Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 7093 - 7128 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Πρόωρη συνταξιοδότηση
Αγγλικός όρος:
Early retirement

Μετάφραση: Early retirement
Ελληνικός όρος:
Πρόωση
Αγγλικός όρος:
Propulsion

Μετάφραση: Propulsion
Ελληνικός όρος:
Προπυλαλκοόλη
Αγγλικός όρος:
Propyl alcohol, propanol

Μετάφραση: Propyl alcohol, propanol
Ελληνικός όρος:
Πρωσσικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Prussic acid, hydrogen cyanide, hydrocyanic acid, formonitrile

Μετάφραση: Prussic acid, hydrogen cyanide, hydrocyanic acid, formonitrile
Ελληνικός όρος:
Πρωτακτίνιο
Αγγλικός όρος:
Protactinium

Μετάφραση: Protactinium
Ελληνικός όρος:
Πρωτεΐνη
Αγγλικός όρος:
Protein

Μετάφραση: Protein
Ελληνικός όρος:
Πρώτες βοήθειες
Αγγλικός όρος:
First aid

Μετάφραση: First aid
Ελληνικός όρος:
Πρώτιο
Αγγλικός όρος:
Protium

Μετάφραση: Protium
Ελληνικός όρος:
Πρωτοβουλίες Στρατηγικής Συνεργασίας για την πρακτική εφαρμογή του REACH
Αγγλικός όρος:
Strategic Partnership on REACH Testing, SPORT

Μετάφραση: Strategic Partnership on REACH Testing, SPORT
Ελληνικός όρος:
Πρωτογενείς ρύποι
Αγγλικός όρος:
Prority pollutants

Μετάφραση: Prority pollutants
Ελληνικός όρος:
Πρωτογενές πρότυπο
Αγγλικός όρος:
Primary standard

Μετάφραση: Primary standard
Ελληνικός όρος:
Πρωτογενής πρόληψη
Αγγλικός όρος:
Primary prevention

Μετάφραση: Primary prevention
Ελληνικός όρος:
Πρωτόκολλο για ειδικό σκοπό
Αγγλικός όρος:
Protocol for a specific purpose, PSP

Μετάφραση: Protocol for a specific purpose, PSP
Ελληνικός όρος:
Πρωτόνιο
Αγγλικός όρος:
Proton

Μετάφραση: Proton
Ελληνικός όρος:
Πτητικές οργανικές ενώσεις
Αγγλικός όρος:
Volatile organic compounds (VOCs)

Μετάφραση: Volatile organic compounds (VOCs)
Ελληνικός όρος:
Πτητική ουσία
Αγγλικός όρος:
Volatile substance

Μετάφραση: Volatile substance
Ελληνικός όρος:
Πτητική τέφρα
Αγγλικός όρος:
Flyash

Μετάφραση: Flyash
Ελληνικός όρος:
Πτητική τέφρα άνθρακα
Αγγλικός όρος:
Coal flyash

Μετάφραση: Coal flyash
Ελληνικός όρος:
Πτητική τέφρα τύρφης
Αγγλικός όρος:
Peat flyash

Μετάφραση: Peat flyash
Ελληνικός όρος:
Πτητικός
Αγγλικός όρος:
Volatile

Μετάφραση: Volatile
Ελληνικός όρος:
Πτητικότητα
Αγγλικός όρος:
Volatility

Μετάφραση: Volatility
Ελληνικός όρος:
Πτύελο ή σάλιο
Αγγλικός όρος:
Spittle, sputum

Μετάφραση: Spittle, sputum
Ελληνικός όρος:
Πτώση
Αγγλικός όρος:
Fall

Μετάφραση: Fall
Ελληνικός όρος:
Πτώση τάσεως
Αγγλικός όρος:
Voltage drop

Μετάφραση: Voltage drop
Ελληνικός όρος:
Πυκνό
Αγγλικός όρος:
Dense

Μετάφραση: Dense
Ελληνικός όρος:
Πυκνότητα
Αγγλικός όρος:
Density (d)

Μετάφραση: Density (d)
Ελληνικός όρος:
Πυκνότητα ατμών
Αγγλικός όρος:
Vapour density

Μετάφραση: Vapour density
Ελληνικός όρος:
Πυκνότητα ισχύος
Αγγλικός όρος:
Power density , e - irradiance

Μετάφραση: Power density , e - irradiance
Ελληνικός όρος:
Πυκνότητα μαγνητικής ροής
Αγγλικός όρος:
Magnetic flux density

Μετάφραση: Magnetic flux density
Ελληνικός όρος:
Πυκνότητα ρεύματος
Αγγλικός όρος:
Current density

Μετάφραση: Current density
Ελληνικός όρος:
Πυκνότητα ροής αέρα
Αγγλικός όρος:
Density of flow rate

Μετάφραση: Density of flow rate
Ελληνικός όρος:
Πυκνωτής
Αγγλικός όρος:
Capacitor

Μετάφραση: Capacitor
Ελληνικός όρος:
Πυλώνας
Αγγλικός όρος:
Pylon

Μετάφραση: Pylon
Ελληνικός όρος:
Πυλωροπλαστική
Αγγλικός όρος:
Pyloroplastry

Μετάφραση: Pyloroplastry
Ελληνικός όρος:
Πυραζόλιο
Αγγλικός όρος:
Pyrazole or 1,2-diazole

Μετάφραση: Pyrazole or 1,2-diazole
Ελληνικός όρος:
Πυράνιο
Αγγλικός όρος:
Pyran

Μετάφραση: Pyran

Ακολουθήστε μας