Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 7237 - 7272 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Ριβουλόζη
Αγγλικός όρος:
Ribulose

Μετάφραση: Ribulose
Ελληνικός όρος:
Ρίγος
Αγγλικός όρος:
Shivering

Μετάφραση: Shivering
Ελληνικός όρος:
Ρινική κοιλότητα
Αγγλικός όρος:
Nasal cavity

Μετάφραση: Nasal cavity
Ελληνικός όρος:
Ρινική πλύση
Αγγλικός όρος:
Nasal Lavage

Μετάφραση: Nasal Lavage
Ελληνικός όρος:
Ρινίσματα ψευδαργύρου
Αγγλικός όρος:
Zinc fillings

Μετάφραση: Zinc fillings
Ελληνικός όρος:
Ρινίτιδα
Αγγλικός όρος:
Rhinitis

Μετάφραση: Rhinitis
Ελληνικός όρος:
Ρινίτιδες αλλεργικής φύσης προκαλούμενες από την εισπνοή αλλεργιογόνων ουσιών οι οποίες έχουν αναγνωριστεί ως τέτοιες και είναι εγγενείς στο είδος της εργασίας
Αγγλικός όρος:
Allergic rhinitis caused by the inhalation of substances consistently recognised as causing allergies and inherent to the type of work

Μετάφραση: Allergic rhinitis caused by the inhalation of substances consistently recognised as causing allergies and inherent to the type of work
Ελληνικός όρος:
Ρινοσκόπηση
Αγγλικός όρος:
Rhinoscopy

Μετάφραση: Rhinoscopy
Ελληνικός όρος:
Ροδάνιο
Αγγλικός όρος:
Rhodane

Μετάφραση: Rhodane
Ελληνικός όρος:
Ρόδιο
Αγγλικός όρος:
Rhodium (Rh)

Μετάφραση: Rhodium (Rh)
Ελληνικός όρος:
Ροή
Αγγλικός όρος:
Flow

Μετάφραση: Flow
Ελληνικός όρος:
Ροή δειγματοληψίας
Αγγλικός όρος:
Sampling flow rate (Q)

Μετάφραση: Sampling flow rate (Q)
Ελληνικός όρος:
Ροή θερμότητας
Αγγλικός όρος:
Heat flow

Μετάφραση: Heat flow
Ελληνικός όρος:
Ρολό για βαφή
Αγγλικός όρος:
Paint roller

Μετάφραση: Paint roller
Ελληνικός όρος:
Ρόλος στην οργάνωση
Αγγλικός όρος:
Role in organisation

Μετάφραση: Role in organisation
Ελληνικός όρος:
Ροννέλ
Αγγλικός όρος:
Ronnel, fenclorophos, runnel, dimethyl trichlorophenyl thiophosphate

Μετάφραση: Ronnel, fenclorophos, runnel, dimethyl trichlorophenyl thiophosphate
Ελληνικός όρος:
Ροπή
Αγγλικός όρος:
Torgue

Μετάφραση: Torgue
Ελληνικός όρος:
Ροτενόνη
Αγγλικός όρος:
Rotenone

Μετάφραση: Rotenone
Ελληνικός όρος:
Ρουβερυθρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Ruberythric acid

Μετάφραση: Ruberythric acid
Ελληνικός όρος:
Ρουβίδιο
Αγγλικός όρος:
Rubidium (Rb)

Μετάφραση: Rubidium (Rb)
Ελληνικός όρος:
Ρούζ
Αγγλικός όρος:
Rouge

Μετάφραση: Rouge
Ελληνικός όρος:
Ρουθήνιο
Αγγλικός όρος:
Routhenium (Ru)

Μετάφραση: Routhenium (Ru)
Ελληνικός όρος:
Ρουμπίνιο
Αγγλικός όρος:
Ruby

Μετάφραση: Ruby
Ελληνικός όρος:
Ρουτίλιο
Αγγλικός όρος:
Rutile

Μετάφραση: Rutile
Ελληνικός όρος:
Ρούχο
Αγγλικός όρος:
Garment

Μετάφραση: Garment
Ελληνικός όρος:
Ρυθμιστής
Αγγλικός όρος:
Regulator

Μετάφραση: Regulator
Ελληνικός όρος:
Ρυθμιστής ιξώδους
Αγγλικός όρος:
Viscosity modifier

Μετάφραση: Viscosity modifier
Ελληνικός όρος:
Ρυθμιστής ροής
Αγγλικός όρος:
Flow modifier

Μετάφραση: Flow modifier
Ελληνικός όρος:
Ρυθμιστής στροφών
Αγγλικός όρος:
Governor

Μετάφραση: Governor
Ελληνικός όρος:
Ρυθμιστής τάσης
Αγγλικός όρος:
Voltage regulator

Μετάφραση: Voltage regulator
Ελληνικός όρος:
Ρυθμιστική επιτροπή
Αγγλικός όρος:
Regulatory committee

Μετάφραση: Regulatory committee
Ελληνικός όρος:
Ρυθμιστική ικανότητα
Αγγλικός όρος:
Capacity buffer

Μετάφραση: Capacity buffer
Ελληνικός όρος:
Ρυθμιστική χωρητικότητα
Αγγλικός όρος:
Capacity buffer

Μετάφραση: Capacity buffer
Ελληνικός όρος:
Ρυθμιστικό διάλυμα
Αγγλικός όρος:
Buffer solution

Μετάφραση: Buffer solution
Ελληνικός όρος:
Ρυθμός ειδικής απορρόφησης ενέργειας
Αγγλικός όρος:
Specific energy absorption rate (SAR)

Μετάφραση: Specific energy absorption rate (SAR)
Ελληνικός όρος:
Ρυθμός εξαερισμού
Αγγλικός όρος:
Ventilation rate

Μετάφραση: Ventilation rate

Ακολουθήστε μας