Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 7201 - 7236 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Ραδιολογικό ατύχημα
Αγγλικός όρος:
Radiological accident

Μετάφραση: Radiological accident
Ελληνικός όρος:
Ραδιοσυχνότητα
Αγγλικός όρος:
Radiofrequency, RF

Μετάφραση: Radiofrequency, RF
Ελληνικός όρος:
Ραδιοτοξικότητα
Αγγλικός όρος:
Radiotoxicity

Μετάφραση: Radiotoxicity
Ελληνικός όρος:
Ραδόνιο
Αγγλικός όρος:
Radon

Μετάφραση: Radon
Ελληνικός όρος:
Ρακεμοποίηση
Αγγλικός όρος:
Racemization

Μετάφραση: Racemization
Ελληνικός όρος:
Ραπτομηχανή
Αγγλικός όρος:
Sewing machine

Μετάφραση: Sewing machine
Ελληνικός όρος:
Ράσπες
Αγγλικός όρος:
Rasps

Μετάφραση: Rasps
Ελληνικός όρος:
Ραφινόζη
Αγγλικός όρος:
Raffinose

Μετάφραση: Raffinose
Ελληνικός όρος:
Ρεζερπίνη
Αγγλικός όρος:
Reserpine

Μετάφραση: Reserpine
Ελληνικός όρος:
Ρεζορκινόλη ή 1,3-βενζενοδιόλη ή 1,3-διυδροξυβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Resorcinol or 1,3-benzenediol or 1,3-dihydroxybenzene

Μετάφραση: Resorcinol or 1,3-benzenediol or 1,3-dihydroxybenzene
Ελληνικός όρος:
Ρετινάλη
Αγγλικός όρος:
Retinal

Μετάφραση: Retinal
Ελληνικός όρος:
Ρετινόλη ή βιταμίνη Α1
Αγγλικός όρος:
Retinol or vitamin A1

Μετάφραση: Retinol or vitamin A1
Ελληνικός όρος:
Ρεύμα
Αγγλικός όρος:
Current

Μετάφραση: Current
Ελληνικός όρος:
Ρεύμα ατμού
Αγγλικός όρος:
Stream vapor

Μετάφραση: Stream vapor
Ελληνικός όρος:
Ρεύμα δακτυλίου
Αγγλικός όρος:
Ring current

Μετάφραση: Ring current
Ελληνικός όρος:
Ρεύμα διάχυσης
Αγγλικός όρος:
Diffusion current

Μετάφραση: Diffusion current
Ελληνικός όρος:
Ρεύμα επαφής
Αγγλικός όρος:
Contact current, IC

Μετάφραση: Contact current, IC
Ελληνικός όρος:
Ρευματοδότης
Αγγλικός όρος:
Socket

Μετάφραση: Socket
Ελληνικός όρος:
Ρευματοειδής αρθρίτιδα
Αγγλικός όρος:
Rheumatoid arthritis

Μετάφραση: Rheumatoid arthritis
Ελληνικός όρος:
Ρευματολήπτης
Αγγλικός όρος:
Plug

Μετάφραση: Plug
Ελληνικός όρος:
Ρευστά κοπής
Αγγλικός όρος:
Cutting fluids

Μετάφραση: Cutting fluids
Ελληνικός όρος:
Ρευστές επιστρώσεις
Αγγλικός όρος:
Flow coating

Μετάφραση: Flow coating
Ελληνικός όρος:
Ρευστοποίηση
Αγγλικός όρος:
Whisking

Μετάφραση: Whisking
Ελληνικός όρος:
Ρευστότητα
Αγγλικός όρος:
Flowability

Μετάφραση: Flowability
Ελληνικός όρος:
Ρηγμάτωση
Αγγλικός όρος:
Cracking

Μετάφραση: Cracking
Ελληνικός όρος:
Ρηγμάτωση λόγω διάβρωσης υλικού υπό τάση
Αγγλικός όρος:
Stress corrosion cracking

Μετάφραση: Stress corrosion cracking
Ελληνικός όρος:
Ρηνικός
Αγγλικός όρος:
Nasal

Μετάφραση: Nasal
Ελληνικός όρος:
Ρήνιο
Αγγλικός όρος:
Rhenium (Re)

Μετάφραση: Rhenium (Re)
Ελληνικός όρος:
Ρητινέλαια
Αγγλικός όρος:
Rosin oil

Μετάφραση: Rosin oil
Ελληνικός όρος:
Ρητίνη
Αγγλικός όρος:
Resin

Μετάφραση: Resin
Ελληνικός όρος:
Ρήτρα διασφάλισης
Αγγλικός όρος:
Safeguard clause

Μετάφραση: Safeguard clause
Ελληνικός όρος:
Ρήτρα ελεύθερης κυκλοφορίας
Αγγλικός όρος:
Free movement clause

Μετάφραση: Free movement clause
Ελληνικός όρος:
Ριβιτόλη
Αγγλικός όρος:
Ribitol

Μετάφραση: Ribitol
Ελληνικός όρος:
Ριβόζη
Αγγλικός όρος:
Ribose

Μετάφραση: Ribose
Ελληνικός όρος:
Ριβονουκλεϊνικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Ribonucleic acid (RNA)

Μετάφραση: Ribonucleic acid (RNA)
Ελληνικός όρος:
Ριβοσαζόνη
Αγγλικός όρος:
Ribosazone

Μετάφραση: Ribosazone

Ακολουθήστε μας