Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 685 - 720 of 721
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει εγκαύματα ψύχους ή τραυματισμούς
Αγγλικός όρος:
May cause cryogenic burns or injury

Μετάφραση: May cause cryogenic burns or injury
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό της αναπνευστικής οδού
Αγγλικός όρος:
May cause respiratory irritation

Μετάφραση: May cause respiratory irritation
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει ευαισθητοποίηση όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα
Αγγλικός όρος:
May cause sensitization by inhalation and skin contact

Μετάφραση: May cause sensitization by inhalation and skin contact
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει ή αναζωπυρώσει πυρκαγιά
Αγγλικός όρος:
May cause or intensify fire

Μετάφραση: May cause or intensify fire
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει θάνατο σε περίπτωση κατάποσης και διείσδυσης στις αναπνευστικές οδούς
Αγγλικός όρος:
May be fatal if swallowed and enters airways

Μετάφραση: May be fatal if swallowed and enters airways
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει καρκίνο όταν εισπνέεται
Αγγλικός όρος:
May cause cancer by inhalation

Μετάφραση: May cause cancer by inhalation
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει κληρονομικές γενετικές βλάβες
Αγγλικός όρος:
May cause heritable genetic damage

Μετάφραση: May cause heritable genetic damage
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει μακροχρόνιες δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
May cause long-term adverse effects in the environment

Μετάφραση: May cause long-term adverse effects in the environment
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει μακροχρόνιες δυσμενείς επιπτώσεις στο υδάτινο περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
May cause long-term adverse effects in the aquatic environment

Μετάφραση: May cause long-term adverse effects in the aquatic environment
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει μακροχρόνιες επιπτώσεις, στους υδρόβιους οργανισμούς
Αγγλικός όρος:
May cause long lasting harmful effects to aquatic life

Μετάφραση: May cause long lasting harmful effects to aquatic life
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει πυρκαγιά ή έκρηξη˙ ισχυρό οξειδωτικό
Αγγλικός όρος:
May cause fire or explosion; strong oxidizer

Μετάφραση: May cause fire or explosion; strong oxidizer
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει υπνηλία ή ζάλη
Αγγλικός όρος:
May cause drowsiness or dizziness

Μετάφραση: May cause drowsiness or dizziness
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να σχηματίσει εκρηκτικά υπεροξείδια
Αγγλικός όρος:
May form explosive peroxides

Μετάφραση: May form explosive peroxides
Ελληνικός όρος:
Μπορελίωση
Αγγλικός όρος:
Borreliosis

Μετάφραση: Borreliosis
Ελληνικός όρος:
Μπότες ασφαλείας
Αγγλικός όρος:
Safety boots

Μετάφραση: Safety boots
Ελληνικός όρος:
Μπρούτζος
Αγγλικός όρος:
Bronze

Μετάφραση: Bronze
Ελληνικός όρος:
Μυελοδυσπλαστικό σύνδρομο
Αγγλικός όρος:
Myelodysplastic syndrome

Μετάφραση: Myelodysplastic syndrome
Ελληνικός όρος:
Μυελοϋπερπλαστικό σύνδρομο
Αγγλικός όρος:
Myeloproliferative

Μετάφραση: Myeloproliferative
Ελληνικός όρος:
Μύες
Αγγλικός όρος:
Muscles

Μετάφραση: Muscles
Ελληνικός όρος:
Μυκαρόζη
Αγγλικός όρος:
Mycarose

Μετάφραση: Mycarose
Ελληνικός όρος:
Μύκητες
Αγγλικός όρος:
Molds, moulds, fungi

Μετάφραση: Molds, moulds, fungi
Ελληνικός όρος:
Μυκητοκτόνα
Αγγλικός όρος:
Fungicides

Μετάφραση: Fungicides
Ελληνικός όρος:
Μυκοτοξίνες
Αγγλικός όρος:
Mycotoxins

Μετάφραση: Mycotoxins
Ελληνικός όρος:
Μύλος
Αγγλικός όρος:
Mill

Μετάφραση: Mill
Ελληνικός όρος:
Μυοκτονία
Αγγλικός όρος:
Deratting

Μετάφραση: Deratting
Ελληνικός όρος:
Μυοσίνη
Αγγλικός όρος:
Myosin

Μετάφραση: Myosin
Ελληνικός όρος:
Μυοσκελετικές παθήσεις
Αγγλικός όρος:
Musculoskeletal disorders, MSDs

Μετάφραση: Musculoskeletal disorders, MSDs
Ελληνικός όρος:
Μυοσκελετικές παθήσεις που σχετίζονται με την εργασία
Αγγλικός όρος:
Work-related musculoskeletal disorders

Μετάφραση: Work-related musculoskeletal disorders
Ελληνικός όρος:
Μυριστικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Myristic acid or tetradecanoic acid

Μετάφραση: Myristic acid or tetradecanoic acid
Ελληνικός όρος:
Μυρμηκική αλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Formaldehyde, methanal, formol

Μετάφραση: Formaldehyde, methanal, formol
Ελληνικός όρος:
Μυρμηκικό αμμώνιο
Αγγλικός όρος:
Ammonium formate

Μετάφραση: Ammonium formate
Ελληνικός όρος:
Μυρμηκικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Formic acid, methanoic acid

Μετάφραση: Formic acid, methanoic acid
Ελληνικός όρος:
Μυρμηκικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl formate

Μετάφραση: Ethyl formate
Ελληνικός όρος:
Μυρμηκικός μεθυλεστέρας ή μυρμηκικό μεθύλιο ή μεθανικός μεθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Methyl formate or methyl methanoate

Μετάφραση: Methyl formate or methyl methanoate
Ελληνικός όρος:
Μυρσένιο
Αγγλικός όρος:
Myrcene

Μετάφραση: Myrcene
Ελληνικός όρος:
Μύτη
Αγγλικός όρος:
Nose

Μετάφραση: Nose

Ακολουθήστε μας