Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 649 - 684 of 721
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Μορφοτροπέας σήματος
Αγγλικός όρος:
Transducer

Μετάφραση: Transducer
Ελληνικός όρος:
Μορφότυπος πιστοποιητικού
Αγγλικός όρος:
Format of certificate

Μετάφραση: Format of certificate
Ελληνικός όρος:
Μόσχευμα
Αγγλικός όρος:
Graft

Μετάφραση: Graft
Ελληνικός όρος:
Μοσχοβίτης
Αγγλικός όρος:
Mica, biotite, muscovite

Μετάφραση: Mica, biotite, muscovite
Ελληνικός όρος:
Μούδιασμα
Αγγλικός όρος:
Numbness

Μετάφραση: Numbness
Ελληνικός όρος:
Μουκοχλωρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Mucochloric acid

Μετάφραση: Mucochloric acid
Ελληνικός όρος:
Μούχλα
Αγγλικός όρος:
Molds, moulds, fungi

Μετάφραση: Molds, moulds, fungi
Ελληνικός όρος:
Μοχλοί
Αγγλικός όρος:
Levers

Μετάφραση: Levers
Ελληνικός όρος:
Μπαρ
Αγγλικός όρος:
Bar

Μετάφραση: Bar
Ελληνικός όρος:
Μπαταρία
Αγγλικός όρος:
Battery

Μετάφραση: Battery
Ελληνικός όρος:
Μπεκερέλ
Αγγλικός όρος:
Becquerel, Bq

Μετάφραση: Becquerel, Bq
Ελληνικός όρος:
Μπεντονίτης
Αγγλικός όρος:
Bentonite

Μετάφραση: Bentonite
Ελληνικός όρος:
Μπερκέλιο
Αγγλικός όρος:
Berkelium, Bk

Μετάφραση: Berkelium, Bk
Ελληνικός όρος:
Μπετονιέρα
Αγγλικός όρος:
Concrete mixer

Μετάφραση: Concrete mixer
Ελληνικός όρος:
Μπετονιέρα επί οχήματος
Αγγλικός όρος:
Concrete mix container

Μετάφραση: Concrete mix container
Ελληνικός όρος:
Μπιτόνι
Αγγλικός όρος:
Jerrican

Μετάφραση: Jerrican
Ελληνικός όρος:
Μπλε αμίαντος
Αγγλικός όρος:
Blue asbestos

Μετάφραση: Blue asbestos
Ελληνικός όρος:
Μπλε του μεθυλένιου
Αγγλικός όρος:
Methylene blue

Μετάφραση: Methylene blue
Ελληνικός όρος:
Μπλοκ σκυροδέματος
Αγγλικός όρος:
Concrete block

Μετάφραση: Concrete block
Ελληνικός όρος:
Μπογιά
Αγγλικός όρος:
Paint

Μετάφραση: Paint
Ελληνικός όρος:
Μπομπίνα
Αγγλικός όρος:
Reel, drum

Μετάφραση: Reel, drum
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να αναζωπυρώσει την πυρκαγιά
Αγγλικός όρος:
May intensify fire

Μετάφραση: May intensify fire
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να αναφλεγεί
Αγγλικός όρος:
May catch fire

Μετάφραση: May catch fire
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να βλάψει τα βρέφη που τρέφονται με μητρικό γάλα
Αγγλικός όρος:
May cause harm to breast-fed children

Μετάφραση: May cause harm to breast-fed children
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να βλάψει τη γονιμότητα ή το έμβρυο <αναφέρεται η ειδική επίπτωση εάν είναι γνωστή> < αναφέρεται η οδός έκθεσης αν έχει αποδειχθεί αδιαμφισβήτητα ότι δεν υπάρχει κίνδυνος από τις άλλες οδούς έκθεσης>
Αγγλικός όρος:
May damage fertility or the unborn child <state specific effect if known> <state route of exposure if it is conclusively proven that no other routes of exposure cause the hazard>

Μετάφραση: May damage fertility or the unborn child <state specific effect if known> <state route of exposure if it is conclusively proven that no other routes of exposure cause the hazard>
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να βλάψει το έμβρυο κατά τη διάρκεια της κύησης
Αγγλικός όρος:
May cause harm to the unborn child

Μετάφραση: May cause harm to the unborn child
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να γίνει εύφλεκτο κατά τη χρήση
Αγγλικός όρος:
Can become flammable in use

Μετάφραση: Can become flammable in use
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να διαβρώσει μέταλλα
Αγγλικός όρος:
May be corrosive to metals

Μετάφραση: May be corrosive to metals
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να ελευθερωθούν επικίνδυνα αέρια
Αγγλικός όρος:
May release dangerous gases

Μετάφραση: May release dangerous gases
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να εξασθενίσει τη γονιμότητα
Αγγλικός όρος:
May impair fertility

Μετάφραση: May impair fertility
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει αλλεργία ή συμπτώματα άσθματος ή δύσπνοια σε περίπτωση εισπνοής
Αγγλικός όρος:
May cause allergy or asthma symptoms or breathing difficulties if inhaled

Μετάφραση: May cause allergy or asthma symptoms or breathing difficulties if inhaled
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει αλλεργική αντίδραση
Αγγλικός όρος:
May produce an allergic reaction

Μετάφραση: May produce an allergic reaction
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει αλλεργική δερματική αντίδραση
Αγγλικός όρος:
May cause an allergic skin reaction

Μετάφραση: May cause an allergic skin reaction
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει βλάβες στα όργανα <ή αναφέρονται όλα τα όργανα που βλάπτονται, εάν είναι γνωστά> <αναφέρεται η οδός έκθεσης αν έχει αποδειχθεί αδιαμφισβήτητα ότι δεν υπάρχει κίνδυνος από τις άλλες οδούς έκθεσης>
Αγγλικός όρος:
May cause damage to organs <or state all organs affected, if known> <state route of exposure if it is conclusively proven that no other routes of exposure cause the hazard>

Μετάφραση: May cause damage to organs <or state all organs affected, if known> <state route of exposure if it is conclusively proven that no other routes of exposure cause the hazard>
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει βλάβη στους πνεύμονες σε περίπτωση κατάποσης
Αγγλικός όρος:
May cause lung damage if swallowed

Μετάφραση: May cause lung damage if swallowed
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει γενετικά ελαττώματα <αναφέρεται η οδός έκθεσης αν έχει αποδειχθεί αδιαμφισβήτητα ότι δεν υπάρχει κίνδυνος από τις άλλες οδούς έκθεσης>
Αγγλικός όρος:
May cause genetic defects <state route of exposure if it is conclusively proven that no other routes of exposure cause the hazard>

Μετάφραση: May cause genetic defects <state route of exposure if it is conclusively proven that no other routes of exposure cause the hazard>

Ακολουθήστε μας