Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 325 - 360 of 721
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Μεσοθηλίωμα λόγω εισπνοής σκόνης αμιάντου
Αγγλικός όρος:
Mesothelioma following the inhalation of asbestos dust

Μετάφραση: Mesothelioma following the inhalation of asbestos dust
Ελληνικός όρος:
Μέσος όρος
Αγγλικός όρος:
Mean, average

Μετάφραση: Mean, average
Ελληνικός όρος:
Μέσος όρος των τετραγώνων των διαδοχικών διαφορών
Αγγλικός όρος:
Mean square successive differences

Μετάφραση: Mean square successive differences
Ελληνικός όρος:
Μέσος χρόνος γενεάς
Αγγλικός όρος:
Mean generation time

Μετάφραση: Mean generation time
Ελληνικός όρος:
Μεσοτίμηση
Αγγλικός όρος:
Averaging

Μετάφραση: Averaging
Ελληνικός όρος:
Μεσόφιλα
Αγγλικός όρος:
Mesophiles

Μετάφραση: Mesophiles
Ελληνικός όρος:
Μεσύλιο
Αγγλικός όρος:
Mesyl (Ms)

Μετάφραση: Mesyl (Ms)
Ελληνικός όρος:
Μέσω ή εντός
Αγγλικός όρος:
Through or into

Μετάφραση: Through or into
Ελληνικός όρος:
Μετα-
Αγγλικός όρος:
Meta- (m-)

Μετάφραση: Meta- (m-)
Ελληνικός όρος:
Μετα-ανάλυση
Αγγλικός όρος:
Meta-analysis

Μετάφραση: Meta-analysis
Ελληνικός όρος:
Μεταβαλλόμενη αιτία
Αγγλικός όρος:
Change cause

Μετάφραση: Change cause
Ελληνικός όρος:
Μεταβαλλόμενη συχνότητα και τάση
Αγγλικός όρος:
Varying frequency and voltage

Μετάφραση: Varying frequency and voltage
Ελληνικός όρος:
Μεταβαλλόμενο περιβάλλον της εργασίας
Αγγλικός όρος:
Changing world of work

Μετάφραση: Changing world of work
Ελληνικός όρος:
Μεταβατική διάταξη
Αγγλικός όρος:
Transitional provision

Μετάφραση: Transitional provision
Ελληνικός όρος:
Μεταβατική κατάσταση
Αγγλικός όρος:
Transition state

Μετάφραση: Transition state
Ελληνικός όρος:
Μεταβλητή
Αγγλικός όρος:
Variable

Μετάφραση: Variable
Ελληνικός όρος:
Μεταβλητή εξαρτημένη
Αγγλικός όρος:
Dependent variable

Μετάφραση: Dependent variable
Ελληνικός όρος:
Μεταβλητότητα
Αγγλικός όρος:
Variability

Μετάφραση: Variability
Ελληνικός όρος:
Μεταβολές ήσσονος σημασίας
Αγγλικός όρος:
Minor changes

Μετάφραση: Minor changes
Ελληνικός όρος:
Μεταβολές μείζονος σημασίας
Αγγλικός όρος:
Major changes

Μετάφραση: Major changes
Ελληνικός όρος:
Μεταβολή της λειτουργίας
Αγγλικός όρος:
Change in operation

Μετάφραση: Change in operation
Ελληνικός όρος:
Μεταβολικές δυσλειτουργίες
Αγγλικός όρος:
Metabolic disorders

Μετάφραση: Metabolic disorders
Ελληνικός όρος:
Μεταβολική θερμότητα
Αγγλικός όρος:
Metabolic heat

Μετάφραση: Metabolic heat
Ελληνικός όρος:
Μεταβολίτης
Αγγλικός όρος:
Metabolite

Μετάφραση: Metabolite
Ελληνικός όρος:
Μεταγενέστερος χρήστης
Αγγλικός όρος:
Downstream user, DU

Μετάφραση: Downstream user, DU
Ελληνικός όρος:
Μετάδοση
Αγγλικός όρος:
Transmission

Μετάφραση: Transmission
Ελληνικός όρος:
Μετάδοση ασθένειας
Αγγλικός όρος:
Infection, contamination

Μετάφραση: Infection, contamination
Ελληνικός όρος:
Μετάδοση σφαλμάτων
Αγγλικός όρος:
Propagation of errors

Μετάφραση: Propagation of errors
Ελληνικός όρος:
Μετάδοση του ήχου
Αγγλικός όρος:
Sound propagation

Μετάφραση: Sound propagation
Ελληνικός όρος:
Μεταδοσιμότητα δονήσεων
Αγγλικός όρος:
Vibration tranmissibility

Μετάφραση: Vibration tranmissibility
Ελληνικός όρος:
Μεταδότης
Αγγλικός όρος:
Transmitter

Μετάφραση: Transmitter
Ελληνικός όρος:
Μεταθεϊώδες νάτριο
Αγγλικός όρος:
Sodium metabisulfite (Na2S2O5)

Μετάφραση: Sodium metabisulfite (Na2S2O5)
Ελληνικός όρος:
Μετακινήσεις στον χώρο εργασίας
Αγγλικός όρος:
Workplace transport

Μετάφραση: Workplace transport
Ελληνικός όρος:
Μετακίνηση σε νέα θέση εργασίας
Αγγλικός όρος:
Relocation

Μετάφραση: Relocation
Ελληνικός όρος:
Μετακινούμενοι εργαζόμενοι
Αγγλικός όρος:
Mobile workers

Μετάφραση: Mobile workers
Ελληνικός όρος:
Μεταλλακτικότητα
Αγγλικός όρος:
Mutagenicity

Μετάφραση: Mutagenicity

Ακολουθήστε μας