Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 433 - 468 of 721
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Μέτρο
Αγγλικός όρος:
Meter, metre

Μετάφραση: Meter, metre
Ελληνικός όρος:
Μέτρο εγγενούς ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Inherently safe design measure

Μετάφραση: Inherently safe design measure
Ελληνικός όρος:
Μέτρο προστασίας
Αγγλικός όρος:
Protective measure

Μετάφραση: Protective measure
Ελληνικός όρος:
Μετρολογία
Αγγλικός όρος:
Metrology

Μετάφραση: Metrology
Ελληνικός όρος:
Μετωπική θερμοσυγκόλληση
Αγγλικός όρος:
Butt- fusion

Μετάφραση: Butt- fusion
Ελληνικός όρος:
Μετωπική χρωματογραφία
Αγγλικός όρος:
Frontal chromatography

Μετάφραση: Frontal chromatography
Ελληνικός όρος:
Μεφαιναμικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Mefenamic acid

Μετάφραση: Mefenamic acid
Ελληνικός όρος:
Μη - μόνιμη μόλυνση
Αγγλικός όρος:
Non-fixed contamination

Μετάφραση: Non-fixed contamination
Ελληνικός όρος:
Μη ακραίο θερμικό περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Moderate thermal environment

Μετάφραση: Moderate thermal environment
Ελληνικός όρος:
Μη αμειβόμενη εργασία
Αγγλικός όρος:
Unpaid work

Μετάφραση: Unpaid work
Ελληνικός όρος:
Μη αναστρέψιμες οφθαλμικές επιπτώσεις
Αγγλικός όρος:
Irreversible effects on the eye

Μετάφραση: Irreversible effects on the eye
Ελληνικός όρος:
Μη ανοσολογική δερματίτιδα εξ επαφής
Αγγλικός όρος:
Non immunological contact dermatitis

Μετάφραση: Non immunological contact dermatitis
Ελληνικός όρος:
Μη απομονωμένο ενδιάμεσο προϊόν
Αγγλικός όρος:
Non-isolated intermediate

Μετάφραση: Non-isolated intermediate
Ελληνικός όρος:
Μη ασφαλείς για τον άνθρωπο – μη ασφαλείς για θερμές εργασίες
Αγγλικός όρος:
Not safe for men – not safe for fire

Μετάφραση: Not safe for men – not safe for fire
Ελληνικός όρος:
Μη -βιοαποικοδομήσιμα απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Non-biodegradable wastes

Μετάφραση: Non-biodegradable wastes
Ελληνικός όρος:
Μη βιώσιμα υπολείμματα
Αγγλικός όρος:
Non-viable residues

Μετάφραση: Non-viable residues
Ελληνικός όρος:
Μη γραμμικά οπτικά υλικά
Αγγλικός όρος:
Non-linear optics, NLO

Μετάφραση: Non-linear optics, NLO
Ελληνικός όρος:
Μη διατηρείτε το δοχείο ερμητικά κλεισμένο
Αγγλικός όρος:
Do not keep the container sealed

Μετάφραση: Do not keep the container sealed
Ελληνικός όρος:
Μη εκπέμπον θόριο
Αγγλικός όρος:
Unirradiated thorium

Μετάφραση: Unirradiated thorium
Ελληνικός όρος:
Μη εκπέμπον ουράνιο
Αγγλικός όρος:
Unirradiated uranium

Μετάφραση: Unirradiated uranium
Ελληνικός όρος:
Μη ενεργοποιημένος
Αγγλικός όρος:
Inactivated

Μετάφραση: Inactivated
Ελληνικός όρος:
Μη ενισχυμένο (π.χ. υλικό)
Αγγλικός όρος:
Undoped

Μετάφραση: Undoped
Ελληνικός όρος:
Μη επαγγελματίας χρήστης
Αγγλικός όρος:
Non-professional user

Μετάφραση: Non-professional user
Ελληνικός όρος:
Μη επικίνδυνη περιοχή
Αγγλικός όρος:
Non-hazardous area

Μετάφραση: Non-hazardous area
Ελληνικός όρος:
Μη επικίνδυνος χώρος
Αγγλικός όρος:
Non-hazardous place

Μετάφραση: Non-hazardous place
Ελληνικός όρος:
Μη εύφλεκτο
Αγγλικός όρος:
Non Flammable

Μετάφραση: Non Flammable
Ελληνικός όρος:
Μη θανατηφόρα ατυχήματα
Αγγλικός όρος:
Non-fatal accidents

Μετάφραση: Non-fatal accidents
Ελληνικός όρος:
Μη ιοντίζουσα ακτινοβολία
Αγγλικός όρος:
Non-ionising radiation

Μετάφραση: Non-ionising radiation
Ελληνικός όρος:
Μη ιοντικές επιφανειοδραστικές ουσίες
Αγγλικός όρος:
Non-ionic surfactant

Μετάφραση: Non-ionic surfactant
Ελληνικός όρος:
Μη καταστροφικός ανιχνευτής
Αγγλικός όρος:
Nondestructive detector

Μετάφραση: Nondestructive detector
Ελληνικός όρος:
Μη κοινοτικός παρασκευαστής
Αγγλικός όρος:
Non-community manufacturer

Μετάφραση: Non-community manufacturer
Ελληνικός όρος:
Μη κυβερνητική οργάνωση (ΜΚΟ)
Αγγλικός όρος:
Non-governmental organisation, NGO

Μετάφραση: Non-governmental organisation, NGO
Ελληνικός όρος:
Μη μόνιμη μόλυνση
Αγγλικός όρος:
Non-fixed contamination

Μετάφραση: Non-fixed contamination
Ελληνικός όρος:
Μη σταδιακά εισαγόμενη ουσία
Αγγλικός όρος:
Non phase-in substance

Μετάφραση: Non phase-in substance
Ελληνικός όρος:
Μη τοξικό
Αγγλικός όρος:
Non toxic

Μετάφραση: Non toxic
Ελληνικός όρος:
Μη υποχρεωτικό
Αγγλικός όρος:
Not mandatory, NM

Μετάφραση: Not mandatory, NM

Ακολουθήστε μας