών και τροποποιεί τον Κανονισμό (ΕΚ) 561/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών», και
γ) της Οδηγίας 2002/15/ΕΚ για την οργάνωση του χρόνου εργασίας των εκτελούντων κινητές δραστηριότητες οδικών μεταφορών, όπως ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με το π.δ. 167/2006 (Α’ 179).
Οι έλεγχοι αυτοί είναι δυνατόν να διενεργούνται στις εγκαταστάσεις των επιχειρήσεων και σε όλους τους χώρους κίνησης και στάθμευσης των αυτοκινήτων μέσα στα διοικητικά όρια της κάθε Περιφέρειας.
4. Καθήκοντα του επόπτη, ο οποίος επίσης ορίζεται από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, είναι ο συντονισμός της λειτουργίας των μικτών συνεργείων ελέγχου με την έκδοση γραπτών και προφορικών οδηγιών, όπως οι ώρες έναρξης και λήξης των ελέγχων, ο καθορισμός των τοποθεσιών όπου θα πραγματοποιούνται οι έλεγχοι και η μέριμνα για τον καθορισμό και τη ρύθμιση όλων των άλλων θεμάτων ώστε ο έλεγχος εφαρμογής των κανονισμών να είναι συνεχής και αποτελεσματικός.
1. Οι έλεγχοι που διενεργούνται από τις αρχές του άρθρου 21 καλύπτουν ετησίως ευρύ και αντιπροσωπευτικό δείγμα των μετακινούμενων εργαζομένων, οδηγών, επιχειρήσεων και οχημάτων όλων των κατηγοριών μεταφορών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των Κανονισμών (ΕΚ) 561/2006 και (ΕΕ) 165/2014 και μετακινούμενων εργαζόμενων και οδηγών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του π.δ. 167/2006 (Οδηγία 2002/15/ΕΚ). Οι καθ’ οδόν έλεγχοι συμμόρφωσης με το π.δ. 167/2006 περιορίζονται στις περιπτώσεις που μπορούν να ελέγχονται αποτελεσματικά με τον ταχογράφο. Ολοκληρωμένος έλεγχος της συμμόρφωσης με το π.δ. 167/2006 μπορεί να διενεργηθεί μόνο στις εγκαταστάσεις των επιχειρήσεων.
2. Οι έλεγχοι αυτοί καλύπτουν τουλάχιστον το 3% των ημερών που εργάστηκαν οι οδηγοί οχημάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των Κανονισμών (ΕΚ) 561/2006 και (ΕΕ) 165/2014. Στη διάρκεια του καθ’ οδόν ελέγχου, επιτρέπεται στον οδηγό να επικοινωνεί με την έδρα της επιχείρησης, το διαχειριστή μεταφορών ή άλλο πρόσωπο ή οντότητα ώστε να παράσχει, πριν το πέρας του καθ’ οδόν ελέγχου, τυχόν αποδείξεις που λείπουν από το όχημα. Αυτό ισχύει με την επιφύλαξη της υποχρέωσης του οδηγού να εξασφαλίζει την ορθή χρήση του ταχογράφου.
3. Το 15% τουλάχιστον του συνολικού αριθμού των εργάσιμων ημερών που ελέγχονται, ελέγχεται καθ’ οδόν και το 30% τουλάχιστον ελέγχεται στις εγκαταστάσεις
των επιχειρήσεων. Από την 1.1.2008, το 30% τουλάχιστον του συνολικού αριθμού των εργάσιμων ημερών που ελέγχονται, ελέγχεται καθ’ οδόν και το 50% τουλάχιστον ελέγχεται στις εγκαταστάσεις των επιχειρήσεων.
3α. Για τους ελέγχους συμμόρφωσης με το π.δ. 167/2006 (Οδηγία 2002/15/ΕΚ), λαμβάνεται υπόψη το σύστημα αποτίμησης επικινδυνότητας που προβλέπεται στο άρθρο 30 της παρούσας απόφασης. Στους ως άνω ελέγχους υποβάλλεται μια επιχείρηση όταν ένας ή περισσότεροι από τους οδηγούς της παραβαίνουν διαρκώς ή σοβαρά τον Κανονισμό (ΕΚ) 561/2006 ή τον Κανονισμό (ΕΕ) 165/2014.
4. Οι πληροφορίες οι οποίες υποβάλλονται στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 17 του Κανονισμού (ΕΚ) 561/2006 και το άρθρο 13 της Οδηγίας 2002/15/ΕΚ, περιλαμβάνουν τον αριθμό των οδηγών που ελέγχθηκαν καθ’ οδόν, τον αριθμό των ελέγχων σε εγκαταστάσεις επιχειρήσεων, τον αριθμό των εργάσιμων ημερών που ελέγχθηκαν καθώς και τον αριθμό και το είδος των παραβάσεων που διαπιστώθηκαν, και καταδεικνύουν εάν πρόκειται για μεταφορά προσώπων ή εμπορευμάτων.
1. Τα στατιστικά στοιχεία που συλλέγονται κατά τους ελέγχους που οργανώνονται σύμφωνα με τις παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 23 κατατάσσονται στις ακόλουθες κατηγορίες: α) όσον αφορά στους καθ’ οδόν ελέγχους, ανάλογα με:
αα) Τον τύπο της οδού, δηλαδή αν πρόκειται για αυτοκινητόδρομο, εθνική ή επαρχιακή οδό και χώρα ταξινόμησης του επιθεωρηθέντος οχήματος, προκειμένου να αποφεύγονται οι διακρίσεις,
αβ) τον τύπο ταχογράφου· αναλογικός ή ψηφιακός,
β) όσον αφορά στους ελέγχους σε εγκαταστάσεις επιχειρήσεων, ανάλογα με:
βα) Το είδος μεταφορικής δραστηριότητας, δηλαδή κατά πόσον πρόκειται για διεθνή ή εσωτερική μεταφορά· μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων· μεταφορά για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου,
ββ) το μέγεθος στόλου της εταιρείας,
βγ) τον τύπο ταχογράφου· αναλογικός ή ψηφιακός,
Τα εν λόγω στατιστικά στοιχεία αποστέλλονται από τις αρμόδιες αρχές ελέγχου του άρθρου 21 στη Διεύθυνση Προγραμματισμού και Συντονισμού Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων της Κεντρικής Υπηρεσίας του ΣΕΠΕ, τυγχάνουν επεξεργασίας και διαβιβάζονται στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, η οποία υποβάλλει τα στοιχεία αυτά στην Επιτροπή ανά διετία. Η Διεύθυνση Προγραμματισμού και Συντονισμού Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων της Κεντρικής Υπηρεσίας του ΣΕΠΕ, για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, μπορεί να αντλεί δεδομένα από πληροφοριακά συστήματα που τηρούνται στο Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών.
Η Διεύθυνση Προγραμματισμού και Συντονισμού και η αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων τηρούν αρχείο των δεδομένων που συγκεντρώνονται κατά το προηγούμενο έτος.
2. Οι επιχειρήσεις που ευθύνονται για τους οδηγούς διατηρούν, επί ένα έτος, τα έγγραφα, αρχεία αποτελεσμάτων και άλλα σχετικά στοιχεία που τους διαβιβάζουν οι αρμόδιες αρχές, για τους ελέγχους που έγιναν στον χώρο της επιχείρησης και στους οδηγούς τους καθ’ οδόν.
1. Οι καθ’ οδόν έλεγχοι:
α) διενεργούνται οποιαδήποτε ώρα σε διάφορα σημεία σε οδούς ή πλησίον αυτών ή χερσαίες ζώνες λιμένων και εξομοιούμενους με αυτές χώρους και εφόσον κρίνεται απαραίτητο και σε άλλους ασφαλείς χώρους σε αυτοκινητοδρόμους καθώς και σε χώρους στάθμευσης, που καλύπτουν ένα αρκετά εκτεταμένο τμήμα του οδικού δικτύου και των οριοθετημένων χερσαίων ζωνών λιμένων της επικράτειας, ώστε να είναι δύσκολη η αποφυγή των σημείων ελέγχου.
β) διενεργούνται με τυχαίο εκ περιτροπής σύστημα, τηρώντας την κατάλληλη γεωγραφική ισορροπία. Προκειμένου για την τήρηση της γεωγραφικής ισορροπίας οι αρχές ελέγχου του άρθρου 21, ενεργώντας στο πλαίσιο της χωρικής τους αρμοδιότητας, μεριμνούν ώστε να καλύπτονται όλα τα σημεία εισόδου/εξόδου της περιοχής ευθύνης τους και σε κάθε περίπτωση οι τυχαίοι έλεγχοι να διενεργούνται με τρόπο ώστε να καλύπτεται, επαρκώς και κατά το δυνατόν ισομερώς, το εθνικό δίκτυο και το κύριο επαρχιακό δίκτυο της περιοχής ευθύνης τους.
2. Κατά τους καθ’ οδόν ελέγχους εξετάζονται τα στοιχεία του μέρους Α του Παραρτήματος Ι. Οι έλεγχοι είναι δυνατόν να επικεντρώνονται σε συγκεκριμένο στοιχείο, εφόσον το απαιτούν οι περιστάσεις.
3. Με την επιφύλαξη της παρ. 7 του άρθρου 30, οι καθ’ οδόν έλεγχοι διενεργούνται χωρίς διακρίσεις για κανέναν από τους ακόλουθους λόγους:
α) Τη χώρα ταξινόμησης του οχήματος,
β) τη χώρα διαμονής του οδηγού,
γ) τη χώρα εγκατάστασης της επιχείρησης,
δ) την αφετηρία και τον προορισμό της μετακίνησης,
ε) τον τύπο αναλογικού ή ψηφιακού ταχογράφου.
4. Οι ελεγκτές είναι εφοδιασμένοι με:
α) κατάλογο των βασικών στοιχείων που πρέπει να ελεγχθούν, κατά τα οριζόμενα στο μέρος Α του Παραρτήματος I.
β) τυποποιημένο εξοπλισμό για τον έλεγχο κατά τα οριζόμενα στο Παράρτημα ΙΙ.
5. Εάν, από τα πορίσματα καθ’ οδόν ελέγχου σε οδηγό οχήματος με αριθμό κυκλοφορίας άλλου κράτους μέλους προκύπτουν βάσιμες υπόνοιες ότι σημειώθηκαν παραβάσεις οι οποίες δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθούν κατά τον έλεγχο, λόγω έλλειψης των απαραίτητων στοιχείων, οι αρχές του άρθρου 21 μπορούν να ζητούν τη συνδρομή των αρμοδίων αρχών του κράτους ταξινόμησης για τη διευκρίνιση της κατάστασης. Οι ίδιες αρχές συνεργάζονται εφόσον τους ζητηθεί με τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους για τη διευκρίνιση ζητημάτων που ανακύπτουν κατά τον έλεγχο οχήματος με ελληνικό αριθμό κυκλοφορίας.
Οι αρχές του άρθρου 21 πραγματοποιούν, τουλάχιστον έξι φορές το χρόνο, συντονισμένους καθ’ οδόν ελέγχους οδηγών και οχημάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των Κανονισμών (ΕΚ) 561/2006 ή (ΕΕ) 165/2014, και επιδιώκουν την οργάνωση συντονισμένων ελέγχων στις εγκαταστάσεις των επιχειρήσεων. Οι συντονισμένοι έλεγχοι διενεργούνται ταυτόχρονα από αντίστοιχες αρχές ελέγχου δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, καθεμία από τις οποίες ενεργεί εντός της επικράτειάς της.
1. Οι έλεγχοι στις εγκαταστάσεις των επιχειρήσεων προγραμματίζονται λαμβάνοντας υπόψη την προηγούμενη εμπειρία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 30 του παρόντος, όσον αφορά στις διάφορες κατηγορίες μεταφορών και επιχειρήσεων. Έλεγχοι διενεργούνται επίσης σε περιπτώσεις που έχουν εντοπιστεί καθ’ οδόν σοβαρές παραβάσεις των Κανονισμών (ΕΚ) 561/2006 ή (ΕΕ) 165/2014 ή του π.δ. 167/2006 (Οδηγία 2002/15/ΕΚ).
2. Οι έλεγχοι στις εγκαταστάσεις των επιχειρήσεων περιλαμβάνουν τα στοιχεία που παρατίθενται στα μέρη Α και Β του Παραρτήματος I.
3. Οι ελεγκτές είναι εφοδιασμένοι με:
α) κατάλογο των βασικών στοιχείων που πρέπει να ελεγχθούν, όπως ορίζονται στα μέρη Α και Β του Παραρτήματος I.
β) τυποποιημένο εξοπλισμό ελέγχου, όπως ορίζεται στο Παράρτημα II.
4. Κατά τον έλεγχο, οι ελεγκτές λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που παρέχονται από τον αρμόδιο ενδοκοινοτικό φορέα άλλου κράτους μέλους, σχετικά με τις
δραστηριότητες της εν λόγω επιχείρησης σε αυτό το άλλο κράτος μέλος.
5. Για τους σκοπούς των παρ. 1 έως 4, οι έλεγχοι που διενεργούνται στην έδρα των αρμοδίων αρχών, με βάση τα σχετικά έγγραφα ή στοιχεία που χορηγούν οι επιχειρήσεις μετά από αίτηση των εν λόγω αρχών, ισοδυναμούν με ελέγχους που διενεργούνται στις εγκαταστάσεις επιχειρήσεων.
1. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος οι ακόλουθοι φορείς αναλαμβάνουν τα εξής καθήκοντα:
α) Η εξασφάλιση του συντονισμού των αρχών ελέγχου του άρθρου 21 με τους αντίστοιχους φορείς στα λοιπά ενδιαφερόμενα κράτη μέλη όσον αφορά στις δράσεις που αναλαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 26 ανατίθεται για τους καθ’ οδόν ελέγχους στο Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνομίας.
β) Η διαβίβαση στην Επιτροπή των ανά διετία στατιστικών στοιχείων δυνάμει του άρθρου 17 του Κανονισμού (ΕΚ) 561/2006 ανατίθεται στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Διεύθυνση Ατομικών Ρυθμίσεων.
γ) Ο συντονισμός της παροχής συνδρομής από τις αρμόδιες εθνικές αρχές προς τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 25 της παρούσας ανατίθεται:
γα) στη Γενική Διεύθυνση Μεταφορών (Διεύθυνση Οδικών Εμπορευματικών Μεταφορών και Διεύθυνση Επιβατικών Μεταφορών) του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών για τους καθ’ οδόν ελέγχους
γβ) Στο ΣΕΠΕ για τους ελέγχους στις εγκαταστάσεις επιχειρήσεων
δ) Ο συντονισμός της ανταλλαγής πληροφοριών από τις αρμόδιες εθνικές αρχές προς τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 29 της παρούσας ανατίθεται:
δα) στη Γενική Διεύθυνση Μεταφορών (Διεύθυνση Οδικών Εμπορευματικών Μεταφορών και Διεύθυνση Επιβατικών Μεταφορών) του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την εφαρμογή των εθνικών διατάξεων μεταφοράς της Οδηγίας 2006/22/ΕΚ και
δβ) Στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων (Διεύθυνση Ατομικών Ρυθμίσεων) όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την εφαρμογή του π.δ. 167/2006 (Οδηγία 2002/15/ΕΚ)
2. Ο ορισμός των φορέων αυτού του άρθρου ως ενδοκοινοτικών συνδέσμων κοινοποιείται στην Ευρωπαϊκή
Επιτροπή.
1. Πληροφορίες που έχουν ανταλλαγεί διμερώς δυνάμει της παρ. 3 του άρθρου 22 του Κανονισμού (ΕΚ) 561/2006 ανταλλάσσονται μεταξύ των αρμοδίων φορέων της περ. δ) της παρ. 1 του άρθρου 28 και των ενδοκοινοτικών συνδέσμων των άλλων κρατών μελών που έχουν κοινοποιηθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή:
α) τουλάχιστον μία φορά ανά εξάμηνο μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας.
β) μετά από αιτιολογημένη αίτηση κράτους μέλους σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.
2. H αρμόδια αρχή της περ. δ) της παρ. 1 του άρθρου 28 παρέχει τις πληροφορίες που ζητά ένα άλλο κράτος μέλος δυνάμει της περ. β) της παρ. 1 εντός εικοσιπέντε (25) εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της αίτησης. Τα κράτη μέλη μπορούν να συμφωνήσουν αμοιβαία μικρότερο χρονικό όριο. Σε επείγουσες περιπτώσεις ή σε περιπτώσεις που απαιτούν μόνο μία απλή εξέταση μητρώων, όπως τα μητρώα του συστήματος αποτίμησης επικινδυνότητας, οι ζητούμενες πληροφορίες παρέχονται εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών.
Όταν η αρμόδια αρχή που έχει λάβει την αίτηση θεωρεί ότι η αίτηση αυτή είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη, ενημερώνει αναλόγως το κράτος μέλος που υπέβαλε την αίτηση, εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της αίτησης. Το κράτος μέλος που υπέβαλε την αίτηση υποβάλλει περαιτέρω τεκμηρίωση. Όταν το αιτούν κράτος μέλος δεν δύναται να τεκμηριώσει περαιτέρω την αίτηση, η αρμόδια αρχή που έχει λάβει την αίτηση μπορεί να την απορρίψει. Όταν είναι δύσκολη ή αδύνατη η ανταπόκριση σε αίτηση παροχής πληροφοριών ή η διενέργεια ελέγχων, επιθεωρήσεων ή ερευνών, η αρμόδια αρχή που έχει λάβει την αίτηση ενημερώνει αναλόγως, εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της αίτησης, το κράτος μέλος που υπέβαλε την αίτηση, τεκμηριώνοντας και αιτιολογώντας δεόντως την εν λόγω δυσκολία ή αδυναμία. Τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη συζητούν μεταξύ τους με στόχο την εξεύρεση λύσης.
3. Η ανταλλαγή πληροφοριών που προβλέπεται στο παρόν άρθρο πραγματοποιείται μέσω του Συστήματος Πληροφόρησης για την εσωτερική αγορά (IMI) που θεσπίσθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) 1024/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Αυτό δεν εφαρμόζεται στις πληροφορίες τις οποίες ανταλλάσσουν τα κράτη μέλη μέσω άμεσης αναζήτησης στα εθνικά ηλεκτρονικά μητρώα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 16 παρ. 5 του Κανονισμού (ΕΚ) 1071/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.
1. Θεσπίζεται σύστημα αποτίμησης επικινδυνότητας για τις επιχειρήσεις ανάλογα με τον σχετικό αριθμό και τη βαρύτητα οποιασδήποτε παράβασης του Κανονισμού (ΕΚ) 561/2006 ή του Κανονισμού (ΕΕ) 165/2014 ή του π.δ. 167/2006 (Οδηγία 2002/15/ΕΚ), την οποία διαπράττει μια συγκεκριμένη επιχείρηση. Το σύστημα αποτίμησης επικινδυνότητας λειτουργεί μέσω ειδικής εφαρμογής η οποία τηρείται στο Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών. Η εφαρμογή μπορεί να διαλειτουργεί με άλλα πληροφοριακά συστήματα και βάσεις δεδομένων και να αντλεί δεδομένα από αυτά. Τα δεδομένα που περιέχονται στο σύστημα αποτίμησης επικινδυνότητας είναι προσβάσιμα από όλες τις αρχές ελέγχου του άρθρου 21, κατά τη στιγμή του ελέγχου. Οι πληροφορίες που περιέχονται στο σύστημα αποτίμησης επικινδυνότητας τίθενται άμεσα στη διάθεση των αρμόδιων αρχών άλλων κρατών μελών, μέσω διαλειτουργικών εθνικών ηλεκτρονικών μητρώων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 16 του Κανονισμού (ΕΚ) 1071/2009.
2. Για τους ελέγχους που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Μέρους Β’ τηρούνται στο Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών πληροφοριακά συστήματα που περιέχουν τουλάχιστον τα ακόλουθα δεδομένα:
α) Την επωνυμία της επιχείρησης που διαθέτει τα οχήματα,
β) τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου της επιχείρησης,
γ) την διεύθυνση της επιχείρησης,
δ) τους αριθμούς κυκλοφορίας των οχημάτων που διαθέτει η επιχείρηση με τα οποία διαπράχθηκαν παραβάσεις,
ε) στοιχεία του ελέγχου, όπως αρχή που διενεργεί τον έλεγχο, αριθμός οχημάτων της επιχείρησης που ελέγχθηκαν καθ’ οδόν ή στην έδρα της επιχείρησης, είδος οχήματος, περιγραφή του οδικού δικτύου όπου διενεργείται ο έλεγχος, τύπος ταχογράφου, χώρα ταξινόμησης κ.ά.,
στ) δεδομένα σχετικά με τις παραβάσεις, όπως τον αριθμό, τον τύπο και την σοβαρότητα των παραβάσεων της επιχείρησης που αναφέρονται στο Παράρτημα ΙΙΙ κ.λπ., οι οποίες οδήγησαν σε οριστική επιβολή κυρώσεων,
ζ) την αποτίμηση επικινδυνότητας της επιχείρησης.
Τα στοιχεία της περ. ε) καταχωρίζονται από τις αρχές ελέγχου του άρθρου 21 ακόμα και στην περίπτωση που δεν διαπιστώθηκαν παραβάσεις.
3. Οι παραβάσεις που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της επικινδυνότητας, και η κατάταξή τους ανάλογα με τη σοβαρότητα στις κατηγορίες ελαφρές (ΕΠ), σοβαρές (ΣΠ), πολύ σοβαρές (ΠΣΠ) και ιδιαιτέρως σοβαρές (ΙΣΠ) προβλέπονται στο Παράρτημα ΙΙΙ της παρούσας, και καταχωρίζονται στην ειδική εφαρμογή όταν καταστούν οριστικές. Στην αθροιστική βαθμολογία των επιχειρήσεων συνυπολογίζονται και παραβάσεις που διαπιστώθηκαν στην αλλοδαπή και έχουν κοινοποιηθεί από τις αρχές ελέγχου της αλλοδαπής σε ελληνικές αρχές.
4. Ο τύπος για τον υπολογισμό της αποτίμησης της επικινδυνότητας μιας επιχείρησης, οι απαιτήσεις για την εφαρμογή της και η κατάταξη σε κατηγορίες επικινδυνότητας βάσει βαθμολογίας καθορίζονται με την εκτελεστική πράξη που εκδίδει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 9 της Οδηγίας 2006/22/ΕΚ.
5. Για τον υπολογισμό της βαθμολογίας στον αριθμό των ελέγχων προσμετρώνται και έλεγχοι στους οποίους δεν εντοπίστηκαν παραβάσεις. Η βαθμολογία τηρείται και υπολογίζεται για διάστημα τριών (3) κυλιόμενων ετών.
6. Επιχειρήσεις υψηλής επικινδυνότητας ελέγχονται στενότερα και συχνότερα.
7. Κατά τη λειτουργία των πληροφοριακών συστημάτων και εφαρμογών των παρ. 1 και 2 λαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωση με τους κανόνες
προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που ορίζονται στον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 και στον ν. 4624/2019 (Α’ 137).
1. Οι αρμόδιες αρχές του άρθρου 28 συμμετέχουν σε κοινά προγράμματα κατάρτισης με ομόλογες αρχές άλλων κρατών μελών σχετικά με τη βέλτιστη πρακτική που διοργανώνονται τουλάχιστον μια φορά το χρόνο και διευκολύνουν την ανταλλαγή προσωπικού των ενδοκοινοτικών συνδέσμων τους με ομολόγους τους σε άλλα κράτη μέλη τουλάχιστον μια φορά το χρόνο.
2. Οι αρμόδιες αρχές του άρθρου 21 διασφαλίζουν ότι τα όργανά τους είναι καλά καταρτισμένα για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
Από την έναρξη ισχύος της παρούσας καταργείται η υπό στοιχεία Γ438/οικ.28317/2481/2009 κοινή υπουργική απόφαση (Β’ 989).
Προσαρτώνται στην παρούσα απόφαση ως αναπόσπαστο μέρος αυτής τα Παραρτήματα Ι έως ΙΙΙ.
Κατά τους καθ' οδόν ελέγχους, πρέπει να καλύπτονται, εν γένει, τα ακόλουθα στοιχεία:
1. Ημερήσιες και εβδομαδιαίες περίοδοι οδήγησης, διαλείμματα και ημερήσιες και εβδομαδιαίες περίοδοι ανάπαυσης· επίσης τα φύλλα καταγραφής των προηγούμενων ημερών που πρέπει να φέρονται επί του οχήματος σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 36 του Κανονισμού (ΕΕ) 165/2014 ή/και τα δεδομένα που έχουν καταχωρηθεί για το αυτό χρονικό διάστημα στην κάρτα οδηγού ή/και στη μνήμη της συσκευής ελέγχου σύμφωνα με το Παράρτημα II της παρούσας ή/και στις εκτυπώσεις
2. Για την περίοδο την αναφερόμενη στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 36 του Κανονισμού (ΕΕ) 165/2014, περιπτώσεις κατά τις οποίες σημειώνεται υπέρβαση της επιτρεπόμενης ταχύτητας του οχήματος, η οποία ορίζεται ως κάθε περίοδος διάρκειας άνω του 1 λεπτού κατά την οποία η ταχύτητα του οχήματος υπερβαίνει τα 90 km/h για οχήματα κατηγορίας N3 ή τα 105 κμ/ω για οχήματα κατηγορίας M3. Οι κατηγορίες N3 και M3 ορίζονται στο Παράρτημα II της κ.υ.α. 29949/184/2009 (Β’ 2112).
3. Ανάλογα με την περίπτωση, στιγμιαίες ταχύτητες του οχήματος οι οποίες έχουν καταγραφεί από τη συσκευή ελέγχου για διάστημα όχι μεγαλύτερο των προηγούμενων 24 ωρών χρήσης του οχήματος
4. Ορθή λειτουργία της συσκευής ελέγχου (εντοπισμός ενδεχόμενης αντικανονικής χρησιμοποίησης της συσκευής ή/και της κάρτας οδηγού ή/και των φύλλων καταγραφής) ή, ανάλογα με την περίπτωση, παρουσία των εγγράφων που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 16 του Κανονισμού (ΕΚ) 561/2006
5. Κατά περίπτωση, και με τη δέουσα προσοχή σε ζητήματα ασφάλειας, επαλήθευση της συσκευής ελέγχου επί του οχήματος με σκοπό τον εντοπισμό της εγκατάστασης ή/και τη χρήση οποιασδήποτε διάταξης ή διατάξεων που προορίζονται για καταστροφή, απόκρυψη, παραποίηση ή αλλοίωση δεδομένων ή που έχουν σκοπό να παρεμβαίνουν σε οποιοδήποτε σημείο της ηλεκτρονικής ανταλλαγής δεδομένων μεταξύ των συστατικών μερών της συσκευής ελέγχου, ή που με τέτοιους τρόπους παρεμποδίζουν ή αλλοιώνουν τα δεδομένα πριν από την κρυπτοθέτηση
6. Ο μέγιστος εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας σύμφωνα με το άρθρο 4 του π.δ. 167/2006 καθώς και τα διαλείμματα που προβλέπονται στο άρθρο 5 του ιδίου διατάγματος.
Επιπλέον των στοιχείων που αναγράφονται στο μέρος Α, στις εγκαταστάσεις των επιχειρήσεων ελέγχονται τα ακόλουθα στοιχεία:
1.Εβδομαδιαίες περίοδοι ανάπαυσης και εβδομαδιαίος χρόνος οδήγησης μεταξύ των εν λόγω περιόδων ανάπαυσης
2. Τήρηση του δεκαπενθήμερου ορίου των ωρών οδήγησης
3. Φύλλα καταγραφής, δεδομένα και εκτυπώσεις της μονάδας οχήματος και της κάρτας του οδηγού
4. Συμμόρφωση με το μέγιστο μέσο εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας, διαλείμματα και απαιτήσεις νυκτερινής εργασίας όπως ορίζεται στα άρθρα 4, 5 και 7 του π.δ. 167/2006
5. Τήρηση των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων όσον αφορά την πληρωμή καταλύματος για τον οδηγό και την οργάνωση του χρόνου εργασίας των οδηγών, σύμφωνα με τις παρ. 8 και 8α του άρθρου του Κανονισμού (ΕΚ) 561/2006.
Η παρούσα ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Παπάγου, 8 Απριλίου 2022
Οι Υπουργοί
Ανάπτυξης και Επενδύσεων ΣΠΥΡΙΔΩΝ - ΑΔΩΝΙΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ |
Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ |
Προστασίας του Πολίτη ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΘΕΟΔΩΡΙΚΑΚΟΣ |
Υφυπουργός Υποδομών και Μεταφορών
ΜΙΧΑΗΛ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ