Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 7273 - 7308 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Ρυθμός επαναφοράς
Αγγλικός όρος:
Reset rate

Μετάφραση: Reset rate
Ελληνικός όρος:
Ρυθμός εργασίας καθοριζόμενος από τη μηχανή
Αγγλικός όρος:
Machine dictated work pace

Μετάφραση: Machine dictated work pace
Ελληνικός όρος:
Ρυθμός καύσης
Αγγλικός όρος:
Burning rate

Μετάφραση: Burning rate
Ελληνικός όρος:
Ρυμουλκούμενα οχήματα
Αγγλικός όρος:
Trailers

Μετάφραση: Trailers
Ελληνικός όρος:
Ρύπανση
Αγγλικός όρος:
Pollution

Μετάφραση: Pollution
Ελληνικός όρος:
Ρύπανση του περιβάλλοντος
Αγγλικός όρος:
Environmental pollution

Μετάφραση: Environmental pollution
Ελληνικός όρος:
Ρύποι/ρυπογόνες ουσίες του περιβάλλοντος
Αγγλικός όρος:
Pollutants, environmental pollutants

Μετάφραση: Pollutants, environmental pollutants
Ελληνικός όρος:
Σάκος
Αγγλικός όρος:
Bag

Μετάφραση: Bag
Ελληνικός όρος:
Σάκχαρα
Αγγλικός όρος:
Sugars

Μετάφραση: Sugars
Ελληνικός όρος:
Σακχαρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Glutaric acid, pentanedioic acid, saccharic acid

Μετάφραση: Glutaric acid, pentanedioic acid, saccharic acid
Ελληνικός όρος:
Σακχαρόζη
Αγγλικός όρος:
Sucrose

Μετάφραση: Sucrose
Ελληνικός όρος:
Σακχαρώδης διαβήτης
Αγγλικός όρος:
Diabetes mellitus

Μετάφραση: Diabetes mellitus
Ελληνικός όρος:
Σαλιγκενίνη ή σαλικυλική αλκοόλη ή 2-υδροξυβενζυλική αλκοόλη
Αγγλικός όρος:
Saligenin or salicyl alcohol or 2-hydroxybenzyl alcohol

Μετάφραση: Saligenin or salicyl alcohol or 2-hydroxybenzyl alcohol
Ελληνικός όρος:
Σαλικίνη
Αγγλικός όρος:
Salicin

Μετάφραση: Salicin
Ελληνικός όρος:
Σαλικυλική αλδεΰδη ή σαλικυλαλδεΰδη ή ο-υδροξυβενζαλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Salicylaldehyde or o-hydroxybenzaldehyde

Μετάφραση: Salicylaldehyde or o-hydroxybenzaldehyde
Ελληνικός όρος:
Σαλικυλικό αμμώνιο
Αγγλικός όρος:
Ammonium salicylate

Μετάφραση: Ammonium salicylate
Ελληνικός όρος:
Σαλικυλικό νάτριο ή ο-υδροξυβενζοϊκό νάτριο
Αγγλικός όρος:
Sodium salicylate or sodium o-hydroxybenzoate

Μετάφραση: Sodium salicylate or sodium o-hydroxybenzoate
Ελληνικός όρος:
Σαλικυλικό οξύ ή ορθοϋδροξυβενζοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Salicylic acid or orthohydroxybenzoic acid

Μετάφραση: Salicylic acid or orthohydroxybenzoic acid
Ελληνικός όρος:
Σαλικυλικός μεθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Methyl salicylate

Μετάφραση: Methyl salicylate
Ελληνικός όρος:
Σαμάριο
Αγγλικός όρος:
Samarium (Sm)

Μετάφραση: Samarium (Sm)
Ελληνικός όρος:
Σανίδες φόρτωσης
Αγγλικός όρος:
Load boards

Μετάφραση: Load boards
Ελληνικός όρος:
Σαπούνι
Αγγλικός όρος:
Soap

Μετάφραση: Soap
Ελληνικός όρος:
Σαπωνοποίηση
Αγγλικός όρος:
Saponification

Μετάφραση: Saponification
Ελληνικός όρος:
Σάρωση
Αγγλικός όρος:
Scanning

Μετάφραση: Scanning
Ελληνικός όρος:
Σάρωση αναρρόφησης
Αγγλικός όρος:
Vacuuming

Μετάφραση: Vacuuming
Ελληνικός όρος:
Σαφρόλη ή έλαιο σασσαφράς
Αγγλικός όρος:
Safrole or oil of sassafras

Μετάφραση: Safrole or oil of sassafras
Ελληνικός όρος:
Σβέση
Αγγλικός όρος:
Quenched

Μετάφραση: Quenched
Ελληνικός όρος:
Σε επαφή με νερό ελευθερώνονται τοξικά, εξόχως εύφλεκτα αέρια
Αγγλικός όρος:
Contact with water liberates toxic, extremely flammable gas

Μετάφραση: Contact with water liberates toxic, extremely flammable gas
Ελληνικός όρος:
Σε επαφή με οξέα ελευθερώνονται πολύ τοξικά αέρια
Αγγλικός όρος:
Contact with acids liberates very toxic gas

Μετάφραση: Contact with acids liberates very toxic gas
Ελληνικός όρος:
Σε επαφή με το νερό ελευθερώνει εύφλεκτα αέρια τα οποία μπορούν να αυτοαναφλεγούν
Αγγλικός όρος:
In contact with water releases flammable gases which may ignite spontaneously

Μετάφραση: In contact with water releases flammable gases which may ignite spontaneously
Ελληνικός όρος:
Σε περίπτωση ανεπαρκούς αερισμού, να φοράτε μέσα ατομικής προστασίας της αναπνοής
Αγγλικός όρος:
In case of inadequate ventilation wear respiratory protection

Μετάφραση: In case of inadequate ventilation wear respiratory protection
Ελληνικός όρος:
Σε περίπτωση ανεπαρκούς αερισμού, χρησιμοποιείτε κατάλληλη αναπνευστική συσκευή
Αγγλικός όρος:
In case of insufficient ventilation, wear suitable respiratory equipment

Μετάφραση: In case of insufficient ventilation, wear suitable respiratory equipment
Ελληνικός όρος:
Σε περίπτωση ατυχήματος ή αν αισθανθείτε αδιαθεσία ζητήστε αμέσως ιατρική συμβουλή
Αγγλικός όρος:
In case of accident or if you feel unwell, seek medical advice immediately

Μετάφραση: In case of accident or if you feel unwell, seek medical advice immediately
Ελληνικός όρος:
Σε περίπτωση ατυχήματος λόγω εισπνοής: απομακρύνετε το θύμα από το μολυσμένο χώρο και αφήστε το να ηρεμήσει
Αγγλικός όρος:
In case of accident by inhalation: remove casualty to fresh air and keep at rest

Μετάφραση: In case of accident by inhalation: remove casualty to fresh air and keep at rest
Ελληνικός όρος:
ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΙΣΠΝΟΗΣ: Εάν ο παθών έχει δύσπνοια, μεταφέρετέ τον στον καθαρό αέρα και αφήστε τον να ξεκουραστεί σε στάση που διευκολύνει την αναπνοή
Αγγλικός όρος:
IF INHALED: If breathing is difficult, remove victim to fresh air and keep at rest in a position comfortable for breathing

Μετάφραση: IF INHALED: If breathing is difficult, remove victim to fresh air and keep at rest in a position comfortable for breathing
Ελληνικός όρος:
ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΙΣΠΝΟΗΣ: Μεταφέρετε τον παθόντα στον καθαρό αέρα και αφήστε τον να ξεκουραστεί σε στάση που διευκολύνει την αναπνοή
Αγγλικός όρος:
IF INHALED: Remove victim to fresh air and keep at rest in a position comfortable for breathing

Μετάφραση: IF INHALED: Remove victim to fresh air and keep at rest in a position comfortable for breathing

Ακολουθήστε μας